ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

100 χρόνια Μελίνα Μερκούρη: Ο Γιώργος Νταλάρας μοιράστηκε σπάνιες φωτογραφίες της

AP Photo Jacques Marqueton

Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1920. Μια σύγχρονη γυναίκα σε μια παλιά Αθήνα, μια Ελλάδα εντελώς διαφορετική και εξίσου παθιασμένη, που εκφραζόταν μέσα από τα μεγάλα μάτια της.

Η Μελίνα Μερκούρη έγινε η φωνή της Ελλάδας και φρόντισε η χώρα μας να ακουστεί σε κάθε μέρος της γης. Γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 και το όνομά της ήταν Μαρία Αμαλία Μερκούρη. Ήταν κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη, ενώ παππούς της ήταν ο γιατρός και πολιτικός Σπύρος Μερκούρης, που έχει μείνει στην ιστορία ως ο μακροβιότερος δήμαρχος Αθηναίων.

Η Ελληνίδα σταρ ήταν ένα ατίθασο πλάσμα που παντρεύτηκε σε νεαρή ηλικία τον κατά πολύ μεγαλύτερό της, πλούσιο κτηματία Παναγή Χαροκόπο. Χώρισαν το 1962. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, συνδέθηκε ερωτικά με τον δωσίλογο Φειδία Γιαδικιάρογλου, μια σχέση για την οποία απολογούνταν σε όλη την ακόλουθη ζωή της. Τα χρήματα που αντλούσε από τους δύο άνδρες της μέχρι τότε ζωής της, είχε πει ότι τα διοχέτευε στην Αντίσταση. Τις γνωριμίες που είχε λόγω της οικογενείας της τις εκμεταλλευόταν για να σώσει αντιστασιακούς. Τους ισχυρισμούς της αυτούς τους επιβεβαίωναν αρκετοί συνάδελφοί της.

Είχε ήδη από το 1943 αποφασίσει να ασχοληθεί με την υποκριτική. Αποφοίτησε από τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου το 1946 και συνεργάστηκε τόσο με το Εθνικό όσο και τους θιάσους της Κατερίνας και της Μαρίκας Κοτοπούλη. Το 1949 καθιερώνεται στο θέατρο ως η πρώτη και εμβληματική μέχρι σήμερα Μπλανς Ντιμπουά του «Λεωφορείου ο Πόθος». Τη σκηνοθέτησε ο Κάρολος Κουν κι εκείνη έμεινε μέχρι το 1950 στο θέατρο του. Έπειτα μετέβηκε στο Παρίσι και έπεστρεψε στην Ελλάδα το 1955 για να γράψει μια νέα σελίδα στην κινηματογραφική ιστορία αυτή τη φορά του τόπου.

Το 1955 το θεατρικό έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» γίνεται η θρυλική «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Τα μάτια της Μελίνας Μερκούρη βγάζουν φωτιά, μια φωτιά αληθινή που πρώτη φορά φανερώνεται στον ελληνικό κινηματογράφο. Τη φωτιά μιας γυναίκας Ελεύθερης. Το πέρασμα της ταινίας και της ίδιας από τις Κάννες, έφερε στη ζωή της τον Ζιλ Ντασέν.

Η Μελίνα Μερκούρη παντρεύτηκε τον Ζιλ Ντασέν το 1966. Μαζί του αυτοεξορίστηκε και έκτοτε ξεκίνησε να πολεμά σε ολόκληρο τον κόσμο τη δικτατορία, ενημερώνοντας σε κάθε μέρος το οποίο επισκεπτόταν για την κατάσταση στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των χρόνων της δικτατορίας είπε και την ιστορική φράση: ««Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα, ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας», που της χάρισε αργότερα και τον τίτλο της αυτοβιογραφίας της. Μετά τη Μεταπολίτευση το 1974 εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και ξεκίνησε η πολιτική της καριέρα. Ποτέ δεν άφησε το θέατρο όμως. Αν και μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι παραστάσεις στις οποίες συμμετείχε έφτασαν μέχρι και το 1992.

Η Μελίνα Μερκούρη άφησε την τελευταία της πνοή στις 6 Μαρτίου 1994 στη Νέα Υόρκη όπου νοσηλευόταν με καρκίνο των πνευμόνων.

Αυτόν τον Οκτώβριο που συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση ίσως της τελευταίας σταρ που έλαμψε στον σύγχρονο κόσμο εκπέμποντας την Ελλάδα και τον ήλιο της μέσα από το βλέμμα της, πολλοί έχουν αποτίσει φόρο τιμής στη Μελίνα Μερκούρη. Ανάμεσα τους και ο Γιώργος Νταλάρας, που με αυτή την αφορμή μοιράστηκε σπάνιες φωτογραφίες της στον λογαριασμό του στο Facebook. Εκείνος διάλεξε ένα συγκλονιστικό πορτρέτο της νεαρής της ζωής και μια σειρά από φωτογραφίες τους από τον αντιδικτατορικό αγώνα. Η αγωνίστρια Μελίνα Μερκούρη, που δεν το έβαζε κάτω ποτέ, είναι εκείνη που μαγνητίζει το βλέμμα μας σε κάθε φωτογραφία.

“…..Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξωμε δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμααπό το μέρος που φυσά ο αγέραςακολουθώντας…Δημοσιεύτηκε από Γιώργος Νταλάρας στις Κυριακή, 18 Οκτωβρίου 2020

Όσο για τα λόγια με τα οποία συνόδευσε τις φωτογραφίες του, αυτά ήταν στίχοι από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη, «Αλληλεγγύη».

«Είναι εκεί δεν μπορώ ν’ αλλάξω

με δυο μεγάλα μάτια πίσω απ’ το κύμα

από το μέρος που φυσά ο αγέρας

ακολουθώντας τις φτερούγες των πουλιών

είναι εκεί με δυο μεγάλα μάτια

μήπως άλλαξε κανείς ποτέ του».