ΤΟ Α

Το οπλοστάσιο

Getty Images/Σύνθεση 24Media

Είναι τρεις εβδομάδες τώρα που εγώ και η κόρη μου, 4,5 ετών στρογγυλά, κάθε απόγευμα στις 6 παρατάμε ό,τι κάνουμε (όχι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πράγματα, είναι η αλήθεια) για να χορέψουμε και τα 40 λεπτά συνεχόμενα το Your Arsenal του Morrissey. Δεν το είχαμε σχεδιάσει. Απλώς συνέβη την πρώτη μέρα, όταν εμένα μου ήρθε μετά από καιρό να ακούσω εξαιρετικά δυνατά το National Front Disco και καταλήξαμε να χτυπιόμαστε σαν 17χρονα στο mosh pit συναυλίας κατά τη διάρκεια όλου του δίσκου. Σχεδόν μηχανικά και χωρίς να το συζητάμε, το ξανακάνουμε κάθε μέρα έκτοτε.

Βλέπετε, χρειαζόμασταν αυτή την εκτόνωση. Εκείνο το πρωί είχαμε ενημερωθεί ότι έχουμε έρθει σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα και είχαμε μπει σε αυτή την παράξενη φούσκα αναμονής, καραντίνας και αγωνίας που και τόσοι άλλοι έχουν ζήσει τον τελευταίο χρόνο.

Μίλησα κάνα τετράωρο στο τηλέφωνο, μαγείρεψα αλλά δεν έφαγα μπουκιά, μύρισα έξι φορές τη χλωρίνη για να σιγουρευτώ ότι μυρίζω και ότι αν δεν πεθάνω από κορωνοϊό, θα πεθάνω από τοξικές αναθυμιάσεις.

Δεν ήταν το πρώτο πράγμα που δεν είχαμε σχεδιάσει αλλά συνέβη, τους τελευταίους δύο μήνες. Μια ξαφνική μετακόμιση από το σπίτι που γεννήθηκε εκείνη, σε ένα καινούριο, πιο άνετο αλλά και πιο ακριβό, που τελικώς αποδείχθηκε πιο ζόρικη ψυχολογικά από ότι είχαμε υπολογίσει. Παραδόξως κυρίως για μένα, που την πρώτη εβδομάδα έκλαιγα όπως μετά από έναν επώδυνο χωρισμό. Λίγες ημέρες αργότερα μια αποχώρηση από τη δουλειά που είχα 20 ολόκληρα χρόνια -και ήλπιζα να στηρίζει το νέο πιο ακριβό μου σπίτι- εντελώς απρόσμενα. Παράλληλα μια κρίση στη σχέση μου, την πρώτη σοβαρή σχέση που είχα μετά τη γέννησή της. Και τώρα την πιθανότητα να νοσούμε με κορωνοϊό και ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Κάπως έτσι φτάσαμε στις 6 το απόγευμα και στην ακατανίκητη επιθυμία μου να ακούσω Moz. Είχα καθυστερήσει να της συστήσω τον Morrissey, είναι η αλήθεια.

Προφανώς αυτή η τελευταία είδηση έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στο διμελές νοικοκυριό μας. Από την ώρα που ενημερωθήκαμε, εγώ εμφάνισα μια σειρά εντελώς ανύπαρκτα συμπτώματα, έβηχα σαν γαϊδούρι, πέρασα μια σειρά κρυάδες, δύο αναγούλες, σοβαρή ανύπαρκτη δύσπνοια, ενώ έβαλα θερμόμετρο 3 φορές σε μένα και μια στην Αγγελική. Κανένας πυρετός, αλλά αυτό δε με σταμάτησε από το να προμηθευτώ άμεσα οξύμετρο, μια ευρεία γκάμα βιταμινών και 7 σακούλες πατατάκια. Μίλησα κάνα τετράωρο στο τηλέφωνο, μαγείρεψα αλλά δεν έφαγα μπουκιά, μύρισα έξι φορές τη χλωρίνη για να σιγουρευτώ ότι μυρίζω και ότι αν δεν πεθάνω από κορωνοϊό, θα πεθάνω από τοξικές αναθυμιάσεις.

Κάπως έτσι φτάσαμε στις 6 το απόγευμα και στην ακατανίκητη επιθυμία μου να ακούσω Moz. Είχα καθυστερήσει να της συστήσω τον Morrissey, είναι η αλήθεια. Πρώτον γιατί είμαι από εκείνους τους παράξενους ανθρώπους που έχουν τόση αφοσίωση στη μουσική που δεν την ακούνε αν δεν είναι ακριβώς οι συνθήκες που θέλουν. Δεν ακούω μουσική ως χαλί που παίζει πίσω από άλλες δραστηριότητες. Ακούω μουσική σαν μοναδικό task, δεν θέλω να με απασχολεί τίποτε άλλο παράλληλα, είναι φουλ τάιμ απασχόληση για μένα, κυρίως γιατί αδυνατώ να σταματήσω να τραγουδάω τους στίχους ενός τραγουδιού ακόμα κι αν το βάλει στο σούπερ μάρκετ και είναι απόλυτη ανάγκη να μιλήσω στην ταμία. Με ένα νήπιο στο σπίτι αυτές οι συνθήκες έρχονται σπάνια.

Ο κύριος λόγος όμως που δεν της τον είχα συστήσει είναι ότι ο Morrissey δεν είναι παίξε γέλασε. Θέλει μια ηλικία, μια αντοχή και μια γενναιότητα για να ακούσεις Morrissey, γιατί όσο δυνατός κι αν είσαι, θα σε σπάσει. Ακόμα κι αν είσαι 4,5 και δεν καταλαβαίνεις τι λέει σε αυτή την παράξενη γλώσσα. Το βλέπεις να καθρεφτίζεται στα μάτια της μάνας σου απέναντι, την ώρα που χοροπηδάει σαν έφηβη, λαχανιάζει, αλλά ουρλιάζει I used to dream and I used to vow, I wouldn’t dream of it now, κι εσύ στροβιλίζεσαι, ξαπλώνεις στο πάτωμα και ανοιγοκλείνεις χέρια και πόδια σα να θες να φτιάξεις άγγελο στο χιόνι, κουρνιάζεις δίπλα στο ηχείο και νιώθεις τις δονήσεις. Δεν ξέρω αν έχουμε κορωνοϊό, αυτό που υποψιάζομαι είναι πως αν είναι να μας σώσει κάτι θα είναι αυτά τα 40 λεπτά την ημέρα.

Δεν ξέρω αν το είχε κάνει από αγνή αφέλεια, πάντως υποψιάζομαι πως η Αγγελική, χωρίς να το καταλαβαίνει, προσφέρει με αυτό τον τρόπο, μια στιγμή αποσυμπίεσης.

Όταν έμαθα ότι θα φύγω από τη δουλειά μου, πριν από ενάμισι μήνα, σκέφτηκα ότι με κάποιο τρόπο πρέπει να το πω στην Αγγελική, παρότι δεν ήξερα ούτε αν έχει καταλάβει ακριβώς τι δουλειά κάνω, ούτε αν τη νοιάζει. Όμως παραμένει η φωνή της λογικής αυτά τα 4,5 χρόνια, ο ψυχραιμότερος και λογικότερος παρατηρητής των γεγονότων. Δεν ξέρω αν ευθύνεται το γεγονός ότι είμαστε μονογονεϊκή οικογένεια, στην οποία ο μόνος γονιός, ελλείψει άλλου, αναγκάζεται να κάνει όλες τις απαραίτητες για την ημέρα του συζητήσεις με ένα μωρό έξι μηνών πχ, όμως η Αγγελική με κάποιο τρόπο έχει καταφέρει να παίρνει μέρος σε αυτές περίπου επί ίσοις όροις.

Κάποιες φορές, σαν καθρέφτης μου, συμφωνεί σε όλα και επαυξάνει επαναλαμβάνοντας πράγματα όπως «πάντα η μαμά έχει δίκιο». Παρότι ξεκάθαρα καθόλου δεν το πιστεύει, υπάρχουν στιγμές που μάλλον νιώθει ότι αυτό θέλω να ακούσω. Άλλες φορές με βομβαρδίζει με -εκ πρώτης- εντελώς εκτός θέματος ερωτήσεις, σαν εκείνη τη φίλη μου που την ώρα που η κολλητή της τής αφηγείτο έξαλλη πως ο γκόμενός της την κεράτωσε όταν εκείνη πήγε εκδρομή στην Πάρνηθα, τη διέκοψε για να ρωτήσει «καλέ πότε πήγατε στην Πάρνηθα;» Δεν ξέρω αν το είχε κάνει από αγνή αφέλεια, πάντως υποψιάζομαι πως η Αγγελική, χωρίς να το καταλαβαίνει, προσφέρει με αυτό τον τρόπο, μια στιγμή αποσυμπίεσης. Άλλες φορές γίνεται πιο κυνική κι απ’ τη ζωή, όπως τότε που μου έδειξε μια πλαστελίνη που υποτίθεται ότι ήταν πετράδι και ρώτησε τι ευχή θέλω να κάνω. Της απάντησα «να είσαι πάντα καλά και να περνάμε τέλεια μαζί» κι εκείνη είπε «εγώ εύχομαι να έχει κι άλλο κέικ».

Ένιγουει. Ξέρεις, Αγγελική, της είπα. Από την άλλη βδομάδα δεν θα δουλεύω πια στο Κ, στο περιοδικό που δούλευα. Και σε ποιο περιοδικό θα δουλεύεις, με ρώτησε κάπως αδιάφορα. Δεν ξέρω ακόμα, απάντησα και μείναμε για λίγο σιωπηλές. Να πας στο Α, διέταξε τελικά.

Ε, και να ‘μαι.