Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μια μέρα στην Εθνική Γλυπτοθήκη με την επιμελήτρια Τώνια Γιαννουδάκη

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ – ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΟΥΤΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΓΛΥΠΤΟΘΗΚΗΣ.

«Το ελάχιστο που μπορούμε να ζητήσουμε από τη γλυπτική είναι να μην κινείται», είχε πει κάποια στιγμή ο Salvador Dali ορίζοντας την τέχνη της γλυπτικής ως εκείνη που πετυχαίνει τη μορφοποίηση της ύπαρξης. Την τέχνη της αναπαράστασης τρισδιάστατων μορφών, που λαξεύει και δίνει σχήμα και όψη σε υλικά όπως το ξύλο, η πέτρα και μάρμαρο. Την τέχνη που έχει τη δυνατότητα να αποτυπώσει ένα στιγμιότυπο, ένα αντικείμενο, μια οποιαδήποτε μορφή που υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο και να το καταστήσει μόνιμο, στάσιμο, αμετακίνητο. Και εδώ συμβαίνει το εξής «παράλογο»: Η στατικότητα των γλυπτών δεν τα καθιστά σε καμία περίπτωση άψυχα. Η ακινησία και ο στατικός τους χαρακτήρας, δεν τους στερεί την «ψυχή».

Τα γλυπτά μπορούν και προκαλούν ποικίλα συναισθήματα. Άλλοτε θετικά, άλλοτε αρνητικά, άλλοτε ανάμεικτα. Κρύβουν συμβολισμούς, μεταδίδουν μηνύματα, αποκαλύπτουν την ταυτότητα του καλλιτέχνη, κουβαλούν μνήμες του παρελθόντος και οπτικοποιούν μια ιστορία, με την οποία ερχόμαστε πολλές φορές μέσα στην καθημερινότητά μας σε επαφή, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Η δημόσια γλυπτική αποτελεί κομμάτι του αστικού τοπίου και της καθημερινότητάς μας και ας μην της δίνουμε σημασία της περισσότερες φορές. Από τη βόλτα που θα κάνεις στο πάρκο, μέχρι το βιαστικό πέρασμα από κεντρικά σημεία της πόλης εκείνο το απόγευμα που είχες αργήσει στο ραντεβού, αν σταθείς μια στιγμή θα δεις πως τα γλυπτά υπάρχουν παντού γύρω μας.

Και η Ελλάδα δεν έχει λίγα να πει για την τέχνη της γλυπτικής, αφού σε αυτή γράφει ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι το σήμερα. Με λίγα λόγια, η τέχνη της γλυπτικής αποτελεί μέρος της ιστορίας, του πολιτισμού και της ζωής μας.

Η παρακαταθήκη, είτε αυτή αναφέρεται στην αρχαία ελληνική γλυπτική είτε αφορά αυτήν των νεότερων ελληνικών χρόνων, είναι τεράστια σε κάθε περίπτωση και εξίσου σημαντική με οποιαδήποτε άλλη μορφή τέχνης. Για τον λόγο αυτό, το LadyLike, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γλυπτικής, δίνει τον λόγο στην Επιμελήτρια της Νεοελληνικής και Ευρωπαϊκής Γλυπτικής της Εθνικής Γλυπτοθήκης, Τώνια Γιαννουδάκη.

 

Το ραντεβού μας, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να δοθεί πουθενά αλλού πέρα από την Εθνική Γλυπτοθήκη, την πρώτη γλυπτοθήκη της Ελλάδας η οποία αποτελεί μέρος της Εθνικής Πινακοθήκης και αποτελεί το μοναδικό μουσείο, που έχει την πιο περιεκτική συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και την πιο αντιπροσωπευτική έκθεση. Στεγάζεται, πλέον, σε 2 κτίρια των πρώην βασιλικών στάβλων, περιβαλλόμενη από μία έκταση 6.500 τ.μ., στο Άλσος Στράτου στο Γουδί. Εκεί θα βρεις πλέον κανείς μία μόνιμη συλλογή.

