LIFE

Εκείνα τα καλοκαίρια του ελληνικού σινεμά

Τα καλοκαίρια στο ελληνικό σινεμά, ήταν πάντα μαγικά. Από τη στιγμή που οι ήρωες έφευγαν από την μικρή, μίζερη καθημερινότητα της πόλης, τα πάντα μπορούσαν να συμβούν: οι φτωχοί γίνονταν πλούσιοι, οι πρίγκιπες απλοί τουρίστες, γοργόνες έβγαιναν στον αφρό και ξελόγιαζαν τα όμορφα παλικάρια, όλοι μπλέκονταν σε κάθε είδους αστείες περιπέτειες και στο τέλος, πάντα, κέρδιζε ο έρωτας.

 

Τις δεκαετίες του ’50 και του ΄60, οι «καλοκαιρινές» ταινίες, περιέγραφαν, με τον τρόπο τους, το «χρυσό» όνειρο που ελάχιστοι Έλληνες μπορούσαν να ζήσουν: ανέμελες μέρες και νύχτες σε μια λουτρόπολη ή σε ένα κοσμοπολίτικο νησί, αιφνίδιοι έρωτες, γλέντια, ξενύχτια, ένα ατέλειωτο summer fun. Οι διακοπές, αρχικά προνόμιο μιας μεγαλοαστικής τάξης, σιγά σιγά κερδίζουν έδαφος και στα μεσαία εισοδήματα, τα οποία – μέσω της οθόνης – «εκπαιδεύονται», σε νέες ιδέες και καταναλωτικές συνήθειες, όπως π.χ. η καλοκαιρινή άδεια, ο τουρισμός, ταξίδι αναψυχής, θέρετρο, εκδρομή στην εξοχή, κρουαζιέρα, διαμονή σε οργανωμένο ξενοδοχείο κ.λπ.

Έλα να πάμε στο νησί

Στην καλοκαιρινή Ύδρα, την αγαπημένη «νήσον» της Γεωργίας Βασιλειάδου, με φόντο τις τρελές νύχτες της Λαγουδέρας, («Αμ τώρα είδα πως ζει ο κόσμος Χαρίλαε!» ) πλανόδιους ζωγράφους, αλλοδαπές τουρίστριες με μπικίνι και τους Ρίζο- Αυλωνίτη σε μεγάλα κέφια, θα ανθίσει ο έρωτας στην ταινία του 1962, «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» – συνήθως ανάμεσα σε λάθος ανθρώπους και για λάθος λόγους. Το ίδιο τρίο, ένα χρόνο νωρίτερα στο «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός», μπερδεύει ιαματικά λουτρά, συζυγικά παραστρατήματα, τα Καμένα Βούρλα, το Λουτράκι, και την «ζωηρή» γειτόνισσα Πόπη Λάζου με τη νάιλον μαύρη ρόμπα.

 

Το 1958, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, στο «Διακοπές στην Αίγινα», λανσάρει το ρόλο της ζωής της : αυτόν της ναζιάρας, χαριτωμένης μουσίτσας, η οποία γνωρίζει στις διακοπές της τον έρωτα στο πρόσωπο ενός πλούσιου (σ.σ του Ανδρέα Μπάρκουλη), που της κρύβει την αλήθεια για την ταυτότητά του. Στο «Ραντεβού στην Κέρκυρα», πάλι, το σεναριακό «εύρημα» αντιστρέφεται : η Τζένη Καρέζη υποδύεται την πλούσια Ντιάνα και το φτωχό, πανομοιότυπό της, την εκνευριστική ρεσεψιονίστ, που θα δαμάσει τον άστατο Αλεξανδράκη, ο οποίος πιστεύει πως «οι γυναίκες είναι σαν ένα βιβλίο, που το διαβάζεις και το πετάς» (Σ.σ. στα συν της ταινίας, η περιήγηση στα εκπληκτικά αξιοθέατα της Κέρκυρας, και η νεότατη Νάνα Μούσχουρη να ερμηνεύει Μάνο Χατζιδάκι…) 

Στο ξεκαρδιστικό «Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο» (1963), με τον Βέγγο στο ρόλο ενός άσημου υπαλληλάκου, που κατά λάθος τον μπερδεύουν με έναν συνονόματό του ποιητή, «πρωταγωνιστεί» ο Πόρος. Η Υδρα – ασπρόμαυρη, φωτογενής, βγαλμένη λες από καρτ- ποστάλ – είναι το ξερό, άνυδρο σκηνικό όπου πλέκεται το ερωτικό δράμα στο «Κορίτσι με τα μαύρα» (1956), όπου οι θεατές παρακολουθούν μια θεϊκή Έλλη Λαμπέτη (σ.σ. «Ελληνίδα Γκρέτα Γκάρμπο» την αποκαλούσαν τότε οι εφημερίδες) να «πυρώνει», να λιώνει και να εξαϋλώνεται κάτω από το σκληρό, καλοκαιρινό φως.

