ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Sivert Hoyem: “Οι Έλληνες ήξεραν τα τραγούδια μου από την αρχή, δεν είχα ιδέα πώς συνέβαινε αυτό”

Πριν 24 χρόνια, μια ομάδα μουσικών μεγαλωμένων σε διάφορες πόλεις γύρω από το παγωμένο Όσλο, από εκείνες τις κλασικές που τα μέλη τους ενώνουν τα ροκ ακούσματα και το όνειρο να κατακτήσουν τον κόσμο με τις κιθάρες και τους μελαγχολικούς τους στίχους, βαφτίζονται Madrugada που στα ισπανικά σημαίνει "νωρίς το πρωί". Το πετυχαίνουν τελικά το καλοκαίρι του 1999 με το άλμπουμ Industrial Silence και με ό,τι το διαδέχτηκε- αλλά κυρίως με αυτό- .Το 2008 το συγκρότημα διαλύεται εξαιτίας του θανάτου του Robert Buras.

Ως “κληρονόμος” της μπάντας ορίζεται ο τραγουδιστής και βασικός συνθέτης της μπάντας, έναν ψηλός, φαλακρός τύπος με αισθαντική φωνή που ακούει στο όνομα Sivert Hoyem. Ένας τύπος που για κάποιον τόσο λογικό αλλά συνάμα ανεξήγητο λόγο έχει ήδη αγαπηθεί σε μια μακρινή σ’ εκείνον χώρα που λέγεται Ελλάδα. Κι ακόμα αγαπιέται. Λίγα 24ωρα πριν τις εμφανίσεις του στην Πάτρα, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ο Sivert Hoyem, ένας από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες του ελληνικού κοινού που ακούει εναλλακτική ροκ, ό,τι συνορεύει έμμεσα ή άμεσα με εκείνη και που κυρίως ελκύεται από μελαγχολικές μελωδίες, μίλησε στο ladylike για το νέο του συγκρότημα, τους Paradise, το οποίο διαδέχεται μία μακρά σόλο, επιτυχημένη περίοδο της καριέρας του, και για πολλά ακόμα.

Για την Ελλάδα

“Δεν έχω ιδέα πόσες φορές έχω έρθει στη χώρα σας, είναι τόσες πολλές (αρχίζει να μετράει). Είκοσι; κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι πρώτη φορά που τραγούδησα για εσάς ήταν το καλοκαίρι του 2000, φυσικά με τους Madrugada. Αλλά η πρώτη, πρώτη φορά ήταν σε διακοπές με τους γονείς μου όταν ήμουν 8 χρονών. Το πρώτο ταξίδι μου στο εξωτερικό ήταν στην Κρήτη, ακολούθησαν κι άλλες, πολλές διακοπές στα μέρη σας”.

Για τους Madrugada

“Nαι, ήμουν από εκείνα τα παιδιά που τραγουδούσαν σε κάθε ευκαιρία αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε περάσει από το μυαλό μου να γίνω τραγουδιστής. Αυτό συνέβη συμπτωματικά στην εφηβεία μου, όταν γνώρισα τους ανθρώπους που μετέπειτα γίναμε μαζί οι Madrugada. Αυτοί που μου άλλαξαν τη ζωή ουσιαστικά, ο Frode, o Jon και μετέπειτα ο Robert”.

Ως Madrugada είχαμε μία ανεξήγητα υπερβολική αυτοπεποίθηση. Ξέραμε ότι θα τα καταφέρναμε, χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο. Ήταν το όνειρό μας.

