ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Βίκυ Πολυχνιάτου υπερασπίζεται το δικαίωμα όλων μας στον Αϊ Βασίλη

Πρωινό Κυριακής, στον 4ο όροφο του πολυχώρου Yolenis στην οδό Σόλωνος. Μια χαμογελαστή γυναίκα με ένα αγιοβασιλιάτικο σκουφί δέχεται τις πιο ζεστές αγκαλιές ενός τσούρμου παιδιών, ανάμεσα σε κουτιά δώρων και παιδικά βιβλία. Οι γονείς τους, καθισμένοι στις καρέκλες τους, είναι χαρούμενοι. Όλοι όσοι είναι εδώ, αγαπάνε τη Βίκυ Πολυχνιάτου, τη γυναίκα με το σκουφί, τη νηπιαγωγό τους και συγγραφέα του παραμυθιού για χάρη του οποίου είμαστε όλοι εδώ σήμερα. Ο τίτλος του; "Ξέρει κάποιος να μου πει αν υπάρχει Αϊ- Βασίλης;".

Δεν χωράει αμφιβολία, υπάρχει.

 

“Ποια είναι η Βίκυ Ι. Πολυχνιάτου; Πού γεννήθηκε; Πού ζει; Είναι μεγάλη ή μικρή; Σπούδασε στο πανεπιστήμιο; Έχει δικά της παιδιά; Τι δουλειά να κάνει άραγε; Ξέρει κάποιος να μας πει…; Πόση σημασία έχει  για εσάς που κρατάτε στα χέρια σας το παραμύθι της  αν και πώς θα απαντηθούν αυτές οι ερωτήσεις,  όταν μέσα απ’ αυτό θα γνωρίσετε την ψυχή της”.

Οι παραπάνω γραμμές είναι ό,τι έχει επιλέξει η Βίκυ να γραφτεί ως βιογραφικό σημείωμα στην παιδική της ιστορία. Αναρωτιέμαι γιατί κατέληξε σε κάτι τόσο αινιγματικό. Την ρωτάω.

Ήθελα να διαφοροποιηθώ. Έχω διαβάσει τα άπειρα παραμύθια στη ζωή μου, δεν το μπορώ αυτό το κατεβατό του «ποιος είμαι» και «τι κάνω». Το να γράψεις ένα παραμύθι δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως νομίζουν κάποιοι.

Η Βίκυ Πολυχνιάτου είναι νηπιαγωγός. Εδώ και 25 χρόνια μπαινοβγαίνει στις τάξεις. Έχει διδάξει σε τρία σχολεία και η δουλειά της την συναρπάζει. Είναι η μεγάλη της τρέλα, όπως λέει.

“Νομίζω ότι ανέκαθεν είχα κάτι το ιδιαίτερα δημιουργικό και το καλλιτεχνικό μέσα μου, το οποίο μέχρι κάποια στιγμή καλυπτόταν στον απόλυτο βαθμό μέσα από τη δουλειά της παιδαγωγού. Στην τάξη χρειάζεται να σκαρφιστείς στίχους, να τους κάνεις τραγούδια (η ίδια παίζει αρμόνιο), να ζωγραφίσεις, να παίξεις θέατρο…”

Πριν περίπου τέσσερα χρόνια η Βίκυ ένιωσε ένα μικρό κενό και κάπως έτσι πέρασε την πόρτα του Θεάτρου των Αλλαγών, όπου συνεχίζει τις σπουδές στην υποκριτική. Οι δάσκαλοι και οι συμμαθητές της εκτίμησαν φυσικά το ταλέντο της στην παραμυθία και πέρσι έκαναν παράσταση το παραμύθι της, “Σήκωσέ με ψηλά”.

 

Πότε και γιατί ξεκίνησες να γράφεις παραμύθια;

Εγώ νιώθω ότι γράφω από πάντα. Στην πραγματικότητα πρέπει να ξεκίνησα το 2004. Γράφω παραμύθια όπου υπάρχει έλλειψη παραμυθιού. Είχαν τα παιδιά ένα ερώτημα που δεν υπήρχε παραμύθι να το καλύψει; Έγραφα ένα εγώ. Ήταν μια πολύ δημιουργική διαδικασία. Μετά το έκανα βόλτα μέσα στις τάξεις και αυτό μέσα από τις καρδιές των παιδιών που το άκουγαν έπαιρνε ακόμα πιο μεστή μορφή. Πέρσι, μετά την επιτυχία της παιδικής παράστασης θέλησα να βγάλω προς τα έξω μία παιδική ιστορία.

Εννοεί το “Ξέρει κάποιος να μου πει αν υπάρχει Αϊ- Βασίλης;” το οποίο είναι πιο πολύ παιδική ιστορία παρά παραμύθι σε αντίθεση με το “Σήκωσέ με ψηλά”- το οποίο ήταν μυθοπλασία- γιατί, όπως, εξηγεί, ξεκινάει και καταλήγει σε ερωτήματα των παιδιών. Μου αποκαλύπτει πως είναι η πρώτη ιστορία απ’ όλες όσες έχει γράψει. Την εμπιστεύτηκε στις εκδόσεις Susaeta γιατί ήθελε να συνεργαστεί μ’ έναν εκδοτικό οίκο που να κάνει αποκλειστικά παιδικά βιβλία. 

 

Ποιο είναι το παραμύθι που σ’ έχει επηρεάσει πιο πολύ;

Αγαπημένο ένα δεν έχω, αλλά θα σου πω ότι με μαγεύει ιδιαίτερα η φαντασία των Παραμυθιών της Χαλιμά (Χίλιες και Μία Νύχτες). Έχω και τους 4 τόμους, χρυσόδετους κιόλας. Όταν ήμουν πιο μικρή τρελαινόμουν ν’ ακούω τα παραμύθια σε κασέτες που αφηγούνταν ηθοποιοί όπως η Ξένια Καλογεροπούλου, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, τα οποία επειδή ακριβώς δεν είχαν εικόνα, με ωθούσαν να φτιάχνω μόνη μου, να ζωγραφίζω τις εικόνες των παραμυθιών”.

Έχει δίκιο, μεγάλη άσκηση για την παιδική φαντασία αυτό. Άραγε να υπάρχουν ακόμα γονείς που βάζουν κασέτες όχι πια, αλλά cd με παραμυθένιες αφηγήσεις στα παιδιά τους;

Μάλλον διαβάζει τη σκέψη μου η Βίκυ.

“Εμείς πάντως το κάνουμε ακόμα, κάθε Κυριακή 14:00-15:00μέσα από τη ραδιοφωνική μας εκπομπή στο ιντερνετικό ραδιόφωνο που εκπέμπει από το Θέατρο των Αλλαγών, το Toc- Radio“, μου λέει.

Προσπαθούμε να δώσουμε την ευκαιρία στα παιδιά να κλείσουν τα μάτια τους, να αφουγκραστούν τα παραμύθια και να φανταστούν τις εικόνες. Γιατί, πίστεψέ με, η οπτικοποίηση των πάντων έχει κάνει μεγάλο κακό στη φαντασία των παιδιών.

“Πολλές φορές λέμε πως τα παιδιά δεν ακούνε. Στην πραγματικότητα δεν ακούν γενικά, όχι μόνο στις οδηγίες και τους κανόνες μας. Αν δεν τους δείξεις, δεν θα καταλάβουν αυτό που τους λες. Για παράδειγμα, τους λες «παιδιά, πάμε στον κήπο, βάλτε μπουφάν» και από τα 15, βάζουν μπουφάν μόνο τα 3. Αν τους το πεις δείχνοντάς τους το μπουφάν, το κάνουν όλα. Τα παιδιά πλέον δεν μπορούν να χαρούν μόνο με τον ήχο. Αλλά ο ήχος είναι αυτός που προκαλεί τα όνειρα, άρα και τα παραμύθια”. 

Στην παρουσίαση του βιβλίου ένα πράγμα μου έκανε μεγάλη εντύπωση και όταν άκουσα να το επισημαίνει και η ίδια στους γονείς, χάρηκα πολύ. Έπρεπε να δεις με πόση θέρμη και αυθορμητισμό τα παιδιά διεκδίκησαν το δικαίωμά τους στον Αϊ- Βασίλη, όταν οι δύο ηθοποιοί που υποδύονταν τα παιδιά αναρωτήθηκαν για το αν υπάρχει ή όχι.

“Κοίταξε, τα όνειρα των παιδιών είναι πάρα μα πάρα πολύ δυνατά”, μου εξηγεί η Βίκυ. Κι αν πας να τους πάρεις, να τους τα υποτιμήσεις ή πόσο μάλλον να τους τα εκμηδενίσεις, αυτά αντιστέκονται δυνατά. Αυτό που είδες μπροστά σου, εγώ το έχω ξαναδεί πολλές φορές αλλά θα παραδεχτώ ότι κι εμένα με συγκλόνισε σήμερα γιατί έγινε με ένταση μέσα σ’ έναν ξένο για εκείνα χώρο κι όχι μέσα στην αίθουσα του σχολείου τους. Το γράφω και μέσα στο βιβλίο: «Μην αφήσετε κανέναν το όνειρό σας να σας πάρει αυτό μονάχα σας ζητά η δασκάλα σας σαν χάρη”. Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε κανέναν να μας κλέβει τα όνειρα, τόσο οι μικροί όσο και οι μεγάλοι»”.

Προσωπικά θυμάμαι πως σαν παιδί δεν είχα πιστέψει ιδιαίτερα στον Αϊ-Βασίλη. Όταν ρώτησα τη μαμά και τον μπαμπά αν υπάρχει όντως, είχαν εννοήσει πως δεν είναι και πολύ σίγουροι για την ύπαρξή του.

 

“Για μένα κακώς εννοούμενος ορθολογισμός”, μου λέει χαμογελώντας. Από μία ηλικία και μετά  μπορείς απλά να πεις σ’ ένα παιδί πως “άκου, αν πιστέψεις ότι ο Αϊ- Βασίλης, τότε υπάρχει”. Σε ό,τι πιστεύουμε ακράδαντα και δουλεύουμε  γι’ αυτό, θα μας κάνει καλύτερους. Κι αυτό είναι κάτι το απολύτως υπαρκτό. Ο άνθρωπος πάντα είχε την ανάγκη να πιστεύει σε κάτι. Γιατί λοιπόν να του το στερούμε αυτό;

Εγώ πιστεύω και στις γοργόνες, κανείς δεν έχει φτάσει τόσο βαθιά στη θάλασσα για να μου αποδείξει με στοιχεία ότι δεν υπάρχουν! (γέλια)

Τα παραμύθια πρέπει να έχουν πάντα καλό τέλος;

Τα παιδιά μπορούν να καταλάβουν και να διαχειριστούν τα πάντα, αρκεί να τους μιλήσεις στη γλώσσα τους. Το καλό τέλος δεν είναι πάντα το ζητούμενο. Αυτό που μετράει είναι το πώς αντιλαμβάνονται το τέλος. Θυμάμαι τα παιδιά συγκλονισμένα με υγρά μάτια όταν τους είχα αφηγηθεί το παραμύθι “Το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα”. Στο τέλος της αφήγησης τους είπα ότι “ανέβηκε ψηλά κι έγινε αστεράκι”. Τα παιδιά δεν δάκρυσαν γιατί χάθηκε το κοριτσάκι, αλλά για τη φτώχεια του. Όλη η συζήτηση που κάναμε μετά ήταν γύρω από το ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς φαγητό, σπίτι κι άλλα αγαθά. «Πρέπει να δώσουμε σ’ αυτούς που δεν έχουν», έλεγαν. Τα παιδιά πρέπει να προβληματίζονται”. 

Στο τέλος της κουβέντας μας ζήτησα από τη Βίκυ να μου υπογράψει το βιβλίο και να μου γράψει μια ευχή. Δεν θα σου μαρτυρήσω τι μου έγραψε, θα το κρατήσω για μένα, ούτε ξέρω να σου απαντήσω αν υπάρχει τελικά Αϊ- Βασίλης. Αυτό που θα σου πω και με απόλυτη σιγουριά είναι πως υπάρχουν ωραίοι άνθρωποι, στους οποίους αξίζει να πιστεύεις με όλη σου την ψυχή.