ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Η Ξανθή φωτογραφίζεται γυμνή, περήφανη για τη μαστεκτομή της

Έλα να κάνουμε μια εικόνα: φαντάσου ένα πρόβλημα. Τώρα ντυστο με ένα φανταχτερό περιτύλιγμα, κορδέλες, ρίχτου χρυσόσκονη και προσπάθησε να φτάσεις στη λύση του. Καμια φορά, πρέπει να δεις την αλήθεια γυμνή για να μπορέσεις να την αντιμετωπίσεις χωρίς να αποπροσανατολίζεσαι και να αποσπάσαι. Η Ξανθή διαγνώστηκε πριν δεκαπέντε χρόνια με καρκίνο του μαστού. Σήμερα έχει τη μαστεκτομή της, δεν έχει κάνει αποκατάσταση στήθους και φωτογραφίζεται χωρίς τη μπλούζα της. Γιατί όχι άλλωστε;

Δε θεώρησα απαραίτητο να κάνω αποκατάσταση του μαστού. Γιατί; Δεν ξέρω. Ίσως οι γυναίκες νομίζουν ότι το στήθος είναι πολύ σημαντικό για το φύλο τους, αλλά πιστεύω πως κάνουν λάθος. Υπάρχουν άλλα πράγματα να δείξεις. Δεν έχεις το στήθος, έχεις κάτι άλλο.

Η Ξανθή έπαιζε πολύ με τον γιο της, όταν εκείνος την χτύπησε με τον αγκώνα κάπου κοντά στο στήθος. Λίγες μέρες μετά, εκείνη έπιασε ένα γρομπαλάκι, κατάλαβε ότι κάτι συμβαίνει, αλλά το μυαλό της δεν πήγε καθόλου στο αποτέλεσμα που θα έδειχνε λίγες μέρες μετά η μαστογραφία της. «Είμαι δασκάλα, και τότε ήταν διακοπές Χριστουγέννων, οπότε είχα χρόνο και ζήτησα να δω αμέσως ογκολόγο. Με έστειλαν στο Λητώ, στην κυρία Φαλιάκου η οποία μου είπε ότι είναι καρκίνος και η διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσουμε θα ήταν να γίνει βιοψία, να μου πάρουν υγρό, να δούμε σε ποιο στάδιο είναι και έπειτα να κανονίσουμε πώς θα κινηθούμε. Εγώ της είπα «μπορείτε να με χειρουργήσετε τώρα;». Με πίεζε ο χρόνος και με το σχολείο, δε θα μπορούσα να εγχειριστώ πριν το καλοκαίρι.»

 

Μένει λίγο έξω από την Αθήνα με τα δυο παιδιά και τον άντρα της και πέρασε τον καρκίνο του μαστού σαν να είχε μια ίωση. Μπήκε στο χειρουργείο άμεσα, και ζήτησε να εγχειριστεί σαν να έχει καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο – χωρίς όμως να μάθει τελικά σε ποια φάση τον πρόλαβε. «Την έλεγα τη λέξη καρκίνος, δε φοβόμουν να την πω. Μόλις ξύπνησα όμως στο νοσοκομείο ήταν ένα σοκ. Μεγάλο σοκ. Εκεί ήμουν με τη νύφη μου. Δεν είπα στον άντρα μου ότι θα έκανα επέμβαση γιατί ήταν και λίγο άρρωστος τότε και γενικά είναι λίγο φοβιτσιάρης. Μόλις βγήκα βέβαια έμαθαν όλοι ότι έκανα επέμβαση και ότι ήταν καρκίνος. Τα έκανα όλα σαν να είχα καρκίνο σε πολύ μεγάλο βαθμό. Μου έβγαλε όλους τους αδένες, τα πάντα την ίδια μέρα. Δεν κάθισα να περιμένω τη βιοψία, να μου πει, να σκεφτούμε να σχεδιάσουμε τι θα κάνουμε. Παρασκευή απόγευμα έγινε το χειρουργείο, ξύπνησα κατά τις έξι – εξίμιση, δεν κάθισα καθόλου στο νοσοκομείο. Έμεινα τρεις μέρες στη νύφη μου κουβαλώντας το σακουλάκι που μαζεύει τα τελευταία υγρά από το στήθος, έκανα μόνη μου τις μετρήσεις και έπαιρνα τηλέφωνο τη γιατρό. Μετά επέστρεψα κανονικά στη δουλειά μου, και κανόνισα ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες»

Αυτό ήταν και το μόνο πράγμα που η Ξανθή συζήτησε με την κόρη της, τη Χριστίνα. «Η μαμά θα χάσει τα μαλλιά της, αλλά δε θα αρρωστήσει ποτέ ξανά». Έτσι της είπε και η δεκαπεντάχρονη τότε Χριστίνα δεν ένιωσε άσχημα όταν μια Κυριακή είδε τη μαμά της να πλένεται φαλακρή και γύρω από το σιφόνι να πνίγονται σε τούφες όλα της τα μαλλιά. Ήξερε ότι είναι για καλό, αλλά όχι ότι ήταν από τον καρκίνο.

