CELEBRITIES

Αντίο Μηνά Χατζησάββα

Ήταν γλυκός άνθρωπος – σε αυτό, συμφωνούν όλοι οι φίλοι του, ολόκληρος, σχεδόν, ο καλλιτεχνικός κόσμος, που από το πρωί, τον αποχαιρετά, με χάδια και δάκρυα, στα social media.

Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, η Ελένη Ράντου, ο Αντίνοος Αλμπάνης, η Σεμίνα Διγενή. Και άλλοι. Γράφουν για το ταλέντο και την ευαισθησία του, για τον ευγενικό, ευφρόσυνο και ανήσυχο χαρακτήρα του, για τα μάτια του, που γελούσαν πάντα – μάτια μικρού παιδιού. Που πίστευε πως «όλα παιχνίδι είναι».

Ο Μηνάς που λάτρευε το θέατρο

Αυτή την πλευρά του δεν την ήξεραν πολλοί. Οι θεατές, οι θαυμαστές του, ήξεραν εκείνον τον άλλο Μηνά – τον σιωπηλό, τον χαμηλόφωνο, τον λίγο αμήχανο. Τον σπουδαίο ηθοποιό – εσαεί φλεγόμενο στο σκηνή, ή στο πλατώ, διαρκώς βασανισμένο από κείνο το υπόγειο, το ανήσυχο πάθος των Μεγάλων.

Ο Μηνάς Χατζησάββας – που έφυγε χθες το βράδυ, στις 20.24, μετά από μια εβδομάδα νοσηλείας στη Μ.Ε.Θ του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», όπου είχε διακομιστεί χτυπημένος από τριπλό εγκεφαλικό επεισόδιο – λάτρευε το θέατρο. Με μια αγάπη βαθιά, άναρχη και αναιτιολόγητη – ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πώς ή από πού είχε μπει στη ζωή του. Γεννημένος το 1948 στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη, είχε μεγαλώσει σε μια οικογένεια, που δεν είχε, όπως ομολογούσε, ουδεμία σχέση με την τέχνη.

«Ο πατέρας μου σαλάμια έφτιαχνε» είχε πει σε μια συνέντευξη στον Γιάννη Καραμπίτσο, στο περιοδικό Camera-Stylo. «Καμία σχέση, δηλαδή. Απλά με άφησε να κάνω ότι ήθελα, η δε μητέρα μου ήθελε να συνεχίσω τη δουλειά του πατέρα μου. Το σημαντικό από όλα αυτά ήταν, ότι από το δημοτικό κατάλαβα πως κάτι με πήγαινε στο θέατρο. Αλλά όταν το είπα στο δημοτικό, με κοροϊδέψανε, με είπανε Αλίκη Βουγιουκλάκη, και είπα όντως έχουνε δίκιο δεν είναι καλό αυτό, ας κάνω κάτι άλλο. Αλλά εκεί, είχα κολλήσει! Έτσι, μετά την τετάρτη Γυμνασίου, κατάλαβα ότι μόνο αυτό μπορώ να κάνω, και ενώ μέχρι τότε, ήμουν από τους πέντε καλύτερους μαθητές, στο τέλος πέρασα με 13,3 στο απολυτήριο. Διότι πήγαινα στο θέατρο, σινεμά κλπ.»

Σε άλλη συνέντευξή του, θα θυμόταν πως το πρώτο έργο που είδε ένα θερινό σινεμά και τον μάγεψε ήταν ο «Πίτερ Παν» – το αιώνιο παιδί, το παγιδευμένο στη Χώρα του Ποτέ Ποτέ. Ύστερα, ήρθαν οι μαγικές Τετάρτες και οι Κυριακές, και οι εκπομπές θεάτρου στο Τρίτο Πρόγραμμα – αυτές του άνοιξαν την πόρτα και «πέταξε».

Με το που τέλειωσε το σχολείο, έφυγε για τη Γαλλία. Εκεί, φοίτησε ένα χρόνο στη Δραματική Σχολή του Ρενέ Σιμόν. «Δέκα μήνες ήταν, στην ουσία, η φοίτηση. Στη διάρκειά τους, όμως, έπαιξα πάνω από πενήντα ρόλους. Τα έργα δεν προλάβαινα να τα διαβάσω! Έτσι ήταν το σύστημα εκεί. Περισσότερο πρακτική παρά θεωρία. Αν δεν τα «έλεγες» καλά, σε ένα τρίμηνο σου το ξέκοβαν: «αλλάξτε επάγγελμα»! Ανοίξανε τα μάτια μου χάρη σ’ αυτό. Είδα πως υπάρχουν χιλιάδες ρόλοι και πως κάθε ρόλος πρέπει να παίζεται διαφορετικά. Εν τω μεταξύ, για να τα βγάλω πέρα ως προς το ζην έκανα ένα σωρό δουλειές.»

Η καλύτερή μου; Ντυμένος σαν αεροπόρος της Ολυμπιακής, διαφήμιζα τα ελληνικά προϊόντα στα σούπερ-μάρκετ του Παρισιού! Το είχα δει σα ρόλο και το διασκέδαζα πολύ! 

Θα επιστρέψει στην Ελλάδα το 1969. Θα φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σε μια τάξη, με σπουδαίους «συμμαθητές»: Υβόννη Μαλτέζου, Αννα Βαγενά, Κατιάνα Μπαλανίκα, Κώστα Αρζόγλου, Νίκο Σκυλοδήμο, Μαριάννα Τόλη, Βάσια Τριφύλλη, Σμαράγδα Σμυρναίου, Νίκο Απέργη και Τιτίκα Στασινοπούλου. Ένα «μπουκέτο» πρωταγωνιστών.

Ο ίδιος βγήκε επαγγελματικά στο θέατρο το 1965 -ακριβώς πριν από 50 χρόνια. Έπαιξε τον Πάρη στον «Ρήσο» του Ευριπίδη, σε μια παράσταση που ανέβηκε στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, σε σκηνοθεσία του Τάκη Μουζενίδη. Ήταν το ξεκίνημα μιας τεράστιας καριέρας κι ενός δρόμου, που θα τον πήγαινε ως τα πέρατα της τέχνης του – στο σινεμά, κατ’αρχήν όπου από το 1969 μέχρι φέτος πήρε μέρος σε περισσότερες από 30 ταινίες (Οι Ομορφες Μέρες, Τα παιδιά του Κρόνου, Κλειστή Στροφή, Ονειρεύομαι τους φίλους μου, Οι ακροβάτες του κήπου, J.A.C.E. , Μiss Violence – η τελευταία ταινία στην οποία συμμετείχε ήταν το «Ένας άλλος κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη)

 

Στην τηλεόραση μετά – ήταν ο «Σήφης» στον «Απόντα», ο πατέρας του Άλκι Κούρκουλου στην «Αναστασία» του Γιώργου Κορδέλα, το σήριαλ που τον «σύστησε» στο μεγάλο κοινό, ο Αστυνόμος Χαρίτος στο «Νυχτερινό Δελτίο», ο πρωταγωνιστής σε αβυσσαλέα οικογενειακά δράματα (Κλειστοί Δρόμοι, Η αγάπη άργησε μια μέρα, Όνειρο ήταν). Θύτης και θύμα αθώο στην «Ανατομία ενός Εγκλήματος».  Είχε γράψει και βιβλία (σ.σ. τρεις συλλογές διηγημάτων «Σπέρμα», «Η Χαμένη», «Δύο Σταγόνες Βροχή», με το ψευδώνυμο Πρόδρομος Σαββίδης). Και σενάρια με το ίδιο ψευδώνυμο- μάλιστα, το 1995 τιμήθηκε και με βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Η Ζωή ενάμισι χιλιάρικο».

Αλλά πριν και πάνω και πέρα απ’όλα ήταν ένας σπουδαίος εργάτης του θεάτρου. Ιδρυτικό μέλος του «Ελεύθερου Θεάτρου» και αργότερα πρωταγωνιστής του «Ανοιχτού Θεάτρου» του Γιώργου Μηχαηλίδη (1984-1998), μια «χρυσή εποχή» όπου όλη η Αθήνα έκανε ουρές για να απολαύσει τις σπουδαίες ερμηνείες του σε κλασικά έργα (Κρίμα που είναι πόρνη, Πολύ κακό για το τίποτα, Ορέστεια, Ο κύκλο με την κιμωλία κ.α.)

Είχε συνεργαστεί και με το ΔΗ.ΠΕ,ΘΕ Πάτρας, με το Εθνικό, με το ελεύθερο Θέατρο – πάντα σε σπουδαίους ρόλους από το ελληνικό και ξένο ρεπερτόριο, «ζωντανεύοντας» ήρωες που τον έκαναν να αγωνιά, να προβληματίζεται, να παλεύει, να βυθίζεται, να αλλάζει, να μετακινεί, να επαναπροσδιορίζει τα όριά του.

