ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Μαντώ Μαυρογένους – Δημήτριος Υψηλάντης: Ένα επαναστατικό love story

Παρά τα όσα μας έμαθε το ελληνικό σινεμά, η Μαντώ Μαυρογένους δεν έμοιαζε με την Τζένη Καρέζη, ούτε ο Υψηλάντης ήταν ίδιος ο Πέτρος Φυσσούν με την κομψή γούνινη σάπκα του – όμως ο έρωτάς τους ήταν στ’ αλήθεια κινηματογραφικός.

Η Μαντώ γεννήθηκε το 1796 στην Τεργέστη. ΄Ήταν κόρη της Μυκονιάτισσας Ζαχαράτης Χατζή Μπάτη και του σπαθάριου Νικόλαου Μαυρογένη – ενός μεγαλέμπορου, από αριστοκρατική γενιά.

Δευτερότοκη ανάμεσα σε πέντε αδέλφια, η Μαντώ ξεχωρίζει για την εύθραυστη ομορφιά της, τη λεπτή και λυγερή κορμοστασιά, τη φινέτσα, τα τεράστια, εκφραστικά της μάτια. Στις βεγγέρες της καλής ιταλικής κοινωνίας τη φωνάζουν “la bella Greca”. Tο μεγάλωμά της σε ένα «ζωηρό» -αστικό και μεγαλοαστικό- ευρωπαϊκό περιβάλλον, την προικίζει με μια καλή μόρφωση, με φιλελεύθερη, κοσμοπολίτικη κουλτούρα (σ.σ. μιλούσε τρείς γλώσσες : ιταλικά, γαλλικά και τούρκικα) αλλά και μια βαθιά ελληνική συνείδηση. Άλλωστε η ακμάζουσα ελληνική «παροικία» της Τεργέστης, ζει από κοντά την εθνική «υπόθεση», τον επαναστατικό πυρετό, τις μυστικές προετοιμασίες για την εθνεγερσία.

Ο έρωτας στα χρόνια της φωτιάς

 

Mετά το ξέσπασμα της Επανάστασης, η Μαντώ θα γνωρίσει όλους τους στρατιωτικούς και πολιτικούς, φιλόδοξους ηγέτες του Αγώνα. Στο Ναύπλιο – όπου παίρνει μέρος σε πολλές μάχες – συναντά και τον Δημήτριο Υψηλάντη, σημαντικό πολιτικό πρόσωπο, στρατιωτικό, αδελφό του πρίγκηπα Αλέξανδρου Υψηλάντη.

Εκείνη, τότε είναι γύρω στα 25, εκείνος πλησιάζει τα 30 – δεινός πολεμιστής αλλά κοντός, μάλλον ευτραφής όχι ιδιαίτερα όμορφος. Ωστόσο η Μαντώ τον ερωτεύεται και δεν μπαίνει καν στον κόπο να κρύψει τη σχέση τους. Στο στρατόπεδο μένει στη σκηνή του, προκαλώντας τα πικρόχολα σχόλια των αντρών που λένε πως ο Υψηλάντης «τρέχει πίσω από τα φουστάνια της φραγκοφορεμένης Μυκονιάτισας».

Μαθαίνοντάς τα, η Μαντώ θα ζητήσει από τον Υψηλάντη να παντρευτούν. Εκείνος, της εξηγεί πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. στο μέσο μιας πολεμικής αναμέτρησης – δέχεται όμως να της δώσει έγγραφη υπόσχεση γάμου, γι’αργότερα, όταν οι συνθήκες θα το επιτρέψουν.

Μόνο που αυτός ο γάμος δεν θα γίνει ποτέ. Ο δεσμός τους διαλύεται. Υπεύθυνος γι’αυτό, ο μέγας συνωμότης Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος πιθανόν σκέφτηκε, πως μια τέτοια ένωση θα βοηθούσε και την πολιτική ανέλιξη του Υψηλάντη, φράζοντας το δικό του δρόμο προς την εξουσία.

Για να τον εμποδίσει, προσεγγίζει τους σωματοφύλακες και τους φίλους του Υψηλάντη και τους πείθει πως η εύθραυστη υγεία του αρχηγού τους κινδυνεύει, λόγω της σχέσης του με την Μαντώ. Και πως, εξαιτίας της το όνομα και η τιμή του στρατηγού τους διασύρονται στο λαό του Ναυπλίου.

Από τον βουλευτή Μ.Γ. Κοζάκη Τυπάλδο, μαθαίνουμε την συνέχεια της ιστορίας – η αφήγηση περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Τ.Blancard « Ο οίκος των Μαυρογένη», που πρωτοεκδόθηκε το 1896.

« Ενθυμούμαι ότι ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Φιλήμων, ένας από τους συντρόφους του Δημητρίου Υψηλάντη, μου είχε περιγράψει ένα περιστατικό σχετικά με τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους.

Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης εξέφρασε την πρόθεση να παντρευτεί τη δεσποινίδα Μαυρογένους, οι σύντροφοί του την πήραν, κατά τη διάρκεια μιας σύντομης απουσίας του Δημητρίου Υψηλάντη στο Ναύπλιο, την επιβίβασαν σε πλοίο και την έστειλαν στο νησί της, απειλώντας τη σε περίπτωση που επέστρεφε. Όταν επέστρεψε, ο Υψηλάντης θύμωσε πάρα πολύ και ήταν άρρωστος για πολλές ημέρες γιατί αγαπούσε τη δεσποινίδα Μαυρογένους, αλλά συγχώρησε τους συντρόφους του και, απ’ όσο γνωρίζω, δεν ξαναείδε τη φίλη του.

Ο πατέρας μου Γεώργιος Κοζάκης Τυπάλδος, μου μίλησε με καλά λόγια για τη δεσποινίδα Μαντώ Μαυρογένους και επέκρινε αυστηρά τη βάναυση συμπεριφορά των υπόλοιπων συντρόφων του Υψηλάντη σχετικά με τη θαρραλέα αυτή γυναίκα. Είχε δίκιο, πιστεύω, όταν απέδιδε αυτή τη συμπεριφορά στις ανατολίτικες προκαταλήψεις της εποχής, καθώς ένα όμορφο και νεαρό πρόσωπο που συνοδεύει τον Υψηλάντη στο στρατόπεδο, ένα αμοιβαίο αίσθημα μεταξύ δύο νέων ανθρώπων, σκανδάλιζε και τρόμαζε τους άνδρες της εποχής στην Ανατολή».

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, όταν ο Υψηλάντης επέστρεψε στην πόλη και πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, έστειλε επιστολή στην Μαντώ, με την οποία την καλούσε κοντά του, παρακαλώντας την να συγχωρήσει την απερισκεψία των ανδρών του – πράγμα που έγινε.

Τότε ο Κωλέττης, έβαλε σε εφαρμογή άλλο σχέδιο. Έστειλε στη Μαντώ, τους δυο προσωπικούς του γιατρούς, τον Χορτάκη και τον Ολύμπιο, για να την πείσουν πως η υγεία του αγαπημένου της κινδύνευε αν δεν τον αποχωριζόταν, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει και πάλι το Ναύπλιο. Επιπλέον διέδωσε ότι η Μαντώ είχε σχέση και με τον Άγγλο φιλέλληνα Edward Blaquiere, (τον «Βλακέρο», όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες , που έφερε την πρώτη δόση του δανείου στην Ελλάδα). Όταν το έμαθε ο Υψηλάντης , πικράθηκε πολύ και αποφάσισε να πάρει τον λόγο του πίσω.

Μια οργισμένη γυναίκα

Οργισμένη, προδομένη, εξευτελισμένη η Μαντώ, διψά για εκδίκηση. Τον Μάιο του 1827, όταν συνεδριάζει στην Τροιζήνα η πιο δραματική συνέλευση του αγώνα, η «Τρίτη Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις», καταφτάνει στην Πελοπόννησο. Εκεί, συντάσσει μια αναφορά στην οποία θέτει ανοιχτά σε όλους τους Έλληνες αξιωματούχους, το ζήτημα της «ανέντιμης συμπεριφοράς» του αρχιστράτηγου Δημήτριου Υψηλάντη, ζητώντας, λίγο πολύ, να τον υποχρεώσουν να την παντρευτεί. Παρά τις επίμονες προσπάθειές της, το προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης, για να αποφύγει το σκάνδαλο θα αρνηθεί να ικανοποιήσει το αίτημά της – για την ακρίβεια, η αναφορά της δεν διαβάστηκε ποτέ και η ίδια αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία…

Η ιστορία όμως, δεν σταμάτησε εκεί. Η Μαντώ επέστρεψε στο Ναύπλιο και όταν έφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδί­στριας, ως πρώτος κυβερνήτης, επανήλθε με νέα αναφορά (τον Φεβρουάριο του 1828) ζητώντας από την κυβέρνηση να επιβάλλει στον Υψηλάντη το γάμο που της είχε υποσχεθεί ή να της καταβάλλει ένα είδος αποζημίωσης.

Ο Καποδίστριας δεν ήξερε τι να κάνει. Εν τέλει, παρέδωσε το υπόμνημα στον υπουργό της Δικαι­οσύνης του, τον Ιωάννη Γεννάτο, ζητώντας του να αποφανθεί σχετικά.

Το τι περιείχε ακρι­βώς το υπόμνημα, είναι άγνωστο. Αλλά η γνωμοδότηση του Γεννάτου εί­χε ως εξής: «Εάν τω όντι έχει ομολογίαν ένεκα της οποίας ο κύριος Δ. Υψηλάντης δέχεται να πληρώσει όσα ζητήσει η κυρία Μα­ντώ, εάν μετά την αποκατάστασιν της Ελλάδος δεν τη νυμφευθεί, οποία δικαιώματα δύνανται εξ αυ­τής να πηγάσουν; Να την νυμφευθεί; Και η Εκκλη­σιαστική Αρχή δύναται να βιάσει γάμον; Εάν δεν εί­ναι απλή συμφωνία αλλά συνοδεύεται από την πράξιν της παρθενοφθορίας, ποίαν δύναμιν έχει η Εκ­κλησιαστική Αρχή;». Στην ουσία το υπόμνημα της Μαντώς, απορρίφθηκε. Ο Κωλέττης είχε νικήσει.

Το τέλος

Η άγραφη Ιστορία, λέει πως η Μαντώ δεν ξεπέρασε ποτέ της αυτή την προσβολή. Μέχρι το τέλος της ζωής της μισούσε και κατηγορούσε τον Υψηλάντη για τη στάση του. Συνέχισε να μένει κοντά στο σπίτι του, στο Ναύπλιο – στο σπίτι όπου οι δυο τους είχαν μοιραστεί πολλές ευτυχισμένες, ερωτικές στιγμές – αλλά δεν του ξαναμίλησε. Ακόμα και όταν εκείνος ήταν στα τελευταία του, δεν επεδίωξε να τον δει.

Ο Υψηλάντης πέθανε τον Αύγουστο του 1832 – από λοίμωξη του αναπνευστικού, συνέπεια μιας βαριάς μυϊκής δυστροφίας. Ήταν 38 χρονών. Όταν η Μαντώ το έμαθε, πήγε, τον νεκροστόλισε, τον μοιρολόγησε και ακολούθησε βουβή και μαυροντυμένη τη σορό του, ως την τελευταία του κατοικία. Μια τραγική, ανύπαντρη «χήρα».