LIFE

Ένα μαγικό απόγευμα με την Ντένη Βαχλιώτη

Η Ντένη (Θεώνη) Βαχλιώτη, πέθανε την περασμένη Τρίτη, στα 92 της. (Άχρηστη επισήμανση. Έχουν ηλικία ψυχές, μυαλά, πνεύματα σαν το δικό της;)

Ήταν η πρώτη γυναίκα ενδυματολόγος του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, μια υπέρκομψη Aθηναία grande damme. Μεγαλοαστή, διανοούμενη, μέλος της παρέας του “Βυζαντίου”, του μεταπολεμικού café society που οραματιζόταν πως θα άλλαζε την Ελλάδα και τον κόσμο.

Φίλη στενή της Μελίνας Μερκούρη, ήταν δυό φορές υποψήφια για Όσκαρ ενδυματολογίας (για το “Ποτέ την Κυριακή” και “Φαίδρα”) – η ίδια είχε υπογράψει τα κοστούμια της στους “Νικητές” του Μίλος Φόρμαν, στο “Γλυκό πουλί της νιότης” που ανέβηκε στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, στο “Φλώρα”, στο “Τοπ Καπί”. Και βέβαια το θρυλικό κοστούμι που φόρεσε η Μελίνα στη “Μήδεια” του Βολανάκη, το οποίο έκτοτε εκτίθεται στο Μουσείο του Κόβεν Γκάρντεν. Ο κόσμος, όμως θα τη γνωρίζει πάντα ως “την γυναίκα που έντυσε την Στέλλα”.

Την γνώρισα πολλά χρόνια πριν, την εποχή που έκανα ένα μεγάλο topic για την ταινία, για το “Nitro”. Έμενε πάντα στο Κολωνάκι.

 

Προχωρημένη σε ηλικία– είχε περάσει τα 80 – με ασθενική υγεία, αλλά πνεύμα που πέταγε σπίθες, νεανικό.

Πέρασα μαζί της, ένα μαγικό απόγευμα, σε έναν καναπέ, φορτωμένο με χαρτιά, σχέδια, μακέτες, βιβλία, σκίτσα των κοστουμιών της. Μου μίλησε για τα πάντα: την Μελίνα, την Αθήνα, τα μπουζούκια, την Τέχνη, τον έρωτα, την Μελίνα πάλι, την Κοτοπούλη, που την είχε παλιά, γειτόνισσα, μεσοτοιχία, και την άκουγε να βρίζει δυνατά. Μερικά απ’ αυτά τα έγραψα. Τα ξαναθυμήθηκα ακούγοντας στο ραδιόφωνο πως “σαν σήμερα, 21 Νοεμβρίου του 55, έκανε πρεμιέρα στην Αθήνα, η θρυλική ταινία “Στέλλα” του Κακογιάννη”. Πριν από 49 χρόνια, σχεδόν, μισό αιώνα. Περίεργο σημάδι – όχι πως η Ντένη θα του έδινε σημασία. Μάλλον θα γελούσε. Βάζω στοίχημα πως μισούσε τις επετείους – έχει άραγε ηλικία η μαγεία;

Η “ΣΤΕΛΛΑ” ΚΑΙ Η ΝΤΕΝΗ

Η “Στέλλα” γεννήθηκε μια μέρα,  στο μυαλό του Ιάκωβου Καμπανέλλη – λογοτέχνη, συγγραφέα, αργότερα “γενάρχη” του ελληνικού θεάτρου. Εκείνη την ημέρα του ’54 η Μελίνα έπαιζε σε μια ραδιοφωνική διασκευή της “Μήδειας” του Αnouilh. Ο Καμπανέλλης είχε γράψει τη διασκευή. Έκανε μια εντυπωσιακή είσοδο στο στούντιο ηχογράφησης – μόλις είχε κόψει τα μαλλιά της πολύ κοντά, σαν αγόρι. Ο Καμπανέλλης είπε: “Μελίνα είσαι η πιο χειραφετημένη γυναίκα στην Ελλάδα”. “Εξαιτίας των μαλλιών μου;”, “Όχι, όχι εξαιτίας των μαλλιών σου. Θα γράψω ένα έργο για σένα”.

