ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Το τελευταίο καλοκαίρι της πριγκίπισσας Νταϊάνα

Είναι περίεργο αλλά εκείνο το καλοκαίρι, πριν πεθάνει μες σε ένα κρύο παριζιάνικο τούνελ, είχε ζήσει κι άλλον έναν ''μικρό θάνατο''. Έναν χωρισμό. Ο Πακιστανός καρδιοχειρουργός, Χάσνατ Καν, o άντρας που για χάρη του είχε μάθει να σιδερώνει πουκάμισα, να φοράει κεντητά καφτάνια και να ζεσταίνει έτοιμα γεύματα σε φούρνο μικροκυμάτων της είχε ζητήσει να χωρίσουν. Ο ''Ένας'' - έτσι τον φώναζε - είχε αποδειχτεί πολύ αδύναμος να αντέξει την έκθεση, τη διαφορά της θρησκείας, της κουλτούρας τους, την πίεση των media. Μισός άντρας. Το τέλος της σχέσης τους γράφτηκε, ένα βράδυ, γύρω στα τέλη Ιουνίου του ‘97, σε ένα ''μυστικό'' ραντεβού στο Hyde Park.

Το πρώτο ”ελεύθερο” καλοκαίρι

Έτσι λοιπόν, αυτό, ήταν το πρώτο της πραγματικά ”ελεύθερο” καλοκαίρι -το πρώτο και μετά την έκδοση του διαζύγίου της, το πρώτο ως κοινή θνητή. Αλλά η Νταϊάνα πνιγόταν. Εκτός από τον Πολ Μπάρελ, τον μπάτλερ- φύλακα- άγγελο- PR man και ”σωτήρα” της, δεν είχε στενούς φίλους. Δεν εμπιστευόταν κανένα. Είχε καυγαδίσει και με τη μητέρα της, τη Φράνσις Σαντ-Κιντ, που έδινε θυμωμένες, μισομεθυσμένες συνεντεύξεις σε gossip περιοδικά, βρίζοντας τη βασιλική οικογένεια. Οι ”ευνοούμενοί” της έρχονταν κι έφευγαν, ο κύκλος της άλλαζε διαρκώς, το ίδιο και ο αριθμός του κινητού της.

Κάποια στιγμή, σκέφτηκε να ”ξεφύγει” για λίγες μέρες στην Ισπανία, incognito, φορώντας περούκα. Άλλαξε γνώμη όταν οι σύμβουλοί της τής υπέδειξαν διακριτικά, πως, μάλλον θα είχε πρόβλημα με το διαβατήριό της.

Σε τέτοιες, άσχημες περιόδους, η ανασφάλειά της μεγάλωνε, ένιωθε πως την παρακολουθούν, πως την κατασκοπεύουν. Έπαιρνε προφυλάξεις. Δύο φορές, ζήτησε από τον Μπάρελ να ”χτενίσει” τα διαμερίσματά της στο Kensington Palace για κοριούς. Άλλες τόσες, μέντιουμ και ”θεραπευτές” κλήθηκαν να την καθησυχάσουν, να καθαρίσουν το χώρο από την ”κακή” ενέργεια.

Σε ένα γρήγορο ταξίδι στη Ρώμη, ο Αργεντινός φίλος της Ρομπέρτο Ντεβόρικ έγινε μάρτυρας ενός αιφνίδιου βίαιου ξεσπάσματός της, με αφορμή το πορτρέτο του πρίγκιπα Καρόλου, που κρεμόταν στον τοίχο. ”Με μισεί. Στ’αλήθεια με μισεί. Αν εξαφανιζόμουν, θα χαιρόταν”. Κάποια μέρα – εξομολογήθηκε στον Ρομπέρτο – θα την έβρισκαν νεκρή, σκοτωμένη, μετά από κάποιο ”στημένο” τροχαίο.

Στα μάτια τους είμαι μια διαρκής απειλή. Με χρησιμοποιούν μόνο όταν με χρειάζονται, σε επίσημες περιστάσεις και μετά με ρίχνουν πάλι στο σκοτάδι. Δεν θα με σκοτώσουν δηλητηριάζοντάς με, ή σε κανένα μεγάλο αεροπορικό δυστύχημα, που θα κοστίσει πολλές ζωές. Θα το κάνουν όταν θα ταξιδεύω μόνη, με ένα μικρό αεροπλάνο, με ένα αυτοκίνητο ή με ένα ελικόπτερο.

