ΤΟ Α

Ο επίμονος κηπουρός

Unsplash

Μπήκα προχθές σπίτι και ήταν άδειο, αν και κανονικά θα έπρεπε να βρω μέσα την Αγγελική και την κοπέλα που την κρατάει -λογικά να παίζουν νοσοκομείο ζώων ή σαλόνι νυχιών ή εκείνο κατά το οποίο νομίζουμε ότι η Αγγελική είναι παιχνίδι αλλά τελικά είναι μια γατούλα (don’t ask). Κοίταξα στα δωμάτια, άρχισα να τις φωνάζω, αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.

Δεν είμαστε πολύ καιρό σε αυτό το σπίτι και καμιά φορά ξεχνάω ότι πλέον έχουμε και μπαλκόνι -μεγάλο. Πάει παράλληλα με την πρόσοψη του σπιτιού κι έπειτα κάνει ένα γάμα και συνεχίζεται στο πλάι όπου ενώνεται με το μπαλκόνι του διπλανού διαμερίσματος.

Έχει δεκάδες γλάστρες που βρήκαμε εδώ, κληρονομιά της ιδιοκτήτριας, από τις οποίες είχαν επιβιώσει μόνο τα φυτά που αντέχουν. Δεν ήταν λίγα. Έχουμε ένα παράξενο δενδρίλιο με τεράστια αγκάθια, μικρά φύλλα και κόκκινα λουλουδάκια που επιβίωσαν ακόμα και το φετινό χιόνι. Αρκετά φυτά με φύλλωμα που μοιάζει σε αλόη, δρακόφυτα τα λέει η Αγγελική γιατί μοιάζουν έτοιμα να σε δαγκώσουν.

Όταν φυτεύεις ένα δέντρο μεγαλώνεις μαζί του. Αυτό που φτιάχνεις κι ανατρέφεις είναι η ζωή σου.

Από δυο τρία από αυτά ξεπετάγεται ένα μακρύ κοτσάνι που στην κορυφή του ανθίζει ένα μπουκέτο από κόκκινα κρινάκια. Κάποιες φρέζιες. Αυτά ήρθαν να τα συντροφέψουν και τα λιγοστά που φέραμε εμείς. Μια λεμονιά που πήρε τα πάνω της με το που έφτασε εδώ.

Κάποια αρωματικά (βασιλικός, ρίγανη, δυόσμος, θυμάρι), μια βουκαμβίλια κοντή αλλά ανθισμένη, ένα ταλαιπωρημένο χρυσάνθεμο που ξαναζωντάνεψε όταν βρήκε παρέα, κάτι μπέντζαμιν που έχουν μείνει στάσιμα αλλά ζωντανά. Από τη μέρα που ήρθαμε, λίγο λίγο βάζουμε κι άλλα.

Φυτέψαμε σπόρους για ντοματίνια. Ένα γεράνι. Ένα μωβ λουλούδι που βρήκαμε στη λαϊκή. Είδαμε στον απέναντι ένα ωραίο γιασεμί κι είπαμε θα πάρουμε κι εμείς. Και μια τριανταφυλλιά σαν του διαμερίσματος της απέναντι γωνίας.

Είναι περίεργο γιατί έως σήμερα δεν ασχολούμουν με τα φυτά μου. Έχω καταφέρει να ξεράνω κάκτους. Αν είχαν στόμα τα γεράνια μου θα με έβριζαν. Μια πανέμορφη μπιγκόνια είχε αντέξει τρεις μέρες ακριβώς. Τώρα κάθε πρωί ο λόγος που σηκώνομαι με όρεξη είναι να πάω έξω να δω αν πέταξε καινούρια κλαδιά η λεμονιά, αν άνθισε το χρυσάνθεμο, αν βγήκανε επιτέλους ντοματίνια. Τα επιθεωρώ σαν (τρυφερός) στρατηγός, περνάω το χέρι μου μέσα από τα φύλλα τους, τους καθαρίζω τα ξερά, υπολογίζω τον ήλιο και την τέντα, μου ξεφεύγει και κάνα μπράβο.

Δεν θέλω να τα ποτίζουν άλλοι, κρατάω για μένα αυτή την εργασία. Κοιτάω υποτιμητικά το αυτόματο πότισμα που θεώρησα ατού όταν είδα το σπίτι πριν το νοικιάσω. Και μέσα στη μέρα καμιά φορά, βγαίνω και τα χαζεύω. Δεν έχω ιδέα πώς τα λένε, εννοώ επιστημονικά, γιατί για τα περισσότερα έχω βγάλει ονόματα δικά μου, τα περιγράφω περιφραστικά σε όποιον με ρωτάει για αυτά, όμως νιώθω μια ικανοποιήση, ότι κατάφερα κάτι φοβερό όταν τα βλέπω να φουντώνουν.

Με ρωτάνε οι φίλοι μου τι νέα και θέλω να τους πω και για εκείνο το φυτό που φύτρωσε μόνο του στη ζαρντινιέρα και τώρα περιμένω εναγωνίως να ανοίξει τα μπουμπούκια του για να δω τι είναι -κάτι σαν να περιμένω τον υπέρηχο για να δω το φύλο. Εντάξει, ίσως φταίει και το παρατεταμένο λοκντάουν, δεν ξέρω, αλλά όχι μόνο.

Θυμάμαι είχα πάει κάποτε για ένα ρεπορτάζ στην Ηλεία. Ήταν 2008 και ένας μεγάλος σεισμός είχε ισοπεδώσει ένα ολόκληρο χωριό στον νομό: τη Βάλμη, που έμελλε να γίνει γνωστή ως το χωριό που αφάνισε ο Εγκέλαδος. Από τα 50 σπίτια του, πάνω από τα 40 είχαν κριθεί κατεδαφιστέα. Έναν χρόνο πριν από αυτό, στον πίσω λόφο είχαν ξεκινήσει κι εκείνες οι φρικτές πυρκαγιές, οι κάτοικοι είχαν καταφέρει να γλιτώσουν το χωριό τελευταία στιγμή.

Ενώ οι πληγές δεν είχαν ακόμα κλείσει, ο σεισμός αποτέλειωσε αυτό που η φωτιά είχε ξεκινήσει. Οι γεωλόγοι ζητούσαν ήδη τη μετεγκατάστασή του. Εκείνες ήταν ίσως οι τελευταίες ημέρες της Βάλμης κι αυτό το θέμα το πιο κοντινό στην καρδιά μου.

Ένα απόγευμα όπως γυρνούσα τους χωμάτινους δρόμους του χωριού συνάντησα μπροστά στη σκηνή που είχε στήσει έξω από το ετοιμόρροπο σπίτι του, τον κ. Λάμπη. Έχουν περάσει 13 χρόνια και αμέτρητα ρεπορτάζ αλλά τον κ. Λάμπη θυμάμαι πιο πολύ από οποιονδήποτε έχω συναντήσει ποτέ σε αυτή τη δουλειά.

Ήταν 20 χρόνια που είχε γυρίσει στο χωριό του, έμενε στον Καναδά. Η ζωή ήταν σκληρή εκεί, για αυτό είχε επιστρέψει για να κρατήσει την ηρεμία του. Ένα χρόνο πριν, με τις φωτιές, τού είχαν καεί ελιές, μελίσσια κι ένα εξοχικό. Τού είχε μείνει το σπίτι και δυο λεμονιές.

Με τον σεισμό έχασε και το σπίτι, «μου ‘μειναν οι λεμονιές, κάτι είναι κι αυτό», μου είχε πει. Για να συμπληρώσει εκείνο που μου έκανε τόση εντύπωση και δεν κατάφερα ποτέ να τον ξεχάσω: «Ξέρεις τι με στενοχωρεί περισσότερο; Δεν είναι τόσο το σπίτι, όσο η κληματαριά». Μια τεράστια, καταπράσινη κληματαριά ξεκινούσε από τον κήπο και σκαρφάλωνε μέχρι τον δεύτερο όροφο.

Έχω καταφέρει να ξεράνω κάκτους. Αν είχαν στόμα τα γεράνια μου θα με έβριζαν.

«Μου την έδωσαν κλαράκι πριν από χρόνια και κοίτα πού έφτασε. Θα την πάρει μαζί της η μπουλντόζα. Όταν φυτεύεις ένα δέντρο μεγαλώνεις μαζί του. Αυτό που φτιάχνεις κι ανατρέφεις είναι η ζωή σου. Κάθε απόγευμα κάθομαι πλάι της στη βεράντα και πίνω τον καφέ μου. Και αέρας… Και θέα… Χτυπάνε τα τηλέφωνα οι φίλοι και πάμε βόλτες. Ζούμε μια ζωή ανθρώπινη». Δεν ήταν μόνο αυτό που είπε, όσο που μιλούσε ακόμη στον ενεστώτα. Δεν υπάρχει μέρα πρόσφατα που να μην σκεφτώ έστω και λίγο την κληματαριά του κ. Λάμπη.

Εσείς τώρα αναρωτιέστε πού ήταν τελικά η Αγγελική και η Μόντα προχθές που τις έψαχνα -γιατί έτσι ξεκίνησε η ιστορία- και πώς στο καλό βρεθήκατε να διαβάζετε για τον επίμονο κηπουρό και τις αναμνήσεις μου από ένα χωριό που πλέον δεν υπάρχει.

Λογικό. Αλλά δεν θα μείνετε με την απορία. Μάλλον.

To be continued.