ΣΕΞΙΣΜΟΣ

Spinster: Η θλιβερή ιστορία της γεροντοκόρης και το προνόμιο του εργένη

iStock

Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα μέσο επικοινωνίας. Eίναι επίσης καθρέφτης των κοινωνικών αξιών και προκαταλήψεων. Πολλές φορές, οι λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά φέρουν υποσυνείδητα μηνύματα για το φύλο, την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση ή τη σεξουαλικότητα. Μια τέτοια λέξη είναι το αγγλικό “spinster”, που στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα αποδίδεται ως γεροντοκόρη. Και στις 2 περιπτώσεις, πρόκειται για έναν χαρακτηρισμό φορτισμένο αρνητικά, που αντανακλά τις έμφυλες ανισότητες της κοινωνίας.

Τι σημαίνει “spinster” και γιατί θεωρείται υποτιμητικό

Σύμφωνα με το Cambridge English Dictionary, η λέξη spinster ορίζεται ως: «μια γυναίκα που δεν είναι παντρεμένη, ειδικά όταν δεν είναι πια νέα και φαίνεται απίθανο να παντρευτεί ποτέ». Ενδεικτικά, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται αποκλειστικά για γυναίκες και δεν έχει αρσενικό ισοδύναμο με αντίστοιχη συναισθηματική βαρύτητα.

Ο άντρας αντίστοιχα αποκαλείται πιο συχνά bachelor (εργένης), μια λέξη που, αντί να φέρει κοινωνικό στίγμα, συνοδεύεται συχνά από θετικούς συνειρμούς: ανεξαρτησία, περιπετειώδης τρόπος ζωής, ελευθερία και κυρίως ελεύθερη επιλογή ενος τρόπου ζωής. Αντιθέτως, η spinster «γεροντοκόρη» συνδέεται με μοναξιά, κοινωνική αποτυχία και λύπηση – μια γυναίκα που «έμεινε στο ράφι» και που «έχασε το τρένο». Η συνύπαρξη των λέξεων bachelor και spinster σε λεξικά ως ισοδύναμοι όροι, καταδεικνύει την ξεκάθαρη έμφυλη προκατάληψη γύρω από την έννοια της εργένισσας.

Ιστορική προέλευση του όρου “spinster”

Η λέξη spinster έχει τις ρίζες της στον Μεσαίωνα, όταν χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει γυναίκες που έγνεθαν νήματα από μαλλί ή λινάρι. Ένα επάγγελμα που κατά τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη ήταν από τα λίγα που έδινε οικονομική ανεξαρτησία στις γυναίκες που το ασκούσαν. Οι spinsters κέρδιζαν τα δικά τους χρήματα, χωρίς να εξαρτώνται από κάποιον σύζυγο.

Καθώς οι γυναίκες αυτές ήταν συχνά άγαμες, ο όρος spinster άρχισε να αποκτά κοινωνικές και νομικές προεκτάσεις. Από τον 17ο αιώνα, η λέξη πέρασε στα επίσημα έγγραφα, όπως τα πιστοποιητικά γάμου και οι διαθήκες, για να δηλώσει απλώς μια ανύπαντρη γυναίκα.

Παρόλο που φαινομενικά είναι ουδέτερος όρος, η χρήση του ενσωμάτωνε τη διάκριση ανάμεσα στην παντρεμένη (άρα ολοκληρωμένη κοινωνικά) και την «ανύπαντρη» γυναίκα (που χρήζει οίκτου).

Η επιβίωση του όρου μέχρι σήμερα

Spinster: Η ιστορία της γεροντοκόρης και το προνόμια του εργένη

Αν και μοιάζει απίστευτο, οι όροι spinster και bachelor χρησιμοποιούνταν σε νομικά έγγραφα στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι το 2005. Μόνο με την εφαρμογή του Civil Partnership Act αντικαταστάθηκαν από την πιο ουδέτερη λέξη single (άγαμος/η), κυρίως για να εξυπηρετηθεί η ισότητα στα σύμφωνα συμβίωσης ομοφυλόφιλων ζευγαριών.

Ωστόσο, σε αρκετές χώρες, οι παλιοί αυτοί όροι εξακολουθούν να υφίστανται, τόσο στη νομοθεσία όσο και στο κοινωνικό λεξιλόγιο.

Γεροντοκόρη: Η ελληνική εκδοχή του spinster

Η ελληνική γλώσσα έχει τον δικό της έμφυλα φορτισμένο όρο: γεροντοκόρη. Πρόκειται για μια λέξη που συνδυάζει ηλικιακό και κοινωνικό ρατσισμό, 2 σε 1 για να περιγράψει μια γυναίκα που θεωρείται ότι έχει ξεπεράσει την ηλικία κατά την οποία «αναμενόταν» να παντρευτεί.

Αντίστοιχος όρος για άντρα, με μία ίσως πιο ήπια αρνητική συμπαραδήλωση είναι ο όρος «γεροντοκόρος» ή «γεροντοπαλίκαρο» που ναι μεν υπάρχει, και χρησιμοποιείται με χλευαστικό ύφος, αλλά χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά για τους άντρες σε αντίθεση με τον «εργένη» που δηλώνει επιλογή και αποτελεί ως και ένδειξη δυναμισμού. Για τη γυναίκα η αντίστοιχη επιλογή είτε δεν νοείται ως επιλογή είτε εκλαμβάνεται ως αποτυχία.

Στην τέχνη και την κουλτούρα

Οι «γεροντοκόρες» παρουσιάζονται συχνά στην ελληνική λογοτεχνία και τον κινηματογράφο ως τραγικές ή γραφικές φιγούρες. Γυναίκες που περιμένουν τον γάμο που δεν ήρθε ποτέ, συχνά με μια δόση χιούμορ, αλλά πάντα μελαγχολική κατάληξη. Παρόμοια στερεότυπα βρίσκουμε και σε αγγλόφωνες παραγωγές, όπως η Bridget Jones ή η Liz Lemon (Tina Fey στο 30 Rock), που αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους ως spinsters – έστω και ειρωνικά – επειδή είναι μόνες στα 30 τους.

Ακόμα κι όταν πρόκειται για σατιρικές αναπαραστάσεις, αυτές οι εικόνες ενισχύουν το πολιτισμικό αφήγημα ότι η γυναικεία αξία εξαρτάται από το αν κάποιος την «επέλεξε» για σύζυγο.

Η επανανοηματοδότηση του όρου

Καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, υπάρχουν προσπάθειες επαναδιεκδίκησης της λέξης spinster. Η συγγραφέας Kate Bolick, στο βιβλίο της Spinster: Making a Life of One’s Own, επαναφέρει τον όρο με θετικό πρόσημο: ως σύμβολο ανεξαρτησίας, αυτοπροσδιορισμού και επιλογής.

Στον ίδιο δρόμο διάσημες γυναίκες, όπως η ηθοποιός Emma Watson η οποία απορρίπτει τον χαρακτηρισμό single και αυτοπροσδιορίζεται ως self-partnered (αυτοσυντροφευμένη), θέλοντας να αποτινάξει το κοινωνικό βάρος του να μην έχει σύντροφο πριν τα 30.

Η γλώσσα δεν έχει κόκκαλα και κόκκαλα τσακίζει

Η λέξη spinster και η ελληνική γεροντοκόρη δεν είναι απλές περιγραφές. Είναι φορείς πολιτισμικών νοημάτων που ενσωματώνουν έμφυλες προσδοκίες. Ενώ η κοινωνία μας εξελίσσεται και αναγνωρίζει νέες μορφές ζωής και σχέσεων, η γλώσσα συχνά μένει πίσω, διαιωνίζοντας προκαταλήψεις.

Αναγνωρίζοντας τη σημασία της λέξης και την ιστορική της πορεία, μπορούμε να αρχίσουμε να αποδομούμε το στιγματισμό και να διαμορφώσουμε έναν λόγο που δεν κρίνει τις γυναίκες από την οικογενειακή τους κατάσταση.

Η γλώσσα, άλλωστε, αλλάζει αρκεί να της το επιτρέψουμε.

Exit mobile version