ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Στέλλα, πώς είναι να μετακομίζεις μόνιμα στον Άη Στράτη;

Δώσαμε ραντεβού στις έξι και τέταρτο το απόγευμα. Δεν είπαμε μέρος. Όπως θα μάθαινα στη διάρκεια της παραμονής μου στον Άη Στράτη, σχεδόν όλες οι συναντήσεις γίνονται στην πλατεία που βρίσκεται μπροστά από το κτίριο του Δήμου του νησιού. Βασικά, εκεί βρίσκονται όλα. Η εκκλησία, το λιμάνι, τα δύο εστιατόρια (ο 'Αρτεμώνας' και η 'Βεράντα'), το καφέ-μπαρ 'Όμηρος', το μίνι μάρκετ, το λιμεναρχείο.

Από τον Γιώργο Μυλωνά

Μόλις έφτασα στην πλατεία, η Στέλλα με πλησίασε. Δεν είχαμε συμφωνήσει πως θα φοράω κάποιο διακριτικό για να με αναγνωρίσει, ούτε πρόλαβα να την πάρω τηλέφωνο για να της πω ότι έφτασα. Οι κάτοικοι του νησιού δεν ξεπερνούν τους 200, οπότε κάθε ξένος μοιάζει να έχει ένα κίτρινο βέλος ν’ αναβοσβήνει από πάνω του. Το δικό μου, εκείνη τη στιγμή είχε γίνει φωσφοριζέ.

Από τα ηχεία της εκκλησίας ακούγονταν οι Χαιρετισμοί, οπότε της ζήτησα να απομακρυνθούμε προκειμένου να συζητήσουμε με ησυχία. Περάσαμε τη γέφυρα που ενώνει ή χωρίζει το λιμάνι από την παραλία και καθίσαμε σ’ έναν από τους τσιμεντένιους πάγκους του γηπέδου μπάσκετ του οικισμού με φόντο τη θάλασσα.

Βρισκόμουν στον Άη Στράτη στις αρχές Μάρτη, προκειμένου να παρακολουθήσω από κοντά τη δράση εταιρικής υπευθυνότητας της WIND στο νησί. Η WIND μετά την Ανάφη και τη Σίκινο βρέθηκε σ’ αυτό το μικρό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου προκειμένου να αναβαθμίσει τεχνολογικά τις επικοινωνιακές δομές του και να χαρίσει κινητά, λάπτοπ και δωρεάν επικοινωνία στους κατοίκους του για ένα χρόνο, δείχνοντας πως όσο μεγάλη και να είναι η απόσταση ενός τόπου από τα αστικά κέντρα μπορεί ν’ απολαμβάνει τις ίδιες δυνατότητες επικοινωνίας με την υπόλοιπη Ελλάδα.

 

Στόχος μου ήταν να γνωρίσω όσους περισσότερους ντόπιους μπορούσα. Μεταξύ αυτών και η Στέλλα. Ο λόγος που συναντήθηκα μαζί της ήταν ότι ενώ μέχρι τα 38 της ζούσε σε Θεσσαλονίκη και Λονδίνο, ένα Σεπτέμβρη πήρε την απόφαση να μετακομίσει μόνιμα στο νησί.

(Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός)

Όσο ο ήλιος βυθιζόταν στο νερό και στα δεξιά μας αχνοφαινόταν η χιονισμένη βουνοκορφή του Αγίου Όρους, πάτησα το rec και της ζήτησα να μου διηγηθεί την ιστορία της.

”Με λένε Στέλλα Σπανού και στις αρχές του Σεπτέμβρη του 2010 ήρθα από τη Θεσσαλονίκη με δύο φίλες μου για διακοπές στον Άη Στράτη. Μόλις φτάσαμε στο νησί, μάθαμε πως την ίδια μέρα είχαν φύγει οι τελευταίοι τουρίστες. Δεν μας πείραξε, αφού είχαμε έρθει για να ξεκουραστούμε. Κάτσαμε μια εβδομάδα και περάσαμε πολύ ωραία, ενώ γνωρίσαμε σχεδόν όλους τους κατοίκους του νησιού.

Λίγο πριν γυρίσουμε στη Θεσσαλονίκη, ο Θανάσης ο ιδιοκτήτης της ‘Βεράντας’ μου είπε ότι θα άνοιγε ένα μπαράκι και ότι έψαχνε άτομο να το δουλεύει. Εκείνη την περίοδο δεν είχα δουλειά, ενώ ήθελα να φύγω από τη Θεσσαλονίκη. Του είπα ότι ενδιαφερόμουν και του ζήτησα δύο μέρες διορία, ώστε να γυρίσω στη Θεσσαλονίκη και να το σκεφτώ. Την επομένη τον πήρα τηλέφωνο και του είπα ‘ξεκινάω’.

Όταν ανέφερα στο Θανάση πως δεν είχα δουλέψει ξανά σε μπαρ μου είπε: ‘Δεν θα έχεις πρόβλημα. Μεταξύ μας είμαστε. Μέσα σε λίγο καιρό θα ξέρεις τι καφέ και τι ποτό πίνει ο καθένας στο νησί’. Ο μισθός ήταν καλός, δωμάτιο και φαγητό είχα δωρεάν, οπότε σκεφτόμουν πως θα μάζευα χρήματα κι αν δεν μου άρεσε, το καλοκαίρι θα επέστρεφα στη Θεσσαλονίκη.

Είμαι λίγο φευγάτη γενικά σαν άνθρωπος. Αφού τέλειωσα Γαλλική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη, πήγα για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο. Εκεί δούλευα εννέα μήνες στο Πανεπιστήμιο και τους υπόλοιπους ταξίδευα στην Ασία. Ινδία, Ταϋλάνδη, Σιγκαπούρη.

Μόλις επέστρεψα από το Λονδίνο, ήθελα να μετακομίσω σ’ ένα μικρό μέρος. Εκείνο το καλοκαίρι έκανα κάμπινγκ στην Αμοργό. Πέρασα πολύ ωραία, ωστόσο δεν μου έκανε κλικ ο τόπος. Ενώ με το που πάτησα το πόδι μου στον Άη Στράτη, για τον οποίο δεν ήξερα τίποτα πριν έρθω, ένιωσα την ενέργεια του νησιού να με καλεί.

Παρ’ όλο που ήμουν κοπέλα ξένη για τον τόπο και στο μπαρ έρχονταν σχεδόν μόνο άντρες, πέρασα τέλεια. Στη συνέχεια γνώρισα τον Κώστα, τον άντρα μου, έμεινα έγκυος και παντρεύτηκα.

Ο Κώστας είναι κτηνοτρόφος. Λίγο μετά τη γνωριμία μας σταμάτησα να δουλεύω στο μπαρ κι άρχισα να τον βοηθάω στα πρόβατα. Μέχρι και τυρί έμαθα να φτιάχνω, εγώ που σιχαινόμουν ακόμα και τη μυρωδιά της φέτας, ενώ όποτε πήγαινα σε χωριό μού μύριζαν τα ζώα.

Από όταν γέννησα την Αννέτα (σ.σ. σήμερα η Αννέτα είναι πέντε ετών) σκέφτομαι πόσο δύσκολο θα ήταν να μεγάλωνα παιδί στη Θεσσαλονίκη. Οι ρυθμοί είναι τρελοί. Βλέπω τον αδερφό μου και τις φίλες μου που έχουν παιδιά εκεί και δεν ξέρω πώς τα καταφέρνουν.

Έχω ανάγκη να φεύγω 1-2 φορές το χρόνο από το νησί για ν’ αλλάζω παραστάσεις. Όχι επειδή έχω κουραστεί από τη δουλειά ή τους ρυθμούς της ζωής, αλλά επειδή η κοινωνία είναι κλειστή και με τον καιρό ξεχνάς ότι υπάρχει κόσμος γύρω σου. Νιώθεις εγκλωβισμένος, πέφτει η δημιουργικότητα σου κι η όρεξη να κάνεις πράγματα. Κάθε φορά που με πιάνει αυτό το συναίσθημα πηγαίνω στη Θεσσαλονίκη. Μέσα σ’ ένα 24ωρο τα ξεχνάω όλα και απορώ πώς μια μέρα νωρίτερα σκεφτόμουν έτσι.

Μόλις είπα στην μητέρα μου ότι θα μετακόμιζα στον Άη Στράτη, φρίκαρε. ‘Ποιον Άη Στράτη; Εκεί που ήταν η εξορία;’, μου είπε. Είχε συνηθίσει να λείπω για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αλλά όταν γύρισα από το Λονδίνο, θεώρησε πως είχα επιστρέψει μια για πάντα στην Ελλάδα και ήταν πολύ ευτυχισμένη. Στον πατέρα μου αρέσει πολύ το νησί και έρχονται συχνά. Στην μητέρα μου αρέσουν τα μέρη με βαβούρα και κίνηση. Κάθε φορά που με επισκέπτεται μου λέει πως η ζωή στο νησί είναι δύσκολη και θέλει να μετακομίσουμε στη Θεσσαλονίκη, αλλά εγώ δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου με τον Κώστα και το παιδί στην πόλη.

Η καθημερινότητα μου άλλαξε στις δημοτικές εκλογές που έγιναν πριν τέσσερα χρόνια. Εκλέχτηκα δημοτική σύμβουλος κι άρχισα να ασχολούμαι με πολλά πράγματα. Μέχρι τότε, ναι μεν βοηθούσα τον Κώστα στη δουλειά, ωστόσο αυτό δεν με γέμιζε.

Σήμερα είμαι πρόεδρος της σχολικής επιτροπής, ενώ ασχολούμαι και με τα πολιτιστικά, όσα βέβαια μπορούμε να κάνουμε στο νησί, γιατί δεν έχουμε και πολλά χρήματα. Από πέρυσι έχουμε πάρει μέρος σ’ ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα με στόχο να οργανώσουμε το καλοκαίρι ένα φεστιβάλ.

Το μέλλον της Αννέτας στον Άγιο Ευστράτιο το βλέπω πάρα πολύ όμορφο. Είναι πάρα πολύ ωραίο να μεγαλώνει ένα παιδί σ’ ένα τέτοιο μέρος, γιατί έχει ανεξαρτησία και ελευθερία. Από την άλλη πλευρά, λένε πως εδώ δεν έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει σε δραστηριότητες που συμμετέχει ένα παιδί σε μια μεγάλη πόλη. Αυτό δεν το θεωρώ σημαντικό. Ίσα ίσα, τα παιδιά στις πόλεις αναλώνονται σε δραστηριότητες που δεν τα ωφελούν και τόσο. Εκεί βέβαια έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, αλλά τώρα με το Ίντερνετ μπορείς να κάνεις τα πάντα από απόσταση. Όταν θα γίνει 18 θα έχει όλο το χρόνο μπροστά της για να κάνει τα πάντα”.