Απορημένος ο Ντεβόρικ τη ρώτησε, γιατί, αφού ένιωθε έτσι, δεν ταξίδευε με τη συνοδεία σωματοφυλάκων της βασιλικής φρουράς. Αρνήθηκε, κούνησε το κεφάλι της, είπε κάτι αόριστο, πως είχε βαρεθεί να μπερδεύονται όλοι στα πόδια της. ”Ρομπέρτο, είσαι τόσο αφελής. Δεν βλέπεις τι γίνεται; Μου αφαίρεσαν τον τίτλο, σιγά σιγά μου παίρνουν και τα παιδιά. Τώρα πια, εκείνοι με ειδοποιούν για το πότε μπορώ να τα δω”.

”Με ρίχνουν στο σκοτάδι” – περισσότερο κι από τα αδιάκριτα μάτια, η Νταϊάνα φοβόταν τη σκοτεινή χώρα της μοναξιάς της. Είχε ζήσει εκεί πολλά χρόνια όταν ήταν παιδί κι από τότε το σκοτάδι ήταν πάντα μαζί της, τη βάραινε, σαν μια πέτρα που κουβαλάς διαρκώς στην τσέπη σου. Ο Αύγουστος, όπως και ο Δεκέμβρης, ήταν οι χειρότεροί της μήνες: η εποχή που ο Ουίλιαμ και ο Χάρι ”εξαφανίζονταν” στις βασιλικές επαύλεις και τα εξοχικά, αφήνοντάς την πίσω. Μόνη. 

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εκείνο το καλοκαίρι που η Νταϊάνα είχε χάσει την αγάπη της, ο Κάρολος, ”ξανάβρισκε” δημοσίως τη δική του. Φωτογραφίες του πρίγκιπα και της ερωμένης του Καμίλλα Πάρκερ, πρώην Μπόουλς, φιγουράριζαν διαρκώς στον Τύπο. Το ζευγάρι είχε γιορτάσει στις αρχές Ιουλίου τα πεντηκοστά γενέθλια της Καμίλλα, στο Highgrove, το σπίτι που είχε στεγάσει την ψεύτικη γαμήλια ”ευτυχία” της Νταϊάνα. Ήταν ένα σκληρό χτύπημα, αναίτιας κακίας. Το βράδυ που παρακολούθησε στην τηλεόραση ένα κολακευτικό docudrama για την γυναίκα που της είχε κλέψει τα πάντα – τον άντρα της, τον τίτλο, τη ζωή της –τηλεφώνησε, λαχανιάζοντας στην αστρολόγο της, Ντέμπι Φρανκ: ”Όλη μου η θλίψη, από το παρελθόν, ξαναβγαίνει στην επιφάνεια” της είπε. ”Αισθάνομαι απαίσια… τόσο φοβισμένη…” Η φωνή της, θα ‘λεγε η Φρανκ αργότερα, ήταν φωνή ”τρομοκρατημένου παιδιού”.

Βγήκαν, επιβιβάστηκαν σε μια μαύρη Mercedes -πίσω εκείνοι, μπροστά ο οδηγός και ο σωματοφύλακας – τα φλας άστραψαν, ο Χένρι Πολ φώναξε: ”απόψε δεν θα μας πιάσετε”. Η μηχανή μούγκρισε, το αυτοκίνητο ξεχύθηκε μπροστά.

Έπρεπε να φύγει, να φύγει μακριά – αλλά για που; Για λίγο φλέρταρε με την ιδέα του ”αμερικάνικου ονείρου”, μάλιστα τηλεφώνησε στον Τέντι Φορστμαν, χρηματιστή και παλιό φίλο της και του ζήτησε να της βρει ένα σπίτι κοντά στο δικό του, στα Hamptons. Πέντε μέρες αργότερα, του ξανατηλεφώνησε. ”Άκυρο το σχέδιο”, του είπε – οι σωματοφύλακές της την είχαν προειδοποιήσει πως το Long Island παραήταν ”ανοιχτό”, δεν προσέφερε ασφάλεια. Άλλη μια ιδέα για ένα ταξίδι στην Ταϊλάνδη εγκαταλείφθηκε γρήγορα. 

To σημείωμα από τον παλιό φίλο, επιδεικτικά φιλόδοξο μεγιστάνα-ιδιοκτήτη του Ηarrod’s Μοχάμεντ Αλ Φαγιέντ, που την καλούσε να την φιλοξενήσει, μαζί με τους γιους της, στη βίλα του στο Saint Tropez ήρθε σχεδόν σαν απάντηση στις προσευχές της. Λίγη χαλαρωτική, χλιδάτη ανεμελιά στη γαλλική Ριβιέρα, σε ένα μέρος όπου θα την φρόντιζαν, θα την κακομάθαιναν, θα την παραχάιδευαν σαν πραγματική βασίλισσα – τι καλύτερο απ’αυτό;

 

Υπήρχε και καλύτερο. Τρεις μέρες, μετά την άφιξή της στη νότια Γαλλία, στην παρέα προστέθηκε – κατ’απαίτηση του πατέρα του – και ο γιος του Mοχάμεντ Αλ Φαγιέντ. Φριχτά πλούσιος, αθεράπευτα playboy, με αδυναμία στα ακριβά αυτοκίνητα και τις όμορφες γυναίκες- τρόπαια. Γοητευτικός, έξυπνος, αστείος, αβρός, περιποιητικός. Η Νταϊάνα κατάπιε το δόλωμα – μπορεί να μην ήταν ο ”Ένας”, ήταν όμως ένας άντρας που μπορούσε να κολακεύσει τη ματαιοδοξία της. Για τους δυο γιους της, τον Ουίλιαμ στα 15 και τον 12χρονο Χάρι, ο Ντόντι ήταν κάτι σαν χαμογελαστός, καλοδιάθετος Αη Βασίλης μες στο κατακαλόκαιρο: τους φόρτωνε διαρκώς με δώρα. Ό,τι ζητούσαν, το είχαν: εκδρομές με το σκάφος, βόλτες με τα jet ski, ξενύχτια, parties. Δύο βράδια, ο Ντόντι νοίκιασε την πιο glam disco του Saint Tropez για να διασκεδάσει ”ιδιωτικά” με την παρέα του.

To ”ιδιωτικά”, επίσης, σε αυτή την περίπτωση, ακούγεται αστείο. Ο πειρασμός για ένα snapshot της πρώην πριγκίπισσας, να λιάζεται κάπου στη Μεσόγειο φορώντας μόνο το μαγιό της παραήταν δυνατός για τα βρετανικά tabloids που ”αποβιβάστηκαν” μαζικά στην περιοχή, με πλοία, ταχύπλοα, ακόμα κι ελικόπτερα. Η πιθανότητα, ενός Di-Dodi affair άναψε κι’ άλλο τα αίματα, το ”κασέ” μιας hot πόζας του ζευγαριού τινάχτηκε στα ύψη.

Η περίοδος του ”κυνηγιού” άρχισε

Ήταν ένα άγριο κυνήγι, ή μάλλον ένα παράλογο, ανεξέλεγκτο media circus. Οι παπαράτσι τους ακολουθούσαν σε στεριά και θάλασσα, όπου κι αν πήγαιναν έπεφταν πάνω σε κάμερες, έπρεπε να κρύβονται, να παραβγαίνουν με speedboats. H Νταϊάνα χρειάστηκε να παρακαλέσει για λίγη ”ιδιωτικότητα” – το έκανε, ”κλείνοντάς το ματάκι” στους φωτογράφους:

Σας υπόσχομαι πως θα μείνετε κατάπληκτοι με το επόμενο πράγμα που θα κάνω.

Το επόμενο πράγμα που έκανε αμέσως μετά τις διακοπές στο Saint Tropez, ήταν να πετάξει μόνη, στο Παρίσι για ένα ”ήσυχο” weekend με τον Ντόντι, στο Ritz. Κι αμέσως μετά την επιστροφή της στο Λονδίνο, στις 7 Αυγούστου, να βγεί από μια limo – υπέρκομψη, ντυμένη με μια στενή μπλε τουαλέτα – και να μπει στο διαμέρισμα του Ντόντι, στο Park Lane, καλεσμένη σε ένα ημι-επίσημο ”δείπνο για δύο”.

Έμεινε, ως τη μία τη νύχτα. Το επόμενο πρωί, πέταξε στη Βοσνία για να υποστηρίξει τον τελευταίο ”αγαπημένο” της ανθρωπιστικό σκοπό: την εκκαθάριση των ναρκοπεδίων, την φροντίδα για τα θύματα των ναρκών. Φυσικά, οι περισσότερες ερωτήσεις των δημοσιογράφων αφορούσαν τον Ντόντι. Η πριγκίπισσα αρνήθηκε να απαντήσει, χαμογελούσε όμως πολύ, σαν ξετρελαμένο κοριτσόπουλο που κρύβει κάποιο μυστικό. Στα τέλη Αυγούστου, όταν έφυγε με τον μελαχρινό της beau για κείνη την περιβόητη κρουαζιέρα στη Σαρδηνία δεν υπήρχε πια κανένα μυστικό.

Moιάζει παράξενο το ότι η γυναίκα που αλώνιζε ανέμελα τα παχιά χαλιά των Φαγιέντ, με τα κεφάλια των Φαραώ, ήταν η ίδια που είχε διασχίσει λίγες μέρες πριν, μες σε απόλυτη σιωπή ένα ναρκοπέδιο ή που αγκάλιαζε χήρες στα νεκροταφεία του Σεράγεβο.

 

Όμως η Νταϊάνα ήταν κάπως έτσι: απόλυτα παρούσα, ολοκληρωτικά πιστή σε οτιδήποτε άγγιζε την καρδιά της. Και για την ώρα, αυτό ήταν ο Ντόντι. Ο άντρας που της διέλυε το σκοτάδι, κανακεύοντάς την, λούζοντάς την, με δώρα, χάδια, περιποιήσεις, μικρά κουτάκια από το Bulgari. Όταν το γιοτ του, το Jonikal ”έδεσε” στο Porto Cervo, στη Σαρδηνία και το ζευγάρι πήγε για ψώνια, η Νταϊάνα γύρισε πίσω με μια αγκαλιά κασμιρένια πουλόβερ. Είχε δοκιμάσει ένα, της πήγαινε και ο συνοδός της το είχε αγοράσει σε όλα τα χρώματα.

Την ίδια ώρα, ο ”πόλεμος” των παπαράτσι για το ”χρυσό Di-Dodi κλικ”, εξελισσόταν σε φρενίτιδα. Στο τέλος, ”μεγάλος τυχερός” στάθηκε ο Ιταλός φωτογράφος Mάριο Μπρένα, που κατάφερε να πλησιάσει το γιοτ αρκετά για να τραβήξει με τηλεφακό δυό μακρινές πόζες του ζευγαριού, σε μια θολή αγκαλιά (σ.σ. Αργότερα, θα κυκλοφορούσε η φήμη πως η ίδια η Νταϊάνα είχε ”στήσει” το θέμα, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να κάνει τον Καν να ζηλέψει. Αλήθεια; Ψέματα; Άγνωστο).

 

Με λίγη δουλειά στο photoshop το θέμα ήταν έτοιμο. Η ”δημοπρασία” των βρετανικών tabloids κράτησε 48 ώρες. ”Νικήτρια” ήταν η Sunday Mirror, πλειοδοτώντας – όπως θρυλείται – με ένα ποσό μαμούθ: 3 εκατομμύρια λίρες. Η εφημερίδα κυκλοφόρησε με τη φωτογραφία πρωτοσέλιδο και τον σύντομο, εύγλωττο τίτλο: ”Το Φιλί”. Η Βρετανία σείστηκε, στο Μπάκιγχαμ κάποιοι σούφρωσαν τα χείλη τους με δυσαρέσκεια. Η πριγκίπισσα, η μητέρα του μελλοντικού βασιλιά, αγκαλιά με έναν χυδαία πλούσιο τύπο, έναν ξένο; Χειρότερα – έναν μουσουλμάνο; Απαράδεκτο. Απίθανο. Κάποιος θα έπρεπε να κάνει κάτι γι’αυτό. Και γρήγορα. 

Η τελευταία μέρα

Η τελευταία μέρα της πριγκίπισσας ξημέρωσε στη Μεσόγειο, στις 30 Αυγούστου 1997 – ένα ζεστό, λαμπερό Σάββατο. Η κρουαζιέρα στη Σαρδηνία είχε τελειώσει, το ερωτικό καλοκαίρι ξεμάκραινε. Η Νταϊάνα και ο Ντόντι σκέφτηκαν να το αποχαιρετήσουν θριαμβευτικά με μια τελευταία νύχτα, στην αιώνια πόλη των εραστών. Φως, σαμπάνια, καλό φαγητό. Σωστή απόφαση. Φλας, φωνές, οι πιο αποφασισμένοι paparazzi του κόσμου.

Λάθος απόφαση. Από τη στιγμή που το ιδιωτικό jet του Ντόντι, ρολάρισε στο παρισινό αεροδρόμιο Le Bouget, ένας ”στρατός” φωτογράφων ήταν διαρκώς στο κατόπι τους. Eπίσκεψη στη Windsor Villa – άλλο ένα από τα υπερπολυτελή σπίτια των Φαγιέντ στο δάσος της Βουλώνης – μετά, άφιξη στο Ritz. Κλικ, κλικ. Επίσκεψη στο κοσμηματοπωλείο Repossi’s στην place Vendome – o Ντόντι διάλεξε δύο δαχτυλίδια-βέρες από τη σειρά ”Dis moi oui” (σ.σ. Πες μου ναι). Κλικ, κλικ. Εξοδος για φαγητό στο μοδάτο Chez Benoit, διαπληκτισμός με τους φωτογράφους, επιστροφή στο Ritz. Κλικ. Κάθε κίνηση, κάθε καρέ άξιζε μια μικρή περιουσία.

Οι τελευταίες τους ώρες, ”γράφτηκαν” κι αυτές στις κάμερες του ξενοδοχείου: έφαγαν στο Espandon, το εστιατόριο με τα δύο αστέρια Michelin του Ritz, (scrambled eggs – μια μάλλον ”αγγλική” επιλογή για δείπνο- και φιλέτο τεμπούρα) αποσύρθηκαν για λίγο στην ”αυτοκρατορική” σουίτα.

”Με μισεί. Στ’αλήθεια με μισεί. Αν εξαφανιζόμουν, θα χαιρόταν”. Κάποια μέρα – εξομολογήθηκε στον Ρομπέρτο – θα την έβρισκαν νεκρή, σκοτωμένη, μετά από κάποιο ”στημένο” τροχαίο.

Γύρω στις 10.30, μια κάμερα τους εντόπισε στον διάδρομο του πρώτου ορόφου να μιλούν με τον σωματοφύλακά Kεζ Γουϊνγκφιλντ – ήταν  η στιγμή που ο Ντόντι άλλαζε σχέδιο ”διαφυγής” κι αποφάσιζε να φύγουν από την πίσω πλευρά του ξενοδοχείου με οδηγό τον υπεύθυνο ασφαλείας της βάρδιας Χένρι Πολ, για να αποφύγουν το σμάρι των φωτογράφων που ”βούιζαν” μπροστά, στην είσοδο.

 

Άλλη μια λάθος απόφαση: ο Πολ δεν ήταν ”εκπαιδευμένος” σε άγρια κυνηγητά αυτοκινήτων. Επιπλέον, εκείνο το βράδυ – πριν κληθεί εσπευσμένα, να αναλάβει υπηρεσία – είχε πιει αρκετά. Μια Mercedes και ένα Range Rover, στάλθηκαν να κάνουν ”παραπλανητικούς” κύκλους γύρω από το ξενοδοχείο.

Δέκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, η Νταϊάνα, φορώντας λευκό παντελόνι και μαύρο μπλέιζερ και ο Ντόντι, με καφέ σακάκι, συνοδεία δύο σωματοφυλάκων μπήκαν στο ασανσέρ υπηρεσίας. Στη διαδρομή λίγων δευτερολέπτων, μέχρι το ισόγειο, η κάμερα του κλειστού κυκλώματος, του Ritz πρόλαβε να καταγράψει το τελευταίο, τρυφερό τους ενσταντανέ.

 

Eκείνος, την έπιασε τρυφερά από τη μέση και την τράβηξε κοντά του, εκείνη έκανε μια γκριμάτσα επίπληξης, ύστερα γέλασε, βάζοντας το χέρι της μπροστά από το στόμα, σαν παιδί. Βγήκαν, επιβιβάστηκαν σε μια μαύρη Mercedes -πίσω εκείνοι, μπροστά ο οδηγός και ο σωματοφύλακας – τα φλας άστραψαν, ο Χένρι Πολ φώναξε: ”απόψε δεν θα μας πιάσετε”. Η μηχανή μούγκρισε, το αυτοκίνητο ξεχύθηκε μπροστά.

Tέσσερα λεπτά αργότερα, στο τούνελ κάτω από την Pont d’Alma, θα ακουγόταν ένας εκκωφαντικός ήχος, σαν μακρόσυρτο ουρλιαχτό, σαν έκρηξη.

© Getty Images / Ideal Image

Ο ερωτικός, θλιμμένος, Αύγουστος της Diana, o τελευταίος της Αύγουστος έφευγε με θόρυβο. Το σκοτάδι, επέστρεφε για τα καλά…