Στη Ρόδο και στην Ύδρα, φλερτάρουν τα «Κορίτσια για φίλημα» (φιλμ του 1965, με χάιλαϊτ ατάκα αυτή του Κώστα-Ράμογλου- Καλιακούδα- Βουτσά « Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;»), στην Ύδρα αποβιβάζεται και το καστ της ταινίας «Γοργόνες και μάγκες», για να αγοράσει φτηνά οικόπεδα από τους ντόπιους και να τα μοσχοπουλήσει «όταν έρθει ο τουρισμός». Ανάμεσα σε τραγούδια, χορούς, το τσεμπέρι της Μαρινέλλας και τα ασπρο-πορτοκαλί ταμπλό βιβάν της Χρονοπούλου με τον Κομνηνό, το κοινό του ελληνικού σινεμά, μαθαίνει δυο πράγματα που θα αγαπά για πάντα : τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη και τη διαχρονική γραφικότητα, του άσπρου, του γαλάζιου, του νησιώτικου πλακόστρωτου και της ελληνικής ταβέρνας.

 

Η Ρένα Βλαχοπούλου, ως – μανταμ Πελαζί, «Παριζιάνα» μοντελίστ, πρώην Πελαγία από τη Φιλαδέλφεια- αποβιβάζεται στη Μύκονο («όχι για να παραθερίσουμε, αλλά για να θερίσουμε παρά…» ), φτάνει στην «καρδιά» του flower power, στα Μάταλα («H θεία μου η χίπισσα»), ή ταξιδεύει στη μαγική, σινεμασκόπ Ρόδο, παριστάνοντας το μέντιουμ- δεν βλέπω τίποτα -ένα σύννεφο- βγάλε – ένα – κατοστάρικο- να – κάνεις αέρα («Μια Ελληνίδα στο χαρέμι»).

 

Στη Ρόδο, στα ξενοδοχεία της, στις παραλίες και τις κοσμικές πλαζ, κυκλοφορούν «Κάτι κουρασμένα παλικάρια», με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, να τρέχει ξετρελαμένος πίσω από τη Νόρα Βαλσάμη στα μεσαιωνικά στενοσόκακα της παλιάς πόλης («Τη χούφτωσες μια στάλα; Χούφτωστη, θα το μετανιώσεις!»), ενώ στις πηγές της Καλλιθέας, η Αλίκη Βουγιουκλάκη αφήνει πίσω της το «Δόλωμα» για τα «πλούσια κορόιδα», ξαναγίνεται μικρό κορίτσι και ζει ένα αγνό ρομάντζο με συνοδεία από κιθάρες, δάκρυα, λουλούδια και τεράστια καπέλα. Αντίο αγάπη μου, αντίο για πάντα…

Τα μπάνια του λαού

Πολύ συχνά, ελλείψει χρόνου ή budget, το σκηνικό των σινε- διακοπών, στήνεται πρόχειρα, στις κοντινές, όχι ιδιαίτερα πολυσύχναστες παραλίες της Αττικής. Στα πεντακάθαρα – τότε – νερά της Βουλιαγμένης, ο Κώστας Κακκαβάς πλατσουρίζει ανέμελα με την Τζένη Καρέζη, στο «Τρελοκόριτσο», (1958), η Γεωργία Βασιλειάδου, ως «Θεία από το Σικάγο» (1957) «ψωνίζει» υποψήφιους γαμπρούς για τις ανιψιές της – πλιζ, πλιζ Χαρίλαε, – στα «μπάνια τα ανακατωμένα» της Λούτσας, ενώ ο Κώστας Βουτσάς – «Ξυπόλητος πρίγκηψ» (1966) μαγεύει τους κοσμικούς στο Astir Beach, στη Βουλιαγμένη και μαγεύεται από τα ασύλληπτα μαγιό/κορμιά της Μάρθας Καραγιάννη και της Ζωζώς Σαπουντζάκη. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ξανθιά, τσαχπίνα, δροσερή, βερικοκένια, είναι το ίδιο το καλοκαίρι – είτε φωνάζει «Εϊιιι πειρατή, το τόπι μου» από ένα κότερο, κάπου στο Σαρωνικό («Η Αλίκη στο Ναυτικό», 1961), είτε τραγουδάει για το στρώμα στην παραλία του Σχινιά («Η κόρη μου η σοσιαλίστρια»).

