LIFE

Μία συναισθηματική αναδρομή στα παιδικά μας χρόνια

Αυτό που κάποτε ήμασταν, με αυτό που κάποτε θα γίνουμε. Μία αναπόφευκτη, ακούσια, σύγκριση που γίνεται ξανά και ξανά. Τα παιδικά μας χρόνια, οι πρώτες μας δυνατές αναμνήσεις. Όσα μας καθόρισαν και όσα διαμόρφωσαν τον τρόπο που κινούμαστε, σκεφτόμαστε και πράττουμε στο τώρα. Οι κινήσεις, οι ήχοι, οι μυρωδιές, τα βλέμματα και οι σιωπές που ήξερες να αναμένεις και να ζεις σε επανάληψη με αυτούς που αγαπάς. Συναισθήματα βαθιά και αληθινά που χάνονται στο χρόνο αλλά είναι πάντα παρόντα στη ζωή μας. Και κάπως έτσι το βίντεο της Generali μας έκανε να θυμηθούμε τα παλιά (κι αγαπημένα) και να μοιραστούμε τις παιδικές μας αναμνήσεις. Η καθεμία είχε και μία ιστορία να μοιραστεί. Η Λία, η Δήμητρα, η Κέλλυ, η Κλέλια, η Βιβή και η Δέσποινα.

 

Η βουτιά της Λίας, συνώνυμο της ελευθερίας

 

Για πολλά χρόνια ως παιδί φοβόμουν να βουτήξω το κεφάλι μου στο νερό, δεν ξέρω γιατί. Δεν θα ξεχάσω όμως την απόλυτη αίσθηση ελευθερίας που μου δόθηκε σαν δώρο αναπάντεχο τη στιγμή που αποφάσισα να ξεπεράσω το φόβο μου και να κάνω το πρώτο μου μακροβούτι, παίρνοντας φόρα από την παραλία της Κορίνθου, βουτώντας στο νερό και βγαίνοντας σε όσο πιο μεγάλη απόσταση μπορούσα. Η απόλυτη αίσθηση ασφάλειας, η απόλυτη γαλήνη των παιδικών χρόνων, η ξεγνοιασιά, το καλοκαίρι μου όλο έκτοτε μετρήθηκε σε βουτιές και σε μάτια κόκκινα από το αλάτι. Κι είναι ακόμα αυτό το πρώτο μακροβούτι των διακοπών ή του καλοκαιριού που με επαναφέρει πλήρως σε αυτό το συναίσθημα της ανεμελιάς, σε αυτή τη γαλήνη την απόλυτη του παιδιού μέσα μου που ακόμα ζει και μεγαλώνει κοντά μου.

Οι 5 λέξεις της Δήμητρας

«Αυτό που κάποτε ήμασταν, με αυτό που κάποτε θα γίνουμε». Στέκομαι και σκέφτομαι την ατάκα αυτή από το διαφημιστικό της GENERALI και ασυναίσθητα γνέφω καταφατικά. Όσα έχουμε ζήσει στο «κάποτε», είτε το θέλουμε, είτε όχι μας έχουν επηρεάσει στο «τώρα» μας και έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό (διαφορετικό στον καθένα) το χαρακτήρα μας. Ανατρέχοντας, λοιπόν, στα παιδικά μου χρόνια οι πιο δυνατές μου αναμνήσεις μπορούν να περιγραφούν με τις εξής απλές λέξεις:

 

Ανυπομονησία

Τικ τακ κάθε φορά που ο παππούς μου ο Δημήτρης ερχόταν να με πάρει από τον παιδικό σταθμό. Ανυπομονησία για να τον δω, να με πιάσει από το χέρι για να με περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, να βγάλει από την τσέπη του την αγαπημένη μου σοκοφρέτα και να μου την προσφέρει, να παίξουμε παρέα πάνω στο κρεβάτι ξερή για ώρες. Ναι, είχα έρωτα με τον παππού μου. Ανυπομονησία και έρωτας πηγαίνουν μαζί σωστά;

Φροντίδα και σιγουριά

Αυτή η σιγουριά ότι είναι πάντα εκεί. Η σιγουριά ότι ό,τι κι αν ζητήσεις, ό,τι κι αν χρειαστείς εκείνοι θα είναι εκεί για εσένα, 24 ώρες το 24ωρο, χωρίς να κουράζονται, χωρίς να γκρινιάζουν. Γονείς είναι η μαγική λέξη.

Η μαμά Ελένη είναι η γυναίκα πίσω από τη λέξη «φροντίδα». Είναι οι αυγοφέτες της τα πρωινά, η υπομονή της όταν με διάβαζε με τις ώρες, το αυστηρό της βλέμμα όταν ξέφευγα ως παιδί αλλά και τα δάκρυά της όταν τη στενοχωρούσα και μαλώναμε (ακόμα μαλώνουμε, δεν ξέρω γιατί βάζω παρελθοντικό χρόνο). Είναι το καθημερινό της μήνυμα για να δει τι κάνω, είναι η έγνοια της για τα πάντα. Είναι αυτή η γυναίκα που όταν έπεσα και χτύπησα στη σκάλα του σπιτιού μας και έτρεχαν αίματα από το πρόσωπό μου έχασε 10 χρόνια από τη ζωή της.

Και είναι και ο μπαμπάς Μανόλης που έχει συνδεθεί στα μάτια μου με τη λέξη «σιγουριά». Σιγουριά πως ό,τι κι αν μου τύχει θα βρει τον τρόπο να με βοηθήσει, να μου λύσει το πρόβλημα. Νομίζω δεν έχει υπάρξει κάτι όλα αυτά τα χρόνια που να του έχω ζητήσει και να μην έχει μπορέσει να με ξελασπώσει. Ο μπαμπάς Μανόλης είναι το στήριγμά μου. Το πονηρό χαμογελάκι του, οι γεμάτες υπερηφάνεια ματιές του, η δυναμικότητά του, τα χατίρια του, οι αδυναμίες του, όλα όσα είναι και είμαι κι εγώ.

Συντροφιά

Δεν ξέρω αν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα χωρίς την αδερφή μου. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, με θυμάμαι δίπλα της. Πότε χαρούμενη και χαμογελαστή, πότε θυμωμένη και μαλωμένη μαζί της. Μία σχέση που έχει αλλάξει πάνω από 3210283023 φορές και έχει καταλήξει στο καλύτερο δυνατό της σημείο: να την έχω δίπλα μου από επιλογή, να την εμπιστεύομαι απόλυτα και να την αγαπώ για αυτό που είναι. «Συντροφιά» είναι η λέξη που βάζω δίπλα στη Φωτεινή. Η συντροφιά μου στα εύκολα και στα δύσκολα.

Ελευθερία

Και θα κλείσω με τη λέξη «ελευθερία» που είναι συνδεδεμένη με τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό. Απόλυτη ελευθερία να ζω, να παίζω, να τρέχω, να ντύνομαι όπως θέλω, να τραγουδώ όσο δυνατά μπορώ, να μη με νοιάζει απολύτως τίποτα. Οι πιο ωραίες αναμνήσεις μου είναι εκεί, στο χωριό μου στην Κοζάνη, παρέα με τη γιαγιά μου τη Φωτεινή. Πόσο μου έχει λείψει αυτό το χαμόγελό της όσο περίμενε να με υποδεχτεί στην αυλή του σπιτιού. Πόσο μου έχουν λείψει αυτά τα μάτια της που γυάλιζαν από ευτυχία τις εβδομάδες που τις περνούσα κοντά της.

Το καλοκαίρι της Κέλλυς θα έχει πάντα τη μυρωδιά ελληνικού καφέ

 

Απόγευμα καλοκαιριού. Η μυρωδιά φρεσκοψημένου ελληνικού καφέ γεμίζει το σπίτι. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό, η μυρωδιά του ελληνικού καφέ να κατακλύζει το σπίτι μου στη Χίο είναι μια ανάμνηση που ακόμη και σήμερα με κάνει να αναπολώ. Με κάνει να θυμάμαι τις ξέγνοιαστες στιγμές που περνούσα δίπλα στη θάλασσα. Τις ατελείωτες ώρες κάτω από τον ήλιο, τα παιχνίδια στην αμμουδιά και τη γλυκιά εξάντληση στο τέλος της ημέρας. Μετά τη βόλτα στη θάλασσα, το μεσημεριανό γεύμα (που πάντα περιλάμβανε κάποιο παραδοσιακό χιώτικο πιάτο από τα χεράκια της γιαγιάς) που συνοδευόταν από λίγες ώρες του πιο βαθύ και ξεκούραστου ύπνου, ήταν η μυρωδιά του καφέ που έψηνε η γιαγιά μου που με ξυπνούσε το απόγευμα. Από τότε κάθε φορά που μυρίζω ελληνικό καφέ μου έρχεται πάντα αυτή η στιγμή στο μυαλό: το καλοκαίρι στο νησί και τη γιαγιά μου στο μπαλκόνι να απολαμβάνει το ηλιοβασίλεμα με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι. Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εικόνα. Για εμένα το καλοκαίρι θα έχει πάντα τη μυρωδιά του ελληνικού καφέ.

