ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο Καζαντζάκης και οι γυναίκες

''Μη γελάς, αφεντικό! Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο. Ο Θεός όλες τις αμαρτίες τις συχωρνάει, είπαμε, κρατάει σφουγγάρι· ετούτη όμως δεν τη συχωρνάει. Αλίμονο στον άντρα, αφεντικό, που μπορούσε να κοιμηθεί με γυναίκα και δεν το καμε· αλίμονο στη γυναίκα που μπορούσε να κοιμηθεί με άντρα και δεν το 'καμε''.

Φαγάς, πότης, γυναικάς, εξαίσιος παραμυθάς, ο ”Αλέξης Ζορμπάς”, είναι το διονυσιακό alter ego του ”καλαμαρά” Νίκου Καζαντζάκη. Μια ελεύθερη ψυχή, κρεμασμένη στο δέντρο της ζωής, που τρυγά ανενδοίαστα τις ηδονές της. Η σύγκρουση των δυό τους είναι, πιθανόν, η ίδια που μαινόταν για χρόνια στην ψυχή, στο μυαλό του Νίκου Καζαντζάκη. Από την μια, ήταν ένας  στοχαστής, ένας ”ασκητής” της γραφής, αφοσιωμένος στα γράμματα, τη φιλοσοφία, βουτηγμένος σε υπαρξιακές αναζητήσεις. Από την άλλη, ένας απλός άντρας, που γοητευόταν, όπως ο καθένας από τον ”ολάνθιστο γκρεμό” – έτσι περιέγραφε το γυναικείο σώμα.

Την άποψή του για το σεξ, πάντως, θα την εκφράσει, ξεκάθαρα στην ”Ασκητική”. ”Ο χριστιανισμός, στιγματίζοντας ως αμαρτία την ένωση αντρός και γυναικός, τη μόλεψε, κι ενώ πρωτύτερα ήταν άγια πράξη, χαρούμενη υποταγή στο θέλημα του Θεού, κατάντησε στην περίτρομη ψυχή του χριστιανού αμαρτία. Ένα μήλο κόκκινο ήταν πριν από το Χριστό ο έρωτας. Ήρθε ο Χριστός, κι ένα σκουλήκι μπήκε μέσα στο μήλο και το τρώει”.

Ακόμα κι έτσι, λαχταρά να ”δαγκώσει” τον πειρασμό. Σύμφωνα με τις βιογραφίες του, 17 χρονών, θα δει σε κάποιο ”ξενυχτάδικο” του Ηρακλείου, μια φλογερή Ρουμάνα να χορεύει αισθησιακά. Ξετρελαμένος, της ζητά να βγάλει το γοβάκι της, ρίχνει μέσα αλκοόλ και το πίνει. Την επόμενη μέρα, τα κατορθώματά του φτάνουν  στ’αυτιά του πατέρα του, του αυστηρού καπετάν-Μιχάλη Καζαντζάκη που αρκείται να σχολιάσει.  ”Πάει να πει πως είναι άντρας, πως αρχίζει να γίνεται άντρας. Το μόνο που πρέπει είναι να αγοράσει ένα ζευγάρι καινούργια γοβάκια στην κυρία…”. Θα περνούσε, ωστόσο, άλλος ένας χρόνος, πριν ”αντρέψει” πραγματικά με την Καθλίν Φορντ, την Ιρλανδέζα δασκάλα των αγγλικών, που ήταν ο πρώτος του εφηβικός έρωτας. Σμίγουν το καλοκαίρι του 1902  μέσα σε ένα εκκλησάκι (!), στον Ψηλορείτη, μετά από μια εκδρομή-ανάβαση στο βουνό. Αποξαρχής, το ”άγιο πάθος” του Καζαντζάκη, καταλύει όσια και ιερά.

To τρέιλερ της ταινίας ”Καζαντζάκης” του Γιάννη Σμαραγδή

Αυτή η ιστορία θα εμπνεύσει το πρώτο μυθιστόρημα ”Όφις και Κρίνο” – μια ιστορία όπου ο ήρωας και αφηγητής, αφού ζει έναν τρελό σαρκικό έρωτα σκοτώνει τη γυναίκα-αντικείμενο του πόθου του και στη συνέχεια αυτοκτονεί, μέσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο λουλούδια. Οι μελετητές του χαρακτηρίζουν αυτό το κρούσμα ”γυναικοκτονίας” -που εμφανίζεται συχνά στο έργο του- αποκαλυπτικό των σχέσεων του Καζαντζάκη με τις γυναίκες. Τις ποθεί, αλλά ταυτόχρονα τις θεωρεί εμπόδιο στον υψηλό προορισμό του, που είναι η δημιουργία. Και γι’αυτό τις ”σκοτώνει”. Τουλάχιστον συμβολικά.