Για τους Έλληνες

“Πότε συνειδητοποιήσαμε ότι μας έχετε αδυναμία; Από την πρώτη στιγμή που ήρθαμε στην Ελλάδα το καταλάβαμε. Οι Έλληνες ήξεραν όλα τα τραγούδια μας, δεν είχαμε ιδέα πώς συνέβαινε αυτό. Είχαμε μόλις ξεκινήσει τις περιοδείες στην Ευρώπη και το live εδώ ήταν πολύ ιδιαίτερο. Υπήρχε η αίσθηση από νωρίς ότι η μπάντα μας σήμαινε πράγματα για εσάς, αυτό καταλαβαίναμε. Μάλιστα κάποια στιγμή έμαθα πως εκείνη την εποχή, παιζόταν μία σειρά στην ελληνική τηλεόραση βαθισμένη σε αληθινές υποθέσεις εγκλημάτων στην οποία τα τραγούδια μας έπαιζαν σαν μουσικό χαλί. (σ.σ. εννοεί τη σειρά “Κόκκινος Κύκλος” του Πάνου Κοκκινόπουλου, στις αρχές του 2000).

Για τους Paradise

Αυτή η μπάντα είναι κάτι πιο απλό απ’ ό,τι έκανα μόνος μου. Είναι η ευκαιρία για συνεργασία με άλλους ανθρώπους. Συνεργασίες γίνονται εννοείται κι όταν παίζεις σόλο, αλλά δεν γίνονται στη λογική μιας κολεκτίβας. Ήθελα ένα πρότζεκτ πιο ομαδικό που να βασίζεται σε ένα συγκρότημα. Δεν θα σταματήσω να κάνω πράγματα μόνος μου, αλλά θα έχω και τους Paradise. Μου έλειψε η ομαδικότητα της μπάντας. Είναι πολύ διαφορετικό να είσαι μέλος ενός συγκροτήματος, ένας από τους μουσικούς και άλλο να κάνεις σόλο καριέρα.  Γιατί λεγόμαστε Paradise; Πριν ενάμιση χρόνο είχε έρθει στο Οσλο να με δει ο κιθαρίστας του γκρουπ, ο Rob McVey. Περάσαμε αρκετές ώρες πίνοντας και μιλώντας για αυτό που είχαμε στο μυαλό μας για αυτή την μπάντα. Θέλαμε για όνομα μία λέξη πολύ δυνατή. Κι αυτή ήταν το Paradise.
Πιστεύω ότι ο Rob το είχε σκεφτεί ήδη. Πρέπει να είχε έρθει με την ιδέα και απλά την είπε κάποια στιγμή. Γιατί Paradise; Δεν ξέρω. Αρχικά είχαμε αποφασίσει πως η μουσική και ο χαρακτήρας του γκρουπ θα είναι εντελώς αντισυμβατικά, οπότε θέλαμε το όνομα να δημιουργεί κοντράστ με αυτό το κόνσεπτ. Γρήγορα εγώ κι ο Rob, που γράφουμε κυρίως τα τραγούδια, συνειδητοποιήσαμε πως δεν θέλουμε να είμαστε μόνο τσαντισμένοι, αλλά πιο ρομαντικοί και σκοτεινοί. Δεν υπάρχει τεράστια διαφορά, ανάμεσα στη μουσική των Paradise και σε ό,τι έχει προηγηθεί. Αν το καλοσκεφτείς δεν γίνεται κιόλας, αφού είμαι ο ίδιος άνθρωπος που γράφω στίχους και μουσική. Είναι μπάντα, έχει άλλο ήχο και χαρακτήρα, αλλά οι διαφορές δεν μπορούν να είναι μεγάλες. Είναι συνδυασμός ανθρώπων. Αν θες μια διαφορά, αυτή είναι πως κάποια από τα τραγούδια του πρώτου μας άλμπουμ είναι πιο πολιτικά, κυρίως τα 3 πρώτα, αλλά δεν είναι αυτό που θα μας καθορίσει. Θέλουμε μόνο να παρακινήσουμε και να ενώσουμε τους ανθρώπους μέσω της μουσικής. Αν υπάρχει σκοπός, είναι αυτός.

Για την κόρη του

“Το τελευταίο κομμάτι του άλμπουμ είναι το πιο αυτοβιογραφικό. Λέγεται ‘Crying’ κι έχει μία πολύ προσωπική ιστορία κρυμμένη από πίσω του. “Είναι ένα σκηνικό κάπως περίπλοκο. Είμαι μπαμπάς πλέον ξέρεις. Μια μέρα λοιπόν η γυναίκα και η κόρη μου έπαιζαν στο κινητό το Face Swap, ξέρεις, αυτό το application που σου αλλάζει το πρόσωπο. Κάποια στιγμή η μικρή που είναι 5 χρονών είδε το πρόσωπό της ν’ αλλοιώνεται και να παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου άντρα. Η μαμά της δίπλα είχε κάνει swap με το πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας. Όλο αυτό είχε πλάκα αλλά η μικρή τρόμαξε, δεν ήθελε να είναι ο άντρας, η μαμά της της έκανε αστεία κι εκείνη άρχισε να κλαίει. Δεν ήθελε να βλέπει τον εαυτό της έτσι, δεν το καταλάβαινε, την επηρέασε, κατέβηκε στο υπόγειο που έχουμε εδώ στο σπίτι κι άρχισε να κλαίει μόνη της. Πήγα, την βρήκα και την πήρα αγκαλιά, την παρηγόρησα. Συνειδητοποίησα τότε πως ήταν ίσως η πρώτη φορά στη ζωή της που πληγώθηκε από κάτι, που ένιωσε στεναχωρημένη. Όταν σταμάτησε, πήγα στο δωμάτιο που έχω την κιθάρα και κάπως έτσι γεννήθηκε αυτό το τραγούδι για το πώς είναι να πληγώνεσαι και να στεναχωριέσαι για πράγματα που μπορεί να μην έχουν και τόση σημασία τελικά. Οι άνθρωποι το κάνουμε αυτό συνέχεια. Πληγώνουμε με λέξεις και πληγωνόμαστε από αυτές. Γιατί όλα αυτά που συμβαίνουν, το χάος, οι ανησυχητικές πολιτικές καταστάσεις που επικρατούν στον κόσμο καταλήγουν σ’ εμάς και σ’ αυτό που συμβαίνει μέσα μας”.

Τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια σ’ αυτό το άλμπουμ είναι το πρώτο και το τελευταίο: Το ‘Humiliation’ και το ‘Crying’

 

Για τη μουσική

“Αν πιστεύω πως η  μουσική πρέπει να είναι σκοτεινή και μελαγχολική για να μας αγγίξει;εξαρτάται. Πιστεύω πως οι άνθρωποι στρέφονται στη μουσική γιατί την έχουν ανάγκη. Σίγουρα μ’ αρέσει η μελαγχολική μουσική, όχι η σκοτεινή γιατί τελικά τι είναι ‘σκοτεινή’ μουσική; Η μελαγχολική μουσική αγγίζει τα βασικά ανθρώπινα συναισθήματα,τίποτα άλλο δεν το καταφέρνει τόσο βαθιά και γνήσια, όσο αυτό. Αλλά να ξέρεις πως μ’ αρέσει και η πιο χαρούμενη μουσική. Χορεύω κιόλας. Ok, δεν είμαι κι ο καλύτερος, αλλά με 1-2 ποτά μπορώ να υποκριθώ ότι ξέρω να χορεύω”.

Για τον χρόνο που περνάει

“Είμαι 41 ετών. Έχω κατασταλάξει, είμαι πλέον πατέρας. Δεν νοσταλγώ τα 30 μου, ήμουν μια χαρά και τότε. Μου άρεσα περισσότερο στα 30 παρά στα 20. Είμαι διαφορετικός αλλά όχι άλλος. Τα παιδιά όντως σε αλλάζουν και καλά κάνουν, έτσι πρέπει να συμβαίνει. Όμως δεν σκέφτομαι πως ‘πάει, μεγάλωσα, τελείωσα’ όπως άλλοι σ’ αυτή την ηλικία. Αν θες να παραμείνεις δημιουργικός πρέπει να κρατήσεις χώρο για το παιδί που κρύβεις μέσα σου”.

