ΤΟ Α

Αποχαιρετισμός στο πένθος

Μανίνα Ντάνου

Τη μέρα που πέθανε η μαμά μου το περίμενα. Ήμουν δίπλα της, η αναπνοή της είχε γίνει πολύ αργή και ακουγόταν, ήταν σε λήθαργο. Ξαφνικά απλώς σταμάτησε να αναπνέει. Τη μια στιγμή ζούσε, την επόμενη όχι. Έτρεμα τον θάνατό της από παιδί. Κάποια βράδια ξυπνούσα και πήγαινα στο δωμάτιό της, στηνόμουν από πάνω της και αφουγκραζόμουν να σιγουρευτώ ότι αναπνέει. Στις 9 παρά 10 το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου του 2013, δεν ανέπνεε.

Τον σκεφτόμουν τόσα χρόνια το θάνατό της, πώς και πότε θα γίνει, πώς θα τον αποφύγω και τελικά του πήρε απλώς ένα δευτερόλεπτο. Την αγκάλιασα, χτύπησα το κουμπί της νοσοκόμας, ήρθαν πολλοί μαζί και με έβγαλαν έξω. Ήταν νεκρή, το ήξερα, το είδα, όταν όμως βγήκε η γιατρός από το δωμάτιο και είδα κλεφτά ότι κρατούσε στα χέρια της ένα καρδιογράφημα που έδειχνε μια ευθεία γραμμή, έσπασα σαν παρμπρίζ. Δεν είχα δει ποτέ τίποτα πιο άγριο από αυτή την ευθεία γραμμή.

Κατέβηκα στο προαύλιο του νοσοκομείου, σχεδόν ρομποτικά. Η ξαδέρφη μου με πήρε από το χέρι και μου είπε «έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο». Βγήκα στον πρωινό αέρα, ο ήλιος ήταν χαμηλά, είχε δροσιά, το νοσοκομείο δεν είχε πολλή κίνηση ακόμα, έβγαλα το κινητό μου να τηλεφωνήσω. Το κοίταξα για λίγο σαστισμένα, ποιον ήθελα να πάρω; Πήγα να πάρω τη μαμά μου, να της πω ότι πέθανε η μαμά μου. Έβαλα ξανά το τηλέφωνο στην τσέπη και έβγαλα τα τσιγάρα. 28 Σεπτεμβρίου λοιπόν. Αυτή ήταν η ημερομηνία.

Ξέρετε πότε θυμόμουν πιο έντονα τη μαμά μου τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατό της; Όταν έβαζα μάσκαρα.

Για μένα είχαν πάντα σημασία οι ημερομηνίες. Έδινα σημασία στα γενέθλια, στις πρωτοχρονιές, στις επετείους καλών και άσχημων γεγονότων. Δεν ήταν απλώς άλλη μια μέρα, απλώς ένας τρόπος να μετράμε το χρόνο που καμία ουσία δεν είχε στην πραγματικότητα. Ήταν σημαντικές. Τηλεφωνούσα πάντα στην ξαδέρφη μου κάθε 7 Δεκέμβρη που είχε πεθάνει ο πατέρας της. Όχι για να της πω κάτι σχετικό, αλλά γιατί ήξερα ότι ίσως χρειαζόταν κάποιον να μιλήσει εκείνη την ημέρα κι ας ήταν για πράγματα άσχετα. Προσπαθούσα πάντα να σκηνοθετήσω τις πρωτοχρονιές, να είναι όπως πρέπει γιατί ήταν σημαντικές, κι όχι απλώς άλλη μια μέρα. Γιόρταζα πάντα ανήμερα τα γενέθλια.

Οπότε η 28η Σεπτεμβρίου έγινε ξαφνικά ορόσημο, μια ημερομηνία καινούρια στο νοητό σημειωματάριο του μυαλού μου. Τι έκανα άραγε όλες τις άλλες 28 Σεπτέμβρη πριν το 2013; Το On this day του facebook με έχει βοηθήσει εν μέρει να το ανακαλύψω. Από το 2013 και μετά είναι προβλέψιμο. Κάθε χρόνο έκτοτε κάνω ένα ποστ που θυμάμαι τη μέρα που έγινε αυτό που φοβόμουν περισσότερο ως τότε. Συνοδεύεται συνήθως από κάποια όμορφη φωτογραφία της μαμάς μου -και έχει πολλές, ήταν ένα μαγικό, πανέμορφο πλάσμα, που όσο κι αν του μοιάζω ποτέ δεν θα φτάσω. Το πιο παράξενο είναι το πριν.

Που έκανα ποστ για το Mad Men και για τον καιρό, επιλήσμων για το τι θα σήμαινε σε λίγα χρόνια αυτή η μέρα. Γνωρίζοντάς με, οι άνθρωποι που με αγαπούν περισσότερο, κάνουν αυτό που έκανα εγώ για την ξαδέρφη μου, και για μένα. Κάθε 28 Σεπτέμβρη, τα μεσάνυχτα, το ξημέρωμα ή μέσα στη μέρα, θα πάρω τα μηνύματά τους, παρόμοια κάθε χρόνο, αλλά όχι τυπικά. Θυμάμαι τι είναι σήμερα, σε σκέφτομαι, σε είδα στο όνειρό μου, σ’ αγαπάω. Θυμούνται. Είναι περίεργη η μνήμη, δεν είναι; Τα τελευταία χρόνια έχω παρατηρήσει πόσο παράξενα πράγματα μου θυμίζουν τους ανθρώπους που αγαπώ. Ξέρετε πότε θυμόμουν πιο έντονα τη μαμά μου τα πρώτα χρόνια μετά το θάνατό της; Όταν έβαζα μάσκαρα.

Μια μέρα ήμουν στο σπίτι της, δεν θυμάμαι αν είχε ήδη αρρωστήσει, πάντως είχα ξυπνήσει εκεί και ετοιμαζόμουν να πάω στη δουλειά. Την ώρα που μπροστά στον καθρέφτη έβαζα μάσκαρα, πέρασε από πίσω μου: «χρειάζεται διπλό πέρασμα η δική σου; γιατί εμένα αρκεί μόνο ένα», μου είπε παιχνιδιάρικα, χαριτωμένα, στα αστεία, μια μαμαδίστικη γλύκα που θα την έκανε relatable στην κόρη της εκείνη τη στιγμή. Ασχετη καθώς ήμουν πάντα με τα καλλυντικά, δεν κατάλαβα ακριβώς την ερώτηση, εγώ πάντα έβγαζα το βουρτσάκι και το πέρναγα πάνω κάτω σαν ταβανόβουρτσα, είχα αργήσει και λίγο, νύσταζα, δεν ξέρω, οπότε απάντησα απότομα όπως μόνο εγώ ξέρω να κάνω εντελώς μαλακισμένα -συχνότερα στους ανθρώπους που αγαπώ- κάτι του τύπου «δεν ξέρω ρε μαμά, τι εννοείς, ποιος νοιάζεται, βιάζομαι» και έκοψα την κουβέντα.

Την είδα στον καθρέφτη πως μαράθηκε, αλλά από κεκτημένη ταχύτητα δεν το μάζεψα, δεν γλύκανα, συνέχισα να ετοιμάζομαι και δεν υπάρχει μέρα από τότε που πέθανε που να βάλω μάσκαρα και να μην νιώσω αφόρητες και φρικτές τύψεις, να μη με διαλύσει ολοκληρωτικά για ώρες μετά, σε τέτοιο βαθμό που απλώς κάποια στιγμή σταμάτησα να φοράω. Νόμιζα ότι έγινε τυχαία, γιατί βαρέθηκα, γιατί μου λέρωνε τα γυαλιά, γιατί μουτζουρώνει, αλλά τελικά νομίζω ότι απλώς δεν μπορώ να αντέξω τις ενοχές που κουβαλάει εντελώς απροσδόκητα αυτή η ανάμνηση, τις ενοχές μιας ζωής που απλώς βρήκαν ένα σημείο να πάνε να αράξουν.