”Τη Γαλάτεια και μίαν καλύβη”

Μένει 4 χρόνια στην Αθήνα για σπουδές – χρόνια που αφιερώνει στη μελέτη, χωρίς γυναίκες και γλέντια, συντροφιά μόνο με λίγους καλούς φίλους.  Στο Ηράκλειο, περνά τις γιορτινές διακοπές και τα καλοκαίρια του. Εκεί, σε κάποιον περίπατο, βλέπει τη Γαλάτεια, τη μεγαλύτερη κόρη του λόγιου εκδότη Στυλιανού Αλεξίου. Κεραυνοβολείται. Λίγο αργότερα, σημειώνει στο λεύκωμα ενός φίλου του ότι το μόνο που επιθυμεί είναι ”τη Γαλάτεια και μίαν καλύβη”. Το τετράδιο φτάνει στα χέρια της κοπέλας, η οποία ζητά να τον γνωρίσει. Η πρώτη τους συνάντηση γίνεται πιθανότατα στα τέλη του 1904 και δεν αργεί να εξελιχθεί σε αισθηματικό δεσμό. Της αφιερώνει το ”Όφις και Κρίνο” – ”στην Τοτώ μου”. Στην Γαλάτεια, όμως, δεν αρέσει. Το βρίσκει ”άδειο και ψεύτικο”. Ο Καζαντζάκης φεύγει 3 χρόνια στο Παρίσι, για ανώτερες σπουδές. Χωρίς φοιτητικούς έρωτες, μεθύσια και νεανικές τρέλες. Στην Αθήνα επιστρέφει τον Απρίλιο του 1910. Μετά από λίγο, η Γαλάτεια πηγαίνει να τον βρει. Μένουν μαζί, στα Πατήσια, σε μια μονοκατοικία της οδό Κνωσσού, με κήπο. Παρά τις διαφορές τους, που γίνονται φανερές από την αρχή  (σ.σ. ο Καζαντζάκης επιζητά την απομόνωση, ενώ η δυναμική Γαλάτεια, συγγραφέας επίσης και πρώιμη φεμινίστρια, αποζητά τις εκλεκτές παρέες, την πολύβουη ζωή), εκείνη τον πιέζει να παντρευτούν. Στο κάτω κάτω η συμβίωσή τους είναι ένα μικρό κοινωνικό σκάνδαλο.

Ο Καζαντζάκης, στην αρχή αρνείται, είναι αντίθετος στο θεσμό του γάμου. Κι έπειτα, φοβάται την αντίδραση του πατέρα του, που δεν θέλει για νύφη την Γαλάτεια. Τελικά, στις 11 Οκτωβρίου 1911, παντρεύονται κρυφά στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου, μες στο νεκροταφείο Ηρακλείου. Το ίδιο βράδυ, για να γλιτώσει την οργή του πατέρα του, ο γαμπρός φεύγει βιαστικά για την Αθήνα.

Μαρίνα Καλογήρου, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος – Φωτογραφία Ανδρέας Σμαραγδής

Ο γάμος τους, πάντως, δεν θα αργήσει να παρουσιάσει σημάδια κρίσης. Η Γαλάτεια τον βρίσκει ψυχρό και απόμακρο. Διαφωνεί και με τα γραπτά του, θεωρεί πως το όραμά του για τον κόσμο είναι συγκεχυμένο και ακαθόριστο. Για χρόνια, ζουν σε διάσταση. Ο Καζαντζάκης ταξιδεύει. Ζυρίχη, Βελιγράδι, Βιέννη, Βερολίνο.  Συναντά άλλες γυναίκες, διανοούμενες που τον εμπνέουν στο έργο του, περαστικούς έρωτες. Την Έλλη Λαμπρίδη, την Ραχήλ Λιπστάιν, μια Πολωνοεβραία φοιτήτρια, την Ίτκα Χόροβιτς. Κι ωστόσο, το 1922, γράφει στην Γαλάτεια, από τη Βιέννη: ”Δεν ξέρω πώς να σου πω, που ντρέπομαι, πως ποτέ μου δεν σε αγάπησα τόσο βαθιά, τόσο απελπισμένα, όσο τώρα. Μου λες πως νιώθεις πως είμαι τώρα πολύ μακριά σου. Στον κόσμο εγώ κανένα άλλο δεν αγαπώ όσο Σένα. Είσαι η μόνη ατομική υπόσταση, που με συγκινεί έως θανάτου. (….) Το πρόσωπό Σου θα ‘θελα πάντα να βλέπω αιώνια, να μη χαθεί από τα μάτια σου όλη η δύναμη, η ζωή, ο έρωτας του προσώπου Σου. Είσαι το μόνο στέρεο πρόσωπο μέσα στο χάος του Θεού. Δεν ξέρω πώς να λέω λόγια τρυφερά, δεν ξέρω πώς να σου μιλήσω, για να νιώσεις, πόσο σ’ αγαπώ”.