Στον χώρο του θεάτρου κερδίζεις άπειρα πράγματα. Το κυριότερο; Είσαι κοντά στον άνθρωπο. Κι αν δεν είσαι κοντά στον άνθρωπο, χάνεσαι. Εμείς οι ηθοποιοί ερχόμαστε συνεχώς σε επαφή με κόσμο, με την τρυφερότητα, την αγάπη, αλλά και τη βρομιά του είδους μας.

«Το θέατρο είναι μεγάλη ιστορία. Είναι ένα επάγγελμα που μπορεί να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο – δεν γινόμαστε όλοι, βέβαια, αλλά το ίδιο δεν συμβαίνει και στη ζωή;» είχε δηλώσει σε συνέντευξή του το περασμένο καλοκαίρι. Και αλλού: «Ζω και μαθαίνω με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο. Μαζί με την τέχνη άλλωστε πορεύτηκα, και αν είμαι αυτό που είμαι, το οφείλω στην τέχνη. Δεν ξέρω πώς θα ήμουνα αν δεν ήμουνα ηθοποιός και δεν έκανα αυτά που έκανα. Δηλαδή διαμορφώθηκα με την δουλειά μου μαζί. Αυτά τα δυο παν μαζί για μένα. Δεν είναι ξέχωρα πράγματα».

Ήταν σπουδαίος και στο αρχαίο δράμα. Και στην κωμωδία. Σε έργα του Ευρυπίδη, του Αισχύλου, και στις «ασεβείς» Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη. Είχε παίξει τον Ιππόλυτο και τον Βλέπυρο, τον Δαρείο, τον Αγαμέμνονα, δύο ή τρείς φορές και τον γυμνό Διόνυσο στις «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκχοφ  – το πρώτο full frontal της Επιδαύρου, το 1997, που σόκαρε τους 8.000 θεατές, αλλά άφησε αδιάφορο τον ίδιο, που τον ενδιέφερε πρωτίστως να πειραματίζεται. Να ρισκάρει. Να προχωράει μπροστά. «΄Ο,τι λέμε παραδοσιακό, με αφήνει αμήχανο», δήλωνε. Μοναδικό του «γραμμάτιο» στην τέχνη του ένας ρόλος Οιδίποδα και ένας Βασιλιάς Ληρ. Τους ονειρευότανε, αλλά δεν τους πρόλαβε.

«Σκέφτεστε τον θάνατο κύριε Χατζησάββα;» τον είχε ρωτήσει η Ιλιάνα Δημάδη σε μια συνέντευξη στο Αθηνόραμα, το περασμένο καλοκαίρι, με αφορμή την παράσταση του φεστιβάλ Αθηνών «Οι Τυφλοί ή ο ήχος των μικρών πραγμάτων σε μεγάλο σκοτεινό τοπίο».

Είμαστε σε μόνιμη διαπραγμάτευση μαζί του, έτσι δεν είναι; Εγώ, πάντως, πιστεύει πως δεν υπάρχει τίποτα μετά τη ζωή. Τίποτα απολύτως! Η ζωή μας είναι ό,τι είμαστε, τελεία και παύλα. Γι’ αυτό θέλω να δουλεύω, να δουλεύω, να δουλεύω. Αν δεν είχα τη δουλειά μου να με κρατάει, δεν ξέρω τι θα έκανα… Όσο έχω ακόμη δυνάμεις, ας παιδεύομαι. Περνάει καλύτερα έτσι η ζωή, δεν συμφωνείτε;

Κι ωστόσο, αν για κάτι θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό, δεν ήταν για τη δουλειά ή για τη ζωή του – ήταν για το άλλο, το πιο μακρύ «ταξίδι» του. Τον έρωτα. Ήθελε πολύ, ήθελε απελπισμένα να τον αγαπάνε. Ήταν η «αδυναμία του» – έτσι έλεγε. Υπήρξε μια ζωή διακριτικός για τις προσωπικές του επιλογές, που τις κράτησε μακριά από τις ανάσες του πλήθους. Και βαθύτατα ευγνώμων γι’αυτές. «Το πιο όμορφο πράγμα που μου χάρισαν ποτέ και το καλύτερο που μπορεί να μας τύχει είναι που μπόρεσα και ερωτεύτηκα».

Καλό ταξίδι Μηνά Χατζησάββα. Καλό ταξίδι Πίτερ…