24 MEDIA Creative Team Ανδρέας Σιμόπουλος
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Ημέρα της Γυναίκας: Οι ηρωίδες της καθημερινότητας μάς διηγούνται τις ιστορίες τους

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Μία χρονιά αλλόκοτη διανύσαμε. Μέρες σκοτεινές. Μέρες παράξενες. Μέρες γεμάτες αβεβαιότητα, άγχος, πίεση, φόβο, θλίψη. Βρεθήκαμε όλοι απέναντι σε μία νέα καθημερινότητα και κληθήκαμε να προσαρμοστούμε σε νέα δεδομένα, πρωτόγνωρα. Η πανδημία εισέβαλε στις ζωές μας και νιώσαμε να πατήθηκε του κουμπί της παύσης. Για κάποιες γυναίκες εκεί έξω τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως για εμάς τις υπόλοιπες. Άοκνες ιατροί και νοσοκόμες που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και ρίχνονται στη μάχη ενάντια στον κορονοϊό. Μαμάδες σε τηλεργασία με παιδιά στην τηλεκπαίδευση. Εγκυμονούσες που γέννησαν ολομόναχες εν μέσω πανδημίας. Υπάλληλοι σε σούπερ μάρκετ που δεν σταμάτησαν ούτε για μία ημέρα να εξυπηρετούν τον καταναλωτή. Δημοσιογράφοι που καλύπτουν καθημερινά το ιατρικό ρεπορτάζ. Για τη φετινή Ημέρα της Γυναίκας θέλουμε να τιμήσουμε ιδιαίτερα τις ηρωίδες της καθημερινότητας. Αυτές είναι οι δικές τους ιστορίες.

Φραντζέσκα Φραντζεσκάκη, Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος στο νοσοκομείο «Αττικόν»

Η Φραντζέσκα Φραντζεσκάκη από το 2009 βρίσκεται στο ΕΣΥ ως Πνευμονολόγος-Εντατικολόγος με ειδικότητα και εξειδίκευση στην εντατική θεραπεία. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο νοσοκομείο «Αττικόν» με βαθμό διευθυντή ΕΣΥ στη μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Τι ζήσατε θα ρωτήσω και θα την αφήσω να βάλει τη δική της σειρά σε όσα είδαν τα μάτια της τον τελευταίο χρόνο.

«Η κατάσταση που ζήσαμε αυτόν τον χρόνο είναι κάτι που δεν έχω ξαναδεί στην καριέρα μου»

«Δεν είχαμε ξαναζήσει επιδημία, δεν είχαμε ξαναζήσει τέτοιες καταστάσεις στις οποίες κινδυνεύουμε να είναι γεμάτη η μονάδα εντατικής θεραπείας από ασθενείς που έχουν ένα λοιμώδες νόσημα. Τον περασμένο Μάρτιο ξεκίνησαν όλα. Τότε όμως όλα ήταν πολύ ελεγχόμενα. Βλέπαμε τους νεκρούς στην Ιταλία και την πληρότητα στα κρεβάτια στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Επικοινωνούσαμε με συναδέλφους στο εξωτερικό, όπου φαινόταν ότι η κατάσταση ήταν οριακή. Αρχίσαμε να εκπαιδευόμαστε στα μέτρα ατομικής προστασίας αλλά ποτέ δεν είχε γεμίσει η ΜΕΘ και εξακολουθούσε να υπάρχει και μη Covid ΜΕΘ γιατί το Αττικόν είναι ένα μεγάλο πανεπιστημιακό νοσοκομείο με πολλές ειδικότητες.

Το καλοκαίρι έμειναν ελάχιστα περιστατικά μέσα στη μονάδα. Τον Οκτώβριο ήρθε το δεύτερο κύμα που κορυφώθηκε τον Νοέμβριο και τότε τα πράγματα άρχισαν να γίνονται πιεστικά. Είχαμε και πάλι μία κάμψη και τώρα πια βιώνουμε και αντιμετωπίζουμε το τρίτο κύμα το οποίο δείχνει να είναι και το χειρότερο από όλα. Από τη μία ημέρα στην άλλη παίρνουμε εντολές από τη Διοίκηση να αδειάζουμε κρεβάτια από ασθενείς non Covid και να γίνονται κλίνες Covid. Ακόμα και σήμερα είμαστε σε μία τέτοια κατάσταση. Νομίζω πως ζούμε τη χειρότερη φάση από τότε που ξεκίνησε η πανδημία».

Είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης. Αντιμέτωποι με τον αόρατο εχθρό. Στελεχώνουν τα νοσοκομεία εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, καθημερινές και αργίες. Προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και σηκώνουν το φορτίο τις πανδημίας στις πλάτες τους. Με τον φόβο τι γίνεται αναρωτιέμαι. Φοβάται ένας γιατρός;


«Υπήρχε φόβος αλλά στην πορεία αποκτήσαμε παραπάνω γνώσεις και καταλάβαμε πως οι πιθανότητες να πάνε καλά τα πράγματα είναι περισσότερες από το να πάνε άσχημα».

Έχουμε βέβαια δει και περιπτώσεις νέων ανθρώπων χωρίς υποκείμενα νοσήματα που νόσησαν βαριά και κάποιοι από αυτούς δεν τα κατάφεραν. Ο χρόνος αμβλύνει τα συναισθήματα και το άγχος. Το καταλυτικό σημείο το οποίο αλλάζει τα δεδομένα και πιστεύω πως θα είναι και η λύση σε όλη αυτή την ασφυκτική κατάσταση είναι ο εμβολιασμός. Δεν μπορώ να πω πως δεν φοβήθηκα στην αρχή. Έχω και δύο παιδιά 12 και 13 τα οποία δεν εξωτερίκευσαν τον φόβο τους μην κολλήσω αλλά το αισθανόμουν. Το πιο δύσκολο ήταν η επικοινωνία με τους γονείς μου.

Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνθηκα ότι ο πατέρας μου δεν θέλει να με πλησιάσει, δεν με θέλει πολύ κοντά του, ούτε εμένα ούτε τα παιδιά. Να σας πω και μία δική ιστορία. Η γυναίκα που μας βοηθά με τα παιδιά στο σπίτι, κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown επειδή φοβόταν πολύ επέλεξε για κάποιο διάστημα να φύγει. Τότε θύμωσα απίστευτα γιατί είμαι εξαιρετικά προσεκτική με τα μέτρα προστασίας. Σκεφτόμουν τα χειροκροτήματα στους υγειονομικούς στα μπαλκόνια και έλεγα πως οι κοντινοί μας άνθρωποι δεν μας στηρίζουν. Αυτό που κατάλαβα όμως είναι πως δεν μπορείς να κατηγορήσεις τους ανθρώπους που φοβούνται. Δεν μπορείς να θυμώσεις με τους ανθρώπους που αισθάνονται φόβο. Τί να πεις για τον φόβο;»

Άραγε οι γιατροί αποκτούν κάποια στιγμή «συναισθηματική ανοσία» η οποία να λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας και επιβίωσης; «Η ιατρική είναι μία επιλογή ζωής, μία δέσμευση και δεν είναι εύκολο να πεις έκανα λάθος. Αυτό όμως που δεν μπορώ να διαχειριστώ είναι όταν βλέπω νέους ανθρώπους να πεθαίνουν. Κανένας δεν μπορεί να το διαχειριστεί. Οι πιο δύσκολες στιγμές ήταν και είναι όταν έχουμε νέους ασθενείς που δεν καταφέραμε να σώσουμε. Εξαιρετικά δύσκολες στιγμές».

Έφη Καμπισιούλη, Νοσηλεύτρια/Τομεάρχης των μονάδων εντατικής θεραπείας και των ειδικών ΜΕΘ στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός»

«Το επάγγελμα αυτό με επέλεξε. Με το που έκανα την πρακτική μου και πήγα στον Ευαγγελισμό και διορίστηκα στη μονάδα εντατικής θεραπείας κατάλαβα πως βρίσκομαι στο σωστό επαγγελματικό σημείο. Από τότε γεννήθηκε μία πολύ μεγάλη αγάπη. Την αγαπώ και με γεμίζει. Δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Οι δυσκολίες έρχονται στη ζωή μας για να μας κάνουν δυνατότερους και για να μας κάνουν να επιβεβαιώνουμε τις επιλογές μας. Και το λέω μετά από μία γεμάτη εικοσαετία δουλειάς και έπειτα από έναν πολύ σκληρό χρόνο.


«Οι συνθήκες που αντιμετωπίσαμε ήταν πάρα πολύ δύσκολες»

Είναι ένα ψυχοφθόρο και στρεσογόνο επάγγελμα για αυτό κι αν δεν το αγαπάς δεν μπορείς να πάρεις τη χαρά που απλόχερα σου προσφέρει. Η μονάδα εντατικής θεραπείας ήταν πάντα ένας πολύ δύσκολος και απαιτητικός χώρος για τους εργαζόμενους» θα μας πει η Έφη Καμπισιούλη, Νοσηλεύτρια/Τομεάρχης των μονάδων εντατικής θεραπείας και των ειδικών ΜΕΘ στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής.

Στην πρώτη γραμμή με αυταπάρνηση και μόνο σκοπό την προσφορά στο κοινωνικό σύνολο το νοσηλευτικό προσωπικό της χώρας μας δεν αξίζει μονάχα ένα χειροκρότημα. Ήταν και είναι οι άνθρωποι που κράτησαν όρθια τη χώρα και ξέχασαν τι σημαίνουν λέξεις όπως ωράριο, ξεκούραση και ηρεμία. Η Έφη είναι μία από αυτούς τους ανθρώπους που πάλεψαν στην κυριολεξία με έναν αόρατο εχθρό. Κατά τη συνομιλία μας θα ακούσω για μία ακόμα φορά τη φράση «ήταν σαν πηγαίναμε στον πόλεμο».

«Στην αρχή κανένας δεν περίμενε αυτό που θα ζούσαμε. Στις αρχές Φεβρουαρίου εμφανίζεται στα πλάνα μας το πρόβλημα καθώς υπάρχει το κοντινό γεωγραφικά σε εμάς παράδειγμα της Ιταλίας. Αρχίζουμε να προετοιμαζόμαστε και να εκπαιδευόμαστε, χωρίς να έχουμε πλήρη γνώση του μεγέθους του προβλήματος. Αρχίσαμε να ζούμε το πρόβλημα όταν εμφανίστηκε το πρώτο κρούσμα στη Θεσσαλονίκη και καταλάβαμε πως ο κορονοϊός έφτασε και στη χώρα μας. Έχοντας τις εικόνες της Ιταλίας καταλαβαίναμε πως θα αναμετρηθούμε με κάτι τρομακτικό. Αυτό που βιώνουμε τους τελευταίους έξι μήνες δεν έχει καμία σχέση με όσα βιώναμε τον Μάρτιο. Φοβόμασταν γιατί είχαμε άγνοια. Ήταν λες και πηγαίναμε σε έναν πόλεμο με έναν αόρατο εχθρό. Τους πρώτους τρεις μήνες φοβόμουν πολύ».

Της ζητώ να μοιραστεί μία από τις ανθρώπινες ιστορίες που τη σημάδεψαν, προς έκπληξή μου απαντά πως δεν θυμάται καμία και εξηγεί: «Είναι σαν να μην το έχω ζήσει όλο αυτό. Νιώθω πως αυτή τη στιγμή βιώνουμε ένα μετατραυματικό στρες. Όταν θα τελειώσει όλη αυτή η ιστορία θα δούμε τα απομεινάρια της στην ψυχή και το σώμα μας. Εδώ και έναν χρόνο δουλεύουμε χωρίς σταματημό. Νιώθω σαν να ζούμε σε μία ταινία. Είναι τόση η πίεση που δεν σου επιτρέπει να σκεφτείς και να αναλύσεις όσα ζεις. Ο χρόνος μέσα στο νοσοκομείο χάνει την ουσία του. Δεν ξέρουμε αν είναι μέρα ή αν είναι νύχτα. Μου ζητάτε να σας περιγράψω αυτόν τον χρόνο και απαντώ πως δεν θυμάμαι».


Άνθρωποι εξαντλημένοι σωματικά και ψυχικά που καλούνται να είναι στην πρώτη γραμμή και να είναι οι μοναδικοί που θα σταθούν στο πλάι των ασθενών. «Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της νόσου είναι η μοναξιά που βιώνει ο ασθενής. Ακόμα κι εμείς που είμαστε οι μοναδικοί άνθρωποι με τους οποίους μπορούσε να έρθει σε επαφή, είμαστε κρυμμένοι πίσω από ειδικές στολές, σκάφανδρα, γυαλιά και μάσκες. Ο ασθενής δεν μπορεί να δει το πρόσωπό μας, δεν μπορεί να αναπτυχθεί αυτή η σχέση που είχαμε πριν με ένα άγγιγμα. Ακόμα κι αυτό το θεραπευτικό άγγιγμα τώρα γίνεται βεβιασμένα γιατί ο χρόνος παραμονής μας κοντά στον ασθενή πρέπει να είναι πολύ σύντομος.

«Ο θάνατος πάντα σε συγκλονίζει. Κάθε ασθενής που γίνεται καλά και βγαίνει από το νοσοκομείο είναι για εμάς η δύναμη που μας κάνει να συνεχίζουμε»

Και μία τελευταία περιγραφή αυτή της νέας πραγματικότητας. «Η στολή του αστροναύτη είναι αποπνικτική γιατί μετά από λίγο είσαι κάθιδρη. Τα γυαλιά θολώνουν. Η μάσκα σου χαράζει πρόσωπο. Τα λάστιχα της στολής σου πιέζουν το κορμί. 12ωρα δουλειάς». Φτωχό το ευχαριστώ για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη μας σε όλους εσάς.

Δέσποινα Γεωργιάδου, Δημοσιογράφος-Ιατρικό ρεπορτάζ στο Mega

Η Δέσποινα Γεωργιάδου καλύπτει εδώ και πολλά χρόνια το ιατρικό ρεπορτάζ. Η χρονιά που μας πέρασε αλλά και η χρονιά που διανύουμε τη βρίσκει στο Mega, στις επάλξεις της ενημέρωσης. «Η μέρα μου ξεκινούσε πάντα πολύ άσχημα κάνοντας την αποτύπωση του ρεπορτάζ. Μετρώντας κρούσματα, διασωληνωμένους και νεκρούς. Ποτέ κανένα θέμα δεν έχει κρατήσει τόσο πολύ και με διαρκή ένταση» θα μας αναφέρει.

«Το αντιλήφθηκα νωρίς βλέποντας τις πρώτες εικόνες που μας έρχονταν από τη Γουχάν. Έχοντας και την εμπειρία κάλυψης της πανδημίας της γρίπης κατάλαβα πολύ νωρίς ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Μου το τόνισαν και οι γιατροί με τους οποίους επικοινωνώ στα πλαίσια του καθημερινού ρεπορτάζ. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα ήταν σαν ένα μαύρο σύννεφο που θα σκεπάσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Το μέγεθος της πανδημίας μάς έχει ξεπεράσει όλους. Το σοκαριστικό για την Ελλάδα ήταν από τις εικόνες της Ιταλίας και έπειτα. Τότε καταλάβαμε τι σημαίνει κορονοϊός.

Οι πρώτες εικόνες με τα φέρετρα στο Μπέργκαμο ήταν για ΄μενα το πρώτο σοκ. Τότε, φοβηθήκαμε πολύ. Η Ιταλία μάς γλίτωσε από τα χειρότερα τον Μάρτιο. Έγινε το παράδειγμα που δεν θέλαμε να ακολουθήσουμε. Ο φόβος λειτούργησε υπέρ μας εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον συναγερμό με το πρώτο κρούσμα στη Θεσσαλονίκη στις 26 Φεβρουαρίου 2020 και με τον πρώτο νεκρό στη χώρα μας. Η πιο δύσκολη στιγμή της πανδημίας ήταν το δεύτερο κύμα που χτύπησε τη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή τηλεφωνούσα σε συγγενείς και γνωστούς στη βόρεια Ελλάδα και δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει κρούσμα. Όλα ήταν πολύ δύσκολα. Άκουγα τους γιατρούς να καταρρέουν».

«40 δεύτερα πριν μπω στο στούντιο έλαβα μήνυμα ότι έφυγε από τη ζωή ο θείος μου από κορονοϊό»

Η Δέσποινα εκτός από δημοσιογράφος είναι και μαμά δύο μικρών κοριτσιών. Για εκείνη οι αντικειμενικές δυσκολίες του ρεπορτάζ τελείωναν όταν άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της και έδιναν τη θέση τους στον φόβο της μεταφοράς του ιού στους πιο αγαπημένους της ανθρώπους. Η περιγραφή της συγκλονίζει:

«Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που γύρισα σπίτι μετά από ρεπορτάζ μέσα στην Εντατική στο Ασκληπιείο. Δεν ήθελα να μπω στο σπίτι και περίμενα στο αυτοκίνητο μέχρι να κοιμηθούν τα παιδιά ώστε να μην με πλησιάσουν. Ξεντύθηκα στην είσοδο και ήθελα να τρέξω να κάνω μπάνιο. Η μεγάλη μου κόρη ξύπνησε και έτρεξε επάνω μου και όταν πήγα να την απωθήσω, τρόμαξε. Φοβάσαι μην κολλήσεις τους δικούς σου ανθρώπους.

«Ακόμα και σήμερα αγκαλιάζω τα παιδιά μου και τρέμει η ψυχή μου γιατί είναι πολύ μικρά και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί η μαμά δεν θέλει να τα αγκαλιάζει συνέχεια»

Αν έμπαινα με τη μάσκα στο σπίτι το μικρό μου το κοριτσάκι που είναι 3,5 ετών, φοβόταν, δεν ήθελε να με βλέπει έτσι. Η μεγάλη μου η κόρη με είχε ρωτήσει ‘’μαμά έχεις κορονοϊό; Θα πεθάνεις;’’ Είχα διαρκώς ένα άγχος το οποίο το κουβαλούσα στο σπίτι κι έναν φόβο μην κολλήσω τα παιδιά και τον άντρα μου. Αυτό ακόμα και σήμερα, έναν χρόνο μετά, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Ο άντρας μου ακόμα κι αν φοβήθηκε που επέστρεφα στο σπίτι μετά από το ρεπορτάζ δεν μου το έδειξε ποτέ. Αυτό είναι για ‘μένα το πιο σημαντικό. Δεν μπορεί να μην πέρασε ποτέ από το μυαλό του αλλά δεν με έκανε να το νιώσω ποτέ. Ήταν σαν όταν έκλεινε η πόρτα του σπιτιού μας να μην υπήρχε τίποτα». Πριν την αποχαιρετήσω ρωτώ αν θέλει να προσθέσει κάτι στα όσα είχαμε πει. «Είμαστε τυχεροί που έχουμε τόσο καλούς γιατρούς και τόσο καλούς νοσηλευτές» θα πει.

Μέλλια Κανελά, καθηγήτρια σε καθεστώς τηλεργασίας με παιδί στην τηλεκπαίδευση

Ποια είναι η πρώτη φράση που βγαίνει από το στόμα της Μέλιας Κανελλά; Κάνω υπομονή. «Δύσκολα τα πράγματα μέσα στο σπίτι». Η Μέλλια είναι καθηγήτρια αγγλικών και εργάζεται από το σπίτι και επίσης μαμά της Μερίνας που πηγαίνει Β’ Δημοτικού και της Ευγενίας που πηγαίνει στον παιδικό σταθμό. Ο άντρας της Μέλιας, ο Βασίλης, είναι επίσης εκπαιδευτικός και εργάζεται από το σπίτι. Τέσσερις άνθρωποι που κλήθηκαν να αλλάξουν την καθημερινότητά τους και να βρουν ισορροπίες και ρυθμό ενώ ταυτόχρονα το συναίσθημα του φόβου δυσχεραίνει την εκλογίκευση της νέας πραγματικότητας.

«Είμαι όλη μέρα κλεισμένη σε ένα σπίτι με δύο παιδιά που το κάνουν άνω κάτω. Δουλεύω μετά τις 15:00 οπότε το πρωί έχω χρόνο με τα παιδιά. Το μεσημέρι η Μερίνα ξεκινά την τηλεκπαίδευση. Κι αυτή στην αρχή δυσκολεύτηκε γιατί όλοι δουλεύαμε από τις 15:00 και μετά κι όταν χρειαζόταν βοήθεια δεν υπήρχε κανένας να τη βοηθήσει. Αυτό βέβαια έκανε τη Μερίνα λίγο πιο ανεξάρτητη». Η Μέλια περιγράφει την ημέρα της οικογένειας και παρά τις δυσκολίες δεν χάνει το χιούμορ της.