Ένα χρόνο αργότερα, σε ένα χωριό κοντά στο Ντόρνμπουργκ, γνωρίζει και ερωτεύεται μια 20χρονη Γερμανίδα, την Έλσα Λάνγκε. ”Ήσυχη, μελαχρινή, λιγομίλητη”. Από το Βερολίνο, της στέλνει γράμματα με ποιήματα του Μποντλέρ και της γράφει: ”Σας συλλογούμαι με χαρά, με θλίψη, πέρα από το καλό και το κακό, μέσα στη βαθιά άβυσσο της σάρκας και του πνεύματος…”. Ταξιδεύουν μαζί σε όλη τη Γερμανία, επισκέπτονται μικρές πόλεις, μένουν σε κουκλίστικα μεσαιωνικά πανδοχεία. Αλλά ο Καζαντζάκης φοβάται την ευτυχία. ”Η γαλήνη, τα ειδύλλια, οι γήινες ανοίξεις δεν είναι για μας σήμερα. Η ψυχή υποφέρει και θέλει να ανθίσει”. Χωρίζουν αλλά παραμένουν φίλοι και αλληλογραφούν τακτικά.

”Είμαι μία ηλεχτρική εγκατάσταση…”

Τον τελευταίο, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, θα τον βρει μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, τον Μάιο του 1924. Είναι 41 ετών, η Ελένη Σαμίου 21. Μάλιστα, γνωρίζει και την γυναίκα του Γαλάτεια (η οποία έχει ήδη χωρίσει άτυπα με τον Νίκο και συζεί με τον ποιητή Μάρκο Αυγέρη). ”Επηρεασμένη” γράφει η Ελένη στις πρώτες σελίδες του ”Ασυμβίβαστου” (σ.σ. τη βιογραφία της του Νίκου Καζαντζάκη) ”ως φαίνεται, από το μυθοπλαστικό μπρίο της γυναίκας του, αρνήθηκα την πρόσκλησή της να πάω με την παρέα της στο σταθμό Λαρίσης να υποδεχτούμε το ”τέρας”, που θα ερχόταν από τη Γερμανία στις 5 του Μάη το 1924.” Κι όμως, μερικές ημέρες μετά, οι φίλες της Ελένης, η Καίτη και η Μαρίκα Παπαϊωάννου, την πιέζουν αφόρητα να τον γνωρίσει. ”Είναι ψηλός σαν κυπαρίσσι, όμορφος, αφάνταστα διαβασμένος και χαριτολόγος… Κανείς δεν του παραβγαίνει στις ιστορίες… Ανεπανάληπτος…” Και το χειρότερο, δεν τον χωρούσε ο τόπος. ”Πολύ γρήγορα θ’ ανοίξει την πόρτα να φύγει, θα πετάξει το πουλί, πάει, θα χαθεί η μοναδική ευκαιρία να γνωρίσεις κι εσύ μια μεγάλη προσωπικότητα”.

Θα συναντηθούν τελικά, στις 18 Μαϊου, σε μια φυσιολατρική εκδρομή της παρέας στην Ραφήνα. Η Ελένη γράφει πώς τον είδε να έρχεται από μακριά: ”Με βήματα λίγο-λίγο πηδηχτά, στητός σαν κυπαρίσσι, τεράστιο μέτωπο, βαθουλά μάτια που έμοιαζαν μαύρα κάτω από τα πυκνά φρύδια, αυτιά λεπτοσκαλισμένα. Φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο ψάθινο και στο χέρι κρατούσε ένα ροζ γυάλινο βάζο, όπου έπλεαν μέσα σε λαδόξιδο σαρδέλες του βαρελιού. Δε θυμούμαι τα πρώτα του λόγια, μα τα δυο βαθιά αυλάκια, που έσκαβαν το πρόσωπο του, μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Γιατί απ’ όλες τις κοπέλες, που ήμασταν εκεί, διάλεξε εμένα; Το ήξερε τάχα ο ίδιος; Στο μισοσκόταδο του βαγονιού άρχισε αμέσως τα ερωτήματα, που τ’ άκουσα τόσες φορές κατοπινά στη ζωή μας. ”Ποιόν συγγραφέα προτιμάτε; Ποιο χρώμα αγαπάτε; Ποια ήταν η μεγαλύτερα χαρά στη ζωή σας;”  Όταν θα φτάσουν πια στη Ραφήνα, ο Νίκος θα μείνει δίπλα στην Ελένη όλη μέρα, σκιάζοντάς την με το κορμί του για να μην την κάψει ο ήλιος. Όταν ο ήλιος αλλάζει θέση,  αλλάζει και κείνος. ”Να μην χαλάσει ο ήλιος το λευκό σας δέρμα”. Επιτέλους, έχει βρει το κέντρο του δικού του σύμπαντος.

Στάθης Ψάλτης, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος – Φωτογραφία Αλέξανδρος Σμαραγδής

Το διαζύγιο του Καζαντζάκη και της Γαλάτειας Αλεξίου εκδίδεται το 1926. Για να συναινέσει στην έκδοσή του, η Γαλάτεια θέτει ως όρο, να κρατήσει το επώνυμο Καζαντζάκη, ως το τέλος της ζωής της. Για να τον εκδικηθεί, όπως λένε, θα διαδώσει στον κύκλο της πως ο γάμους τους υπήρξε λευκός  – μια ιστορία που θα γεννήσει μια τεράστια λογοτεχνική διαμάχη, η οποία ”σέρνεται” μέχρι σήμερα. Ήταν ή όχι ικανός ο Καζαντζάκης ”να κατακτήσει μια γυναίκα σωματικά”; Μήπως ο ”αυταπόδεικτος μισογυνισμός” του έργου του ήταν απόρροια της – θρυλούμενης – ανικανότητάς του; Η Λιλή Ζωγράφου, θα τον χαρακτηρίσει ”τραγικό”, θα γράψει πως ”O Καζαντζάκης βάζει με μεγάλη ευκολία τους ήρωές του να απαρνιούνται δύο αγαθά που ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ: το σεξ και τον πλούτο”. Οι μαρτυρίες, πάντως, των γυναικών που πέρασαν από τη ζωή του δεν στηρίζουν αυτή την υπόθεση. Και επιπλέον, η συμβίωση του Καζαντζάκη με την Ελένη Σαμίου, είναι καθ΄όλα αρμονική. ”Ο Νίκος ήταν τέλειος σύζυγος και σύντροφος. Δεν γεννήθηκε ποτέ κανενός είδους πρόβλημα ανάμεσα μας. Ταιριάξαμε σε όλα.”

Η Έλλη Αλεξίου, η οποία μεγάλωσε μαζί με τον Καζαντζάκη (σ.σ. η Γαλάτεια, ήταν αδερφή της), στη βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, ”Για να γίνει μεγάλος”, παρουσιάζει μία άλλη, ενδιαφέρουσα εκδοχή:  ”Πολλές φορές κάθισα να σκεφτώ ποιες ιδιότητες δέσανε τον Καζαντζάκη με τις γυναίκες του (Γαλάτεια, Ελένη), αφού οι δυο τους σε τίποτα δε μοιάζανε. Ούτε στο κορμί, ούτε στην ψυχή, ούτε στο μυαλό.(…) Η Γαλάτεια δεν μπορούσε να δει με γαλήνη και κατανόηση τις αντίθετες από τη δική της απόψεις. Οπωσδήποτε οι δυο τους ήταν οι πιο ακατάλληλοι ο ένας για τον άλλο. Του Καζαντζάκη, υμνητή και λάτρη της μοναξιάς, του ταίριαζε μία γυναίκα σκιά. Που θα ‘πιανε όσο γίνεται λιγότερο χώρο, ψυχικά και σωματικά. Που θα ήταν διατεθειμένη να συντονίσει τη ζωή της με τη δική του. Γιατί εκείνος δεν ήταν πλασμένος να βγει ούτε κατά κεραία έξω απ’ την ατομικότητά του. (…) Η Ελένη ήταν το άκρο αντίθετο της Γαλάτειας. Πολύ εξυπηρετική στα συγγραφικά του έργα. Όταν αναλογίζομαι πως η τεράστια ”Οδύσσεια” αντιγράφηκε δώδεκα φορές από τα χέρια της! Και να ‘ταν μόνο η ”Οδύσσεια”; Όλο γενικά το έργο του βρισκόταν συνεχώς κάτω από τα στοργικά της χέρια. Άθλος φοβερός. (…) Η Ελένη αποδείχθηκε η ιδανική του συντρόφισσα. Ήταν πλασμένη πάνω στα μέτρα του Νίκου. Στα μέτρα αυτοθυσίας που απαιτούσε η συμβίωση μαζί του”.