Ο ήχος των τζιτζικιών κατακλύζει τις αναμνήσεις της Κλέλιας

 

Λένε ότι οι αναμνήσεις συνδέονται περισσότερο με την αίσθηση της όσφρησης. Οι μυρωδιές σου ξυπνούν στιγμές από το χτες και, έστω και για μια στιγμή, τις αναβιώνεις. Το ίδιο ισχύει και στη δική μου περίπτωση. Η μυρωδιά του μεταλλικού νερού μου θυμίζει το χωριό μου στην Πάτρα, όπου περνούσα κάποια καλοκαίρια μου και όταν άνοιγες τη βρύση, μύριζε μέταλλο. Η γεύση από τα σύκα μου θυμίζει τα καλοκαίρια στο άλλο χωριό, στα Γιάννενα, με τον αγαπημένο μου παππού, που τα μάζευε και μας τα έφερνε κάθε απόγευμα, ανοιγμένα σε μεγάλο πιάτο. Και γι αυτό, μου ρχεται όρεξη για σύκα μόνο όταν ανεβαίνω στα Τζουμέρκα (κι ας μην είναι η εποχή τους). Ο ήχος από τα τζιτζίκια είναι ένα περίεργο κράμα παρελθόντος, παρόντος και (ελπίζω) μέλλοντος. Μου θυμίζει τα καλοκαίρια στο χωριό, τα τεμπέλικα απογεύματα στην πόλη καθώς μεγάλωνα και τα καλοκαίρια της ενήλικης ζωής μου. Τα τζιτζίκια συνοδεύουν πάντα όλες μου τις όμορφες, τις στενάχωρες, τις κουρασμένες και τις ρομαντικές στιγμές των καλοκαιριών μου, είτε είμαι στην πόλη, είτε ρεμβάζω σε κάποιο νησί.

Οι παιδικές αναμνήσεις της Δέσποινας έχουν φόντο την Κύμη

 

Στην Κύμη ζούσα τις καλύτερες στιγμές μου. Η γιαγιά μου η Δέσποινα και ο παππούς μου ο Γιώργος. Αυτοί οι δύο ήταν, εν αγνοία τους εν αγνοία μου, οι άνθρωποι που με καθόρισαν. Όλες μου οι ευτυχισμένες αναμνήσεις έχουν τα μάτια τους, τα βλέμματα τους, τη φωνή τους, τα αγγίγματά τους, τις αγκαλιές τους, τις κουβέντες τους, τα γέλια τους. Όσα εκείνοι έκαναν, όσα εκείνοι έλεγαν. Μία ασυνείδητη εγγραφή. Κι έτσι ξαφνικά τα χρόνια πέρασαν κι εγώ θυμίζω αυτούς τους δύο ανθρώπους. Συμπεριφορές που καθρεφτίζονται και φράσεις που περνούν από γενιά σε γενιά χωρίς καμία απολύτως προσπάθεια. Στην πλατεία της Κύμης έπαιξα για ώρες, στην παραλία Σουτσίνι έμαθα να κολυμπώ, στο μπαλκόνι του σπιτιού μας έφαγα τα πιο ωραία μακαρόνια με κιμά και στις στροφές από την Κύμη στην παραλία και εν συνεχεία στην Αθήνα έχυσα τα περισσότερα δάκρυα.

Τα καλοκαίρια της Βιβής στο χωριό, παρέα με τα ξαδέρφια της

 

Τον Δεκαπενταύγουστο συναντιόμασταν όλοι στο χωριό, στη Μάνη. Ήταν η ετήσια οικογενειακή μας συνάντηση. Οι μέρες που περιμέναμε πώς και πώς όλα τα ξαδέρφια. Και δεν ήμασταν λίγα αν βάλεις πρώτα και μερικά δεύτερα μαζί με φίλους. Να μην τα πολυλογώ, μαζευόμασταν γύρω στα 20-25 άτομα. Μόνο το σπίτι της γιαγιάς μέναμε 9. Δυνατή ομάδα. Το πρόγραμμα ίδιο κάθε μέρα και τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν θυμάμαι να μας είχε κουράσει. Πρωινό και μετά κατηφορίζαμε το μονοπάτι για το Αλμυρό, την αγαπημένη μας παραλία με τη μεγάλη σπηλιά στην άκρη. Καθόμασταν εκεί μέχρι αργά το απόγευμα  και μετά σπίτι. Η γιαγιά έμπαινε πάντα πρώτη στην κουζίνα για να προλάβει. Λαλάγγια και πιτάρια με σπαράγγια, τυρί και σπανάκι ήταν τα αγαπημένα μου. Για τους μεγάλους σύγκλινο. Ξέβγαλμα με το λάστιχο στην αυλή και μετά «μια ώρα ξεκούραση» που ποτέ δεν τηρούσαμε στ’ αλήθεια. Το βράδυ είχε πλατεία, παιχνίδι, κουβέντα και σουβλάκι που έφερναν πάντα τα αγόρια από το διπλανό χωριό. Μεγαλώσαμε. Πλέον οι άδειές μας δεν συντονίζονται πάντα και η παρέα έχει μεγαλώσει κάπως. Όταν θα βρεθούμε, όμως, στη Μάνη θα έχουμε να θυμόμαστε αυτά τα καλοκαίρια, τα καλοκαίρια μας.