OPINIONS

Τα στυλιστικά βάσανα μιας πρώην δικηγόρου

Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Έτσι λέει ο σοφός λαός, και ποια είμαι εγώ που θα το αμφισβητήσω. Ωστόσο υπήρξε μια μεγάλη περίοδος στη ζωή μου που, εξαιτίας της δουλειάς μου, ένιωθα σαν παπάς χωρίς το ράσο ή σαν δάσος δίχως έλατο ή σαν ψάρι έξω από το νερό ή, τέλος πάντων, πολύ περίεργα και μάλιστα χωρίς να υπάρχει (σχεδόν) κανένας ουσιώδης λόγος.

Όταν πέρασα στη Νομική Σχολή το 2001, δεν είχα ιδέα για το τι με περίμενε, αρχικά εντός σχολής και μεταγενέστερα εκτός σχολής και εντός του δικηγορικού επαγγέλματος. Πριν πατήσω για πρώτη φορά το πόδι μου στο κτήριο της οδού Σόλωνος 57, άκουγα διάφορα σχετικά με το πώς ντυνόταν οι φοιτήτριες που φιλοδοξούσαν να γίνουν μεγάλες και τρανές δικηγόροι. Ότι πήγαιναν στη σχολή με ταγιέρ και γόβες, ότι παρακολουθούσαν τα μαθήματα με μαλλί κομμωτηρίου, ότι κυκλοφορούσαν στο κυλικείο το πρωί στις 9 με βάψιμο Νίνας Λοτσάρη επί της πίστας.

Στην πράξη αποδείχθηκε ότι ήταν ελάχιστα αυτά τα παραδείγματα συμφοιτητριών.

Πήγαινα κι εγώ με τα all star μου, το τζιν μου, το t-shirt μου, (έκανα ότι) παρακολουθούσα τα μαθήματα και κάπως έτσι πήρα πτυχίο και, κάποια στιγμή, γράφτηκα ασκούμενη στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.

“Ντύσου πρόχειρα και βγάλε το κραγιόν σου”

Το φθινόπωρο του 2006 πήγα για πρώτη φορά στα δικαστήρια της Πρώην Σχολής Ευελπίδων με την ιδιότητα της ασκούμενης δικηγόρου. Φορούσα μια full skirt μέχρι το γόνατο, ένα πουκάμισο και παπούτσια φλατ. Είχα βαφτεί πολύ απλά και είχα διαλέξει μια τσάντα, που ήταν μεγάλη, αλλά δεν έμοιαζε με χαρτοφύλακα. Δε μου αρέσουν οι χαρτοφύλακες. Εξάλλου τότε δεν είχα (ακόμα) και με τι να τη γεμίσω.

 

Σε σχέση με το πώς θα ντυνόμουν στη δουλειά, είχα καταλήξει από καιρό. Το είχα σκεφτεί και είχα ρωτήσει για το dress code τους διάφορους δικηγόρους στους οποίους δούλευα τα καλοκαίρια πριν πάρω το πτυχίο μου.

Ξεκινούσα από την παραδοχή ότι στα δικαστήρια, τις δημόσιες υπηρεσίες και τις κάθε είδους αρχές καλό είναι, για διάφορους λόγους, να πηγαίνεις ντυμένος με ευπρέπεια και χωρίς υπερβολές.

Δε χρειάζεται να είσαι σεμνή σαν μέλος παραθρησκευτικής οργάνωσης. Δε χρειάζεται, όμως, και να δανείζεσαι από τη ντουλάπα Lady Gaga. Ναι, αυτήν που έχει για τις περιοδείες.

Είχα, λοιπόν, στο μυαλό μου, αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, η οποία, εδώ που τα λέμε, σου αφήνει ένα τεράστιο περιθώριο επιλογής ρούχων, παπουτσιών, αξεσουάρ, κόμμωσης, κ.λπ. Συνεπώς, ο στόχος μου ήταν να ντύνομαι άνετα και κατάλληλα για τη δουλειά αυτή, χωρίς να καταπιέζομαι. Ούτε προς την κατεύθυνση του υπερβολικά σοβαρού, ούτε προς την εξτραβαγκάντσα. 

