Η Ayo Edebiri αποκλειστικά στο LadyLike: «Αν δεν προκαλούμε τον εαυτό μας, ποιο το νόημα;»
- 20 ΟΚΤ 2025

Ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατηρείς μιλώντας από κοντά με την Ayo Edebiri, είναι το πόσο οξυδερκής είναι. Νιώθεις πως διαρκώς περιεργάζεται τα πράγματα που έχει μπροστά της, το περιβάλλον γύρω της, και φυσικά τους συνομιλητές της, είτε πρόκειται για σούπερ σταρ σαν τη Julia Roberts ή για, απλώς, εσένα.
Στο πρόσωπο της Ayo Edebiri είναι πάντα σχηματισμένη η υποψία ενός σκανταλιάρικου χαμόγελου, σαν διαρκώς να είναι έτοιμη να σχολιάσει καυστικά κάτι από όλα τα πράγματα που παρατήρησε. Το να μιλάς μαζί της εκτός από τρομερά διασκεδαστικό, είναι και σαν εξάσκηση, σα να νιώθεις πως πρέπει να είσαι διαρκώς σε εγρήγορση. Είναι μια αίσθηση πολύ διασκεδαστική και πολύ αναζωογονητική.
Η βραβευμένη με Emmy και Χρυσή Σφαίρα ηθοποιός του The Bear μιλάει στο LadyLike για τη νέα της ταινία, το θρίλερ Μετά το Κυνήγι με την Julia Roberts και τον Andrew Garfield.
Μπορείς να καταλάβεις ότι οι πάντες γύρω της, την λατρεύουν επίσης. Από την προαναφερθείσα Julia Roberts που την κοιτάει στα μάτια όποτε μιλάει, συχνά συμπληρώνοντας φράσεις της σα να κρέμεται από το στόμα της. Μέχρι τον σκηνοθέτη Luca Guadagnino, ο οποίος την εξυμνεί ως ένα πολύπλευρο ταλέντο που όχι μόνο ανέβασε την ταινία του, αλλά εμπλούτισε και την εμπειρία του δημιουργικού τιμ.
Όλα αυτά συμβαίνουν ένα ηλιόλουστο πρωινό στον κήπο του ξενοδοχείου Τσιπριάνι στη Βενετία, τη μέρα πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας Μετά το Κυνήγι (After the Hunt), του ιταλού σκηνοθέτη Luca Guadagnino όπου η Edebiri κρατά κεντρικό ρόλο. (Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment.)
Παίζει τη Maggie, μια διακεκριμένη φοιτήτρια σε κολλέγιο, η οποία κατηγορεί έναν πολύ αγαπητό καθηγητή (Andrew Garfield) για σεξουαλική κακοποίηση. Με αποτέλεσμα όχι μόνο η ζωή της ίδιας να έρθει πάνω-κάτω, αλλά και της καθηγήτριας την οποία πιο πολύ θαυμάζει (ποθεί;), την Alma της Julia Roberts. Η οποία έχοντας πολύ κοντινή σχέση και με τα δύο άτομα, βιώνει μια εσωτερική σύγκρουση μην ξέροντας πώς να αντιδράσει.
Είναι ένα φιλμ ήδη πολύ διχαστικό και πολυσυζητημένο, ήδη από την πρεμιέρα του, σχετικά με το πώς οι χαρακτήρες του (κανείς και καμία εκ των οποίων δεν τοποθετείται ως αδιαπραγμάτευτα ηρωικός από την ταινία) κινούνται μέσα στα νερά ενός κλειστού κοινωνικού περιβάλλοντος την περίοδο της έκρηξης του #MeToo.
Ακόμα περισσότερο, είναι μια ταινία για το χάσμα γενεών, για το πόσο διαφορετικά αντιλαμβάνονται και διαχειρίζονται αυτό που έχει συμβεί, η Alma και η Maggie – τα διαφορετικά όπλα που έχουν στα χέρια τους, οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους έχουν μάθει να επιβιώνουν σε ένα πατριαρχικό περιβάλλον.