H συλλογή Γλυπτικής της Εθνικής Πινακοθήκης αρχικά δεν παρουσιαζόταν αυτόνομα, παρόλο που, στην προκήρυξη του διαγωνισμού για την ανέγερση τουκεντρικού κτιρίου στη Βασιλέως Κωνσταντίνου το 1956 και στη βραβευμένη μακέτα προβλεπόταν ιδιαίτερος χώρος για τη Γλυπτική (2 αυτόνομες πτέρυγες). Στην πράξη,όμως, αυτό δεν εφαρμόστηκε, καθώς μειώθηκαν οι όροφοι του κτιρίου. Η λύση δόθηκε το 1986 από τον διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμο, με την ίδρυση της πρώτης Γλυπτοθήκης στις 2 πτέρυγες που προβλέπονταν στη βραβευμένη μακέτα.

Η Γλυπτοθήκη λειτούργησε έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στη συνέχεια, η έκθεση γλυπτών περιορίστηκε στον κήπο και στην κεντρική είσοδο του μουσείου. Το 2000, 57 γλυπτά εντάχθηκαν στην επανέκθεση της μόνιμης συλλογής Ζωγραφικής, ως αντιπροσωπευτικές δημιουργίες συγκεκριμένων περιόδων και τάσεων.

Η παρουσίαση της συλλογής Γλυπτικής σε αυτόνομο χώρο και με πιο περιεκτική μορφή επιτεύχθηκε από τη διευθύντρια Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, με την ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης το 2004. Η Εθνική Γλυπτοθήκη στεγάζεται σε δύο κτήρια των αρχών του 20ού αιώνα, πρώην βασιλικούς στάβλους, που εκμισθώθηκαν από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Η Εθνική Γλυπτοθήκη (ως χώρος έκθεσης γλυπτικής) εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουλίου 2004, με αναδρομική έκθεση του Χενρι Μουρ στο κτήριο Α και με μνημειακά γλυπτά σε ξύλο του Χρήστου Καπράλου στο κτήριο Β. Η μόνιμη έκθεση της Νεοελληνικής Γλυπτικής εγκαινιάστηκε στις 27 Ιουνίου 2006.

 

Η κουβέντα μας με την Τώνια Γιαννουδάκη που έχει αναλάβει τα ηνία της Συλλογής από το 1999, ξεκινάει με το «καλλιτεχνικό» παρελθόν της.

 

«Σπούδασα στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ και συγκεκριμένα στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Τελικά έκανα μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης. Το 1985, όταν χρειάστηκε να επιλέξω θέμα για τη Διπλωματική μου, πρότεινα στον καθηγητή μου να κάνω κάτι σχετικό με την Αναγέννηση. Εκείνος μου πρότεινε να βρω ένα θέμα που να αφορά τη γλυπτική, που ήταν και αδούλευτος ο τομέας. Συμφώνησα και μου πρότεινε να κάνω τα υπαίθρια γλυπτά του Δήμου Αθηναίων. Έτσι μπήκα στο χώρο της νεοελληνικής γλυπτικής», είναι τα πρώτα λόγια της Τώνιας Γιαννουδάκη, που με εισάγει σιγά σιγά στον δικό της κόσμο τέχνης.

«Το 1989 μπήκα στην Πινακοθήκη. Τότε ήταν διευθυντής ο Δημήτρης Παπαστάμος, ο οποίος με έβαλε κατευθείαν στο Τμήμα της Γλυπτικής».

 

«Τότε, υπεύθυνη της Γλυπτικής ήταν η Όλγα Μεντζαφού. Εγώ ήδη έκανα το μεταπτυχιακό μου, οπότε ήταν σχετικό το αντικείμενο».

«Το 1999 μού ανατέθηκε η επιμέλεια της Συλλογής. Από τότε ασχολούμαι αποκλειστικά με τη συλλογή γλυπτικής της Εθνικής Πινακοθήκης».

«Όταν ξεκίνησα να κάνω διατριβή στη Θεσσαλονίκη, ασχολήθηκα με ένα διαφορετικό θέμα. Στην αρχή καταπιάστηκα με το έργο μιας γλύπτριας, της Φρόσως Ευθυμιάδη Μενεγάκη. Ωστόσο, μετά τα εγκαίνια της μόνιμης συλλογής γλυπτικής σε αυτόν εδώ τον χώρο το 2006, άλλαξα θέμα και έκανα τελικά τη συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής της Εθνικής Πινακοθήκης και την ιστορία της», προσθέτει στη συνέχεια η Τώνια Γιαννουδάκη και μου εξηγεί τη διατριβή της, η οποία είναι χωρισμένη σε 2 κομμάτια.

«Το ένα κομμάτι αφορά τον τρόπο που συγκροτήθηκε η συλλογή παράλληλα με την ιστορία του Μουσείου. Το δεύτερο κομμάτι αφορά το περιεχόμενο της συλλογής και το πόσο αντιπροσωπευτική είναι σε σχέση με τα ρεύματα, που διαμορφώθηκαν τον 19ο και τον 20ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Η γλυπτική είχε προβλεφθεί να εκτίθεται αυτόνομα», εξηγεί η ίδια.


 

Η κουβέντα μας, μοιραία, μετατίθεται στο θέμα της στέγασης της Εθνικής Γλυπτοθήκης που ήταν το βασικότερο ζήτημα μέχρι το 2004. «Από τη στιγμή που το Μουσείο δεν έχει το δικό του κτίριο και προτεραιότητα αποτελεί η έκθεση Ζωγραφικής, η Γλυπτική έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Χρειάζεται μεγάλο χώρο. Τα γλυπτά δεν μπορούν αν είναι στριμωγμένα».

Γιατί είναι, όμως υπεύθυνος ένας επιμελητής; Ποιος είναι ο ρόλος του και ποιες ακριβώς είναι οι ευθύνες του; Η Τώνια Γιαννουδάκη μου απαντά περιγράφοντας με λίγα λόγια τον ρόλο της ρόλο μέσα στην Εθνική Γλυπτοθήκη. «Ο επιμελητής είναι αυτό που λέει η ίδια η λέξη: Επιμελείται τη συλλογή. Δηλαδή φροντίζει τη συλλογή του μουσείου σε συνεργασία με τους συντηρητές για τη σωστή διατήρηση και συντήρηση των έργων. Φροντίζει, επίσης, για τη μελέτη τους και την προβολή τους προς τα έξω».

 

«Ο ρόλος του επιμελητή είναι ταυτόχρονα ρόλος φροντίδας, εκπαίδευσης και προβολής».

«Και εδώ κολλάει και ο σκοπός ενός μουσείου, που δεν είναι μόνο να διαφυλάσσει τα έργα, αλλά ταυτόχρονα να τα προβάλλει, να τα επικοινωνεί και με τον κόσμο. Ένας επιμελητής μπορεί, επίσης, να οργανώνει και περιοδικές εκθέσεις. Είτε αυτές προέρχονται από τις συλλογές του μουσείου, είτε αφορά εκθέσεις από το εξωτερικό είτε γίνονται σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους».

Η απάντηση της Τώνιας Γιαννουδάκη με κάνει να θέλω να μάθω ποια είναι η σημασία της Νεοελληνικής και Ευρωπαϊκής συλλογής που η ίδια διευθύνει και πώς η ίδια πιστεύει ότι αυτή συμβάλλει στην προβολή της ελληνικής γλυπτικής.

«Η Συλλογή είναι πάρα πολύ σημαντική γιατί ο κόσμος που έρχεται εδώ, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τη νεοελληνική γλυπτική όπως διαμορφώθηκε από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Έχει την ευκαιρία να δει ότι εκτός από τους σπουδαίους Aρχαίους, υπάρχουν και οι Nεοέλληνες γλύπτες που μας έχουν αφήσει μια παρακαταθήκη και διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τη νεοελληνική γλυπτική, ανεξάρτητα από την αρχαιότητα».

«Στην Ελλάδα η λέξη γλυπτική είναι συνδεδεμένη με την αρχαιότητα».

«Η γλυπτική είναι άρρηκτα συνδεδεμένη στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων με την αρχαία ελληνική γλυπτική. Ο κόσμος δεν έχει αντιληφθεί ακόμα τη σημασία της νεοελληνικής γλυπτικής παρόλο που είναι εξοικειωμένος μαζί της, χωρίς να το ξέρει, όταν περπατάει στο κέντρο της Αθήνας και στα πάρκα.


Αρκεί να πάρουμε για παράδειγμα το Ζάππειο με τα διακοσμητικά του γλυπτά και την Πανεπιστημίου. Ειδικότερα την Τριλογία στην Ακαδημία Αθηνών που είναι γεμάτη γλυπτά. Η Ακαδημία έχει το ανάγλυφο αέτωμα και 2 αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα από τον Λεωνίδα Δρόση. Έχει 2 καθιστούς ανδριάντες του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Αντίστοιχα, μπροστά στο Πανεπιστήμιο υπάρχει άγαλμα του Ρήγα Φεραίου, του Πατριάρχη Γρηγορίου Πέμπτου, του Κοραή και του Καποδίστρια. Υπάρχει και ένας όρθιος ανδριάντας του Γουίλιαμ Γλάδστωνα. Μπροστά από την Εθνική Βιβλιοθήκη υπάρχει ο Παναγής Βαλλιάνος. Πόσος κόσμος περνάει κάθε μέρα από εκεί».

«Είναι μέρος της καθημερινότητάς μας τα γλυπτά. Όταν κάνω ξεναγήσεις εδώ, προσπαθώ να συνδέω διάφορους γλύπτες με τα έργα τους σε κεντρικές περιοχές της Αθήνας. Εδώ, επίσης, μπορούν να βρουν κείμενα, να πάρουν πληροφορίες και να διαβάσουν το βιογραφικό του γλύπτη. αλλά είναι μέρος της καθημερινότητάς μας».

«Εμένα ήταν μέρος της καθημερινότητάς μου όταν έπαιζα σαν παιδί. Παίζαμε εκεί, αλλά δεν ξέραμε τι είναι. Υπήρχε η γλυπτική στη ζωή μας».

Η Τώνια Γιαννουδάκη κάνει μια ακόμα παρατήρηση για τους Νεοέλληνες και δη τους παλαιότερους γλύπτες, οι οποίοι «κουβαλάνε ένα πολύ μεγάλο βάρος σε σχέση με την αρχαιότητα. Η προσδοκία ήταν να αποδείξουν ότι ήταν άξιοι απόγονοι των αρχαίων ημών προγόνων».

Βρίσκω την ευκαιρία και την ρωτάω για το αν υπάρχει εξέλιξη του κλάδου στις μέρες μας ή απλά μιλάμε για την αίγλη του παρελθόντος. Υπάρχουν, πλέον, αξιόλογοι Έλληνες γλύπτες, που μπορούν να πετύχουν κάτι ανάλογο;

«Υπήρχαν και υπάρχουν σαφώς, αλλά δεν θα χρησιμοποιούσα το ρήμα “εξελίσσεται”. Η τέχνη, προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής. Πλέον, είναι πολύ ρευστά τα όρια μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής. Έχουν μπει στη μέση οι κατασκευές και οι εγκαταστάσεις. Είμαστε ακόμα μέσα στο γίγνεσθαι. Οι νέοι καλλιτέχνες τώρα πλάθονται και οι τρόποι δημιουργίας ενός γλυπτού ξεφεύγουν πλέον από τις παραδοσιακές μεθόδους».

«Η γλυπτική έδινε πάντα την αίσθηση ενός τρισδιάστατου έργου από οποιοδήποτε υλικό. Στις μέρες μας έχουν αμβλυνθεί πάρα πολύ τα όρια».

«Η τρισδιάστατη έννοια υπάρχει, αλλά όχι με τον παραδοσιακό τρόπο. Μέχρι και τα παραδοσιακά υλικά που χρησιμοποιούνται, ενδεχομένως να παρουσιάζουν μια διαφορά σε σχέση με το παρελθόν».

 

Τελικά, η Εθνική Γλυπτοθήκη προσελκύει το ενδιαφέρον του κόσμου; Είναι η επόμενη ερώτησή μου προς την Τώνια Γιαννουδάκη. «Γενικότερα, επειδή είμαστε σε ένα σημείο που είναι μέσα σε πάρκο, είχαμε κάνει το λάθος και δεν είχαμε βάλει εξωτερική σήμανση. Επίσης, δεν είχε γίνει και αρκετή διαφήμιση. Γίνονταν, βέβαια, περιοδικές εκθέσεις, στις οποίες ερχόταν κόσμος αλλά γενικά η επισκεψιμότητα ήταν χαμηλή».

«Η Γλυπτοθήκη έκλεισε για 2 χρόνια και από το 2022 που άνοιξε ξανά, με διευθύντρια, πλέον, τη Συραγώ Τσιάρα,γίνονται πάρα πολλές προσπάθειες να προσελκύσουμε το κοινό. Πριν από μερικούς μήνες βάλαμε και πινακίδες σήμανσης. Εντοπίσαμε κάποια σημεία που περνάει ο κόσμος και θα τον οδηγήσουν στο μουσείο.

Ο κόσμος έφτανε στα κτίρια και χτυπούσε την πόρτα ρωτώντας τι είναι εδώ. Έπρεπε να υπάρχει μια πινακίδα και πάνω στην πόρτα της εισόδου που να αναγράφει Εθνική Γλυπτοθήκη».

«Από τον Φεβρουάριο έχουμε καθιερώσει απογευματινές ξεναγήσεις , 2 φορές τον μήνα. Ομολογώ ότι είχαμε πάρα πολύ κόσμο. Στην πρώτη ξενάγηση ήρθαν σχεδόν 100 άτομα. Έχει αυξηθεί η επισκεψιμότητα σε σχέση με παλιά, σίγουρα».

Ένα πρόβλημα που επηρεάζει αρνητικά την επισκεψιμότητα της γλυπτοθήκης, είναι η έλλειψη χώρου για την οργάνωση περιοδικών εκθέσεων. «Δεν μπορείς να προσελκύσεις τόσο εύκολα κόσμο διαφορετικά. Χρειάζεται χώρος να γίνονται περιοδικές εκθέσεις.Το κτίριο Β που προοριζόταν γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι διαθέσιμο πλέον για περιοδικές εκθέσεις», αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει:

«Δείχνεις μια έκθεση επί 20 χρόνια και χρήζει ανανέωσης και εμπλουτισμού. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να δεις συγκεντρωμένα σε έναν χώρο έργα, που αποτυπώνουν μια συγκεκριμένη τέχνη».

 

Όσο για τη σημαντικότερη στιγμή στην πορεία της καριέρας της ως Επιμελήτρια της Νεοελληνικής και Ευρωπαϊκής Συλλογής, η Τώνια Γιαννουδάκη μίλησε για τα εγκαίνια της έκθεσης. Την πιο συγκινητική στιγμή στην καριέρα της. Και κάπου εκεί -δικαιολογημένα- βουρκώνει.

«Θυμάμαι να έχω γράψει τον κατάλογο της έκθεσης. Μου είχε βγάλει ο γραφίστας τις πρώτες σελίδες σε Α3 χαρτί. Γύρισα σπίτι, στον σύντροφό μου, με τις σελίδες στα χέρια μου και ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Ένιωθα σαν μικρό παιδάκι».

«Σκεφτόμουν πώς μια προσπάθεια που είχα κάνει τόσο καιρό παίρνει σιγά σιγά σάρκα και οστά».


 

Οι συγκινητικές αναμνήσεις φέρνουν στο μυαλό της Τώνιας Γιαννουδάκη, τη Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μια σπουδαία μορφή του ελληνικού πολιτισμού, πάνω στην ώρα, που θα τη ρωτούσα για τις σχέσεις τους και τη συμβολή της. Στην έμπνευση και στις προσπάθειες της διευθύντριας Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα οφείλεται και η ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης, που ήρθε ’92.

«Η Εθνική Γλυπτοθήκη είναι ένα έργο της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα. Ήθελε από την αρχή της θητείας της, το ’92, να βρει αυτόνομο χώρο για την έκθεση της Γλυπτικής. Ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Τελικά μας παραχώρησαν αυτά τα 2 κτίρια με ενοίκιο το 2003 και οι βασιλικοί στάβλοι μετατράπηκαν σε εκθεσιακούς χώρους. Το συνολικό έργο χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος».

«Για εμένα, η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα δεν αποτελεί απλώς μια έμπνευση. Μεγάλωσα μαζί της. Η γενιά μου μεγάλωσε πλάι της. Ήταν μεγάλο μάθημα».

«Είχε αυτό το δασκαλίστικο. Της άρεσε να σε συμβουλεύει και όχι απλά να σου δίνει οδηγίες. Στις συναντήσεις που κάναμε ως επιμελητές μίλαγε πάντα επεξηγηματικά και εγώ απλά την παρακολουθούσα».

«Στη Μαρίνα χρωστάω 2 πράγματα. Το έχω πει 100 φορές και θα το λέω πάντα. Πρώτον, ότι με βοήθησε να ξεπεράσω τον φόβο μου να μιλάω σε κοινό και ότι μου υπέδειξε το θέμα της διατριβής μου.

Μετά τα εγκαίνια της έκθεσης μου είπε “αφού την ξέρεις τη συλλογή, γιατί δεν κάνεις τη συλλογή γλυπτικής διατριβή;”. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να φανταστώ πόσους δρόμους θα μου άνοιγε αυτή η κουβέντα. Έμαθα την ιστορία του μουσείου, μελέτησα τη συλλογή εις βάθος. Η διατριβή έχει αμέτρητης εφαρμογές σε ό,τι κάνω στο μουσείο. Ήταν 2 πολύ κομβικά σημεία αυτά.

Η Μαρίνα Λαμπράκη ήταν η πρώτη Διευθύντρια που έδωσε τόσο μεγάλη ώθηση και προβολή στη γλυπτική».

 

Αφού κάναμε μια εκτενή κουβέντα για τη Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, στο τέλος τη ρωτάω να μου πει για τον/την αγαπημένο/η της γλύπτη/γλύπτρια από τη συλλογή της Εθνικής Γλυπτοθήκης, αλλά η Τώνια Γιαννουδάκη δυσκολεύεται να καταλήξει στην απόφασή της.

«Οι πρώτοι Νεοέλληνες γλύπτες, αυτοί που διδάχτηκαν το νεοκλασικισμό και τον πέρασαν και στις επόμενες γενιές, όλοι έχουν να δώσουν κάτι», μου απαντά η ίδια και έπειτα από λίγη σκέψη καταλήγει στον Γιαννούλη Χαλεπά.

«Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν καταρχάς πολύ μεγάλο ταλέντο». 

«Η ιστορία με τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο και τα έργα της δεύτερης περιόδου που ξεκινά αρκετά χρόνια μετά  την έξοδό του είναι συγκλονιστική. Εκεί διακρίνεις τον πραγματικό καλλιτέχνη, χωρίς φίλτρα, χωρίς επιρροές. Του βγαίνει το πηγαίο, το αυθόρμητο. Καταθέτει την ψυχή του στη δεύτερη περίοδο ο Χαλεπάς».

«Από γυναίκες γλύπτριες θα πω τη Φρόσω Ευθυμιάδη Μενεγάκη. Παρόλο που στην αρχή υπάρχει μια έντονη διακοσμητικότητα στην τέχνη της και το είχε δηλώσει και η ίδια, στη συνέχεια έκανε μια θεαματική αλλαγή, τόσο σε επίπεδο υλικού όσο και σε επίπεδο απόδοσης. Στην περίοδο που δούλευε απόλυτα παραστατικά χρησιμοποιούσε ψημένη τερακότα με επίκεντρο τη ζωοπλαστική. Μιλάμε για τρομερή, εντελώς πιστή, νατουραλιστική απόδοση.

Έπειτα περνάει σε πιο αφαιρετικές φόρμες και δίνει ορισμένα έργα τα οποία θεωρώ αριστουργήματα. Για παράδειγμα, Η Γυναίκα του Λωτ (1962) έχει τρομερή αρμονία, κίνηση και αίσθηση των αναλογιών».

«Τέλος, αλλάζει υλικό τελείως και ξεκινάει να δουλεύει σφυρήλατα μέταλλα. Κάνει πολύ μεγάλη στροφή στο έργο της. Διακρίνεται σε 2 σαφείς περιόδους το έργου της Φρόσως Ευθυμιάδη Μενεγάκη. Είχε μια πολύ εξελικτική πορεία».

«Η Φρόσω Ευθυμιάδη-Μενεγάκη χρησιμοποιούσε και σωματική δύναμη γιατί η ίδια τα σφυρηλατούσε».

Μετά το τέλος της κουβέντας μας κατευθυνόμαστε προς τον χώρο του μουσείου για μια τελευταία φορά. Η Τώνια Γιαννουδάκη μού δείχνει τα αγαπημένα της έργα. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς και η τραγική ιστορία της ζωής του, που αποκαλύπτεται σε όσα έργα βλέπουμε, είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της ολιγόλεπτης ξενάγησής μας. Η Τώνια Γιαννουδάκη μού λέει ότι το Κεφάλι του Σάτυρου τρέλαινε τον Γιαννούλη Χαλεπά.

Πλέον είμαι σίγουρη πως θα επιστρέψω ξανά στην Εθνική Γλυπτοθήκη για μια νέα ξενάγηση -και για περισσότερη ώρα.

Info

Εθνική Γλυπτοθήκη

Άλσος Στρατού, Γουδή
115 25 Αθήνα
+30 210 77 09 855

Είσοδος από Λεωφόρο Παναγιώτη Κανελλόπουλου (Κατεχάκη)