«Η Ευγενία όση ώρα δουλεύουμε είναι από πίσω μας και ή θα παίζει με τα τουβλάκια της ή θα ζητάει να φάει, ή θα θέλει τουαλέτα ή γενικώς κάτι θα θέλει. Την ίδια στιγμή που σου περιγράφω όλα αυτά εμείς βρισκόμαστε στη διαδικτυακή τάξη. Έχω πάρει το δωμάτιό της.

«Κάνω μάθημα στο πάτωμα»

Η Μερίνα είναι στο δωμάτιό της, ο Βασίλης δουλεύει στο γραφείο κι εμένα μου έμεινε το πάτωμα. Η Μερίνα τελειώνει στις 17:30 και για τις επόμενες τρεις ώρες έχει μάθημα ρυθμικής, το οποίο γίνεται στο σαλόνι. Κάνω ένα 5λεπτο διάλειμμα από τη δουλειά για να την ετοιμάσω και επιστρέφω».

«Αυτή η κατάσταση δεν συνηθίζεται. Το ‘χω πάρει απόφαση πως έτσι θα πάμε για καιρό ακόμα αλλά αλήθεια είναι πως δεν συνηθίζεται. Ούτε τη δουλειά μου μπορώ να κάνω όπως θέλω. Τα παιδιά και τα δικά μου και τα άλλα έχουν πιεστεί πολύ. Υπάρχει τρομερή γκρίνια και δυσκολία να κάνουν αυτό που πρέπει. Τα παιδιά έχουν καταλάβει τι συμβαίνει και φοβούνται. Η Ευγενία αναρωτιέται ποιος έφερε τον κορονοϊό και γιατί δεν φεύγει για να βγούμε έξω. Έκαναν πάρτι μόλις ο πατέρας μου έκανε το εμβόλιο. Χοροπηδούσαν από τη χαρά τους γιατί έχουν ακούσει στις ειδήσεις για το εμβόλιο και το έχουν συνδέσει με το τέλος της πανδημίας.

Από την πρώτη στιγμή εξηγήσαμε και στις δύο τι είναι ο κορονοϊός γιατί ήθελαν να βλέπουν τη γιαγιά και τον παππού κι αυτό δεν γινόταν. Ακούνε τις συζητήσεις μας για τα κρούσματα και τους διασωληνωμένους κι έχουν μάθει. Όταν πάει η ώρα 18:30 η μικρή μου κόρη ρωτάει ‘’μαμά πόσα κρούσματα είχαμε σήμερα;’’ Περιμένουν και οι δύο να ανοίξουν τα σχολεία. Δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στο γιατί δεν έρχεται κανείς στο σπίτι μας πια». Ρωτώ ποιο θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνει όταν η κατάσταση με τον κορονοϊό αποτελεί παρελθόν. «Μου έχει λείψει να πάω στην πλατεία της Νέας Σμύρνης μία βόλτα χωρίς τα παιδιά και να πιω έναν καφέ σε γυάλινο ποτήρι. Αυτό θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνω όταν τελειώσουμε με την πανδημία».

Αντωνία Παναγιωτοπούλου, υπάλληλος σούπερ μάρκετ

Η Αντωνία Παναγοπούλου εδώ και 12 χρόνια είναι υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ. Η τελευταία χρονιά ήταν και για αυτή μία πρωτόγνωρη εμπειρία με τη μόνη διαφορά πως η Αντωνία δεν έμεινε ούτε μία ημέρα σπίτι της. Κατά τη διάρκεια του σκληρού lockdown του Μαρτίου τα μόνα μαγαζιά που έβλεπες ανοιχτά ήταν σούπερ μάρκετ και μάλιστα με διευρυμένο ωράριο ώστε να εξυπηρετήσουν τους φοβισμένους καταναλωτές που άδειαζαν τα ράφια.

«Στην αρχή υπήρχε φόβος. Δεν ξέραμε τι ακριβώς συμβαίνει και ακολουθούσαμε κι εμείς τη ροή των ειδήσεων και ενημερωνόμασταν. Από την πρώτη στιγμή αρχίσαμε να τηρούμε στο σούπερ μάρκετ τα μέτρα ασφαλείας, σύμφωνα με τα όσα έλεγαν οι ειδικοί. Υπήρχε στην αρχή στο μαγαζί έντονη κινητικότητα και οι πελάτες μπορώ να πω πως ήταν στην πλειονότητά τους φοβισμένοι.

«Στην αρχή της πανδημίας νιώθαμε πως ήμασταν σε πόλεμο»

Οι πελάτες αγόραζαν προϊόντα για να έχουν απόθεμα. Πιο πολύ αγόραζαν όσπρια, μακαρόνια και πολύ χαρτί υγείας, πάρα πολύ χαρτί υγείας. Δεν προλαβαίναμε να κάνουμε παραγγελίες» θα μας πει η Αντωνία που δεν έλειψε από το πόστο της ούτε για μία ώρα. Το πρώτο που τη ρωτώ είναι αν φοβήθηκε πως θα κολλήσει αφού η επαφή με τον κόσμο ήταν και είναι καθημερινή.

«Αν φοβήθηκα μήπως κολλήσω; Θα σου πω αλήθεια. Καμία στιγμή δεν το σκέφτηκα. Ήθελα να πάω, να κάνω τη δουλειά μου και να εξυπηρετήσω μαζί με τους συναδέλφους τους πελάτες. Για εμάς ήταν σαν να μην υπάρχει κορονοϊός. Όσο βλέπαμε τους πελάτες αγχωμένους και φοβισμένους τόσο πιο πολύ νιώθαμε την ανάγκη να τους εξυπηρετήσουμε και να τους καθησυχάσουμε πως τηρούνται όλα τα μέτρα προστασίας μέσα στο κατάστημα.

Είχε πάρα πολλή δουλειά και δεν σου έμενε χρόνος να σκεφτείς την κατάσταση που επικρατούσε. Όλος αυτός ο χρόνος για εμάς ήταν μία ακόμα ημέρα στη δουλειά». Ρωτώ ποιες ήταν οι αντιδράσεις των καταναλωτών και πώς αυτές άλλαξαν στην πορεία. «Κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown άδειαζαν τα ράφια σε συγκεκριμένα είδη, όπως τα μακαρόνια, τα όσπρια και το χαρτί υγείας. Καθώς πλησιάζαμε στο Πάσχα η ροή στο σούπερ μάρκετ άρχισε να ομαλοποιείται κατά μία έννοια. Σε κάθε αγορά πια υπάρχει μέσα και ένα πακέτο μάσκες. 9 στους 10 πελάτες θα έχουν γράψει στη λίστα τους και μάσκες.

Στην αρχή της πανδημίας έπαιρναν περισσότερο γάντια και αντισηπτικά». Ο κορονοϊός και τα μέτρα προφύλαξης έγιναν μέρος της καθημερινότητά μας θα μου πει η Αντωνία λίγο πριν κλείσουμε το τηλέφωνο. Μία ακόμα ημέρα στη δουλειά θα επαναλάβω τονίζοντας πως στους υπάλληλοι των σούπερ μάρκετ οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ. Μαζί με τους γιατρούς και το ιατρικό προσωπικό της χώρας, είναι οι πραγματικοί ήρωες των ημερών μας

Δήμητρα Τσιγγενέ, έφερε στον κόσμο την κόρη της εν μέσω πανδημίας

Η Δήμητρα Τσιγγενέ διένυε το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης της όταν το σημειώθηκε το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στη χώρα μας. «Με θυμάμαι στο γραφείο μαζί με τις συναδέλφους μου στο Ladylike να κοιταζόμαστε με έκπληξη. Διαβάζοντας την είδηση μουδιάσαμε, τρομοκρατηθήκαμε. Το αστείο της υπόθεσης ήταν ότι θεωρούσαμε πως τα χιλιόμετρα που μας χώριζαν με τη Θεσσαλονίκη ήταν αρκετά για να αισθανόμαστε ακόμη ασφαλείς.Τα συναισθήματά μου πολλά και περίεργα. Με θυμάμαι να διαβάζω διαρκώς ενημερωτικά άρθρα, να προσπαθώ να πιαστώ από κάτι που θα με κάνει να αισθανθώ ασφαλής, αλλά δυστυχώς δεν έβρισκα τίποτα.

Ένας τόσο νέος ιός στη ζωή μας, για τον οποίο παγκοσμίως είχαμε ελάχιστες πληροφορίες. Τα αν με είχαν κυριεύσει. Αν κολλήσω θα πάθει κάτι το μωρό; Αν κολλήσω θα πρέπει να γεννήσω μόνη; Αν κολλήσω θα γεννήσω σε νοσοκομείο αναφοράς; Αν το μωρό κολλήσει στο μαιευτήριο κάτι, τι γίνεται; Φόβο και ανασφάλεια. Αυτά αισθανόμουν. Φοβόμουν και τη σκιά μου. Με θυμάμαι να απολυμαίνω τα πάντα δεκάδες φορές. Από τα ψώνια του σούπερ μάρκετ και τα φρούτα, μέχρι τα πόμολα και τα τηλεκοντρόλ». Για τη Δήμητρα η πιο δύσκολη στιγμή ήταν όταν συνειδητοποίησε πως θα γεννήσει και στο πλευρό της δεν θα έχει ούτε συγγενείς, ούτε φίλους.

«Το μεγαλύτερό μου χαστούκι το έφαγα όταν συνειδητοποίησα πως θα γεννήσω μόνη μου»

Ρωτούσα διαρκώς τον γυναικολόγο και τη μαία μου αν άλλαξε κάτι στην πολιτική του μαιευτηρίου αλλά η απάντηση ήταν μονίμως αρνητική. Ανήκω σε αυτές που γέννησαν ολομόναχες, χωρίς καν τον σύντροφό τους δίπλα τους. Κάθε μαιευτήριο ακολουθούσε διαφορετική τακτική και αναθεωρούσε ανάλογα με τα κρούσματα. Εγώ, λοιπόν, έμεινα 12 ώρες να προσπαθώ μόνη μου, με τον άντρα μου να περιμένει και αυτός μόνος του στην αναμονή. Δύσκολη εμπειρία, πραγματικά. Και για τους δυο μας».

«Οι γονείς μου, η αδερφή μου, οι κολλητοί μου είδαν το μωρό για πρώτη φορά από φωτογραφία που τους στείλαμε. Ούτε επισκέψεις στο μαιευτήριο, ούτε δώρα, ούτε λουλούδια έξω από το δωμάτιο. Όσες γεννήσαμε τότε, θέλαμε απλά να πάνε όλα καλά και να φύγουμε με υγιή μωρά και να πάμε στα σπίτια μας. Πριν γεννήσω και μέχρι να κρατήσω το μωρό στα χέρια στενοχωριόμουν που δεν έκανα baby shower, που δεν θα έχω επισκέψεις στο μαιευτήριο, που δεν θα είναι οι συγγενείς μου δίπλα μου. Όταν ήρθε, όμως, στον κόσμο η Λυδία εστίασα σε αυτή. Ξαφνικά δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Ήθελα να είμαι όσο πιο ήρεμη γίνεται, δίπλα στο νεογέννητο μωρό μου. Και συνέβη».

Ποιες πρακτικές δυσκολίες είχε να αντιμετωπίσει αφού μπήκε στο μαιευτήριο να γεννήσει και ποια τα συναισθήματά της; «Οι δυσκολίες ήταν πολλές και είχαν να κάνουν με πρακτικά αλλά και ψυχολογικά ζητήματα. Μεγάλο άγχος βίωνα όλες τις φορές που έπαιρναν το μωρό οι κοπέλες στο μαιευτήριο για να το περιποιηθούν. Σκεφτόμουν πως αν μία από αυτές έχει τον ιό μπορεί να του τον μεταδώσει. Ψυχολογικά στρεσαριζόμουν κάθε φορά που το μωρό έφευγε από τα δικά μου χέρια και το άγγιζε ή το έπαιρνε αγκαλιά κάποιος άλλος. Το ίδιο συνέχισα να αισθάνομαι και αρκετούς μήνες μετά τη γέννα».

«Ένιωθα ενοχές που δεν επέτρεπα σε φίλους μου να πάρουν αγκαλιά το μωρό»

Ο φόβος παραμένει στη ζωή της όμως δίπλα του έχει τοποθετήσει μία ακόμα λέξη που κάπως όλα τα απαλύνει. Προσμονή. «Προσμονή να δω την κόρη μου σε αγκαλιές φίλων. Προσμονή να πάμε σε παιδικά πάρτι με δεκάδες παιδιά που παίζουν μαζί, αγκαλιάζονται χωρίς φόβο και γελούν χωρίς να φορούν μάσκες. Προσμονή να επιστρέψουμε στη ζωή μας».