Το Φεβρουάριο μετακόμισα. Και μαζί με τις πολλές και δύσκολες δουλειές που περιλαμβάνει μια μετακόμιση, η συγκεκριμένη είχε ένα έξτρα βάρος. Αποφάσισα πως θα ανοίξω τις κούτες της, εκείνες που δεν είχα τολμήσει μέχρι τότε. Τα καλά νέα ήταν πως όντως μαλακώνει ο πόνος, δικαιώθηκα που άφησα αυτή τη δουλειά για αργότερα. Τα αντικείμενα προκαλούσαν μια γλυκιά ζεστασιά, όχι αυτό το ψύχος της απώλειας της αρχής. Τα κακά νέα, αλλά αυτά τα ήξερα ήδη, ήταν ότι τελικά οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουμε αληθινά τους γονείς μας αφού τους χάσουμε. Ενιγουει, κατάφερα να πετάξω πολλά πράγματά της που δε θα πήγαινε το χέρι μου παλιότερα, κυρίως χαρτούρα, σημειώσεις, ατζέντες με έξοδα, εξετάσεις, λογαριασμούς, μικροαντικείμενα. Δεν έχει νόημα, σκέφτηκα, να τα έχεις όλα αυτά. Κράτησα όμως κάποια από αυτά που ανακάλυψα: τα γυαλιά της πρεσβυωπίας της, την ατζέντα με τηλέφωνα με τα γράμματά της, το πιστοποιητικό γάμου της, μια ακτινογραφία από τις παλάμες της, γιατί μου λείπουν τα χέρια της, αλλά το καλύτερο που βρήκα, το πιο αγαπημένο μου; Ένα καρδιογράφημα, από το 2008. Ζωηρό, με τέλειες κορυφογραμμές, σε αυτό το πορτοκαλί μακρόστενο χαρτάκι, με το όνομά της φαρδύ πλατύ γραμμένο πάνω του.

Η Αγγελική με κοιτούσε λίγο απορημένη ώσπου ξαφνικά διέκοψε το παραλήρημά μου λέγοντας εντελώς κάζουαλι «πέθανε εννοείς;» Πιο σοφή κι από τη γιαγιά της.

Έγραψα αυτή τη μικρή τόσο προσωπική ιστορία της μετακόμισης τότε στο facebook μου. «Burn your fire for no witness», λέει η Angel Olsen, «that’s the only way it’s done», τη θαυμάζω αυτή τη φράση, αλλά δεν την ακούω. Ούτε εκείνη άλλωστε. Αυτοαναφλέγεται χρόνια μπροστά μας. Μαζί με πολλούς φίλους που σχολίασαν από κάτω από τη δημοσίευση, ένας παλιός αγαπημένος συνάδελφος και συγγραφέας έγραψε «τι ωραίος αποχαιρετισμός στο πένθος, Μανίνα» and then it hit me. Το Φεβρουάριο του 2021, σε μια μικρή κουζίνα στην Κυψέλη ανάμεσα σε σκονισμένες κούτες που μου προκάλεσαν αλλεργικό βήχα για μια εβδομάδα, και χωρίς καν να το καταλάβω, αποχαιρέτησα το πένθος για τη μαμά μου. Ήταν σχεδόν 8 χρόνια πια και στο ενδιάμεσο μια άλλη Αγγελική Ντάνου είχε γεννηθεί. «Πού είναι η γιαγιά Αγγελική;» με είχε ρωτήσει όταν ήταν περίπου 2,5 χρονών η κόρη μου. Σάστισα, δεν ήξερα πώς πρέπει να απαντήσω, δεν είχαμε μιλήσει ποτέ έως τότε για τον θάνατο. Άρχισα να λέω κάτι αλλόκοτα, «η γιαγιά Αγγελική δεν είναι πια εδώ, όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν πολύ φεύγουν, πάνε στον ουρανό» και κάτι τέτοια ακατανόητα, η Αγγελική με κοιτούσε λίγο απορημένη ώσπου ξαφνικά διέκοψε το παραλήρημά μου λέγοντας εντελώς κάζουαλι «πέθανε εννοείς;» Πιο σοφή κι από τη γιαγιά της.

Φέτος στις 28 Σεπτεμβρίου, πριν από λίγες ημέρες δηλαδή, δεν έκανα ποστ. Κάποιοι φίλοι το θυμήθηκαν πάλι, με συγκίνησαν, αλλά άλλαξα γρήγορα κουβέντα και ρώτησα πότε θα βρεθούμε. Πήγα μέχρι τη Βούλα για μια δουλειά, και οδηγώντας στην παραλιακή χάζευα τη θάλασσα, ήταν «λάδι» και ο ήλιος λαμπερός, σκέφτηκα πως θα έλεγε «αχ όνειρο είναι» και χαμογέλασα, ήταν μια μέρα παραδομένη στο καλοκαίρι, δεν σήκωνε περισσότερο δράμα. Βγήκα το βράδυ και δεν ανέφερα καν την επέτειο στον άνθρωπο που ήπιαμε μαζί. Κι έπειτα έγραψα αυτό.

Αντίο μαμά, και συγγνώμη για τη μάσκαρα.