“Ράμπο – Το πρώτο αίμα”

Τα όργανα άρχισαν από νωρίς. “Αθώες” παρατηρήσεις από συναδέλφους, ανεξαρτήτως ηλικίας και γενικότερου στυλ ντυσίματος. Παράδειγμα διαλόγου:

– “Μα καλά, με το τζιν θα πας στο δικαστήριο;”.

– “Για να πάρω αναβολή θα πάω, μέχρι τη μέση θα φαίνομαι.”

Κι ας πούμε ότι το τζιν ήταν ορατό από τον/την Πρόεδρο του δικαστηρίου. Πόσο κακό ήταν το να εμφανιστώ στο δικαστήριο με ένα ρούχο που είναι εδώ και δεκαετίες πλήρως αποδεκτό στις περισσότερες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής; Δε θα πήγαινα και με το μαγιό.

Ανοίγω μια μικρή παρένθεση:

Μια φορά μια συνάδελφος εμφανίστηκε σε δίκη στο Ειρηνοδικείο Μυκόνου με μαγιό και παρεό. Εγώ δε θα το έκανα ποτέ, γιατί με την εμφάνιση αυτή θεωρώ ότι δε θα σεβόμουν – προσωπικά, ξαναλέω – τον χώρο και τη δουλειά μου.

Κλείνει η παρένθεση.

Η υφέρπουσα ψευδοδικτατορία του “καθώς πρέπει”

Οι παρατηρήσεις συνεχίστηκαν. “Δε φοράς ταγιέρ και τακούνια εσύ, ε;”. Εχμ, όχι, δε φοράω. Είχα δυο ταγιέρ, που μου τα είχε κάνει δώρο η μάνα μου. Τα είχα φορέσει από μια φορά το καθένα σε κάποιο πολύ σοβαρό δικαστήριο, όπου είχα πάει, όμως, ως βοηθός – πιστολάκι, και όχι ως η κύρια δικηγόρος της υπόθεσης. Αν ήμουν αυτή που χειριζόταν την υπόθεση, θα φορούσα σίγουρα κάτι πιο άνετο.

Προσπάθησα να τα συνηθίσω τα ταγιέρ, αλλά δε με βόλευαν.

Τα σακάκια αυτού του στυλ με στενεύουν, οι στενές φούστες με δυσκολεύουν στο να περπατήσω γρήγορα για να τελειώσω όλες τις εξωτερικές δουλειές, το χειμώνα θέλω να φοράω πουλόβερ γιατί κρυώνω, το καλοκαίρι με τα πολύ στενά ρούχα ζεσταίνομαι, με τα τακούνια στραμπουλάω πανεύκολα τα πόδια μου και πέφτω, δε μπορώ το βαρύ βάψιμο καμία εποχή, κ.ο.κ.

Κι ας πούμε ότι στις εξωτερικές δουλειές έπρεπε να πηγαίνω ντυμένη ‘κουφέτο΄, διότι συνέτρεχε κάποιος ειδικός λόγος. Στην επιστροφή στο γραφείο, όπου μπορεί να καθόμουν 8 και βάλε ώρες σε μια καρέκλα και να γράφω, όση ώρα δεν ανεβοκατέβαζα τόμους βιβλίων και πεντάκιλους φακέλους δικογραφιών, πώς θα μπορούσα να δουλέψω, αν δεν ένιωθα άνετα μέσα στα ρούχα μου;

Δεν ήθελα να πηγαίνω με τις πιτζάμες, προφανώς. Δε μπορούσα, όμως, και να πηγαίνω στη δουλειά καθημερινά ντυμένη “κουμπαρομπεμπέκα”.