Η Ayo Edebiri –όπως πολύ σωστά σημειώνει κι η ίδια στην κουβέντα μας μαζί της– έχει κάτι σαν κόντρα ρόλο σε αυτή την ταινία (όπως κι η Julia Roberts εξάλλου), καθώς έχουμε συνηθίσει από την ως τώρα φιλμογραφία της, αλλά και την δημόσια περσόνα της για να είμαστε ειλικρινείς, να την βλέπουμε ως ένα άτομο γεμάτο φρεσκάδα και αδιαπραγμάτευτα θετικό από κάθε πτυχή.
Ίσως αυτό να τη γοήτευσε κιόλας στην ιδέα ενός τόσο αιχμηρού και κρυπτικού φιλμ, έχοντας προηγουμένως τεράστια προϋπηρεσία στην κωμωδία (βλέπε Bottoms, και βλέπε σωρό αυτοσχεδιαστικών σκετς) όπως και στη δραματική τηλεόραση – δηλαδή τον ρόλο της ως Syd στο The Bear, που της έφερε τα βραβεία και την μεγάλη αναγνώριση.
Τώρα, για αυτό το μεγάλο βήμα στην καριέρα της, που την έφερε μέχρι το φεστιβάλ Βενετίας, είχαμε τη μεγάλη χαρά να συνομιλήσουμε από κοντά μαζί της. Και να μιλήσουμε για τις δυναμικές εξουσίας στην ταινία και στην ζωή, για τις προκαταλήψεις και το #MeToo, για τις πολλαπλές τέχνες της, για το χάσμα γενεών, και για τον πόνο του να ζεις(!).
– Ο Luca Guadagnino είναι δάσκαλος στο πώς δουλεύει τις δυναμικές εξουσίας μέσα στις σχέσεις. Πώς λειτουργεί αυτή η δυναμική όταν είστε στο γύρισμα;
Ειλικρινά, όλα έμοιαζαν αρκετά ισότιμα. Είχαμε μιλήσει γι’ αυτό και νωρίτερα — πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, η Julia μάς είχε καλέσει σπίτι της. Ο Luca συνήθως κάνει πρόβες πριν από κάθε ταινία, αλλά εδώ είχαμε μια πολύ συγκεντρωμένη περίοδο πρόβας, περίπου μιας εβδομάδας. Κάναμε και δοκιμές κάμερας εκεί, στο σπίτι της Julia. Νομίζω πως αυτό δημιούργησε μια τόσο όμορφη βάση, ένα αίσθημα ασφάλειας και ελευθερίας για όλους μας, ώστε να μπορούμε να “λερωθούμε”, να ρισκάρουμε και να γίνουμε λίγο επικίνδυνοι ο ένας με τον άλλον μέσα στη δουλειά.
– Και πώς βίωσες εσύ τη συνεργασία με την Julia Roberts;
Ήμουν απλώς εκεί, προσπαθώντας να τα απορροφήσω όλα και να είμαι παρούσα. Έκανε πραγματικά πανέμορφη δουλειά, που σε εμπνέει κι εσένα να δουλέψεις πιο σκληρά, να φτάσεις πιο μακριά. Ναι.
Ayo Edebiri: «Η Julia Roberts είναι υπέροχη. Τόσο γενναιόδωρη, με την ενέργειά της, τις ιστορίες της, την εμπειρία της. Μας φέρθηκε με τόση χάρη και καλοσύνη».
– Ποια ήταν η πιο δύσκολη μέρα για σένα στα γυρίσματα, συναισθηματικά;
Ίσως η μέρα που γύριζα την κρίση πανικού στην πλατεία. Εκείνη η σκηνή είχε κάτι… βαρύ. Μια από τις λέξεις που ο Luca χρησιμοποιούσε συχνά για τη Maggie ήταν “displacement” – αποξένωση, εκτόπιση. Είναι ένας άνθρωπος βαθιά μετατοπισμένος. Είναι μια κοπέλα υιοθετημένη από άτομα άλλης φυλής, σε μια παρέα όπου κανείς δεν της μοιάζει πραγματικά. Προσπαθεί να βρει τον δρόμο της μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν τη θέλει, κι όμως επιμένει να προσπαθεί να τον κάνει δικό της. Οι προθέσεις της είναι περίπλοκες, η ειλικρίνειά της το ίδιο, οι επιθυμίες της σύντομες και μπερδεμένες. Όλα αυτά, εκείνη τη μέρα βγήκαν στην επιφάνεια. Και θυμάμαι τη στιγμή που ήρθε η Julia Roberts και με αγκάλιασε. Ήταν τόσο δύσκολο.
Δεν μοιάζω με τη Maggie σε πολλά πράγματα, αλλά τότε ένιωσα πραγματικά πόσο πληγωμένη είναι. Είναι ένας άνθρωπος που πονάει βαθιά, και ο τρόπος που αντιδρά σ’ αυτόν τον πόνο είναι κι αυτός οδυνηρός, γιατί πληγώνει κι άλλους. Ναι… ήταν μια σκληρή μέρα.
– Είσαι όχι μόνο μια ταλαντούχα ηθοποιός, αλλά και σεναριογράφος, και υποψήφια για Emmy σκηνοθέτρια. Πώς αλληλεπιδρούν αυτές οι διαφορετικές πλευρές σου, πώς επηρεάζει η μία την άλλη;
Για μένα, όλα αυτά μοιάζουν με ένα όνειρο. Αγαπώ αυτή τη δουλειά και αγαπώ το να μαθαίνω. Και, θέλω να πιστεύω, είμαι ακόμα σχετικά νέα, θα δείξει. [γελάει] Αλλά, ξέρεις, αμέσως μετά τα γυρίσματα αυτής της ταινίας, σκηνοθέτησα το επεισόδιό μου στο The Bear. Και ένιωθα τόσο τυχερή. Γιατί, χωρίς να το ξέρει κανείς, εγώ απλώς παρακολουθούσα μαθήματα κάθε μέρα, καθόμουν εκεί και παρατηρούσα έναν δάσκαλο να δουλεύει.
Είχα την τύχη να χτίσω μια καριέρα γύρω από απίστευτα γενναιόδωρους, εξαιρετικά ταλαντούχους ανθρώπους που με διδάσκουν χωρίς καν να το συνειδητοποιούν.
Βλέποντας την Julia και τον Andrew, που είναι στην κορυφή του καστ, έμαθα τόσα για το πώς δίνεται ο τόνος σε ένα γύρισμα, για το πώς δημιουργείς το κλίμα. Κι όσο συνεχίζω να παίζω και να γράφω, διαβάζω αυτά τα απίθανα σενάρια και σκέφτομαι «Θεέ μου, ναι!». Είναι κάτι που με αναζωογονεί, μου δίνει ενέργεια για ό,τι κι αν έρθει μετά.
Luca Guadagnino [παρεμβαίνει]: «Θέλω να πω κάτι πάνω σ’ αυτό. Εγώ μεγάλωσα σε μια εποχή όπου έπρεπε να ειδικευτείς σε ένα πράγμα. Να διαλέξεις ένα μόνο μονοπάτι. Και, φυσικά, τώρα καταλαβαίνω πόσο ανόητο είναι αυτό. Η γενιά σας έχει αυτή την απίστευτη ικανότητα να κινείται οριζόντια, να ενδιαφέρεται για πολλά πράγματα ταυτόχρονα, να τα συνδυάζει με όμορφο τρόπο.
Η Ayo είναι μια υπέροχη σεναριογράφος, μια σπουδαία κωμική συγγραφέας, κι αυτό είναι φανταστικό, γιατί την κρατάει σε διαρκή κίνηση. Και το να δουλεύεις μαζί της ως ηθοποιό, γνωρίζοντας ότι έχει αυτή την ικανότητα να “ζει” σε τόσους διαφορετικούς κόσμους ταυτόχρονα, είναι κάτι πραγματικά εμπνευστικό».