Γράφει τη “Στέλλα με τα κόκκινα γάντια” – μια ελληνική ή μάλλον “μελινική” εκδοχή της κλασικής Carmen του Μerimee. H Στέλλα, είναι μια λαϊκή τραγουδίστρια των μπουζουκιών. Όμορφη, ελεύθερη, εκρηκτική. Ανήκει μόνο όπου επιλέγει. Παρατάει τον Αλέκο – γόνο καλής, αστικής οικογένειας – για την αγκαλιά του Μίλτου, που είναι ποδοσφαιριστής, σκληρό, “ατόφιο” αρσενικό. “Ζήτα μου κάτι, μα να ‘ναι πολύ”. Της ζητάει να παντρευτούν. Αρνείται. Την εκβιάζει. Το υπόσχεται. Απαρνιέται το γάμο-δωρεά, δεν πάει ποτέ στην εκκλησία. Ύβρις. “Τα σπασμένα εγώ τα πληρώνω”. “Στέλλα φύγε! Γιατί δεν φεύγεις;” Περπατάει ήσυχα καταπάνω στο μαχαίρι. Δωρική, πένθιμη, πραγματικά ελεύθερη.

Το έργο δεν ανέβηκε στο θέατρο, τουλάχιστον όχι τότε. Άγνωστο πως, το πρωτότυπο κείμενο έφτασε στα χέρια του Μιχάλη Κακογιάννη.

Το διάβασε, γοητεύτηκε, κι αποφάσισε να το κάνει σενάριο για ταινία. (σ.σ. Φήμες, λένε, πως αργότερα και για χρόνια ο Καμπανέλλης κρατούσε μια πικρία γι’ αυτό..). Περιέργως, ο Τύπος της εποχής έγραψε πως η πρώτη επιλογή για τον ρόλο της γυναίκας πρωταγωνίστριας ήταν η “νεαρή ηθοποιός Νίνα Σγουρίδου”, μια φιναλίστ από την πρώτη ενδεκάδα των καλλιστείων της Νταίζης Μαυράκη. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ καμιά επιλογή:  η Στέλλα ήταν η Μελίνα και η Μελίνα ήταν η Στέλλα, η αγριάδα και η παραφορά της, ο υπόγειος, σαρωτικός ερωτισμός της. Ήταν το άπιαστο, ανυπότακτο “oiseau rebelle” της Carmen.

Η ΝΤΕΝΗ ΒΑΧΛΙΩΤΗ ΓΙΑ ΤΗ “ΣΤΕΛΛΑ”

Η Ντένη Βαχλιώτη φοιτούσε τότε στην Accademia di Belle Arti, στη Ρώμη. Είχε ήδη “ντεμπουτάρει” στο ιταλικό σινεμά, είχε ζήσει και τον πρώτο της ελληνικό θρίαμβο – όλο το αθηναϊκό θεατρόφιλο crowd συζητούσε τα κοστούμια της για το “Ελένη ή η Χαρα της Ζωής” του Αndre Roussin, στο θέατρο Κοτοπούλη. Πρωταγωνίστρια, φυσικά, η Μελίνα Μερκούρη. Το καλοκαίρι του ’54 κι ενώ γραφόταν το σενάριο της “Στέλλας”  η Ντένη, η Μελίνα, ο Κακογιάννης, ο Φούντας, ο Χατζιδάκις και οι φίλοι τους, εξορμούσαν σε κουτούκια και λαϊκά πάλκα, στην Ομόνοια, στην Καβάλας, στον Πειραιά, στην Νέα Φιλαδέλφεια. Μελέτη ρόλου στα μπουζούκια…

“Πήγαινα κάθε βραδυ στο θέατρο, την περίμενα, ντυνόταν, βγαίναμε και ξενυχτούσαμε. Ξενυχτούσαμε από ιδεολογία, ανάγκη, βουλιμία. Είχαμε αποφασίσει να μην κοιμηθούμε ποτέ ξανά. Ποτέ. Ξενυχτούσαμε, γλεντούσαμε, συζητούσαμε, εξορμούσαμε μπροστά, στον νέο, μεταπολεμικό κόσμο που μας κύκλωνε και μας γοήτευε. Ένα βράδυ, μετά την παράσταση, μπαίνω στο καμαρίνι της Μελίνας και μου λέει “Να σου συστήσω έναν θαυμαστή σου. Μιχάλης Κακογιάννης”. Ούτε τον ήξερα, ούτε τον είχα ακούσει, ούτε καν ήξερα που πάει το σινεμά το ελληνικό. Βγήκαμε, τα μιλήσαμε, μου πρότεινε να σχεδιάσω κοστούμια για την “Στέλλα” – ένα θεατρικό, που επρόκειτο να γίνει ταινία, με ηρωίδα μια τραγουδίστρια “λαϊκού άσματος”, στα μπουζούκια. Mπουζούκια; Τι ήταν αυτό;

