ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Πού ήσασταν εξαφανισμένος κύριε Μανουσάκη;

Για τον Μανούσο Μανουσάκη δε χρειάζονται πολλές συστάσεις. Οι μεγαλύτερες τηλεοπτικές επιτυχίες των late '90s και early '00s του ανήκουν και όχι άδικα. Θεωρώ πως κάθε τηλεθεάτρια που σεβόταν τον εαυτό της τα χρυσά αυτά χρόνια της ελληνικής τηλεόρασης, έχει δει όλες του τις σειρές με ξεκάθαρους νικητές τους "Ψίθυρους Καρδιάς" και το "Άγγιγμα Ψυχής".

Οι “απαγορευμένοι” έρωτες ήταν ανέκαθεν ένα θέμα που ο Μανούσος Μανουσάκης λάτρευε να χρησιμοποιεί στα σενάριά του. Στην τελευταία του ταινία, “Ουζερί Τσιτσάνης”, βλέπουμε ακόμα ένα ζευγάρι ανθρώπων που προσπαθούν να μείνουν μαζί, ενώ τίποτα δε φαίνεται να τους διευκολύνει να το κάνουν. Στην κατοχική Θεσσαλονίκη του 1944, η Εβραία Εστρέα και ο Έλληνας Γιώργος είναι ερωτευμένοι, ενώ δεν τους επιτρέπεται. Όταν λοιπόν συνάντησα τον σκηνοθέτη του έργου, δε γινόταν να μην τον ρωτήσω για την εμμονή του με τα “ακατόρθωτα ειδύλλια” και τον “ανολοκλήρωτο έρωτα”.

“Μέσα από τις σειρές και τα έργα καταδεικνύουμε κοινωνικές αλήθειες και θίγουμε κοινωνικά προβλήματα και προκαταλήψεις, τη μισαλλοδοξία, τον φόβο προς τη διαφορετικότητα. Η διαφορετικότητα είναι πολύτιμη, μας μαθαίνει να βλέπουμε τα πράγματα κι από μια άλλη οπτική γωνία, πλουτίζουμε τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο”, μου λέει υποστηρίζοντας ότι και μέσα από την τέχνη, ο θεατής μπορεί να πάρει μαθήματα και να αλλάξει τον κόσμο.

Ο έρωτας προς κάποιον άλλον άνθρωπο είναι το κύριο θέμα που μας κρατά να επιβιώνουμε ακόμα επί της γης, παρόλ’ αυτά που κάνουμε.

Ο ίδιος δηλώνει ερωτευμένος με τα πάντα. Αν ο έρωτας είναι ο κινητήριος μοχλός του, ολόκληρη η καθημερινότητά του του δίνει αφορμές για να συνεχίζει να ζει. Τον συγκινεί οτιδήποτε βλέπει, ερωτεύεται τους συνδημιουργούς του, το θέμα με το οποίο καταπιάνεται και ξέρει πως για να έχει το καλύτερο αποτέλεσμα πρέπει όλοι να είναι εξίσου ερωτευμένοι με το αντικείμενο “από το παιδί που θα φέρνει τον καφέ μέχρι τον παραγωγό”, μου λέει προσπαθώντας να μου εξηγήσει πόση σημασία έχει να αρέσει πραγματικά σε όλους το έργο που δημιουργούν.

Είμαι ερωτευμένος με την επόμενη ιδέα. Ακροθιγώς την έχω στο μυαλό μου, αιωρείται, δεν έχω κατασταλάξει, αλλά ξέρω ότι θέλω να ασχοληθώ με ένα παραμύθι. Κλασικό, αλλά εμπλουτισμένο με σύγχρονους συμβολισμούς.

Πώς του ήρθε η ιδέα να κάνει ταινία το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη; “Πριν από πάρα πολλά χρόνια ήρθε στα χέρια μου ένα άλλο σενάριο από μια εταιρεία παραγωγής που δεν υπάρχει πια, δυστυχώς. Το σενάριο αυτό με καθοδήγησε να διαβάσω αυτό το βιβλίο, κι εκεί πέρα ανακάλυψα έναν πλούτο που μπορώ να χρησιμοποιήσω για να κάνω μια ταινία που να λέει ένα απλό πράγμα: να καταδεικνύει τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, να θυμίζει σ’ αυτούς που ξεχνάνε και να γνωστοποιεί σ’ αυτούς που δεν ξέρουν τι είναι ναζισμός, σε μια εποχή που είναι μια από τις κύριες απειλές για την Ευρώπη αυτή τη στιγμή: η άνοδος των ναζιστικών μορφωμάτων και η έξαρση του ρατσισμού. μέσα από έναν καταιγιστικό έρωτα και μέσα από τα μάτια ενός μεγάλου καλλιτέχνη, του Βασίλη Τσιτσάνη”.

 

Το πρώτο πράγμα όμως που αναρωτηθήκαμε όλοι όταν είδαμε στους συντελεστές της ταινίας τον Μανούσο Μανουσάκη, ήταν “πού χάθηκε τόσο καιρό;”. Με την τελευταία του δουλειά να χρονολογείται γύρω στο 2007, είναι λογικό να απορήσει κανείς. Έτσι κι εγώ. Όταν του έκανα την ερώτηση “τι κάνατε τόσα χρόνια;”, η απάντηση ήταν αρχικά ένα μεγάλο μειδίαμα. Για να μου μιλήσει λίγα δευτερόλεπτα μετά για την αγάπη του για τη φύση.