 

Φλογερούς, on the beach έρωτες ζουν η Ζωή Λάσκαρη και η Χλόη Λιάσκου, στο «Κάτι να καίει» ή στο «Μερικοί το προτιμούν κρύο», (1962) το πρώτο – και για πολλούς το καλύτερο – μιούζικαλ του Δαλιανίδη. (Καλοκαιρινό highlight η σκηνή, όπου όλη η παρέα, πάει στη θάλασσα, σκαρφαλωμένη σε ένα ανοιχτό αμάξι-αντίκα και η Βλαχοπούλου με τον Ηλιόπουλο τραγουδάνε «Σαν ξημερώνει Κυριακή, το σπι-το σπίτι μου με χάνει…»).

stella

«Ο κύριος Βεργής; Τζένη…»

Αδιαφιλονίκητη «ιέρεια» του ελληνικού καλοκαιριού στο σινεμά των ‘70’s στέφεται η καλλονή Έλενα Ναθαναήλ – είτε γοητεύει έναν Γερμανό πρίγκηπα που κάνει ινκόγνιτο διακοπές στην Ελλάδα, στο «τουριστικό»-γουάτ-ιζ- κέφι- μιούζικαλ του 1968 «Επιχείρηση Απόλλων», είτε περιφέρεται μελαγχολικά, ταιριάζοντας τη θλίψη του τέλους, με τα μελό χρώματα, μιας παραλίας, το ηλιοβασίλεμα («Εκείνο το καλοκαίρι»), είτε παίζει περίεργα ερωτικά παιχνίδια, με τον γείτονά της, στις πολυτελείς καμπάνες του «Αστέρα». («Αναζήτηση», 1972).

 

Ταινία με αντίστοιχο mood – λίγο αθώο, λίγο προβοκατόρικο, σπουδαία μουσική- είναι και το «Κορίτσια στον ήλιο», όπου μια Αγγλίδα τουρίστρια, σε ένα νησί, γίνεται, χωρίς να το θέλει, αιτία να φυλακιστεί ένας Έλληνας βοσκός. Ο Γιάννης Βόγλης κυνηγά τη –στάσου μύγδαλα- Ανν Λόμπεργκ- οι Ξαρχάκος-Παπαστεφάνου γράφει το απόλυτο τραγούδι των καλοκαιρινών ερώτων («Ένα πρωινό») και οι εικόνες από το Μπατσί της Άνδρου, υπηρετούν πιστά τις «τουριστικές» προθέσεις του σεναρίου.

Summer in the city

Aπό τα ‘80΄s και μετά, το σινεμά αποφασίζει να αφήσει πίσω του, τα ανέμελα χρόνια και τις χρυσές αμμουδιές και (με κανά δυό εξαιρέσεις, όπως π.χ. το «Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ», του 1984, με τον Στάθη Ψάλτη να παριστάνει το μεγάλο greek kamaki στην Ύδρα) να επιστρέψει στο άστυ. Το ελληνικό καλοκαίρι πυρώνει τα τσιμέντα, οι κινηματογραφικές του νύχτες είναι ερωτικές, έχουν σαγήνη και κίνδυνο («Απέναντι»), έχουν κλέφτες που τρυπώνουν στα σπίτια και ρημαγμένες ζωές («Δεκαπενταύγουστος»), έχουν συγκίνηση και μοναξιά, την πόλη να κυκλώνει τους ανθρώπους σαν θάλασσα και να τραβάει στο βυθό της, χιλιάδες μελαγχολικές ιστορίες («Ήσυχες μέρες του Αυγούστου»).

 

 

Στις εξαιρέσεις, ανήκουν – μεταξύ άλλων – το «Μια μέλισσα τον Αύγουστο» – όπου το καστ (Αθερίδης, Λουδάρος, Καρύδη κλπ) βρίσκεται – υποτίθεται παγιδευμένο για ένα 24ωρο σε μια απόμερη ακτή. Επίσης, το νοσταλγικό «Πέπερμιντ» (σ.σ. ωδή σε όλα τα παιδικά μας καλοκαίρια που δεν ανοίξαμε ποτέ βιβλίο της επόμενης τάξης και μισούσαμε τα μεσημέρια που οι μεγάλοι κοιμόντουσαν…) και το «Βeautiful people» όπου ο Ν. Παναγιωτόπουλος παίζει με το εκτυφλωτικό μυκονιάτικο φως και την ανεμελιά του κοσμοπολίτικου θερέτρου για να ζωγραφίσει μια εικόνα κενότητας και παρακμής.

klearxos