Ούτε η Μελίνα, ούτε εγώ τα ‘χαμε ακούσει τα μπουζούκια, – στ’ορκίζομαι, δεν ήξερα καν πως υπάρχει ένα όργανο που λέγεται “μπουζούκι”.

Εγώ είχα μεγαλώσει με Μότσαρτ, Μπετόβεν και κλέφτικα. Και ξαφνικά, μπουζούκια! Κάθε βράδυ μετά την παράσταση, παίρναμε μπάλα τα κουτούκια γύρω από την Ομόνοια –  η Μελίνα, εγώ ο Χατζιδάκις, ο Καμπανέλλης – ή πηγαίναμε, για ρυζόγαλο, στις «”Αγελάδες”, κάπου στην Ιπποκράτους. Πιάναμε την κουβέντα, την ανάλυση του έργου, της μουσικής, την ανάλυση της ηρωίδας, της νέας, επαναστατημένης γυναίκας. Μιλούσαμε όλη νύχτα και καταλήγαμε το πρωί στην Ομόνοια, για κουλούρι. Τρώγαμε, πηγαίναμε για ύπνο και το βράδυ πάλι από την αρχή”.

 

Το σκηνικό της Στέλλας στήθηκε στα Εξάρχεια, (σ.σ. χρησιμοποιήθηκε η ταβέρνα Μιχαλάκου για να αναπαραστήσει το κέντρο “Ο Παράδεισος”,) αλλά και στην Πλάκα, όπου βρισκόταν το σπίτι της ηρωίδας. Λόγω των θεατρικών υποχρεώσεων της Μελίνας, τα γυρίσματα άργησαν να ξεκινήσουν –  είχε χειμωνιάσει. Εκείνοι οι μήνες ήταν τρομαχτικοί, ήταν υπέροχοι. Όταν γυρίζονταν οι σκηνές στα μπουζούκια, οι φίλοι της Μελίνας, του Κακογιάννη, του Μάνου Χατζιδάκι μαζεύονταν στο κοινό. Φίλοι, παρέες, ηθοποιοί, τεχνικοί, μια κλειστή, μικρή κοινωνία που δούλευε, τραγουδούσε και χόρευε ως το πρωί. Αλλά το κρύο! Η δράση του φιλμ εξελισσόταν καλοκαίρι, όλοι φορούσαν τα πιο ελαφρά ρούχα. Ήταν Φεβρουάριος. Όταν οι ηθοποιοί μιλούσαν, έστελναν σύννεφα αχνιστής ανάσας στον αέρα κι ο Κακογιάννης τους γέμιζε το στόμα κοπανισμένο πάγο .

Η Ντένη θυμόταν: “Πίναμε κονιάκ για να ζεσταθούμε, κάναμε στην Μελίνα εντριβές με οινόπνευμα, κουραζόμασταν, ξενυχτούσαμε. Δεν παραπονιόμασταν. Αισθανόμασταν – όσο και αν ακούγεται τρελό – ότι κάτι κάνουμε, ότι ήμασταν συμμέτοχοι στο ιστορικό γίγνεσθαι. Το σινεμά, για μας, ήταν σημαντική ιστορία. Το λατρεύαμε, με μια λατρεία σχεδόν ιερή”.

Εν τω μεταξύ στην Πλάκα, στους Αέρηδες, στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι, στα Εξάρχεια, η κάμερα συνέχιζε να γυρίζει.