Για τα live του

“Αν βλέπω τον κόσμο όταν είμαι πάνω στη σκηνή; Δεν θα ισχυριστώ πως είμαι ο performer που όταν βρίσκεται εκεί πάνω έχει 100% επαφή με τον κόσμο ή ότι αισθάνομαι πως πρέπει να το διασκεδάσω ή να “υπηρετήσω” το κοινό μου. Αντίστροφα, ούτε να το μανιπουλάρω θέλω. Υπάρχει μία άλλου είδους επικοινωνία μεταξύ μας. Όταν είμαι on stage εισέρχομαι σε μια διαφορετική νοητική κατάσταση, όχι απόλυτα συνειδητή. Πρέπει  να είσαι πολύ συγκεντρωμένος σ’ αυτό που κάνεις, παρατηρείς πολλά, όχι μόνο ένα. Αλλά αν δώσω πολύ σημασία σε κάτι μπορεί να μου αποσπάσει την προσοχή. Ο Έλβις δεν θα ζητούσε ποτέ από κανέναν να σηκώσει τα χέρια του και να τα κουνάει πέρα δώθε. Οι Queen ήταν ίσως οι πρώτοι που το έκαναν αυτό σε live, έχουν ακολουθήσει κι άλλοι, αλλά δεν έχει να κάνει με τη μουσική όλο αυτό. Είναι show. 
Το Mullholland Drive είναι η αγαπημένη μου ταινία. Σε μια σκηνή ακούγεται το εξής: ‘Μην υποκρίνεσαι ότι είναι αληθινό, μέχρι να γίνει στ’ αλήθεια’. Έτσι το βλέπω κι εγώ. Η πραγματική επαφή με τον κόσμο συμβαίνει από μόνη της, δεν χρειάζεται να το πιέσεις”.

Oι Paradise, η νουάρ, τετραμελής μπάντα του Sivert Hoyem αντηχεί σε κιθάρες που τρεμοσβήνουν και σιγοπαίζουν τους ήχους της δεκαετίας του 1950 και στίχους άλλοτε ιερούς και άλλοτε βλάσφημους. Καταραμένα μπλουζ για ραγισμένες καρδιές, σκληρό στακάτο καθαρόαιμο rock ‘n’ roll, στίχοι με νόημα, φωνές με δόνηση, μια ματιά από την κλειδαρότρυπα σε ό,τι μισούμε να αγαπάμε. Καθώς ο κόσμος μας καταρρέει, οι Paradise τραγουδώντας ηλεκτρισμένα και συναισθηματικά φορτισμένα, όπως ο Lee Marvin, μας παίρνουν μαζί τους σε μια μεταμεσονύκτια βόλτα, εκεί που το σύγχρονο ενώνεται με το κλασικό, εκεί που το παρελθόν γίνεται ένα με το παρόν.

Οι Paradise δημιουργήθηκαν από την επιθυμία να επαναφέρουν, στον κορεσμένο και ψηφιακά εμμονικό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σύγχρονο κόσμο, την αμεσότητα μιας εκρηκτικής live εμφάνισης. Στηρίζονται στην απλότητα, στο παρόν, στο “τώρα”, εκρηκτικοί όσο και λυρικοί, αλχημιστές ήχων κι αισθημάτων, με ένα δικό τους, μοναδικό τρόπο. Το μήνυμα είναι η αντίσταση και ο θυμός “τόσο – όσο”, η αποδοχή και η παρηγοριά. Πάντα κάτω από την επιφάνεια του Παράδεισου καραδοκεί η αποσύνθεση, ας μην ανησυχούμε όμως. Η πιο μεγαλειώδης ζούγκλα γεννιέται μέσα από την ίδια της τη σήψη.

*Οι εμφανίσεις των Paradise:

Πάτρα, Παρασκευή 24/11, Αίθουσα Αίγλη

Αθήνα, Σάββατο 25/11, Gagarin 205

Θεσσαλονίκη, Κυριακή 26/11 Principal Club Theater