ΤΟ Α

Μάθημα τρομπόνι

Στο διαχωριστικό μεταξύ του μπαλκονιού μου και των δίπλα λείπει από τη μέρα που μετακομίσαμε ένα καρέ πλεξιγκλάς. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε ένα παράθυρο στο γειτονικό μπαλκόνι. Δεν είχα δώσει βάση στην αρχή. Δεν έμενε κανείς, ένας από τους βασικούς λόγους που επέλεξα αυτό το σπίτι. Είχα βαρεθεί αυτή την ιδιότυπη συγκατοίκιση που συνεπάγεται η ζωή σε μια πολυπληθή γειτονιά, μέσα σε μια φασαριόζικη πολυκατοικία.

Ήθελα την ησυχία μου και για μια στιγμή πίστεψα στην ψευδαίσθηση που πρόσφερε το νέο μας διαμέρισμα. Ήταν σε υψηλό όροφο, εγγύηση για να μην έρχομαι σε άμεση επαφή με τους θορύβους του δρόμου, οι γείτονες όπως με είχε διαβεβαιώσει ο προηγούμενος ενοικιαστής, ακόμα κι όσοι είχαν τα μπαλκόνια τους αντικρυστά σχεδόν με το δικό μου, ήταν αόρατοι και αθόρυβοι, όροφος από πάνω δεν υπήρχε και κυρίως το διαμέρισμα μεσοτοιχία ήταν εδώ και χρόνια άδειο, παρατημένο από τον ιδιοκτήτη του που ζούσε στο εξωτερικό.

Λαχταρούσα για τα ήσυχα βράδια που δεν θα άκουγα το playstation του διπλανού και την παρέα του να το τερματίζουν έως τις 5 το πρωί, τις παρέες στον πεζόδρομο να αράζουν με σκυλιά να γαυγίζουν μέχρι το ξημέρωμα, τα τακούνια της από πάνω να χτυπάνε τις πιο παράδοξες ώρες και τις τηλεφωνικές συνομιλίες της από το παράθυρο της κουζίνας να γίνονται το αυτονόητο soundtrack της ζωής μου, την παράξενη κραυγή από αυτό που είχαμε ονομάσει «το πλάσμα» να στοιχειώνει το φωταγωγό, τους ομηρικούς καυγάδες του ζευγαριού στο διπλανό διαμέρισμα τους οποίους κατέληγα να παρακολουθώ στενά για καθαρά ανθρωπολογικούς λόγους, όταν δεν με άφηναν να κοιμηθώ.

Ένας στη γειτονιά, δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς πού, άρχισε να μαθαίνει τρομπόνι -για όνομα του Θεού ΤΡΟΜΠΟΝΙ.

Για λίγο, η ψευδαίσθηση έμοιαζε αληθινή. Την πρώτη νύχτα που τακτοποιημένη πια στο νέο μου σπίτι άραξα στον καναπέ και δεν άκουγα τίποτα, ένιωσα τον θρίαμβο. Χαλάλι η ατελείωτη κοπιαστική μετακόμιση, τα έξτρα χρήματα του ενοικίου, ο αποχωρισμός από ένα διαμέρισμα που είχα αγαπήσει όσο κανένα άλλο. Ήμουν ελεύθερη.

Τη δεύτερη μέρα άρχισα να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο σκοτεινά και ερημικά έξω από το παράθυρο. Την τρίτη έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να αφουγκραστεί τηλεφωνικές συνομιλίες από τον φωταγωγό. Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό ότι ίσως μου έλειπε και «το πλάσμα». Χριστός και Παναγία. Πριν προλάβω να καταλήξω πως ήμουν κλινική περίπτωση, η ανθρωπογεωγραφία της νέας μου γειτονιάς άρχισε να διαγράφεται σιγά σιγά, σαν κάποιος να έχει πάρει ένα μολύβι και να σκιτσάρει αργά και σταθερά τον περιβάλλοντα χώρο του διαμερίσματός μου. Να εμφανίζονται στο κάδρο τα τέσσερα παιδιά της από κάτω, τα κουζινικά της στα ντουλάπια, εκείνα που επέλεγε να τακτοποιεί διόλου αθόρυβα στις 4 το πρωί, ο σκύλος του τρίτου, η τηλεόραση του απέναντι, το στερεοφωνικό κάποιου διαμερίσματος στον δεύτερο.

Ένας στη γειτονιά, δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς πού, άρχισε να μαθαίνει τρομπόνι -για όνομα του Θεού ΤΡΟΜΠΟΝΙ. Σύντομα ήρθε το τελειωτικό χτύπημα. Άκουσα κίνηση στο διαμέρισμα μεσοτοιχία. Πριν καταλήξω ότι στοιχειώθηκε από κάποιο φάντασμα του παρελθόντος, ενημερώθηκα ότι ο μοναχικός, ξεχασμένος στη βόρεια Ευρώπη ιδιοκτήτης επέστρεψε και μάλιστα όχι για να το κατοικήσει ο ίδιος, αλλά για να παραδώσει τη σκυτάλη στον επόμενο: έναν από εκείνους τους θορυβώδεις, έξω καρδιά τύπους με φωνή σαν να έχει καταπιεί μεγάφωνο που ερχόταν να μείνει με την οικογένειά του: τη γυναίκα του και ΤΡΙΑ παιδιά, ένα εκ των οποίων μόλις 5 μηνών.

Η αστική γειτνίαση είναι ένα παράδοξο πράγμα, τα έχουν πει νωρίτερα άλλοι ακόμη πιο κλισέ τύποι από μένα -διαμερίσματα κοντά καρδιές μακριά.

The shit was getting real, η ψευδαίσθηση γκρεμιζόταν ένα θόρυβο τη φορά. Σύντομα το «παράθυρο» στο διπλανό μπαλκόνι δεν έβλεπε το ειδυλλιακό αστικό ηλιοβασίλεμα πίσω από μια άδεια απέραντη βεράντα, αλλά μια χαώδη οικοσκευή από ψησταριές, παιδικά παιχνίδια, κούτες και αμέτρητες πλαστικές λεκάνες (ποιος στα αλήθεια χρειάζεται τόσες πλαστικές λεκάνες;) Ανοίγοντας ο καιρός, οι γείτονές μου -σαν τα σαλιγκάρια μετά από βροχή- άρχισαν να ξεπροβάλλουν στα μπαλκόνια, στα περβάζια, στα ανοιχτά πια παράθυρα του φωταγωγού, αθόρυβα στην αρχή σαν τους white walkers αλλά εξίσου απειλητικά, συνωστίζονταν γύρω μου, αναγνώριζαν κι αυτοί την παρουσία μου, με παρακολουθούσαν που τους παρακολουθώ.

Η αστική γειτνίαση είναι ένα παράδοξο πράγμα, τα έχουν πει νωρίτερα άλλοι ακόμη πιο κλισέ τύποι από μένα -διαμερίσματα κοντά καρδιές μακριά. Μια σταδιακή αποκάλυψη του περιβάλλοντα χώρου των διαμερισμάτων μας σαν αυτή που περιέγραψα πιο πάνω, έκανε και η ίδια η καραντίνα. Πού ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι όσο καιρό ζούσαμε κανονικά, λείπαμε ώρες από το σπίτι μας, νιώθαμε ότι ζούμε μόνοι εν μέσω μιας κοσμοπλημμύρας; Εδώ ήταν, απλώς δεν τους προσέχαμε. Δεν είχαμε τόσο ελεύθερο χρόνο να ασχοληθούμε μαζί τους, να τους ακούσουμε, να συστηθούμε χωρίς ενίοτε να δούμε ποτέ τα πρόσωπά τους. Οι γείτονες σε πόλεις σαν την Αθήνα σπανίως έχουν εικόνα, έχουν μόνο ήχο. Συχνά και μυρωδιά.

 Και φυσικά τη λύση την είχε πάλι η Αγγελική. Ο καλύτερος τρόπος να μην ενοχλούμαστε ο ένας από τον άλλον είναι μάλλον να γνωριστούμε.

Ούτε έχω δει, ούτε έχω ακούσει ποτέ τους ενοίκους του υπογείου, όμως ξέρω καλά τι μαγειρεύουν κάθε μέρα, έχει πάντα κάρυ και είναι φανταστικό. Ταυτόχρονα ξέρουμε για αυτούς κι εκείνοι για μας, πράγματα που πιθανόν να μην γνωρίζουν ούτε οι πιο στενοί τους φίλοι, ακόμα και οι συγγενείς. Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί στο σπίτι του. Ξέρουμε αν τα πάνε καλά με τη γυναίκα τους, αν φωνάζουν στα παιδιά τους, αν άργησαν να γυρίσουν στο σπίτι, πώς κάνουν σεξ, αν είναι δυσκοίλιοι, αν κοιμούνται τα βράδια. Πίσω από τις σχεδόν ανύπαρκτες μονώσεις της μεσοτοιχίας μας, ξέρουμε τα πάντα. Σαν τα μέλη κάποιου γκρουπ θέραπι που δεν επιτρέπεται να βρίσκονται κοινωνικά, δεν έχουν κοινές παρέες, είναι αόρατοι στις προσωπικές ζωές ο ένας του άλλου, όμως έχουν αποκαλύψει μεταξύ τους τα πιο βαριά τους μυστικά. Τελικά τι φοβόμουν περισσότερο, ότι θα τους ακούω εγώ ή ότι θα με ακούν εκείνοι;

Τη μέρα που επέστρεψα στο σπίτι για να το βρω άδειο και να αρχίσω να αναζητώ την κόρη μου και την νταντά της, τελικώς τις βρήκα έξω, στο γάμα του μπαλκονιού όπου ενώνεται με το διπλανό διαμέρισμα. Η Αγγελική στεκόταν όρθια στο κενό του πλεξιγκλάς, σαν σε άλλο τείχος του Βερολίνου, με ένα παμπάλαιο τάμπλετ στο χέρι, και μέσα από το ιδιότυπο παράθυρο έδειχνε φωτογραφίες από τα κουκλάκια της στην 8χρονη Χαρά και τον 6χρονο Δημήτρη, που παρακολουθούσαν πίσω από το «τείχος» με απρόσμενο ενδιαφέρον το slideshow, γλείφοντας τις πολύχρωμες γρανίτες τους.

Είναι εφικτό και τελικά και ευκταίο να προσποιούμαστε ή να ελπίζουμε πως δεν θα υπάρχουν οι γειτονές μας; Στην πρώτη εμφάνιση κατσαρίδας στις 11 το βράδυ μέσα στο σαλόνι, η απάντηση έρχεται αυθόρμητη και πηγαία. Και το συμπέρασμα πάντα ίδιο. Οι άνθρωποι είμαστε τόσο φανταστικοί και τόσο μαλάκες ταυτόχρονα. Και σιχαινόμαστε όσο και χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Και φυσικά τη λύση την είχε πάλι η Αγγελική. Ο καλύτερος τρόπος να μην ενοχλούμαστε ο ένας από τον άλλον είναι μάλλον να γνωριστούμε.