“Για ένα πουκάμισο αδειανό”

Έτσι πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια. Με ‘αστειάκια’ από αρκετούς συναδέλφους (όχι τους φίλους μου), τύπου “καλέ ουράνιο τόξο ντύθηκες”, “άνοιξε το Τριώδιο σήμερα;”, “έχεις στη ντουλάπα σου και κανένα ρούχο σοβαρό, αν θέλεις π.χ. να πας σε κανένα μνημόσυνο”; Δε θα ξεχάσω ποτέ την αντίδραση ενός – μεγάλου σε ηλικία – συναδέλφου, όταν με είδε μια φορά με ένα μαυρόασπρο μαντίλι στο λαιμό, που θύμιζε τα αντίστοιχα παλαιστινιακά: “Σαϊτάκη, γιατί είσαι σαν φρικιό σήμερα”;

Σαν φρικιό δεν ήμουν. “Σαν φρικιό” δεν υπήρξα ούτε ως έφηβη. Not my tempo, που λέμε και στο χωριό. Αλλά και ποιο είναι το πρόβλημα με τα “φρικιά”;

Στο μυαλό ορισμένων, δηλαδή, επειδή δε φορούσα τη “στολή” της δικηγόρου, δε θα έπρεπε, μάλλον, να κάνω αυτή τη δουλειά. Επειδή προτιμούσα για το ακροατήριο ένα απλό μαύρο φόρεμα και ένα απλό ζευγάρι σκουλαρίκια με οπάκ καλσόν και φλατ παπούτσια, αντί για ένα θεόστενο μπεζ ταγιέρ με 120 λεπτές χρυσές αλυσίδες από μέσα, βάψιμο Άντζελας Δημητρίου στο Ποσειδώνιο circa ’92, nude γόβες και διαφανές καλσόν (στους 3 βαθμούς Κελσίου), υπήρχε κάποιο πρόβλημα με την άσκηση του επαγγέλματός μου.

Να σημειωθεί δε, ότι ποτέ, μα ποτέ, δε μου έκανε παρατήρηση για την εμφάνισή μου κανένας δικαστής, εισαγγελέας ή άλλος δικαστικός λειτουργός με τον οποίο ήρθα σε επαφή στο πλαίσιο της δουλειάς. Ούτε με στραβοκοίταξαν ποτέ, επειδή είχα διαφορετικό στυλ από τις περισσότερες συναδέλφους μου.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο ‘έπρεπε’ να είμαστε όλες ντυμένες με τον ίδιο τρόπο, επειδή έτυχε να κάνουμε την ίδια δουλειά. Αν κάποτε βγήκε σχετική οδηγία (από “αρμόδιο όργανο”) ότι η “στολή” της δικηγόρου περιλαμβάνει συγκεκριμένα στοιχεία, συγγνώμη. I never got the memo.

Υπήρχαν, φυσικά, και πάρα πολλές συνάδελφοι που, σαν εμένα, δεν κυκλοφορούσαν στυλιζαρισμένες, αλλά, απλά, ντυμένες κατάλληλα για δικαστήριο, είτε μου άρεσε προσωπικά το στυλ τους, είτε όχι. Υπήρχαν, όμως, κι άλλες, που πλάσαραν ένα στυλ “είμαι στην τρίχα, άρα κατάλληλη για δικαστήριο”, ενώ – για μένα, πάντοτε – το ντύσιμό τους ήταν και υπερβολικό και, κυρίως, προκλητικό. Δηλαδή είναι πιο κατάλληλο για το δικαστήριο ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ απ’ ό,τι ένα κομψό τζιν με ένα λευκό πουκάμισο;

 

Έμαθα να κάνω τη δουλειά μου όσο πιο καλά μπορούσα κι όσο πιο αξιοπρεπώς γινόταν. Συγγνώμη που η παραγωγικότητά μου και η αποτελεσματικότητά μου ως δικηγόρου δε συμβάδιζε ποτέ με δεκάποντη (ούτε τετράποντη, μεταξύ μας) γόβα, χαρτοφύλακα και καθημερινό μαλλί κομμωτηρίου.

Μπράβο σε όσες το κάνουν και το χαίρονται. Μπράβο τους που δε σκοτώνονται με τις πανύψηλες γόβες στα γλιστερά μάρμαρα του Εφετείου, που δεν ζορίζονται 10 ώρες με στενά ρούχα πάνω σε ένα άβολο ξύλινο έδρανο, που καταφέρνουν την ώρα της αγόρευσης να μην πετάει ούτε τρίχα στην κουάφ τους.

Αλλά να μην ξεχνάμε και την ουσία, για να κάνουν και οι υπόλοιπες τη δουλειά τους, με το δικό τους στυλ.