ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Ο Χάρης Φραγκούλης βλέπει τη σκηνή σαν ρινγκ

Συναντηθήκαμε ένα απόγευμα στο Luxus στα Εξάρχεια. Εκείνος με πρησμένο γόνατο, εγώ με τύψεις που είχε χτυπήσει το γόνατό του το προηγούμενο βράδυ και θα τον ανάγκαζα να κάθεται σε μία καρέκλα να απαντάει στις ερωτήσεις μου, αντί να το 'χει αραχτό σε κάποιο μαξιλάρι. Λογικά υπέφερε, αλλά δεν είπε κουβέντα.

Χάρης Φραγκούλης , λοιπόν, 31 ετών, ηθοποιός ή ακόμα καλύτερα “ηθοποιός που δεν είναι μόνο ηθοποιός αλλά σκηνοθετεί κιόλας” (σ.σ. αυτό μου είπε όταν τον ρώτησα αν αποδέχεται την ιδιότητα του σκηνοθέτη, από τη στιγμή που έχει ανεβάσει τουλάχιστον 5 παραστάσεις οι οποίες έχουν αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές από κοινό και επαγγελματίες του είδους).

Ξεκινώντας από το παρόν και προς τα πίσω, ο Χάρης είναι ο Νίκος στο κινηματογραφικό Άφτερλωβ, ο Κόμης Αρισταίος στην Οπερέττα του Νίκου Καραθάνου, ο σκηνοθέτης της παράστασης Lenz που παιζόταν μέχρι πολύ πρόσφατα στο Bios από την ομάδα Kursk, στην οποία και ανήκει καλλιτεχνικά. Μεταξύ άλλων ήταν ο συγκλονιστικός Δον Ζουάν στην περίφημη, ομώνυμη παράσταση του Μιχαήλ Μαρμαρινού, ο Χριστιανός που ερωτεύτηκε μία Εβραία στο Ουζερί Τσιτσάνης του Μανουσάκη, ο ορμητικός Γιάννης στους Αισθηματίες του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ο Φρόιντ στο Όταν Έκλαψε ο Νίτσε, ο ρόλος για τον οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Δημήτρης Χορν. Όλα αυτά και πόσα άλλα μέσα σε 4 μόλις χρόνια. Δικής του σκηνοθετικής πρωτοβουλίας (μαζί με τους υπόλοιπους της Kursk) και οι παραστάσεις Ο Άρντεν Πρέπει να Πεθάνει, Η Αφιέρωση του Στράους, ο Βόυτσεκ του Μπρίχνερ.

Κάποτε ήταν “απλά” ένας απόφοιτος της Σχολής του Εθνικού, ο οποίος είχε παρατήσει τη Βιολογία για να γίνει ηθοποιός και πριν απ’ αυτό ένα παιδί που εκτονωνόταν παίζοντας μποξ, πιάνο και τρομπέτα. Το ρινγκ και τη μουσική δεν τα εγκατέλειψε ποτέ. Διαβάζοντας για εκείνον έπεσα αρκετές φορές πάνω στη δήλωση ότι σαν παιδί δεν είχε δει θέατρο, ούτε και διάβαζε ιδιαίτερα βιβλία. Μεσολάβησαν σίγουρα αρκετά μέχρι να φτάσει να δηλώνει πως “Η ποίηση του θεάτρου δανείζει στη ζωή και έτσι μπορείς να την αντέξεις”.

Του είπα πως σε κάποιον που στέκεται απ’ έξω το επάγγελμα του ηθοποιού φαντάζει πολύ εξαντλητικό. Και πάτησα το “rec”.

Ο Χάρης για το θέατρο

“Εξαντλητικό μπορεί να είναι κάτι, αλλά μπορεί και όχι. Προσωπικό θέμα του καθενός το πώς θα επιλέξει να το ζήσει, πόσο πόνο μπορεί ν’ αντέξει. Και η ζωή είναι αβάσταχτη, αλλά αν αποφασίσεις  π. χ.  να μπουκώνεις 10 χάπια την ημέρα, μπορεί να περάσει και να μην σ’ ακουμπήσει. Επαφίεται στη δική σου ανάγκη ν’ ανοίξεις έναν χώρο μέσα σου.  Άμα παίζεις με δεξιοτεχνία και δεν επιτρέπεις σε τίποτα να σε πληγώνει, να μπει κάτι μέσα σου από μια ρωγμή, κάνεις τη δουλειά του ηθοποιού χωρίς να είναι εξαντλητική, ανυπόφορη, αλλά ούτε κι ωραία”.

Το θέατρο έχει πιο πολλή ζωή κι από τη ζωή την ίδια. Μπαίνουμε στο θέατρο κι αποκαλύπτουμε πόσο ανήμποροι είμαστε. Στη ζωή μπορεί να τη γλιτώσεις πιο φθηνά, το θέατρο σε ξεσκεπάζει πιο εύκολα

Ο Χάρης μέσα στο ρινγκ

Το φυζίκ του μαρτυράει έναν άνθρωπο που έχει αθληθεί εντατικά στη ζωή του. Τον ρωτάω αν κινδύνεψε ποτέ παίζοντας μποξ. “Μπορεί ν’ ακουστώ ρομαντικός”, απαντά “αλλά το λέω εντελώς πραγματιστικά: Όσο επικίνδυνο είναι το να παίζεις ξύλο στο ρινγκ, άλλο τόσο επικίνδυνη είναι η επαφή με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Και οι σχέσεις το ίδιο είναι. Το να ανοίξεις και να καταλάβεις μια ιδέα, έναν άνθρωπο, να μπεις στην ψυχοσύνθεσή του, να τον (συγ)χωρέσεις… Σε βάζουν σε περιπέτειες αυτά τα πράγματα, έχουν αθλητική διάσταση και εμπεριέχουν ρίσκο”.

 

Ο Χάρης για τις σχέσεις (μέρος 1ο)

– Πότε ερωτεύτηκες πρώτη φορά;
– Ήμουν 17 στα 18. Την αγαπούσα πολύ
– Πόσες φορές έχεις ερωτευτεί;
– Τρεις φορές έχω καψουρευτεί. Στ’ αλήθεια μία

Κάνουμε σχέσεις. Κάνουμε όντως; Μπορούμε να φύγουμε πληγωμένοι από κάτι;

“Τις σχέσεις τις κάνουν οι άνθρωποι όπως ακριβώς και τις παραστάσεις. Ρωτάς κάποιον ‘είναι  δύσκολο να κάνεις μια σχέση’ και αυθόρμητα ίσως απαντήσει ‘Όχι’. Ε, είναι το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου, κι όμως, υπάρχει κι επιλογή να το κάνεις πανεύκολα, αν το ζεις όλο μ’ έναν τρόπο, όπως και με την προηγούμενη, έτσι και με την επόμενη, στο repeat, να μην ξέρεις ποιος είναι ποιος,  όλα ίδια από την αρχή, ώσπου να σε σκεπάσει το χώμα και πάλι να μην τρέχει και τίποτα. Κατάλαβες τι εννοώ; Αν ‘χωρέσεις’ κάποιον μέσα σου, μπορεί να διαλυθείς, να τρελαθείς. Αλλά υπάρχουν τρόποι για να μπορέσεις να επιβιώσεις μέσα σ’ όλο αυτό, γιατί λες ‘ok, εγώ θέλω να ζήσω, τι να κάνουμε;’. Οι σχέσεις είναι μία διαδοχή συμβιβασμών. Θα κάνεις τα στραβά μάτια, θα συμβιβάζεσαι. Έτσι και στο θέατρο. Πόσο αντέχεις να παίζεις τον ίδιο ρόλο; Μπορείς να είσαι Αυτός; Να σου σκοτώνουν κάθε μέρα τον πατέρα; Να ‘σαι ο Άμλετ; Φαντάζεσαι κάθε μέρα να πεθαίνει η αγαπημένη σου και να ‘σαι ο Ρωμαίος; Όλα αυτά είναι επώδυνα, αλλά υπάρχει και η ηδονική παράμετρος. Γιατί ο πόνος έχει μέσα του ηδονή”.

 

 

Ο Χάρης, παιδί ατίθασο

Μικρός δεν ήταν αυτό που κάποιοι λένε “ήσυχο παιδάκι”. Τον έδιωξαν από το Αρσάκειο γιατί “πλακωνόταν”. Στο Αρσάκειο έχω περάσει μόνο απ’ έξω, αλλά η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος που έχω μπροστά μου αυτή τη στιγμή μόνο ασφυκτικά θα μπορούσε να νιώθει μέσα σ’ ένα τόσο φορμαλιστικό περιβάλλον.

Τον λέω “ατίθασο”.

“Ατίθασο είναι ένα έφηβο αγόρι που όταν τσακώνεται και οι άλλοι του λένε ‘κάτσε κάτω’, εκείνο απαντάει ‘όχι δεν κάθομαι’; Αυτός είναι ο ατίθασος;  Άκου, επειδή είναι πολύ μεγάλη κουβέντα αυτή που πάμε ν’ ανοίξουμε, θα προσπαθήσω να το πω σε λίγες φράσεις: Τα πάντα κατηγοριοποιούνται και ονομάζονται με βάση ένα σύστημα, το οποίο εν προκειμένω λέγεται καπιταλισμός και δεν έχει διάσταση μόνο οικονομική, αλλά και υπαρξιακή. Αυτό το σύστημα λοιπόν, απαιτεί ‘ισορροπία’. Όταν δεν εκφράζεις αυτή την ισορροπία, η οποία είναι απαραίτητη για να κινείται η γραμμή παραγωγής, σου λένε ‘είσαι τρελός, είσαι ατίθασος’. Αυτή η ισορροπία όμως, δεν αντιστοιχεί στην αληθινή ζωή απ’ όποια άποψη κι αν το δεις. Από τη μέρα και τη νύχτα που έρχεται, από τη σελήνη που γεμίζει και αδειάζει, από το πρωί και το βράδυ, από την έξαρση και το μαράζωμα που φέρνει ο έρωτας, από τη μανία και την κατάθλιψη. Ισορροπημένες υπό αυτή την έννοια είναι μόνο οι μηχανές”.

Ο Χάρης και οι “άνθρωποι” της τέχνης

Κάποια στιγμή η συζήτηση πήγε στους κριτικούς, και στους “ανθρώπους της τέχνης” γενικότερα. Από το βλέμμα του κατάλαβα ότι μάλλον πρέπει να κάνουμε μία μικρή στάση εδώ.

“Οι άνθρωποι των τεχνών πώς ορίζονται; Είναι εκείνοι οι χωμένοι από μικροί στα βιβλία; Οι θεωρητικοί; Αυτοί που υποτίθεται ότι είναι άνθρωποι της τέχνης, βιώνουν όντως την εμπειρία της τέχνης; Εγώ πιστεύω πως κάποιος που παίζει μπουνιές μπορεί να είναι πιο κοντά σ’ αυτές τις περιπέτειες. Το ότι κάποιος διαβάζει και κατέχει τις πληροφορίες δεν αρκεί. Το τι βλέπω και τι κατέχω είναι πολύ μυστήριες έννοιες”.

 Πάει ο κόσμος και  βλέπει θέατρο. Παρακολουθεί όντως ή ξέρει από πριν πως έτσι κι αλλιώς μετά την παράσταση θα πάει να φάει μπριζόλα; Παίρνεις το ρίσκο να δεις πραγματικά κάτι και να ‘σταματήσεις’ εκεί, ανίκανος να κάνεις το επόμενο βήμα;

Ο Χάρης για το ΑΦΤΕΡΛΩΒ (μέρος 1ο)

Στην ταινία του Στέργιου Πάσχου που παίζεται ήδη στις αίθουσες υποδύεται το Νίκο, έναν τύπο μποέμ, χωρισμένο, ολίγον τρελό, ο οποίος έχει τη σατανική ιδέα να κλειδώσει την πρώην του τη Σοφία (Ηρώ Μπέζου) σε μια βίλα και να μην την αφήσει να φύγει μέχρι να μάθει γιατί τον χώρισε. Το Άφτερλωβ παλεύει να απαντήσει στο ερώτημα που μας ενώνει καυτά: Πού πάει ο έρωτας όταν τελειώνει; Η ταινία απέσπασε το Βραβείο Επιτροπής Νέων στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, Βραβεία Καλλιτεχνικού Επιτεύγματος και Καλύτερου Ηθοποιού (για τον Χάρη) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και Βραβείο Cineuropa της Επιτροπής Νέων στο Φεστιβάλ της Μονς.

 

 

– Αυτό που έκανε ο Νίκος, εσύ θα το ‘κανες;
– Μα το έκανα
– Τι εννοείς;
– Το έκανα, στην ταινία
– Σαν Νίκος, όχι σαν Χάρης
– Όχι “σαν”, το έχω κάνει
– Α ώστε reality το Άφτερλωβ. Για πες.
– Είναι και αυτό. Κοίτα, αν δεν μπορούσα να με φανταστώ, δεν θα μπορούσα να το κάνω. Τα όρια του τι κάνεις και τι όχι δεν είναι τα ίδια με το ποιος είσαι. Μπορεί εσύ να μην κάνεις κάτι ποτέ, αλλά να είσαι πιο ολόκληρη μέσα σ’ αυτό, γιατί το έχεις φανταστεί.
Ο άνθρωπος είναι έτσι κι αλλιώς κάτι τεχνητό.

 Δεν υπάρχει τίποτα αυθόρμητο από τη στιγμή που γεννιόμαστε κι έχουμε συμπυκνωμένη γνώση για το ότι πρέπει να ρουφάμε το βυζί της μάνας μας για να ζήσουμε. Υφιστάμεθα συνεχείς παραμορφώσεις, είμαστε τεχνητά όντα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουμε ουσία

– Οι διάλογοί σας με τη Ηρώ (Μπέζου) στο Άφτερλωβ πόσο αυτοσχεδιαστικοί ήταν;
– Από τη μέση και μετά σχεδόν εντελώς
– Έγιναν cut;
– Ένα. Και καθόλου πρόβα
– Σας είχε δοθεί κάποια κατεύθυνση τουλάχιστον;
– Υπήρχε ένα μοντέλο σχέσης το οποίο βασίζεται σ’ εμάς τους δύο, σε φαντασιακό επίπεδο, από τη στιγμή που με την Ηρώ δεν έχουμε αυτή τη σχέση στη ζωή. Πάνω σ’ αυτό βασιστήκαμε και το πράγμα μας έβγαλε όπου μας έβγαλε. Δεν υπήρχε εκ των προτέρων στόχος μας ότι εμείς θα κάνουμε αυτό ή το άλλο.
– Το τέλος το ξέρατε;
– Έτσι κι έτσι, ξέραμε την αρχή. Ότι εγώ θα την πάρω και θα την κλειδώσω σ’ ένα σπίτι. Γι’ αυτό και όσο πας πίσω την ταινία, νιώθεις ότι ξέρουμε τι κάνουμε. Από ένα σημείο και μετά μας πήγε το πράγμα μόνο του.
– Ναι, και η ερωτική σκηνή δεν…
– (σ.σ. με διακόπτει)… Δεν ξέραμε. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα έτσι να ξέρεις, εγώ πρώτη φορά δούλεψα μ’ αυτόν τον τρόπο. Έπαιξε ρόλο φυσικά το ότι η Ηρώ είναι η καλύτερή μου φίλη, άρα υπάρχει εμπιστοσύνη. Είπαμε λοιπόν “μπορούμε να ξεχάσουμε”; “μπορούμε να πάμε στο πουθενά μαζί; χωρίς να υπάρχουν λόγια, τίποτα; Πάμε! Για να καταλάβουμε κάτι για εμάς”. Έχει σημασία, ξέρεις. Δεν γίνεται να δημιουργείς έχοντας προσδοκίες μέσα στο κεφάλι σου. Οι προσδοκίες είναι πηγή δυστυχίας. Για να δημιουργήσεις πρέπει να μην έχεις προσδοκίες.
– Δεν είναι εύκολο αυτό. Δεν μεγαλώνουμε έτσι
– Όχι, έχεις δίκιο. Δεν είναι

Ο Χάρης και η Οπερέττα

“Το έργο αυτό παρωδεί όλες τις μορφές. Χτυπάει Δεξιά, χτυπάει Αριστερά, επιτίθεται στη μορφή του φασίστα, στου κομμουνιστή και πηγαίνει προς κάτι απόλυτα αναρχικό. Δεν παίρνει θέση, δεν στέκει υπέρ κάποιας αξίας, βάλλει κατά όλων, καταστρέφει τις μορφές”, μου λέει για την παράσταση στην οποία συμμετέχει αυτό το διάστημα και μέχρι τις 4/6 στη Σκηνή “Μαρίκα Κοτοπούλη” του Εθνικού, στο θέατρο Rex σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου.

 Η Οπερέττα, του Πολωνού Βίτολντ Γκομπρόβιτς γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μια εποχή που η ελπίδα είχε κρυφτεί. “Είναι η ιστορική στιγμή που πολλοί άνθρωποι κατέφυγαν στην αυτοκτονία γιατί δεν πίστευαν σε τίποτα πια. ‘Όλα νύχτα, όλα είναι σκοτάδι’, λέει ο Φιόρ κάποια στιγμή στο έργο. Στην Οπερέττα του ο Γκομπρόβιτς δείχνει τον άνθρωπο σε όλες του τις εκφάνσεις, με όλες του τις μουτζούρες και τις γκριμάτσες μια άμορφη, ρευστή από σκατά και αίμα. Αυτό είναι το έργο”.

Τον ρωτάω τι γεύση πιστεύει πως αφήνει η προσέγγιση του Καραθάνου στο κοινό. “Η παράσταση δεν ξέρω τι βγάζει στον καθένα”, απαντάει και συνεχίζει: “Ο Γκομπρόβιτς είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας και τόσο παρεξηγημένος! Μέχρι τα 60, όπου εκδόθηκαν τα έργα του, ήταν αυτοεξόριστος στην Αργεντινή και ζούσε μ’ ένα κομμάτι ψωμί. Στα 60 εκδόθηκαν τα έργα του, στα 67 πήρε βραβείο, στα 68 πέθανε”.

Μιχάλης Σαράντης και Χάρης Φραγκούλης στην Οπερέττα.

“Φυσικά και έχουν υπάρξει φορές που διαφωνώ αισθητικά με τον σκηνοθέτη και τους δημιουργούς ενός έργου. Όπως διαφωνώ με τον τρόπο που έχουν χτιστεί τα κτίρια, με τον τρόπο που σκέφτονται κάποιοι άνθρωποι, με το χρώμα στο πεζοδρόμιο που πατάω. Αλλά στη ζωή πρέπει να υπάρχει ένα βαθύτερο ‘ναι’. Ο δρόμος που συναντάμε ο ένας τον άλλο έχει στρωμένα χαλιά, αλλά αγκάθια, χαλίκια κι από το αίμα που θα στάξει πάνω τους θα βγει κάτι. Πάντα ωφελείσαι”.

Έτσι κι αλλιώς αυτό που κάνει ο ηθοποιός είναι σχιζοειδές. Γιατί είναι κάποιος που δεν είναι. Γιατί υπακούει σε κάτι παρά την αισθητική του, την αθλητική του, την φυσική του θέληση.

Ακόμα μια φορά θα συγκρίνει την υποκριτική με τον αθλητισμό.

– Γυμνάζεσαι;
– Ναι
– Κάθε φορά που πηγαίνεις, έχεις όρεξη;
– Όχι
– Ναι αλλά αφού πας, δεν σκέφτεσαι ‘τι καλά έκανα που ήρθα’;
– Ναι
-Αυτό ακριβώς. Πάντα είναι σύνθετο. Αυτή η ταπεινότητα, η υποταγή σε κάτι που δεν θες, μπορεί να σου διδάξει κάτι άλλο. Αυτή η διαδικασία γίνεται προβληματική μόνο όταν όλο αυτό αγγίζει τα όρια του ανήθικου. Δεν μου έχει συμβεί ποτέ σε δουλειά.

Ο Χάρης για το νέο ελληνικό σινεμά

“Βρισκόμαστε σε μία πάρα πολύ πλεονεκτική και ταυτόχρονα δύσκολη θέση. Υπάρχουμε σε μία χώρα που έχει από κάτω της νερό, που οι σταθερές μας έχουν διαλυθεί, το όνειρο του καπιταλισμού έχει τελειώσει, είμαστε σε κρίση και ως συνέπεια έχει προκύψει ένα πολύ πλούσιο υλικό από το οποίο μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι. Ο δρόμος που πάμε, προς μια weird δυτικότροπη, σχηματική, φορμαλιστική αναπαράσταση των πραγμάτων δεν είναι παρά μίμηση που φιλτράρει τη ζωή μας σαν σουρωτήρι. Δεν νομίζω ότι δεν θα σε βγάλει πουθενά αυτή η ρότα. Δεν θα το κάνουμε ποτέ σαν τους Δυτικούς και η ιδανική αντίδραση  απέναντι σ’ αυτή τη διαπίστωση οφείλει να είναι το “δεν πειράζει”. Eυτυχώς έχουμε την κατωτερότητα της ιδιοσυγκρασίας μας, της ανωριμότητας και της μη εκλέπτυνσης του πνεύματος. Δυστυχώς κι ευτυχώς, πρέπει να πάμε από άλλο δρόμο, μέσα από τη ζωή μας”.

Τον ρωτάω αν σαν λαός έχουμε συναίσθηση αυτής της “αξιοποιήσιμης” κατωτερότητας.

“Ίσως, αλλά δεν το παραδεχόμαστε, το κρύβουμε” πιστεύει. Δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια νέα φόρμα από την παλιά. Τα πράγματα πάσχουν από το υλικό που έχουν φτιαχτεί. Ο κινηματογράφος μας πάσχει από “κινηματογραφίτιδα” γιατί αντί να μιμηθεί τη ζωή και να σχηματίσει από το ασχημάτιστο, πάει και μιμείται κάτι που ανήκει σε κάποιον άλλο, το οποίο επίσης βρίσκεται σε παρακμή.

Έχουν φύγει τα πρότυπα, υπάρχει μια ελευθερία για να γίνει αυτό, υπάρχει ένα χάος κι αυτό είναι καλό. Αλλά πρέπει να πάει από άλλο δρόμο, κι ας γίνει κι ένας κόπος παραπάνω.

 

 Ο Χάρης για το ΆΦΤΕΡΛΩΒ (μέρος 2ο)

“Κατά έναν τρόπο θεωρώ την ταινία μας ανώριμη και πρόχειρη -δεν είναι κινηματογραφικό masterpiece, με μία κάμερα για γάμους έγινε. Αλλά ρε παιδί μου, εγκλωβίζει μέσα της κάτι, αυτό που είμαστε” μου λέει μεταξύ άλλων για το Άφτερλωβ. ” Ερήμην της έφτιαξε μια φόρμα. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη από πριν, αλλά από το υλικό που είχαμε βγήκε ένα στυλ. Επιλέξαμε να πάμε στο πουθενά, χωρίς σχήμα, γιατί στο πουθενά είμαστε έτσι κι αλλιώς. Μία ανώριμη, επιπόλαιη χώρα, κατεστραμμένη”.

Μπορείς να γυρίσεις μια ταινία που θα σου πει ποιος είσαι χωρίς να πηγαίνεις με το δεδομένο ότι ξέρεις από πριν ποιος είσαι;. Αν ξέρεις, μην την κάνεις, δεν υπάρχει λόγος. Εγώ έμαθα κάτι για μένα μέσα από το Αφτερλωβ

Ο Χάρης για τις σχέσεις (μέρος 2ο)

Όταν τελειώνει μια σχέση, πού πηγαίνει όλο αυτό;

– Το τελειώνει είναι μεγάλο θέμα. Είναι ψέματα, εμφανής σύμβαση, παραμύθια. Μπορεί να μην είσαι μ’ έναν άνθρωπο αλλά τι “τελειώνει”; Πού πάει; Σ έναν άλλον, σε μία ανάμνηση; Ο άλλος μαθαίνει να περπατάει μ’ αυτό, έχουν διαμορφωθεί τα μάτια του. Ο άλλος είναι 80 χρονών κι έχει ένα βλέμμα γλυκό ή θολό. Αυτά που έχει δει διαμόρφωσαν το σώμα του, τα λόγια του. Τα λόγια μας είναι οι πληγές μας. Τα πράγματα γίνονται λόγια.

Πού πήγε ο Άμλετ; Έγινε λόγια. Τα πράγματα γίνονται κάτι. Αναγκαστικά, είμαστε ένα συνονθύλευμα πληγών

Ο Χάρης και τα 30

“Είναι περίεργη ηλικία τα 30 για τον άνδρα. Βρίσκεται στο μεταίχμιο, ανάμεσα στον πιτσιρικά και τον ενήλικα. Η γυναίκα είναι ακόμα πολύ νέα, αλλά έχει γίνει πια γυναίκα, τέλος. Ο τριαντάρης του τώρα είναι χωμένος μέσα σ’ ένα υπαρξιακό λαγούμι και αναρωτιέται ‘να πάω μπροστά ή να πάω πίσω’; Υπάρχει κάτι που τον τραβάει στη μήτρα της μαμάς του,γι’ αυτό μερικές φορές πάει μπροστά πηγαίνοντας πίσω, π.χ. παντρεύεται μία γυναίκα που του θυμίζει τη μαμά του. Άλλοτε πάλι θέλει να παίζει ηλεκτρονικά, να πίνει μπίρες και να φέρεται σαν 5χρονο. Κι όλο αυτό ενώ είμαστε πλέον αποκομμένοι από τις ρίζες μας. Πριν έρθει με τόση φόρα η Δύση υπήρχε τουλάχιστον κάτι που μας κράταγε”.

 

 

 

Κι ένας σκόρπιος διάλογος (που ξέμεινε)

– Θα  μπορούσες να ζήσεις χωρίς να βλέπεις ή ν’ ακούς
– Θα μπορούσα να ζήσω χωρίς τους Ολυμπιακούς. Κι αυτό να το γράψεις όπως σου το λέω
– Σε ρώτησα για αίσθηση, όχι για ομάδα (σ.σ είμαι Ολυμπιακός, και αρπάχτηκα, καταλαβαίνεις)
– Αυτή είναι αίσθηση. Χωρίς κανενός είδους Ολυμπιακό

– Σ’ έψαξα στα social media, δεν έχεις ούτε για δείγμα
– Έχω τηλέφωνο. Και e-mail. Kαι πολλούς φίλους

-Έχει μια ιδιαίτερη πέραση στις γυναίκες, το ‘χεις καταλάβει;
-Όχι ιδιαίτερη
-Πολλή πέραση
– Κανονική, όχι κάτι φοβερό
-Ok.

 

Photo Credit: Μιχάλης Κουλιέρης