ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Οι Last International Playboys θέλουν να μας τρέχουν μέχρι το Wembley

Μία τρίλεπτη μουσική σύνθεση που ακούει στο όνομα "The Miracle" ήταν απόλυτα θαυματουργή (see what I did there?) και χάρισε στους "The Last International Playboys" το εισιτήριο για το Rockwave. Ή μάλλον το πάσο για να ανέβουν στη σκηνή πριν βγουν οι Cigarettes After Sex, ο Sivert Hoyem και οι Placebo.

 

Σε αντίθεση με τις μπάντες νέων παιδιών που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε να προωθούνται από τα media, οι “Τελευταίοι Παγκόσμιοι Playboys” (sic) είναι ένα σχήμα που αποτελείται από έξι έμπειρους, επαγγελματίες μουσικούς και ήταν το συγκρότημα εκείνο που ξεχώρισε στον διαγωνισμό του ραδιοφωνικού σταθμού Red. Το έπαθλο – μεταξύ άλλων – ήταν να βρεθούν μπροστά στις χιλιάδες κόσμου που θα παρευρεθούν στο Rockwave και να αναλάβουν το opening act της βραδιάς. “Η συγκυρία ήταν τρομακτική γιατί εγώ ήμουν στο αυτοκίνητο, άκουσα για τον διαγωνισμό, πήρα τηλέφωνο τον Άγγελο και του είπα να στείλει τη συμμετοχή. Σε μια φυσιολογική κατάσταση, θα τον έπαιρνα 10000 τηλέφωνα να επιβεβαιώσω ότι το έκανε, κι αυτός δε θα το έκανε. Εγώ δεν τον ξαναπήρα ποτέ κι εκείνος το έκανε από μόνος του. Μαγικά, εγώ δεν επέμεινα κι ο Άγγελος δε βαριόταν“, μου λέει ο Νικόλας, το μπάσο της μπάντας, αλλά και ο άνθρωπος που έχει αναλάβει τα της οργάνωσης. Ο Άγγελος – η φωνή και ο δημιουργός των κομματιών – από την άλλη έχει μια λίγο διαφορετική ιστορία “Τελευταία στιγμή έστειλα τη συμμετοχή επειδή μου το χε ζητήσει ο Νικόλας, και μάλιστα με ένα τραγούδι μας, το οποίο προσωπικά δεν είναι και το αγαπημένο μου. Το “miracle”. Καμια φορά τα πράγματα έρχονται εκεί που δεν το περιμένεις, δεν το είχα καν στο πίσω μέρος του μυαλού μου.

 

Είτε πρόκειται για τύχη, συμπαντική συνωμοσία, ή σατανική σύμπτωση, οι Last International Playboys, έκαναν τον Νικόλα να κερδίσει το στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του περίπου ένα χρόνο πριν, όταν είχε μαντέψει ότι μέσα στα επόμενα δύο χρόνια θα έπαιζαν στο Rockwave, και τότε θα ένιωθε πως η μπάντα τους μπορεί όντως να βγάλει φτερά και δεν “χάνει απλά τον χρόνο του με ένα ακόμα μουσικό project”.

Το συγκρότημα ξεκίνησε σαν μπάντα που κάνει covers σε ξένα και ελληνικά με το όνομα “Crazy Lazy”, μέχρι που η μόδα αυτή άρχισε να φθίνει. Παράλληλα, η οικονομική κρίση τους “κόστισε” τρεις μουσικούς, οι οποίοι έφυγαν για το εξωτερικό, κι έτσι το σημερινό ρόστερ τους έχει περίπου δύο χρόνια ύπαρξης. Κάποια στιγμή ο Νικόλας ανακάλυψε ότι ο Άγγελος έχει στο ράφι πολύ και καλό υλικό, το οποίο όμως δεν ήταν διατεθειμένος να βγάλει προς τα έξω γιατί, πολύ απλά, βαριόταν. Έτσι ο Νικόλας τον πήρε από το χέρι και τον πίεσε να κάνουν τη δική τους μουσική.

“Όταν γράφω τραγούδια βγάζω τα ψυχολογικά μου. Αντί να δίνω λεφτά σε ψυχολόγους τα χώνω στο Cubase (σ.σ. πρόγραμμα για τη σύνθεση κομματιών). Συνήθως τα μεγάλα μου τα ζόρια είναι ο χρόνος, η μοναχικότητα, οι γυναίκες και γύρω από αυτά κινούμαι για να γράψω”, μου λέει ο Άγγελος όταν τον ρωτάω για την έμπνευσή του. Τότε θα πάρει το λόγο η άλλη κιθάρα του σχήματος, ο Κώστας για να πει πώς βλέπει εκείνος τον Άγγελο σαν δημιουργό.

Τον Άγγελο νόμιζα πως δεν τον ήξερα, μέχρι που είδα μια φωτογραφία από τα 90’s. Ήταν σε μια metal μπάντα, τους Trademark, με μακρύ, σγουρό μαλλί. Τον θυμόμουν σαν τον τύπο που τραγούδησε γαμάτα στο opening act στους Scorpions το ’93. Δεν ήξερα ποιος είναι, ούτε τη μπάντα, απλά θυμόμουν ότι τραγούδησε τέλεια. Σήμερα υμνεί τον αστικό ρομαντισμό όταν γράφει – έτσι το έχω βαφτίσει. Τον εμπνέει η πόλη και οι καταστάσεις που δημιουργεί αυτή και έχουν αντίκτυπο στη ζωή του.

Το όνομα του band είναι ένα tribute στον Morrissey και το κομμάτι του “Last of the famous international playboys”, με τον οποίο ο Νικόλας – ο πιο φιλόδοξος του team – είναι σίγουρος πως θα παίξουν αν ο Morrissey δεν πεθάνει. Στη λίστα με τις άλλες μπάντες που ονειρεύονται να συνεργαστούν δεσπόζουν ονόματα όπως Arctic Monkeys, Kaiser Chiefs και Robbie Williams. Το κοινό που αγαπάει την βρετανική σκηνή, είναι και αυτό που θα λατρέψει τους δικούς μας, Last International Playboys, “ή κι εκείνοι που θέλουν να ακούσουν κάτι πέρα από τα σαράντα – πενήντα τραγούδια που παίζει το ραδιόφωνο”, λέει ο Άγγελος. “Απευθυνόμαστε σε κόσμο που θα βάλει στο σπίτι του μόνος του να ακούσει μουσική. Οι περισσότεροι θέλουν να πάνε σ’ ένα χώρο, να παίζει μουσική και να συζητήσουν. Είναι λίγοι εκείνοι που θα βάλουν έναν δίσκο, θα αναζητήσουν ένα νέο κομμάτι – εμείς αυτοί θέλουμε να μας μάθουν. Πιστεύω ότι επειδή είναι λίγο mainstream το υλικό, αν μας παίξει εντατικά το ραδιόφωνο, ο μέσος ακροατής θα μάθει να ακούει και εμάς. Γι’ αυτό όμως πρέπει να πείσεις τα ραδιόφωνα, πράγμα που δεν είναι εύκολο γιατί κινούνται με ασφαλείς λίστες, με τα παλιά τραγούδια, με τη δικαιολογία “αυτά θέλει ο κόσμος“, λέει ο Νικόλας που δείχνει να νοιάζεται περισσότερο για την αποδοχή που θα έχει από το κοινό (είπαμε, θέλει να φτάσει του LIP στο Wembley!).

 

Kάπου εκεί τους ρωτάω για το mainstream, κι αν νιώθουν ότι κάνουν εκπτώσεις ή υποχωρήσεις στη μουσική τους προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι πιο “εύπεπτο”. Οι απαντήσεις ήταν ναι μεν διαφορετικές, αλλά κανείς δεν υποτίμησε την ταμπέλα του “mainstream”.

Νικόλας:Όταν λέμε mainstream, εννοούμε κάτι που είναι αισθητικά ωραίο και δεν είναι απαραίτητα εξεζητημένο. Να είναι τεχνικά άρτιο, αλλά να μην επιτηδευμένο, να έχει ωραία μουσική, στίχο, σύνθεση, αλλά να μπορεί να το ακούσει και κάποιος που δεν είναι εκπαιδευμένος μουσικά. Να του ξυπνάει συναισθήματα. Δεν ξέρω γιατί υπάρχει αυτή η αντίληψη ότι το mainstream δεν είναι καλό ποιοτικά και το ποιοτικό πρέπει να έχει περίπλοκες συγχορδίες. Μπορείς να κάνεις κάτι εμπορικό, το οποίο να είναι ταυτόχρονα και ποιοτικό“.

Κώστας:Τον Robbie Williams τι θα τον έλεγες; Είναι mainstream, αλλά είναι ποιοτικός. Μπορεί για έναν μουσικό, να μην είναι στο 90% που μπορεί να φτάσει, αλλά ακόμα και για τον επαγγελματία του χώρου, η μουσική του Robbie έχει ενδιαφέρον. Εμένα ως μουσικό, με ενδιαφέρει να έχω το αποτέλεσμα που θέλω. Άρα το mainstream, μπορεί να είναι καλλιτεχνικά όμορφο ακόμα και για έναν μουσικό. Να είναι αυτό που θέλει και ο ίδιος να φτάνει στο αυτί του. Ο σκοπός δεν είναι πάντα να βγάλεις αυτό που γνωρίζεις τεχνικά πάνω στο όργανό σου, αλλά αυτό που θα βγει τελικά, να βγάζει ένα συναίσθημα και να αντιπροσωπεύει αυτό που θες να κάνεις”.

Άγγελος:Αν δεις τη μουσική σε μια παγκόσμια κλίμακα, το “Fur elise” είναι ένα αριστούργημα και πρόκειται για μια πάρα πολύ απλή μελωδία, την οποία μπορεί να παίξει οποιοσδήποτε δευτεροετής πιανίστας. Ταυτόχρονα, αριστουργήματα είναι και πιάνο κοντσέρτα του Rachmaninoff, που είναι παλούκια. Και ενδιάμεσα υπάρχουν απλοϊκές μελωδίες που απορείς γιατί υπάρχουν, αλλά και πολύ σύνθετα πράγματα που πάλι δεν καταλαβαίνεις τι θέλουν να πουν, επειδή μπορούν να το πουν πολύ πιο απλά“.

Μην περιμένεις να βγάλεις πολύ εύκολα άκρη όταν έχεις να κάνεις με άντρες. Πόσο μάλλον όταν αυτοί είναι έξι και είναι και μουσικοί. Ακόμα και οι ίδιοι παραδέχονται πως είναι μάλλον πιο εύκολο να συναντήσεις τον Donald Trump, παρά να βρεθούν όλοι μαζί για οποιονδήποτε λόγο. Γι’ αυτό κιόλας στις γραμμές που διαβάζεις, είναι τρία τα στόματα που εκπροσωπούν τη μπάντα.

Αυτό που τους κάνει να ξεχωρίζουν, είναι η cool ματιά με την οποία βλέπουν τη μουσική. “Παίζουμε ό,τι μας αρέσει, κι άμα προκύψει κάτι, καλώς. Κάνουμε όλοι κι άλλες δουλειές οπότε δεν είναι βιοποριστικό. Δε θέλουμε να αισθανθούμε την πίεση “αυτό πρέπει να το αλλάξεις, εκείνο κάν’ το αλλιώς. Τη μουσική τη φτιάχνεις όπως σου αρέσει και ελπίζεις να αρέσει και στους τρίτους“, μου λέει ο Νικόλας.

Άγγελος:Προσωπικά δε με νοιάζει και σε ποιον αρέσει“.

Νικόλας: “Άστον να λέει, αν θέλει να παίξει στον Wembley, πρέπει να τον νοιάζει!”

Κώστας: Όλοι πιστεύουμε ότι το υλικό έχει και ταυτότητα και προσωπικότητα. Είναι μελωδικό και εύηχο σε όλα τ’ αυτιά“.