Όταν παρήγγειλα τις δύο περούκες πήγα σ ένα πολύ ωραίο μέρος, που έχει ένα εκκλησάκι. Εκεί έκλαψα, έβγαλα μια μεγάλη φωνή κι αυτό ήταν όλο. Τέλος. Το άφησα όλο εκεί και γύρισα σπίτι μου.

Λόγω της δουλειάς της ως εκπαιδευτικός, την ευαίσθητη ηλικία στην οποία βρίσκονταν τα παιδιά της, αλλά και την μικρή και κάπως αδιάκριτη κοινωνία της περιοχής που μένει, η Ξανθή δεν κοινοποίησε ιδιαίτερα την κατάσταση της υγείας της. «Πήγαινα στο νοσοκομείο, έκανα τις χημείες, δε με πείραξαν καθόλου, έπαιρνα το αυτοκίνητο μετά, κατευθείαν στο σχολείο, έκανα μάθημα και γυρνούσα στο σπίτι στις 10 το βράδυ. Δεν ένιωθα ζαλάδες, τίποτα. Έτρωγα όμως πολύ πορτοκάλι – αυτό ζητούσε ο οργανισμός μου. Δεν έχασα ούτε μια ώρα μάθημα και δεν το πήρε και κανένας χαμπάρι. Το μόνο που σκεφτόμουν, ήταν τα μαλλιά. Δουλεύω με παιδάκια και εκείνη την εποχή το να έχεις καρκίνο νόμιζαν πως είναι κολλητικό. Φοβήθηκα μη χάσω τη δουλειά μου – μόνο αυτό».

Κάποιοι γονείς το είχαν ψυλλιαστεί, δε μπορείς να το κρατήσεις και τελείως κρυφό. Τον Σεπτέμβρη στις εγγραφές ήρθαν πολλοί και με κοίταζαν στο στήθος, να δουν αν το έχω ή όχι. Σε μια απ’ αυτές τις μαμάδες δεν άντεξα και κατέβασα τη μπλούζα μου «να το, εδώ είναι, λίγο πιο μικρό, αλλά εδώ είναι». Γιατί δε ρωτάς; Είναι χειρότερο το αδιάκριτο βλέμμα.

Όταν γυρνούσε σπίτι η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Γενικά ο καρκίνος δεν μου ακούγεται σαν κάτι που είχε προσβάλλει την Ξανθή. Το θράσος και η αναισθησία με την οποία τον αντιμετώπισε, η απαξίωση της δύναμής του – ίσως και η άγνοιά του κινδύνου τότε – ήταν μάλλον τα άυλα φάρμακα που τη βοηθούσαν να στερεώνει την περούκα της κάθε πρωί για να πάει στη δουλειά, να κοιτάζει το στήθος της και να μην λυπάται τον εαυτό της, να φεύγει οδικώς για Ιταλία, αμέσως μετά την πρώτη χημειοθεραπεία, να καπνίζει κρυφά πίσω από τις κολώνες του νοσοκομείου λίγο πριν το χειρουργείο.

 

«Με τον άντρα μου δεν είχα πρόβλημα. Στην αρχή λίγο μόνο στο σεξ δεν ήθελα να μου πιάνει το στήθος, αλλά το έκανε με τέτοιο τρόπο που ούτε καν το έπαιρνα χαμπάρι. Αυτό μου έχει μείνει ακόμα, με ενοχλεί να με αγγίζει το ξένο σώμα. Είχα όμως πολύ καλή στήριξη. Τελικά βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον πιο πολύ τον στήριξα εγώ. Δεν τον άφηνα να με στηρίξει γιατί ξέρω ότι είναι πάρα πολύ ευαίσθητος. Αν ήξερε ότι θα έμπαινα γι’ αυτό το χειρουργείο, μπορεί και να τον τρέχαμε για κάτι άλλο».

«Τα παιδιά μου δεν το έμαθαν. Η κόρη μου μού είπε κιόλας ότι φταίω επειδή δεν την έβαλα ποτέ στο πρόβλημα, οπότε δεν μπορεί να καταλάβει ότι ήμουν άρρωστη, αν τυχόν τώρα παραπονεθώ ότι πονάει το χέρι μου από το σιδέρωμα για παράδειγμα. Να της έλεγα όταν ήταν μικρή ότι έχω καρκίνο, τι να καταλάβει δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι; Δεν το θεώρησα απαραίτητο να τους το πω γιατί δεν υπήρξε μια φορά να πω «δε μπορώ, δε θα κάνω φαγητό, δε θα πάω σχολείο, είμαι κουρασμένη, είμαι άρρωστη».

Η τυχερή ήταν η κόρη μου γιατί κάθε φορά που πήγαινα για χημειοθεραπείες της έφερνα και δώρο. Ίσως είχα και ενοχές που δεν της το είχα πει, δεν ξέρω, αλλά θυμάμαι ακόμα την κόκκινη φούστα που της είχα πάρει σε μια από τις βόλτες μου στο νοσοκομείο.

«Αφού πέρασε η θεραπεία, δεν κρύφτηκα από τα παιδιά μου. Φαίνεται άλλωστε ότι το ένα στήθος είναι πιο μεγάλο και το άλλο πιο μικρό, αλλά δε με ενοχλεί. Ίσως και το ότι είμαι άνθρωπος που αυτοσαρκάζεται, με έχει βοηθήσει. Αν βέβαια γυρνούσα τον χρόνο πίσω, θα τους το έλεγα. Ίσως και στο σχολείο. Αλλά επειδή έχουμε την τάση να λυπόμαστε τους ανθρώπους, δεν το ήθελα με τίποτα αυτό».

Μου αφηγείται την ιστορία της και κάπου κάπου διακόπτει τον εαυτό της για μια μίνι αυτοκριτική «Tο ξέρω ότι είναι περίεργο κι ότι ήμουν λίγο αναίσθητη. Ακόμα κι εγώ δεν πιστεύω ότι ήμουν τόσο δυνατή. Κάτι άλλο με έσπρωξε, αλλά εγώ το ακολούθησα, δεν το αμφισβήτησα. Υπάρχει δύναμη πάνω. Κάποιος σου τη δίνει οπωσδήποτε. Αν έχεις ανοιχτά μάτια και αυτιά την παίρνεις. Εγώ ήμουν από τις τυχερές και την πήρα. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσει η δύναμη. Εξαρτάται εσύ σε ποια φάση είσαι και αν θα το πιστέψεις, γιατί εμένα ένα χέρι με έσπρωξε για όλα όσα έκανα. Η πίστη είναι μεγάλο πράγμα, τώρα δεν έχω πίστη γι αυτό και φοβάμαι. Τρέμω στην ιδέα γιατί δεν ξέρω αν μου ξανατύχει, αν θα έχω πάλι τη δύναμη να το αντιμετωπίσω έτσι. Ή μήπως είναι κληρονομικό και το πάθει κι η κόρη μου γι’ αυτό και κάνουμε κάθε χρόνο τον έλεγχο».

 

Η Χριστίνα έρχεται τρία λεπτά περίπου πριν σταματήσω την ηχογράφηση. Μου λέει ότι για την ίδια, η μαμά της δεν είχε ποτέ καρκίνο. Τουλάχιστον αυτή δεν το κατάλαβε ποτέ. Αν φοβήθηκε και έκλαψε για εκείνη, το έκανε δεκαπέντε χρόνια μετά, με μια ταινία σχετική με την ασθένεια.

Δεν ξέρω αν πρέπει ο επίλογος να έχει επικριτικό χαρακτήρα. Δεν νομίζω άλλωστε πως μπορεί κανείς να υπαγορεύσει σε μια γυναίκα πώς τελικά θα πολεμήσει τον καρκίνο, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να κλάψει, η σωστή ώρα να καταρρεύσει και το μέρος που πρέπει, ώστε να γδυθεί και να φανούν οι πληγές της. Τα αδιάκριτα βλέμματα και τα στόματα που αδημονούν να ξεράσουν οίκτο και συμπόνοια θα είναι πάντα παρόντα, άρα γιατί να τους δώσει κανείς σημασία; Αν κάτι μου έμεινε από την Ξανθή και την κουβέντα μας, είναι ότι θέλει να φτάσει τα 102. Και ότι πιστεύει πως δεν θα πάθει και τίποτα στη διαδρομή της μέχρι εκεί. Εφόσον ακόμα κι ένας ταπεινός καρκίνος του μαστού παρέδωσε τα όπλα σαν μια εποχιακή γριπούλα μόλις τα έβαλε μαζί της, υπάρχει άραγε τίποτε άλλο να φοβηθεί κανείς; Τη στιγμή που νομίζεις ότι δεν έχεις καν τη δύναμη να ανοίξεις το κουτί και να δεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον, τότε βρίσκεις ως δια μαγείας το κουράγιο να φυσήξεις τη χρυσόσκονη, να λύσεις την κορδέλα, να σκίσεις το περιτύλιγμα και να δεις ότι το πρόβλημα δεν είναι ποτέ μεγαλύτερο απ’ όσο το αφήνεις να γίνει. Σίγουρα πάντως, δεν είναι μεγαλύτερο από τη θέλησή σου να ζήσεις.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson