ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ο Γιώργος Τσούλης δε ντρέπεται για το όνομά του

Εμείς τα παιδιά των δυτικών προαστίων στηρίζουμε ο ένας τον άλλον. Με σημαία μας αυτή τη λογική, εγώ, η φωτογράφος μας, Φραντζέσκα, και ο Τσούλης δώσαμε ραντεβού σε ένα μπαρ στο Αιγάλεω, επειδή είμαστε όλοι κάτοικοι του "West Coast" και εκεί νιώθουμε σαν στο σπίτι μας. Ειδικά ο Γιώργος που έμενε μόλις λίγα στενά πιο κάτω.

Αν το παιδί στις φωτογραφίες δε σου θυμίζει κάτι, άσε με να σου μιλήσω για το πώς τον έμαθα εγώ: ήταν Σάββατο πρωι-μεσήμερο κι έκανα zapping κουκουλωμένη με κουβέρτα και ζεστό καφέ σ’ ένα κρύο σπίτι στο Παγκράτι. Εκείνη την ώρα το μόνο που έκανε το χέρι μου να μην πατήσει το “Next” για το επόμενο κανάλι, ήταν ένα πολύ νόστιμο, πανοραμικό πλάνο στην εκπομπή Jenny – Jenny του Mega, από ένα πιάτο που είχε επιμεληθεί ο Γιώργος. Στη συνέχεια, πήρε το λόγο και είχε πλάκα. Καμία έπαρση, καμία ωραιοπάθεια και όρεξη, πολλή όρεξη και πάθος γι’ αυτό που έκανε. Στα 27 του χρόνια βγαίνει για πρώτη φορά τόσο μπροστά στην τηλεόραση και κερδίζει το κοινό του με το πόσο αληθινός είναι. Και με τα “Τσουλομαγειρέματά*” του.

*Disclaimer: “Τσουλομαγειρέματα σημαίνει: Να είσαι διαφορετικός, να είσαι παθιασμένος, να έχεις μπόλικη τρέλα και αγάπη για το φαγητό!!”

Ο κόσμος για να κάτσει να δει μαγειρική πλέον, πρέπει να του πλασάρεις κάτι διαφορετικό και όσο παράξενο κι αν ακούγεται, το διαφορετικό είναι το να είναι κανείς ο εαυτός του μπροστά στις κάμερες. Το γέλιο το έχουν ανάγκη στις μέρες μας. Αφού μου βγαίνει κι αυθόρμητα να είμαι έτσι, γιατί να μην το συνεχίσω; Έλα τώρα με κάνεις να ντρέπομαι.

Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε σε όλη τη συνέντευξη και στη φωτογράφιση. Αρνείται να δει τον εαυτό του στην μηχανή της Φραντζέσκας γιατί πάντα τον βλέπει άσχημο, ενώ παρόλο που παλιότερα έλεγε πως θα ήθελε να έχει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, τώρα που του έτυχε, τελικά δεν το απολαμβάνει όσο περίμενε. Και ναι, ντρέπεται πολύ.

 

Ο Γιώργος ήταν από παιδί περιτριγυρισμένος από φαγητό. Η σχέση του όμως με αυτό πέρασε από πολλά στάδια και σίγουρα είναι μοιραία. Ο παππούς του είχε την δεύτερη πιτσαρία που άνοιξε στην Αθήνα το 1973, στην οδό Αχαρνών, την ιστορική “Μιλανέζα”. Σαν παιδί, έτρωγε πολύ και λαίμαργα. Έχοντας περάσει από τα 110 κιλά στα 65 μέσα σε λίγους μήνες, φλέρταρε με την ανορεξία και ξαναβρήκε τον “φυσιολογικό” εαυτό του κάπου στο λύκειο. Προτιμά όμως να μην μιλάει πολύ γι’ αυτή την περίοδο της ζωής του ώστε να μην θεωρήσει ο κόσμος ότι το χρησιμοποιεί για να γίνει γνωστός, και να περάσει μόνο το μήνυμα ότι οι έφηβοι πρέπει να τρέφονται σωστά.

Την πίτσα δε θα τη βαρεθώ ποτέ, ειδικά του πατέρα μου. Έχει και μια τέλεια συνταγή για σάλτσα και δε μου τη δίνει γιατί φοβάται μην την δώσω πουθενά αλλού.

Με το σχολείο δεν τα πήγαινε πολύ καλά γιατί προτιμούσε να κάνει χαβαλέ. Η σχολή μαγειρικής ήταν στην αρχή λύση ανάγκης, προκειμένου να πάρει την άδεια της οικογενειακής επιχείρησης, οπότε όταν ξεκίνησε να σπουδάζει, δεν ήξερε να μαγειρεύει τίποτα. Στα πρώτα χρόνια δούλευε παράλληλα και νύχτα.