Άγγελος:Αν θες να βγάλεις χρήματα βέβαια, δεν κάνεις αυτό που κάνουμε εμείς. Ακολουθείς άλλους δρόμους, πας σε πίστες και τέτοια. Αυτό το κάνεις από μεράκι, άρα το χρηματοδοτείς κιόλας. Θα θέλαμε να γίνει βιοποριστικό, αλλά χωρίς να κάνουμε υποχωρήσεις“.

Νικόλας:Η μόνη υποχώρηση που κάνουμε είναι στιλιστική. Ο Άγγελος μας έχει τρελάνει και μας ντύνει όλους. Έρχεται μαζί μας για ψώνια, μας διαλέγει τα πουκάμισα και σ’ όλες τις φωτογραφίσεις έρχεται με ένα σακ βουαγιαζ τεράστιο και μοιράζει ρούχα“.

Άγγελος:Εμένα γενικότερα μ’ αρέσουν οι vintage αποχρώσεις, η ατμόσφαιρα των 60’s και του μεσοπολέμου και προσπαθώ η εικόνα μας να έχει μια πινελιά κι από ‘κει“.

Νικόλας:Η μουσική πρέπει να είναι σαν ένα καλό βιβλίο. Το διαβάζεις και εκείνο σε κάνει να περνάς καλά. Δεν έχεις εσύ ήδη έτοιμη τη διάθεσή σου από πριν και ζητάς από τον συγγραφέα να γράψει κάτι. Θες αυτό που θα διαβάσεις να σου εμφανίσει κάτι που δεν είχες σκεφτεί, άρα και η μουσική κάπως έτσι είναι. Πρέπει να ακούσει κάποιος τη μουσική σου και να τον εκπλήξεις ευχάριστα. Εσύ διαμορφώνεις το κοινό, δεν περιμένεις από το κοινό να διαμορφώσει εσένα. Γι’ αυτό η μουσική έχει πάψει να ειναι τόσο δημιουργική και παραγωγική – όλοι προσπαθούν να κάνουν αυτό που αρέσει στο καταναλωτικό κοινό για να καταναλώσει και να μπορέσουν να επιβιώσουν. Οπότε αυτό το διαμορφώνουν άλλοι παράγοντες, όχι ο καλλιτέχνης. Κανονικά ο καλλιτέχνης πρέπει να διαμορφώνει την τάση στη μουσική, να δημιουργεί κάτι, να το παρουσιάζει ανόθευτο, όπως εκείνος θέλει και μετά αν βρει κοινό, έχει καλώς. Αν όχι, δεν πρέπει να αλλάξει το υλικό προκειμένου να αρέσει σε κάποιον. Παλιότερα έτσι είχαν γίνει οι μεγάλες μπάντες. Οι παραγωγοί τους έβρισκαν στα μικρομάγαζα και τους παρακαλούσαν να κάνουν δίσκο. Τώρα συμβαίνει το ανάποδο και ο παραγωγός λέει τι του αρέσει και τι όχι, τι θα κόψουν τι θα κρατήσουν, θέλει να δει φωτογραφία των μελών, να διώξουν κάποιον αν δεν είναι ωραίος“. 

Μέχρι να μεγαλοπιαστούν με το Rockwave, προλαβαίνεις ακόμα να δεις τους Last International Playboys σε μερικά lives σε μικρομάγαζα, να παράγουν τον ήχο που τους εκφράζει και να νιώθουν σαν να έχουν γεμίσει το Wembley – ή περίπου έτσι, μέχρι να το νιώσουν και να το γεμίσουν στ’ αλήθεια.
 

*Δες live τους “Last International Playboys” την Τετάρτη, 5 Απριλίου στο Άρωμα Πλατείας, και 26 Aπριλίου, στο Σταυρό του Νότου.

The Band

Άγγελος Καλαντζής: φωνητικά

Κώστας Λαγός: κιθάρα

Ιωσήφ Μοσχόπουλος: κιθάρα

Νικόλας Μίχος: μπάσο

Στέλιος Πασχάλης: τύμπανα

Οδυσσέας Κωνσταντόπουλος: πλήκτρα

Φωτογραφίες: Γιάννης Παπαδέας, Κατερίνα Αρβανίτη

Μακιγιάζ: Παυλίνα Κουτσικουρή