”Είμαι μια ηλεχτρική εγκατάσταση κι είστε το ηλεχτρικό ρέμα. Αν κοπεί, χάθηκα”, της γράφει ο Καζαντζάκης στα γράμματά του, παρακαλώντας την να τον ακολουθήσει στη Σοβιετική Ένωση, να ζήσουν μαζί. Όταν η Ελένη διστάζει, την προτρέπει να ταξιδέψει στην Γερμανία, να συναντήσει την πρώην ερωμένη του, Έλσα Λάνγκε. Θέλει να μιλήσουν, να της πει εκείνη τι άνθρωπος είναι. Η Ελένη, παραδόξως, υπακούει (!) και η Έλσα την καθησυχάζει. ”Μπορείτε να τον εμπιστευτείτε. Μια φλόγα τον καίει κι όμως δε χάνει μήτε λεφτό την αίσθηση της ζωής. Ισορροπημένος, τέλεια φυσιολογικός. Κι ό,τι κι αν συμβεί, μη μετανιώσετε ποτέ που ακούσατε το κάλεσμά του. Θα σας παρακολουθώ με τη σκέψη μου, θα είμαι δίπλα σας στις δύσκολες στιγμές. Είναι γυμνός σαν τον Άγιο Σεβαστιανό. Προφυλάξετέ τον από τα βέλη…”

Συμβιώνουν 21 χρόνια χωρίς γάμο ώσπου τελικά παντρεύονται, για γραφειοκρατικούς λόγους, στις 11 Νοεμβρίου 1945 στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση στην Αθήνα, με κουμπάρους τον Άγγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του Άννα. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της τελετής, καταλαβαίνουν ότι έχουν ξεχάσει τις βέρες, οπότε δανείζονται εκείνες των κουμπάρων τους. Η βέρα της νύφης γράφει ”Άγγελος”.

Σαν άγγελος πραγματικός, η Ελένη σκύβει πάνω του, δακτυλογραφεί τα χειρόγραφά του, μαζεύει τις σημειώσεις, τα τετράδια, τα ημερολόγια, τα αναμνηστικά του αντικείμενα, αποθησαυρίζει κάθε του φράση, σαν ιερό κειμήλιο. Τον καιρό της Κατοχής και της μεγάλης πείνας στην Αίγινα, τρέχει στις φυλακές και κλέβει φαγητό από το συσσίτιο των φυλακισμένων για το δικό του πιάτο. Στην Αντίμπ, όπου μετακομίζουν από το 1946 και μετά, μαζεύει τα χαρούπια, τα κάνει κολιέ και τα πουλάει στους τουρίστες, για να ενισχύσει το εισόδημά τους.

Θα ζήσουν μαζί συνολικά 33 χρόνια – ”33 χρόνια φως”, σύμφωνα με την Ελένη. Στο τέλος της ζωής του, ο Καζαντζάκης θα γράψει στην μυθιστορηματική βιογραφία του ”Αναφορά στον Γκρέκο”: ”Αγάπησα γυναίκες, στάθηκα τυχερός, εξαίσιες γυναίκες μου’τυχαν στο δρόμο μου, ποτέ οι άντρες δεν μου ‘καναν τόσο καλό και δεν βοήθησαν τόσο τον αγώνα μου όσο οι γυναίκες ετούτες. Κι απάνω απ΄όλες μια: η τελευταία”.

Στις 26 Οκτωβρίου 1957, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο μυθιστοριογράφος, ο ποιητής, ο φιλόσοφος, ο θεατρικός συγγραφέας, πεθαίνει από λευχαιμία – ή κατά μια άλλη εκδοχή από ασιατική γρίπη βαριάς μορφής. Το ”ηλεχτρικό ρεύμα”, κόβεται.

 

Κεντρική Φωτογραφία: EUROKINISSI