– Η ταινία είναι δομημένη με έναν τρόπο όπου κάθε χαρακτήρας είναι, με κάποιον τρόπο, ο «κακός» μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου. Δεν υπάρχει καθαρός ήρωας. Πώς προσέγγισες έναν τέτοιο ρόλο; Ήταν δύσκολο για σένα;
Ναι, αλλά νομίζω πως αυτό είναι και κομμάτι της ομορφιάς του τρόπου που ο Luca κάνει το casting του. Για μένα, ας πούμε, συχνά παίζω χαρακτήρες που είναι «ηθικά σωστοί», ή τουλάχιστον έτσι φαίνονται μέσα από τα μάτια του κοινού. Και θυμάμαι να του λέω ότι κάτι που αγαπώ στις ερμηνείες του Andrew [Garfield] είναι αυτή η πίστη, αυτή η εσωτερική πάλη που κουβαλάει. Και φυσικά, η Julia είναι η Julia: μαγνητική, συναρπαστική, υπάρχει κάτι πάνω της που σε κάνει να την εμπιστεύεσαι, να θέλεις να την ακολουθήσεις.
Κι έπειτα συνειδητοποιείς: ο Luca διάλεξε όλους αυτούς τους ανθρώπους κι εσύ αρχίζεις να λες «μισό λεπτό! ποιος είναι πραγματικά αξιόπιστος εδώ; ποιος λέει την αλήθεια; τι πιστεύει ο καθένας; και γιατί;». Και αυτό σε αποσταθεροποιεί. Σε αναστατώνει. Με έναν όμορφο τρόπο.
Και για μένα αυτό είναι συναρπαστικό: να συνειδητοποιείς πως δεν ξέρεις καν τι πιστεύεις. Η ταινία σε βάζει να αναρωτηθείς ποιες προκαταλήψεις κουβαλάς χωρίς να το ξέρεις. Ποια είναι τα έτοιμα σχήματα στο μυαλό σου, είτε πρόκειται για κάτι τόσο αφηρημένο αλλά και τόσο συγκεκριμένο, όπως οι ταυτότητες στις κοινωνίες μας, είτε για κάτι απλό όπως «όταν βλέπω αυτόν τον ηθοποιό σε μια ταινία, περιμένω ένα συγκεκριμένο είδος ιστορίας». Ο Luca παίζει με όλες αυτές τις προσδοκίες και το κάνει με τόσο παιχνιδιάρικο, ανατρεπτικό τρόπο.
– Εσύ πρέπει να φαντάζεσαι ότι ο χαρακτήρας σου είναι ο ήρωας κάθε σκηνής, ή είναι πιο περίπλοκο απ’ αυτό;
Νομίζω πως εξαρτάται από τον χαρακτήρα και από το πώς βλέπει ο ίδιος τον κόσμο. Ίσως υπάρχουν άνθρωποι που πραγματικά βλέπουν τον εαυτό τους έτσι, σαν ήρωες της ιστορίας τους. Δεν ξέρω πόσο συχνό είναι αυτό, αλλά μερικές φορές είναι όντως αληθινό για κάποιους.
Στην περίπτωσή μας, υπάρχουν σίγουρα στιγμές όπου οι χαρακτήρες νιώθουν θύματα, ή ίσως δεν το παραδέχονται, αλλά θέλουν οι άλλοι να τους βλέπουν έτσι. Και τότε τίθεται το ερώτημα: είναι ειλικρινείς με τον εαυτό τους; Ακόμα κι αν λένε την αλήθεια σε κάποιον άλλο, τι μορφή έχει αυτή η ειλικρίνεια; Ποιο σχήμα παίρνει;
Ayo Edebiri: «Νομίζω αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον: ποιες ιστορίες λέμε συνεχώς στον εαυτό μας, και πώς αυτές καθορίζουν το ποιοι νομίζουμε ότι είμαστε».