Ήμουν barman, γιατί έπρεπε να βοηθήσω τους γονείς μου επειδή το εισόδημα δεν ήταν καλό. Εκείνοι πλήρωναν για να σπουδάσω και δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Είχα όμως τρελό ωράριο. Κοιμόμουν 1-2 ώρες την ημέρα και δε θυμάμαι πολλά από εκείνη την περίοδο της ζωής μου γιατί ήμουν ζαμπόν.

Ήταν όταν ξεκίνησε να μαθαίνει πώς φτιάχνεται, τότε που ο Γιώργος αγάπησε το φαγητό με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ότι πριν. Το περιβάλλον της κουζίνας του ήταν πολύ οικείο και είχε γίνει πολύ αυστηρός με το γευστικό αποτέλεσμα. Έκανε πρακτική στη Χύτρα, την περίοδο που είχε προταθεί για αστέρι Michelin. Ήταν υπεύθυνος του ζαχαροπλαστείου και καθώς μου μιλάει για ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της πόλης, μου δείχνει τα μαλλιά του. “Αυτά άσπρισαν εξαιτίας της Χύτρας. Γυρνούσα σπίτι και έκλαιγα από την πίεση. Άσχημες τσουλοκαταστάσεις. Δούλευα 9 το πρωί με 3 το βράδυ, αλλά ήταν τρομερό σχολείο“. Μου περιγράφει τη μαγειρική ως ένα πολύ βάρβαρο επάγγελμα, αφού δουλεύεις τρελές ώρες, δε βλέπεις φίλους και οικογένεια και – όπως μου είπε – “οι άλλοι μετρούσαν 3,2,1 κι άλλαζαν χρονιά κι εγώ χτυπούσα πουρέ”.

Διάλειμμα για mental picture

Στα άμεσα σχέδιά μου είναι να ανοίξω ένα δικό μου μαγαζί. Μ’ αρέσει πολύ να είμαι μέσα στην κουζίνα και τώρα με τα γυρίσματα μου λείπει. Ωραία και η τηλεόραση, αλλά είμαι μάγειρας. Θέλω την κουζινούλα μου, με την ωραία μου την ποδιά, με τα σαμπό μου, παντελόνι βράκα με λάστιχο κάτω, τζόκεϊ. Έχω στιλ όταν μαγειρεύω, δε γίνεται αλλιώς. Επίσης μαγειρεύω πάντα με μουσική. Στα γυρίσματα βάζω κλαρίνα, Μπίγαλη, αλλά μόνο ελληνικά που καταλαβαίνω τι λένε. Έχω περάσει από black metal, να σκούζουν οι Rotting Christ, μετά πέρασα από το ελληνικό hip hop με το ανάλογο ντύσιμο Terror X-crew και ZN. Πέρασα και από house και μετά το ‘ριξα στο βαρύ λαϊκό. Πολύ βαρύ όμως: καταγώγια με γέρους σερβιτόρους χωρίς δόντια και χωρίς μαλλιά, live της Μπεζαντάκου και τέτοια“.
 

 

Μου μιλάει για τη φιλία του με τον Άκη Πετρετζίκη. Ήταν συμμαθητές και είναι φίλοι μέχρι και σήμερα. Ο Τσούλης βοηθούσε τον Άκη πίσω από τις κάμερες με την προετοιμασία της εκπομπής του και εκείνος σαν αντάλλαγμα μοιραζόταν μαζί του μυστικά όπως το ότι αν φας κάτι τραγανό ο εγκέφαλός σου αμέσως υποσυνείδητα σου περνάει το μήνυμα ότι τρως κάτι νόστιμο. Δεν είναι όμως όλοι οι μάγειρες μεταξύ τους φίλοι.

Ο κλάδος μας είναι πολύ ανταγωνιστικός, αλλά εγώ τη βλέπω αυτή τη δουλειά πολύ πιο συναισθηματικά και παραμυθένια: όλοι κάνουμε το ίδιο πράγμα, όλοι μαγειρεύουμε. Γιατί να μην μάθω από κάποιον που μαγειρεύει καλύτερα από μένα; Δεν υπάρχει λόγος να μην επιβραβεύσω τη δουλειά κάποιου άλλου μάγειρα.

Όταν δεν μαγειρεύει για τις κάμερες, ο Τσούλης διοργανώνει θεματικές βραδιές φαγητού για φίλους στο σπίτι του. Εγώ και η Φραντζέσκα αυτοπροσκληθήκαμε καθώς χαζεύαμε τις φωτογραφίες από τη βραδιά Burger. Γενικά όμως παραγγέλνει απ’ έξω γιατί προτιμά να μην “φέρνει τη δουλειά στο σπίτι”. “Παραγγέλνω σουβλακάκια ωραία και πίτσα από τον πατέρα μου, ενώ το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει είναι να φάε χτεσινό σουβλάκι το επόμενο πρωί. Κρύο. Με τζατζίκι.

Η γυναίκα στην κουζίνα πώς σου φαίνεται Γιώργο;

“Θα με πεις ρατσιστή, θα με πεις φαλοκράτη, αλλά δε μπορώ τη γυναίκα στην κουζίνα. Την επαγγελματική. Στο σπίτι το βρίσκω σέξι, αλλά στη δουλειά δε μπορώ να βλέπω σεφ γένους θηλυκού. Υπάρχουν πολύ καλές γυναίκες σεφ, όπως η Νικολάου και η Μπαρμπαρήγου, απλά εγώ από την εμπειρία μου και όσα έχω δει, νιώθω ότι αυτό το επάγγελμα είναι για τους άντρες. Δε μου κάθεται στο μάτι να είναι στο εστιατόριο, τις προτιμώ στο σπίτι να κάνουν κοκκινιστό. Δεν είναι ότι δεν τις εκτιμώ, απλά νομίζω πως το επάγγελμα ταιριάζει περισσότερο στους άντρες”.

 

Όσο συζητάμε το τηλέφωνο χτυπάει αρκετές φορές. Τις περισσότερες είναι φίλοι που ζητούν τη συμβουλή του για κάποια συνταγή, ενώ υπάρχουν και πολλοί που το κάνουν στα social media. Αυτό το μέσο είναι και το βασικό στο οποίο οι γυναίκες φέρνουν σε δύσκολη θέση τον Γιώργο. Εγώ αμέσως σκέφτομαι την κοπέλα του. “Προσπαθεί, δεν είναι και το καλύτερό της. Αν έβγαινε εκείνη στην τηλεόραση, δεν ξέρω αν θα το άντεχα, νομίζω θα χώριζα. Δε μπορώ να μπω στη θέση της, αλλά σίγουρα είναι εκνευριστικό να σου στέλνουν συνέχεια κοπέλες από ‘κει που δε σου έστελνε καμία. Κουτσά – στραβά βέβαια τα μπαλώνω. Δεν της μαγειρεύω, αλλά την πάω cinema που της αρέσει. Με βοηθάει πολύ η Μαριαλένα, μου γράφει συνταγές, μου κάνει posts στη σελίδα μου και κάπου εκεί σκάει κι ένα μήνυμα. Είναι λογικό να στραβοκοιτάξει. Δεν με ενοχλεί όμως, αυτό έλειπε!”

Δε θέλω να με επηρεάσει στη ζωή μου η τηλεόραση. Δε σκοπεύω να σταματήσω να μιλάω με τους φίλους μου επειδή βγήκα στην tv ή να χωρίσω την κοπέλα μου επειδή θα μπορούσα να είμαι με ένα μοντέλο. Δε με ενδιαφέρει αυτό. Γι’ αυτό έχω πει στους φίλους μου αν αλλάξω να έρθουν να μου κάψουν την πιτσαρία.

Τον Τσούλη δε θα τον πετύχεις συχνά έξω, ίσως για φαγητό. Πηγαίνει μόνο στο γυμναστήριο για τρέξιμο ή στο μαγαζί του φίλου του στο Αιγάλεω. Χαϊδεύει ευλαβικά τη σκυλίτσα του τη Ζιζέλ κάθε μέρα επειδή είναι μεγάλη και δεν ξέρει για πόσο καιρό θα μπορεί να το κάνει ακόμα. Αυτοσαρκάζεται για να προλαβαίνει τα κακόβουλα σχόλια και αν δεν ήταν μάγειρας, θα ήταν σίγουρα DJ. Mία ώρα μετά, η μόνη ερώτηση που έμεινε να κάνω είναι ένα υποθετικό σενάριο που τον έβαλε σε τρομερές σκέψεις. Αν κάποιος είχε μόνο τρεις μέρες ζωής, τι θα του πρότεινες να φάει;”

“Την τρίτη μέρα θα του έλεγα να σκάσει με σουβλάκια. Γύρος και πολλές πατάτες, εγώ αυτό θα έκανα. Τη δεύτερη μέρα θα του έδινα να φάει το κέικ με πραλίνα φουντουκιού που είχα φτιάξει στην εκπομπή γιατί δε γίνεται να πεθάνεις χωρίς να έχεις φάει σοκολάτα. Την πρώτη μέρα θα τον έστελνα σ’ ένα εστιατόριο στη Σκανδιναβία που σερβίρουν μυρμήγκια. Είναι πολύ νόστιμα, σαν πατατάκια. Να φάει κάτι που δεν έχει ξαναφάει ποτέ”.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson