ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Tupperville: Αυτό το τάπερ δεν παχαίνει, ομορφαίνει

Γκουρμέ και τάπερ, μπριζόλα με μαρμελάδα δαμάσκηνο, σπιτικό φαγητό που μαγειρεύεται σε άλλο σπίτι, αλλά έρχεται μέχρι το δικό σου. Λέξεις ασύνδετες, νοήματα παράταιρα με την πρώτη ανάγνωση. Συνοφρυώθηκα όταν προσπαθούσα να καταλάβω περί τίνος πρόκειται η Χρύσα του Tupperville, ή καλύτερα το Tupperville της Χρύσας. Διχάζομαι τώρα που γράφω αυτές τις αράδες, να εστιάσω στον άνθρωπο ή στο φαγητό. Τι είναι πιο δημοσιογραφικό, να ακούσω την καρδιά ή το στομάχι μου; Αναζητώντας απάντηση σε αυτά τα πολύ φυσιολογικά ερωτήματα σκέφτηκα το γνωστό τοις πάσι "Είσαι ό,τι τρως" και έκατσα πίσω όλο ανακούφιση. Είχα μόλις αδειάσει το τάπερ μου από το Μacaroni and Cheese και ήξερα τι έπρεπε να γράψω.

Ένα ωραίο πρωινό βρέθηκα στα σοκάκια της περιοχής που ονομάζεται Κουκάκι και αφέθηκα στην Χρύσα να με ξεναγήσει στην περιοχή της – ή καλύτερα να με πάει όσο το δυνατόν συντομότερα στην πλησιέστερη καφετέρια διότι η προηγούμενη δόση καφέ εξασθενούσε μέσα μου. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι είχα απέναντί μου έναν άνθρωπο που ήθελε να ευχαριστεί τους άλλους. “Όταν ξέρεις να μαγειρεύεις καλά, αυτό είναι εύκολο”, σκέφτηκα και δεν ενθουσιάστηκα με την ανάγκη της να φροντίζει την ανθρωπότητα.

 

Λίγες γουλιές μετά και με την καφεΐνη να ρέει και πάλι μέσα μου, μπορούσα να λειτουργήσω και να καταλάβω τι είχε να μου πει (και να με ταΐσει) το κορίτσι με τα υπέροχα πράσινα μάτια και το ήρεμο βλέμμα. “Η μαγειρική είναι η τρέλα μου. Δεν ηρεμώ ποτέ, σκέφτομαι ανά πάσα στιγμή νέες ιδέες και εναλλαγές για τα φαγητά μου.”, λέει κι αμέσως ενθουσιάζεται που μιλά για την μεγάλη της αγάπη, το καλό φαγητό.

Η Χρύσα είναι μια γυναίκα με τέλειες φούστες, φλοράλ τσάντες, καλοσχηματισμένες μπούκλες, πολύχρωμα τάπερ και χέρι γραφίστριας. Έχει τελειώσει γραφιστική και τώρα πια τη χρησιμοποιεί για να μαγειρεύει καλύτερα.  xrysa2 “Μου αρέσει να βλέπω όμορφα χρώματα, σωστά τοποθετημένα. Μόλις παραδίδω το τάπερ κάθομαι από πάνω και κοιτάζω διακριτικά να δω σε τι κατάσταση έφτασε, δε θέλω να ανακατευτούν τα φαγητά από τη μεταφορά”. Αν ακόμα δεν έχεις καταλάβει τι το ιδιαίτερο κάνει η Χρύσα, μην ανησυχείς.

 

Το Tupperville είναι ένα φανταστικό “χωριό από τάπερ” που έχει δημιουργήσει το κορίτσι των φωτογραφιών. Μαγειρεύει πιάτα για όλα τα γούστα, τα βάζει σε ταπεράκια και τα παραδίδει στον χώρο σου. Πιστεύει πως όταν έχεις φάει καλά, βοηθάει στο να πάει καλύτερα η μέρα σου. Απολαμβάνει λοιπόν πολύ να ευθύνεται εκείνη για τη θετική διάθεσή σου. “Είναι λίγο μαμαδέ σωστά;”, κρίνω εγώ από τα λόγια της αυτή την ώρα. “Αν το να θες να φτιάχνεις ένα φαγητό όμορφο, σπιτικό, με καλά υλικά, να το βάζεις στο τάπερ και σε ξεχωριστό μπολάκι τη σάλτσα και να θες να φτάσει σώο και αβλαβές θυμίζει μαμά, τότε ναι είναι μαμαδέ”, παραδέχεται χαριτωμένα. Το φαγητό για εκείνη είναι φροντίδα και θέλει να φροντίζει να τρως καλά.

 

Αυτό που αναρωτιόμουν όσο συζητούσαμε είναι πώς μπορεί να ενδιαφέρεται τόσο πολύ να φτιάξει τη διάθεση άγνωστων ανθρώπων. Όταν τελικά είχα αποκτήσει την απαραίτητη οικειότητα και σιγουρεύτηκα ότι είχα απέναντί μου μια πολύ άνετη και cool γυναίκα εξέφρασα αυτή μου την ανησυχία έκδηλα και ευθαρσώς. “Ποιος σου είπε πως είναι άγνωστοι; Δίνω μεγάλη βαρύτητα στο να γνωρίζω τον άλλον, είναι μέρος του χαρακτήρα μου να γνωρίζω νέους ανθρώπους και βοηθάει και στο να γίνει πιο γνωστό το Tupperville!

Επίσης, όταν πηγαίνω εγώ τα τάπερ, μου φτιάχνει τη διάθεση, μιλάω με τους ανθρώπους και νιώθω καλύτερα όταν έχω ακεφιές. Θέλω να έχω μια κάποια σχέση με τους ανθρώπους για τους οποίους μαγειρεύω. Ακούω τη γνώμη όσων παίρνουν τα τάπερ μου, αν τους φάνηκε λίγη η ποσότητα, ή αν κάτι δεν τους άρεσε στη συνταγή, πάντα το λαμβάνω υπόψιν και το σκέφτομαι την επόμενη φορά. Με βοηθάει να βελτιώνομαι όλο αυτό.” Ήταν ξεκάθαρο πως είχα να κάνω με μια τελειομανή, απ’ αυτές που ισιώνουν το φυλλαράκι από μαϊντανό πριν σερβίρουν το φαγητό.

Όλη αυτή η ανάγκη της να ξεπερνάει κάθε φορά τον εαυτό της δεν πηγάζει όμως από εγωισμό, αλλά από τη δίψα ή καλύτερα την πείνα της να προσφέρει ποιοτικό φαγητό. Στο μενού της θα έχει πάντα ένα όσπριο, ένα κρεατικό, ένα ζυμαρικό, ένα ψάρι και ένα λαχανικό, γιατί θέλει παράλληλα να ικανοποιήσει χορτοφάγους, κρεατοφάγους και κάθε λογής ορέξεις και γούστα. “Φτιάχνω από κάτι πολύ παραδοσιακό, όπως φασολάκια, μέχρι ταϋλανδέζικη σαλάτα. Θέλω να κερδίσω ακόμα και τους πιο ιδιότροπους. Φροντίζω παράλληλα να θυμάμαι και τις παραξενιές ορισμένων που για παράδειγμα δεν τρώνε σκόρδο. Αλλά δε μπορώ ας πούμε να φτιάξω μανιταρόπιτα χωρίς μανιτάρια, όπως μου έχει ζητηθεί”.Λογικό, σιγοψιθυρίζω και σκάμε στα γέλια.

 

Προσθέτοντας μια λογοτεχνική πινελιά η Χρύσα κάνοντας μια αναδρομή στα παιδικά της χρόνια, θα θυμηθεί πως “το αμάρτημα της μητρός της” ήταν ότι δε μαγείρευε καλά. “Το μόνο που έφτιαχνε υπέροχα ήταν οι τηγανιτές πατάτες. Κατά τ’ άλλα βαριόταν όταν μαγείρευε και φαινόταν αυτό στο πιάτο. Το έκανε σαν δουλειά, ενώ εγώ πήγαινα την ώρα που ήταν στην κουζίνα και διόρθωνα τις δοσολογίες στο φαγητό που έφτιαχνε. Εκείνη αντίστοιχα όταν έγινα 18 και μαγείρευα, με ρωτούσε τι είχα βάλει στα ρεβύθια και ήταν τόσο νόστιμα. Έτσι έχει εξελιχθεί σε εξαιρετική μαγείρισσα τώρα πια. Εγώ όμως από μικρή έτρωγα και δοκίμαζα τα πάντα.”

 

Το γκουρμεδόπαιδο με τη λατρεία για τα τάπερ, έχει μαγειρέψει και για τους Bonobo και The Brianjonestown Massacre. Φυσικά και έμαθα τι έφαγαν: “ντολμαδάκια, κεφτεδάκια και λαδένια Κιμώλου (ελληνική παραλλαγή της φοκάτσια), γκρικ ντέλι” φάνηκε ότι της άρεσε πολύ αυτή η εμπειρία και φούσκωσε από υπερηφάνεια που βρέθηκε backstage και τάισε τους διάσημους μουσικούς.

Μιλώντας για διασημότητες η συζήτηση κύλησε εύκολα προς την έκταση που έχει πάρει η μόδα της μαγειρικής στην τηλεόραση. “Στην αρχή είχα βαρεθεί να βλέπω εκπομπές μαγειρικής, αλλά στη συνέχεια το βρήκα πολύ θετικό. Παίρνει διαστάσεις κοινωνικού χαρακτήρα και ο κόσμος μαθαίνει να τρέφεται πιο σωστά. Θα αναγκαστεί ας πούμε να γνωρίσει την τρούφα που μέχρι χτες δεν ήξερε. Παρολ’ αυτά δεν πιστεύω πως τα κλασικά ελληνικά φαγητά θα πάψουν να μαγειρεύονται. Για παράδειγμα, όταν μεγάλωνα ήταν της μόδας κάτι πολύ κιτς φαγητά, όπως το ρολό κιμά με αυγό. Αυτά έρχονται και παρέρχονται, αλλά η φασολάδα ας πούμε, είναι σταθερή ελληνική αξία. Μην ξεχνάς ότι το φαγητό είναι και ανάμνηση, γεύσεις με τις οποίες έχεις μεγαλώσει.”, λέει με αυτοπεποίθηση ενώ εγώ σκέφτομαι τις νερομπλούμ φακές της μαμάς της που μου είχε περιγράψει λίγο πριν. xrysa “Το Σάββατο που μαγείρεψα για μένα, έκανα ένα comfort food, μπριζόλα με μαρμελάδα σύκο και πουρέ. Τον αγαπώ πολύ τον πουρέ, είναι για μένα “φαγάκι””, λέει κι εγώ την κοιτάζω όλο απορία εξηγώντας ότι μιλάει σ’ έναν άνθρωπο του οποίου το “comfort food” είναι τα μακαρόνια. Τα “ορφανά”.

 

Κάπου εδώ συνειδητοποιώ ότι η Χρύσα πετυχαίνει απόλυτα τον στόχο της. Έφαγα καλά, πέρασα ακόμη καλύτερα και δε χρειάζεται να μάθω να μαγειρεύω. Με κακομαθαίνει όπως η μαμά μου, ξέροντας ότι κάθε μέρα θα υπάρχει ένα διαφορετικό φαγητό στο Tuperville, μαγειρεμένο με αγάπη, φροντίδα και αγνά υλικά.

 

Επειδή όμως πριν ανέβει κάθε κείμενο περνάει από αρχισυντακτικό έλεγχο, στις φωτογραφίες είδατε τη Νίκη Χάγια να δοκιμάζει γευστικά το θέμα μου. Λίγη ώρα μετά, τα τάπερ άδειασαν και τα στομάχια γέμισαν, Macaroni and Cheese και ευτυχία (σσ: Χρύσα τα τάπερ είναι πλυμένα και περιμένουν να τα ξαναγεμίσεις).

Για περισσότερες πληροφορίες στείλτε στο [email protected]

Φωτογραφίες: Gertrude Gary Milk