“Εμείς αυτή τη φτώχεια, δεν την ξέραμε χρυσό μου. Στην Κατοχή ζούσαμε με την φρικαλεότητα του πολέμου και με την πείνα -που ήταν όμως γενική, όχι ταξική- και με τον θάνατο. Θυμάμαι ακόμα το φορτηγό του Δήμου που περνούσε και μάζευε τους νεκρούς με μια τεράστια πηρούνα. Είχαμε εξοικειωθεί με αυτό το τερατώδες φαινόμενο, αλλά τους φτωχούς – ντρέπομαι που το λέω – δεν τους ξέραμε, δεν τους είχαμε δει. Ακούγαμε για τους φτωχούς και νομίζαμε πως ήταν οι υπηρέτριες ή ήρωες του Παπαδιαμάντη. Με τη “Στέλλα” ανακαλύψαμε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που ζούσε δίπλα μας και μας συντάραξε. Δυό κόσμους ανακαλύψαμε με τη “Στέλλα”, και η Μελίνα και εγώ. Ο ένας ήταν αυτοί οι μπουζουκοπαίχτες, οι ποιητές που δεν γίνανε ποτέ stars. Ανακαλύψαμε το μπουζούκι, την πονεμένη του ελληνικότητα, τον νταλκά. Δεν είναι ο νταλκάς ό,τι ήταν ο δικός μας ερωτικός πόνος, ο αστικός, ο μυθιστορηματικός. Ο νταλκάς είναι πόνος αλλιώτικος. Βγάζει έργα τέχνης, βγάζει τραγούδια. Βγάζει ποίηση”.

Μια ποίηση που, μοιραία, γράφτηκε και με τα κοστούμια της ταινίας.

“Σιγά σιγά, άρχισα να ανακαλύπτω τη Στέλλα, που δεν ήταν μόνο μια ηρωίδα. Ήταν μια άλλη, τολμηρή στάση ζωης. Τότε η γυναίκα πρότυπο μιας ορισμένης φεμινιτέ, ήταν η γυναίκα η μοιραία, η μελαγχολική, η αισθαντική, η μικροαστή. Οι κυρίες της υψηλής κοινωνίας κινούνταν σεμνά, χαριτωμένα. Πόζαραν, σταύρωναν τα πόδια τους με χάρη. Η Μελίνα, είχε και την κινησιολογία της ελεύθερης γυναίκας. Οι κινήσεις της ήταν ξεσπαστικές, γενναίες, τολμηρές.

Ξέρεις, καθετί, ακόμα και ένα σώμα γυμνό, μια μπούκλα χτενισμένη έτσι και όχι αλλιώς, είναι ένα πολιτιστικό σήμα. Και κάθε πολιτιστικό σήμα έχει το κοστούμι του. Το πιο σημαντικό costume-vedette, της ταινίας, ήταν το φόρεμα της πρώτης σκηνής με τα κρόσια, αυτό που η Στέλλα φοράει στο νούμερό της κάθε βράδυ. Ήταν επίτηδες γεμάτο κρόσια – τα κρόσια φώναζαν “πρόκληση”, αλλά ήταν κι ένα στοιχείο κωμικό, στοιχείο χλεύης. Και η Μελίνα το κούναγε έτσι το ρούχο αυτό που το χλεύαζε – ήταν σαν να ‘λεγε “τι σάχλα είναι αυτή που πουλάω τώρα;”. Όλα αυτά τα συζητούσαμε με την Μελίνα, της εξηγούσα γιατί π.χ. θα φορούσε αυτά τα κρόσια, τα τόσο προκλητικά, μαύρα και άγαρμπα. Γιατί έχει μια “αγαρμπιά”, αυτό το ρούχο, ακόμα και στην εκτέλεσή του, στη ραφή του. Ήταν επίτηδες κακοραμμένο, όχι τυχαία. Στο “Αγάπη που ‘γινε δίκοπο μαχαίρι”, όταν πια έχει εξελιχτεί ο ρόλος, η ηρωίδα εμφανίζεται διαφορετική. Πιο λιτή, χωρίς καθόλου στολίδια ή αξεσουάρ- τα στολίδια της έχουν περιοριστεί κάτω από το ντεκολτέ, κάτω από το στήθος της, την προβολή της σεξουαλικότητάς της. Το φινάλε είναι δωρικό – ένα απλό σκούρο πουλόβερ, κλειστό στο λαιμό. Μια γυναίκα “περιφραγμένη”, αυστηρή, σχεδόν εξαγνισμένη, που συναντιέται με τη μοίρα της. Όχι, τα κοστούμια της Μελίνας στη “Στέλλα”, δεν είχαν καμία σχέση με τη μόδα.

Η μόδα της εποχής πρόσταζε δαντέλες, φουρό, φιόγκους. Το κοστούμι στο σινεμά όπως και στο θέατρο, οφείλει να υπηρετεί έναν χαρακτήρα.

Σε αντίθεση με τους άλλους γυναικείους χαρακτήρες του έργου που φορούν ρούχα της εποχής (τα ρούχα, τέλος πάντων, που θα φορούσε τότε μια θεατρίνα, μια λαϊκή γυναίκα του πάλκου) τα κοστούμια της Στέλλας, ήταν σχεδιασμένα για να τονίζουν το σώμα της Μελίνας, την αντισυμβατική, την εξωστρεφή κίνησή της. Άλλωστε, οι Μελίνες κάνουν τις μόδες. Όχι το αντίστροφο”.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΣΤΕΛΛΑ

Οι Μελίνες κάνουν και τις ταινίες. Η “Στέλλα”, θα αριβάρει στο φεστιβάλ των Καννών, την άνοιξη του ’55. Η Μελίνα είναι υποψήφια για το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου. Χάνει το βραβείο, γνωρίζει τον Ντασέν – το πεπρωμένο της – κερδίζει τα διθυραμβικά σχόλια του ξένου Τύπου.  Κι επίσης το Βραβείο Χρυσής Σφαίρας Καλύτερης Ξένης Ταινίας από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Hollywood το 1955.

Η “Στέλλα” ή η Μελίνα -τι είχε εντυπωσιάσει πιο πολύ το ξένο κοινό; “Και τα δύο, αν και ίσως περισσότερο η Μελίνα”, πίστευε η Ντένη Βαχλιώτη. “Εκείνη έκανε πειστικό το πρόσωπο του έργου. Γιατί η Μελίνα ήταν η Στέλλα. Συνολικά, ήταν ένα έργο βαθιά ελληνικό και αυτή η ελληνικότητα, ήταν νομίζω που θάμπωσε το ξένο κοινό. Η λεβεντιά της Στέλλας, μια λεβεντιά, που δεν την είχε π.χ. η Carmen, “μπόλιασε” τους σεναριογράφους της εποχής, κι άλλαξε τη ματιά, το κοίταγμα των σεναρίων. Το “ασθενές φύλο” μετά τη Στέλλα – και την Ιλυα, τη Φαίδρα – ήταν ντεμοντέ”.

Μετά τη “Στέλλα”… Μετά τη “Στέλλα”, ο Μιχάλης Κακογιάννης, θα γύριζε το “Κυριακάτικο ξύπνημα”, την “Ηλέκτρα”, τον Ζορμπά των τριών Όσκαρ. Ο Dassin θα ερωτευόταν, θα γινόταν Έλληνας, η Μελίνα, θα επέστρεφε θριαμβεύτρια με το “Ποτέ την Κυριακή” το ’61 στις Κάννες, με βραβείο ερμηνείας και θα γινόταν σταρ. Ο Μάνος θα κέρδιζε,ένα Όσκαρ , “Τα παιδιά του Πειραιά” θα γινόταν ο ελληνικός “ύμνος” του πλανήτη, η Ντένη Βαχλιώτη θα συνέχιζε την καριέρα της  στο Χόλιγουντ και στο ξένο θέατρο. Με έναν περίεργο μοιραίο τρόπο, η ηρωίδα που δεν ήθελε να αλλάξει “σαν να ‘ταν γραμμόφωνο”, θ’ άλλαζε το σινεμά. Και θα τους άλλαζε όλους.

 

We Like These Ladies:

Χριστίνα Ωνάση: Η πιο φτωχή πλούσια που γεννήθηκε ποτέ

Ίντιρα Γκάντι: η “Σιδηρά Κυρία” της Ινδίας που δεν ήθελε να την αποκαλούν “φεμινίστρια”

Αλέκα Παπαρήγα: Η γυναίκα που έκανε στιλ την εξυπνάδα