– Το να αναρωτιέσαι «τι με κινητοποιεί πραγματικά, ποιες είναι οι προκαταλήψεις μου, γιατί αντιδρώ έτσι» ήταν κάτι πολύ χαρακτηριστικό της περιόδου της εμφάνισης του #MeToo. Όταν διάβαζες το σενάριο ή όταν γυρίζατε την ταινία, υπήρξαν στιγμές που σε έφερε αντιμέτωπη με τέτοια ερωτήματα;
Σίγουρα. Ναι. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα εκνευρισμό με τη Maggie, σα να ήθελα να της πω «κορίτσι μου, τι κάνεις;!». Αλλά έπρεπε να θυμάμαι ότι εκείνη δεν ξέρει. Δεν ξέρει τι έρχεται, δεν καταλαβαίνει πού οδηγούν οι πράξεις της.
Και αυτό, για μένα, είναι πολύ χαρακτηριστικό εκείνης της εποχής. Μιας ενέργειας που έμοιαζε γεμάτη υπόσχεση, γεμάτη με την αίσθηση ότι “κάτι αλλάζει, μπορούμε να ελευθερωθούμε απ’ όλα αυτά”. Υπήρχε αυτή η ορμή: «αν πρέπει να ανάψουμε φωτιά στο Twitter ή να βγούμε έξω και να φωνάξουμε, ας το κάνουμε!».
Κι εγώ, βλέποντάς το τώρα, νιώθω «α, αυτό δεν θα πάει καλά». Αλλά τότε, αυτό το συναίσθημα ήταν πραγματικό. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα απογοήτευση, ανησυχία, ταραχή, αλλά τελικά αυτό ήταν το ζητούμενο. Να μείνω ανοιχτή σε εκείνη την αθωότητα, σε εκείνη την ορμή και τον πόνο της εποχής. Ήταν πρόκληση, αλλά μια καλή πρόκληση. Μου θύμισε πως, καμιά φορά, χρειάζεται να αφήσεις τον εαυτό σου να είναι αθώος απέναντι σε όσα σε φοβίζουν.
– Πώς ήταν για σένα να επιστρέφεις σ’ εκείνο το κλίμα; Ήταν μια εποχή πολύ τεταμένη.
Νομίζω πως λειτουργεί σαν καθρέφτης. Θυμάμαι όταν διάβασα το σενάριο, ένιωσα κάτι πολύ έντονο. Συνήθως, όταν διαβάζεις ένα σενάριο, λες «εντάξει, αυτόν τον ρόλο μάλλον θα παίξω, αυτό θα συμβεί, ωραία, ας δούμε αν με εμπνέει». Εδώ όμως… το διάβασα και ένιωσα ότι έπρεπε να βγω να περπατήσω. Ήμουν ταραγμένη, μπερδεμένη. Δεν ήξερα ποια είναι αυτή η κοπέλα, ούτε γιατί με αναστατώνει έτσι. Και ταυτόχρονα, σκεφτόμουν «άστο, αυτή η κοπέλα με τρελαίνει, όλα με τρελαίνουν».
Κι ύστερα, μιλώντας με τον Luca, το όραμά του, μαζί με το πανέμορφο σενάριο της Nora, ήταν κάτι τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι περίμενα. Μου προκάλεσε ανάγκη να επιστρέφω σ’ αυτό, να το ξανασκέφτομαι, να το συζητώ, να το αμφισβητώ. Και το γεγονός ότι εκείνος μ’ αμφισβητούσε πίσω, το έκανε ακόμη πιο γόνιμο. Αισθάνομαι πως συνεχίζει να είναι έτσι. Και αυτό με ενθουσιάζει. Είναι μια ταινία γεμάτη στρώματα, γεμάτη πυκνές, πλούσιες ερμηνείες.
– Η ταινία μιλάει για μια γενεακή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο γυναίκες, αλλά και ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες. Πιστεύεις ότι μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η σύγκρουση; Και, κατά τη γνώμη σου, υπάρχει κάτι αντίστοιχο και στο Χόλιγουντ; Μια σύγκρουση μεταξύ δύο γενεών;
Νομίζω πως υπάρχει παντού, σε κάθε μικροκλίμακα. Μέσα σε οικογένειες, σε κοινότητες. Είναι κάτι πολύ ανθρώπινο. Υπάρχει από πάντα: οι αρχαίοι ποιητές, οι φιλόσοφοι, όλοι διαμαρτύρονταν για τους «νέους που τριγυρνάνε χωρίς σεβασμό». Ο Αριστοτέλης γκρίνιαζε για τις φωνές των νέων ή των γυναικών. Οπότε ναι, αυτό είναι διαχρονικό.
Αλλά νομίζω – και ίσως είναι και η δική μου αφέλεια – ότι ο μόνος τρόπος να το ξεπεράσεις είναι να μιλήσεις πραγματικά και να ακούσεις πραγματικά. Όχι να μένεις παγιδευμένος στους διαλόγους που έχεις ήδη κάνει μέσα στο κεφάλι σου ή στα «στοιχεία» που έχεις ήδη αποφασίσει ότι αποδεικνύουν κάτι.
Ayo Edebiri: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιά ταραγμένη, γεμάτη πόνο, αλλά και γεμάτη ομορφιά. Από πολλές απόψεις είναι η καλύτερη εποχή που έχει υπάρξει — έχουμε πρόσβαση σε γνώση, σε υγεία, σε πράγματα που παλαιότερα ήταν αδιανόητα. Αλλά υπάρχει πολλή παρεξήγηση, πολλή καχυποψία».
Ακόμη και με τον πατέρα μου, κάποιες φορές νιώθω «Θεέ μου, θα με τρελάνεις με αυτά που λες, δεν αντέχω άλλο!». Και μετά σκέφτομαι: «Αυτό είναι πρόβλημα. Το ότι δεν θέλω να τον ακούσω, είναι κι αυτό πρόβλημα». Τι κουβαλάει αυτός ο άνθρωπος; Τι εμπειρίες, τι φόβους, τι παρεξηγήσεις από πράγματα που διάβασε ή άκουσε σαν γεγονότα;
Με συγκινεί πολύ αυτό το κομμάτι, ίσως γιατί μεγάλωσα σε ένα πολύ θρησκευόμενο και αρκετά συντηρητικό περιβάλλον. Όταν μεγάλωσα και άρχισα να ζω τη δική μου ζωή, φοβόμουν πώς θα με έβλεπε η οικογένειά μου, τι θα έλεγαν, πώς θα με έκριναν. Και τώρα, που έχουμε ξαναέρθει κοντά, συνειδητοποιώ πως πολλά από αυτά που φοβόμουν δεν ήταν αλήθεια.
Φυσικά υπάρχουν προκαταλήψεις, φόβοι, κρίσεις. Αλλά όταν πηγαίνω κοντά τους και τους λέω «Γεια, είμαι εγώ — δεν έχω αλλάξει. Είμαι φυσιολογική. Και αυτοί οι φίλοι μου που αγαπάτε κι εσείς είναι υπέροχοι άνθρωποι». τότε αρχίζει να γεφυρώνεται κάτι και για εκείνους.
Ίσως ακούγεται λίγο «Κουμπαγιά, ας κρατηθούμε όλοι απ’ το χέρι», αλλά πραγματικά το πιστεύω: αν δεν προκαλούμε τον εαυτό μας, ποιο το νόημα; Πρέπει να μπορούμε να αντέχουμε και τα άσχημα, τα ενοχλητικά, τα δύσκολα κομμάτια των συζητήσεων. Να κάνουμε χώρο για υπομονή. Και, ξέρεις, πολλές φορές ακούς «Γιατί πρέπει να νταντεύουμε αυτή την ομάδα ανθρώπων ή εκείνη την άποψη;». Αλλά μερικές φορές πρέπει. Είναι κουραστικό, αλλά πρέπει. Γιατί αλλιώς δεν γίνεται κουβέντα.
– Γιατί πιστεύεις ότι η εποχή μας είναι τόσο ταραγμένη και γεμάτη πόνο;
Ayo Edebiri: Γιατί είμαστε ζωντανοί.
– Μα όλοι υπήρξαν ζωντανοί σε όλες τις εποχές.
Ayo Edebiri: Ναι, σωστά. Άρα ίσως κάθε εποχή ήταν πάντα ταραγμένη και γεμάτη πόνο!
*Η ταινία «Μετά το Κυνήγι» (“After the Hunt”) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ Βενετίας.