“Ασχολήθηκα με τα κτήματα, με τις ελιές με το λάδι στη Σελασία της Λακωνίας, έξω από τη Σπάρτη και στο Χιλιομόδι στην Κορινθία. Τα τέσσερα από τα επτά χρόνια ετοίμαζα αυτή τη δουλειά. Πριν απ’ αυτό, ετοίμαζα μια άλλη τηλεοπτική δουλειά η οποία δεν ευδοκίμησε. Βασικά όμως είχα το κτήμα να ασχοληθώ το οποίο υπαρξιακά με κάλυψε, γιατί το κυριότερο πρόβλημα ήταν η υπαρξιακή διέξοδος”.

Κάναμε υπέροχο λάδι και βραβευτήκαμε αντί για φεστιβάλ, σε διαγωνισμούς λαδιού. Με απορρόφησε η ενασχόληση με τη γη, μου έδωσε μια άλλη γνώση και μια πιο ποιοτική σχέση με τα πράγματα.

Μοιραία η κουβέντα φτάνει στο “γιατί κινηματογράφος και όχι πάλι τηλεόραση;”, για να ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση γύρω από τα σύγχρονα ελληνικά σίριαλ. “Στα σημερινά σίριαλ υπάρχει ένα περιορισμένο βεληνεκές, μια απόσταση από την πραγματικότητα. Δε βλέπω αληθινούς ανθρώπους, να μιλάνε,να ερωτεύονται. Μου φαίνονται λίγο ψεύτικα, οι σχέσεις, ο τρόπος που εκφέρουν τον λόγο, οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους, μου φαίνονται μη πραγματικά. Είναι μια εποχή που θα μπορούσε να ανθίσει ένας ελληνικός νεο-ρεαλισμός που να περιγράφει την κατάσταση, να δίνει μια διέξοδο ψυχής στον θεατή απ’ αυτά που τραβάει. Είχα προτάσεις, αλλά δε βρήκα κάτι που να μου άρεσε και είχα και τον τρόπο και την άνεση – γιατί αυτό είναι και πολυτέλεια – να πω όχι σε κάτι. Αυτό είναι πραγματικά μεγάλη εύνοια της τύχης”.

 

Ως τώρα μου έχει αναφέρει ήδη αρκετές φορές τη γυναίκα του, τη Μαρία. Μαζί καλλιέργησαν τη Γη, μαζί δούλεψαν για την ταινία, μαζί βραβεύτηκαν για το λάδι. Όταν χρησιμοποιώ τις επανειλημμένες αναφορές του στο όνομά της για να δω αν συμφωνεί με το κλισέ “πίσω από κάθε πετυχημένο άντρα κρύβεται μια έξυπνη γυναίκα”, συναντώ ένα συνοφρύωμα και μια έκδηλη αντίρρηση.

Η γυναίκα μου δεν είναι πίσω από μένα, είναι μπροστά. Μη λέτε πίσω, είναι πολύ ρατσιστικό. Δίπλα είναι και μπρος. Μη σου πω πιο πολύ μπρος.

Αστειευόμενη με το παράπονο που μου έβγαλε με την τελευταία του ατάκα ο κύριος Μανουσάκης μου λέει πως και το “Άγγιγμα Ψυχής”, αλλά και οι “Ψίθυροι Καρδιάς” ήταν ιδέες της γυναίκας του. “Εκείνη έχει τον κακό ρόλο σε κάθε δουλειά. Είναι στα μετόπισθεν. Είναι στην παραγωγή, στα χαρακώματα, αλλά είναι κι αυτή που πάρα πολλές φορές είχε τη βασική ιδέα για το τι έργο να κάνουμε. Είναι αρωγός στα πάντα”.

Επιστρέφοντας στα της ταινίας και λίγο πριν τελειώσει ο χρόνος που είχα μαζί του, ζητώ να μάθω πώς γίνεται η επιλογή των ηθοποιών. Για να μου εξηγήσει, ο Μανούσος Μανουσάκης χρησιμοποιεί την ιστορία για το πώς επέλεξε την Χριστίνα Χειλά Φαμέλη για τον ρόλο της πρωταγωνίστριας. “Η Χριστίνα ήρθε κάποια στιγμή στο γραφείο και προς το τέλος της διανομής. Είχαμε ήδη αρχίσει να καταλήγουμε στο ποια θα κάνει την Εστρέα, αλλά μόλις μπήκε, είπα “αυτή είναι”. Ο τρόπος που κοίταζε, που κρατούσε το ποτήρι, που άναψε το τσιγάρο της, όλ’ αυτά απέπνεαν την ηρωίδα”.

Δεν ισχύει ο όρος διαλέγω έναν ηθοποιό. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Όταν μπαίνει ένα νέο παιδί στο γραφείο εκπέμπει μια αύρα, έναν ερωτισμό. Αυτή η εκπομπή και η αλληλεπίδραση μεταξύ μας είναι αυτό που συντελεί στο να επιλέξουμε ο ένας τον άλλον. Δεν είναι ορθολογιστική ούτε μονομερής η επιλογή.

Αν χρειάζεσαι έναν ακόμα λόγο πέρα από την σκηνοθετική υπογραφή και το εξαιρετικό καστ ηθοποιών για να δεις το “Ουζερί Τσιτσάνης”, ίσως να σε πείσει αυτό που μου είπε ο δημιουργός της ταινίας. “Πιστεύω ότι με το έργο που κάνουμε, χτυπάμε το καμπανάκι του κινδύνου και προσπαθούμε να πούμε στον κόσμο “κοιτάχτε τι είχε συμβεί τότε και να μη συμβεί ποτέ ξανά”. Να μη συμβεί ποτέ ξανά, αυτό λέμε”.

Το “Ουζερί Τσιτσάνης” βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη, 3 Δεκεμβρίου.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson