ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Αυτή η γυναίκα βοηθά τους ανθρώπους να ξαναρχίσουν από το μηδέν

Σε αυτό το κείμενο δε θα συζητήσουμε πόσο δύσκολο είναι να ζει κάποιος χωρίς να βλέπει, χωρίς να ακούει, χωρίς να περπατάει. Άλλωστε δεν πιστεύω πως και οι ίδιοι έχουν ανάγκη να τους επισημαίνει κανείς πόσο πιο εύκολη είναι η ζωή όταν είσαι αρτιμελής κι έχεις όλες σου τις αισθήσεις.

Τα άτομα που γεννιούνται με κάποια ειδική ικανότητα μαθαίνουν να ζουν με αυτή. Μεγαλώνουν χωρίς να έχουν γνωρίσει πως είναι η ζωή όταν χρησιμοποιείς τα πόδια, τα χέρια, τα μάτια ή τα αυτιά σου. Οι επίκτητες αναπηρίες όμως έχουν ίσως μία παραπάνω δυσκολία: αυτή του να αφήσεις πίσω τη ζωή που έκανες μέχρι χτες και να μάθεις να ζεις με τα καινούρια δεδομένα. Το θέμα σίγουρα δεν είναι μόνο πρακτικό, θέλει και ψυχική δύναμη και ψυχολογική υποστήριξη να ξυπνήσεις μια μέρα έχοντας χάσει ένα κομμάτι σου και να μάθεις να ζεις με αυτή την απώλεια.

Αρωγός σε αυτόν τον άθλο, είναι και η γυναίκα της φωτογραφίας πιο πάνω. Με τη Μαρία γνωριστήκαμε σε μια συναυλία και είναι από τους ανθρώπους που αμέσως σε κερδίζει με το καλοσυνάτο της χαμόγελο και τη θετική της αύρα. Λίγη ώρα μετά έμαθα πως είναι ψυχολόγος και συγκεκριμένα δουλεύει στο κέντρο αποκατάστασης “Φιλοκτήτης“. Γιατί με σόκαρε αυτή η “αποκάλυψη”; Ίσως γιατί μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί ότι υπάρχει αυτό το κομμάτι της ψυχολογικής υποστήριξης. Πες με αφελή, αδαή ή ό,τι θες, αλλά αν δε μπεις στα παπούτσια του άλλου δύσκολα περπατάς όπως εκείνος. Προσπάθησε λοιπόν να σκεφτείς πώς είναι αν ένας άνθρωπος που ζει μια φυσιολογική ζωή ξαφνικά πάθει ένα πολύ σοβαρό ατύχημα.

Τότε αλλάζουν όλα και τίποτα δεν είναι όπως πριν. Τότε ξεκινά και η δουλειά της Μαρίας

Μέσα στην πρώτη εβδομάδα νοσηλείας του ασθενή θα έρθει σε επαφή και με ψυχολόγο. Σκοπός είναι να τον διευκολύνουμε στη διαδικασία της αποκατάστασης, γιατί έχει να αντιμετωπίσει πολλά καινούρια δεδομένα. Από εκεί που ήταν ένας εντελώς ανεξάρτητος άνθρωπος, τώρα δε μπορεί να εξυπηρετηθεί σε πολύ βασικά πράγματα, όπως η τουαλέτα, η ένδυση, η σίτιση, ίσως να μη μπορεί καν να μιλήσει. Έχει να αποδεχθεί μια πολύ καινούρια πραγματικότητα, προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει, και να εξοικειωθεί με το νέο περιβάλλον στο οποίο μένει”.

Ο ασθενής χρειάζεται να εμπιστευθεί αυτό το καινούριο περιβάλλον για να τον βοηθήσει, αλλά και να καταλάβει ότι είναι ενεργό κομμάτι της αποκατάστασής του. Κανένας δεν θα τον περπατήσει. Θα τον βοηθήσουν να περπατήσει.

Στο πρώτο ραντεβού με τον ασθενή, η Μαρία σπάει τον πάγο μαζί του. Γνωρίζονται, συζητούν γιατί βρίσκονται εκεί και προσπαθεί να του εξηγήσει ποιον ακριβώς ρόλο έχει η ίδια. Δεν θα ανατρέξουν στην παιδική του ηλικία να μιλήσουν για τραύματα, αλλά θα εστιάσουν στο πρόβλημα που έχει προκύψει. “Εμείς το προτείνουμε σαν θεραπεία γιατί το ψυχολογικό είναι σημαντικό κομμάτι σε όλο αυτό. Αν όμως ο ασθενής δε θέλει, δε μπορείς να του το επιβάλεις. Οι περισσότεροι συνεργάζονται, αλλά όσοι πραγματικά θέλουν να αποκομίσουν κάτι από αυτή την εμπειρία τους, κάνουν και την πιο ουσιαστική δουλειά”.

Το να μιλάς σ’ έναν ειδικό χωρίς να το έχεις ζητήσει είναι ακόμα δυσκολότερο. Είναι διαφορετικό να πεις “Γεια σας, έχω πρόβλημα” και διαφορετικό να τους πω εγώ “Γεια σου, μήπως έχεις πρόβλημα;”. Εκεί μπαίνει ο άλλος στην άμυνα και δύσκολα ανοίγεται.

Η Μαρία έχει τελειώσει ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το μεταπτυχιακό της είναι στην Ψυχολογία της Υγείας. Ο χώρος της αποκατάστασης είναι πολύ διαφορετικός από τους άλλους τομείς της υγείας. “Στην αποκατάσταση, η μακρόχρονη, κλειστή νοσηλεία σου επιβάλλει μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με τον ασθενή και πέρα από τα στενά όρια της θεραπευτικής συνεδρίας. Πέρα από αυτή, θα τον δεις να τρώει, θα τον μεταφέρεις κάπου που χρειάζεται να πάει με το αμαξίδιο, μπορεί και να χρειαστεί να τον βοηθήσεις να σκουπίσει τα σάλια του. Ταυτόχρονα πρέπει να το χρησιμοποιήσεις αυτό σαν εργαλείο της θεραπείας, αλλά και να μην νιώσει άσχημα γι’ αυτό. Τέτοια πράγματα δεν τα διδάσκεσαι ποτέ στη σχολή Ψυχολογίας”. Ο Φιλοκτήτης είναι μεγάλο σχολείο για εκείνη. Σχεδόν κάθε περιστατικό είναι και μια καινούρια πρόκληση. Σαν ψυχολόγος, είχε μάθει να ασκεί το επάγγελμά της έχοντας απέναντί της έναν άνθρωπο ο οποίος αν μη τι άλλο μιλάει ή ακούει.

“Ένα από τα πρώτα περιστατικά που θυμάμαι, ήταν ένας νέος άνθρωπος 42 ετών, ο οποίος μετά από ένα ατύχημα με μηχανάκι, ήταν πάρα πολύ καιρό στο νοσοκομείο και όταν ήρθε σε εμάς για αποκατάσταση από νευρολογικές βλάβες, είχε χάσει και την ακοή του εξαιτίας βαριάς φαρμακευτικής αγωγής που του είχε χορηγηθεί στην εντατική για να μην πεθάνει. Δεν ήξερε να διαβάζει χείλη κι εγώ έπρεπε να τον στηρίξω. Να με καταλάβει, να τον καταλάβω και να τον βοηθήσω. Ήταν ένας πολύ ωραίος άνθρωπος, με πολλά όνειρα για το μετά και τεράστιο χιούμορ ως όπλο του να ανταπεξέλθει στην κατάσταση. Γράφαμε, μιλούσα αργά και καθαρά για να μάθει να διαβάζει τα χείλη μου, ήταν μεγάλο σχολείο για μένα”.

 

Την ακούω να μιλάει σχεδόν άλαλη και κάθε τόσο ξεροκαταπίνω. Όλη αυτή την ώρα προσπαθώ να βάλω τον εαυτό μου πότε στη θέση του ασθενή, πότε στη θέση της Μαρίας. Αυτό που έχουν και οι δύο σαν κοινό παρονομαστή, είναι το πρόβλημα. Ο μεν πρέπει να το κατανοήσει και να μάθει να ζει με αυτό και η δε να τον βοηθήσει σ’ αυτή τη διαδικασία. Πώς μπορείς να στηρίξεις έναν άνθρωπο που ξυπνάει παράλυτος ενώ μέχρι χτες μπορούσε να κινείται κανονικά; Ειλικρινά, τι μπορείς να του πεις για να τον κάνεις να νιώσει καλύτερα; Το σκεφτόμουν και ένιωθα πως μάλλον η ιδιότητα “θαυματοποιός” ταίριαζε σ’ αυτή την περίπτωση.

“Κανείς δε θα επέλεγε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Αυτό που έχει να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος με επίκτητη αναπηρία είναι πολύπλευρο και ξεκινάει με το να αφήσει ένα κομμάτι της ζωής του που δεν θα το ξαναέχει ποτέ. Σκοπός είναι όμως να μη μείνουν στην απώλεια. Να δουν τι μπορούν να κρατήσουν απ’ αυτό για να χτίσουν μια καινούρια ζωή. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έγιναν Ολυμπιονίκες μετά, ενώ πριν δεν είχαν επαφή με τον αθλητισμό ή απέκτησαν δεξιότητες που δεν τις είχαν”.

Δεν είναι κάτι που ξεπερνιέται, αλλά κάτι με το οποίο μαθαίνεις να ζεις. Για μένα το στοίχημα είναι να δεις ότι η αναπηρία δεν είναι ταυτότητα, αλλά μόνο μια πτυχή σου.

“Κι αυτό φυσικά ισχύει για όλες τις ασθένειες. Δεν είναι ο καρκινοπαθής, είναι ο άνθρωπος με καρκίνο, αλλά ταυτόχρονα είναι και πατέρας, είναι και εργαζόμενος, είναι και φίλος και χίλια δυο άλλα πράγματα. Να μην εστιάζουν μόνο σ’ αυτό τους το κομμάτι και κρύβονται πίσω απ’ αυτό, να μη νομίζουν ότι οι άλλοι τους βλέπουν μόνο έτσι”.

Το εύρος των περιστατικών είναι μεγάλο, με περισσότερα τα νευρολογικά όπως το εγκεφαλικό, η σκλήρυνση κατά πλάκας και το ALS, αλλά και κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και κακώσεις νωτιαίου μυελού συνήθως μετά από τροχαία ή επικίνδυνες βουτιές”. Το πιο δύσκολο κομμάτι για τον ψυχολόγο που θα τους αναλάβει είναι σίγουρα να τους κάνει να τον εμπιστευθούν, να χαλαρώσουν και να τον αφήσουν να τους βοηθήσει. Εμπόδιο όμως στη δουλειά της Μαρίας μπορεί να σταθεί και μια υπερπροστατευτική οικογένεια που πιστεύει πως ξέρει τι είναι καλύτερο για τον άνθρωπό τους και αψηφά τις οδηγίες του γιατρού. “Η οικογένεια είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της αποκατάστασης το οποίο δε μπορούμε να αντικαταστήσουμε. Όσες φορές έχει συνεργαστεί με τη θεραπευτική ομάδα, έχει γίνει υπέροχη δουλειά”.

Πώς είναι όμως η Μαρία μετά από μια μέρα στη δουλειά; Για μένα το να μπορεί η ίδια να διατηρήσει την ψυχραιμία της μετά απ’ όσα βλέπουν τα μάτια της, είναι τουλάχιστον ακατόρθωτο. Για μένα. Για εκείνη όχι.

Δεν σκέφτομαι ότι είδα έναν ανάπηρο. Είδα τον Κώστα, τη Σταυρούλα, τον Νίκο. Προσπαθώ να εστιάζω σ’ αυτό που έχω πάρει, και τι έχω κερδίσει από τον καθένα. Φεύγοντας από τη δουλειά χρειάζεται να κλείνεις την πόρτα και να ανοίγεις αυτή της προσωπικής σου ζωής και αυτά να μην εμπλέκονται.

“Το πιο συγκλονιστικό είναι να βλέπεις ανθρώπους που έχουν χτυπήσει πραγματικά πολύ, να ξαναφτιάχνονται από το μηδέν. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια κοπέλα 18 χρονών και έναν άντρα 32 που είχαν χτυπήσει κι οι 2 στο κεφάλι. Δε μιλούσαν, δε θυμόντουσαν βασικά πράγματα όπως το όνομά τους. Το κινητικό κομμάτι δεν υπήρχε, έπρεπε να κατακτήσουν ακόμα και το να κάθονται. Άρα εμείς οι θεραπευτές έπρεπε να δουλέψουμε με ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν, δεν έχουν το γνωσιακό επίπεδο για να συνεργαστούν. Όταν βλέπεις όμως αυτά τα άτομα να έχουν επιστρέψει σε μια καθημερινότητα όπου αυτοσυντηρούνται, βγαίνουν έξω μόνοι τους, δουλεύουν, ενώ δεν ήξερες αν θα ζήσουν και τώρα έρχονται περιποιημένοι και σε χαιρετάνε. Αυτό το πράγμα δεν πληρώνεται”.

“Αφ’ ενός είναι κομμάτι της δουλειάς μου να μπορώ να αντιμετωπίσω όποια κατάσταση μου παρουσιαστεί, προκειμένου να καταφέρω να βοηθήσω τους ασθενείς. Από την άλλη είναι κάτι από το οποίο έχω κι εγώ να πάρω πολλά πράγματα. Σκέψου ότι έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους που πρέπει σε οποιαδήποτε ηλικία, να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους σε όλα τα επίπεδα. Αυτό για μένα είναι κάτι το μαγικό που δε χάνεται. Κάθε φορά που το συναντώ, μου θυμίζει ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο και πρέπει να ευχαριστιόμαστε την κάθε στιγμή”.

Ακόμα όμως κι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πράγματα να κατακτήσουν για να προχωρήσουν. Σκοπός είναι να θυμούνται ότι έχουν χάσει πάρα πολλά, αλλά δεν τα χουν χάσει όλα.

Χρησιμοποιώ τις φράσεις της Μαρίας σχεδόν αυτούσιες μετά την απομαγνητοφώνηση. Μου μίλησε για το περιστατικό με το οποίο ασχολείται αυτόν τον καιρό. Ένα παιδί με το οποίο στην αρχή έκανε απλά βλεμματική επαφή και του μιλούσε για 5 λεπτά. Λίγους μήνες μετά ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να κάνει ορισμένα νοήματα και η επικοινωνία του με την ψυχολόγο έχει περάσει σε άλλο επίπεδο. Τη βλέπω να νιώθει περήφανη που έχει συμβάλλει ακόμα και σ’ αυτή την τόσο μικρή βελτίωση. Στα μάτια μου είναι μικρή, αλλά για εκείνη και τον ασθενή της πήρε μήνες δουλειάς. Με θυμάμαι να φεύγω από αυτή τη συνέντευξη όχι ακριβώς πιο δυνατή, αλλά με μια φωτεινή, φλούο, γκλιτεράτη υπενθύμιση να ζω το τώρα, γιατί ποτέ δεν θα το έχω ακριβώς όπως είναι. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς θα είναι το αύριο. Θα κλείσω με το μήνυμα της Μαρίας στους ανθρώπους αυτούς, με μια ας πούμε περίληψη της θεραπείας της.

“Ο εαυτός σου προϋπάρχει τόσα χρόνια πριν τον τραυματισμό σου. Δε μπορεί ξαφνικά να εξαφανιστεί. Θα τροποποιηθεί, θα προσαρμοστεί, αλλά αυτό προϋπάρχει και πάνω σ’ αυτό θα πατήσεις και θα προχωρήσεις. Όπως ακριβώς θα έκανες με κάθε άλλο εμπόδιο που θα σου εμφανιζόταν σ’ αυτή τη ζωή”.

“Σκοπός είναι να μάθουν ότι δεν πρέπει ν’ αλλάξουν τους στόχους τους, αλλά τον τρόπο με τον οποίο θα τους κυνηγήσουν”.

 

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson