SHOPPING

Πώς είναι ο Jo Nesbo από κοντά;

Ο Τζο είναι ωραίος τύπος. Απλός. Φοράει jeans, sneakers, κολλητό T-shirt. Όχι πολύ ψηλός, εκεί, γύρω στο 1.70. Αλλά δείχνει πιο κοντός γιατί περπατάει λίγο σκυφτά, ή μάλλον σαν να γέρνει συνέχεια προς τα μπρος – έχει το βάδισμα του αποφασισμένου ανθρώπου. Πολύ αδύνατος,  νευρώδης. Τα χέρια του, είναι το πιο εντυπωσιακό του χαρακτηριστικό: λεπτά, αλλά «δουλεμένα», σαν χέρια χειρώνακτα ,ενός τύπου που βγάζει το ψωμί του κάνοντας ολημερίς ηλεκτροσυγκόλληση σε συνεργείο.

Σίγουρα, όχι τα χέρια ενός ανθρώπου που γράφει βιβλία, με αστυνομικά αινίγματα και σαδιστικά βίαιους φόνους, τα οποία πουλάνε 25.000.000 αντίτυπα, σε 40 χώρες. Αστειεύεται συχνά, μιλάει σιγανά, συμπαθητικά, σπαστά αγγλικά, μακραίνοντας τα «α» και τα «ο», με ένα δικό του, χαριτωμένο τρόπο. Σου λέει, για παράδειγμα πως στην πραγματικότητα το «Χάρι Χόλε», προφέρεται σωστά «Χάρι Χούλε» Και το όνομά του, «Τζο Νέσμπο» είναι «Γιου Νέσμπε», σαν τον απόηχο μιας λέξης που έχει χαθεί σε κάποιο  βαθύ, σκοτεινό νορβηγικό δάσος. Απόδειξη πως σ’αυτή τη χώρα όπου ο ήλιος δύει νωρίς, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

Εσύ, φυσικά, έχεις στο κεφάλι σου, ένα εκατομμύριο πληροφορίες και άλλους τρόπους για να τον περιγράψεις: «βασιλιά της σκανδιναβικής, αστυνομικής λογοτεχνίας», «μαύρο πρίγκιπα του νουάρ», ή «εκδοτικό φαινόμενο» . Για να μην λέμε πολλά, ο Νέσμπο και το «best-seller» είναι συνώνυμα: στην Ιρλανδία είναι πρώτος, στην Πολωνία έχει πουλήσει πάνω από 1.000.000 αντίτυπα, στην Βρετανία σπάει ρεκόρ: έχει υπολογιστεί πως μόνο, το 2011 πουλιόταν στη Γηραιά Αλβιόνα ένα μυθιστόρημά του κάθε 27 δευτερόλεπτα – ή θα μπορούσε, αν τα βιβλιοπωλεία έμεναν ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο. Έχει κερδίσει αμέτρητα βραβεία από κριτικούς, βιβλιοπώλες, ενώσεις αναγνωστών, η Πάτι Σμιθ τον αποθεώνει, η Αυτού Μεγαλειότης ο Μάρτιν Σκορσέζε θέλει να μεταφέρει ένα από τα βιβλία του στο σινεμά. 

Σύμφωνα με τους New York Times, στο μέλλον, η φήμη του Τζο Νέσμπο θα είναι αντίστοιχη με αυτή του Ίψεν ή του Μουνχ.

Συγγραφέας ή ντράμερ;

Προσωπικά, απ’όλα αυτά προτιμώ το «συγγραφέας – ροκ σταρ». Άλλωστε αυτό είναι, κατά κυριολεξία. Πρώτον γιατί το κοινό του επιφυλάσσει υποδοχή ανάλογη ενός μοδάτου boy band– σφυρίζει, φωνάζει, τον χειροκροτάει φρενιασμένα όσο εκείνος κάνει πλάκα, μπαίνει και βγαίνει στα παρασκήνια, ζητώντας από τα κορίτσια στις πρώτες σειρές να ουρλιάξουν. Πράγμα που κάνουν. Kαι δεύτερον, γιατί α ανάμεσα στα άλλα, «πιασάρικα» infos που βρίσκει κανείς στο βιογραφικό του (είναι 55 χρονών, γεννήθηκε στο Όσλο, ήταν ποδοσφαιριστής, στα 17 του έπαιζε σε ομάδα της Α’Εθνικής, σταμάτησε όταν τραυματίστηκε στο πόδι, σπούδασε Οικονομικά, δούλεψε ως χρηματιστής και δημοσιογράφος), μαθαίνεις πως είναι και ντραμίστας, συνθέτης και τραγουδιστής σε ένα νορβηγικό, ροκ συγκρότημα, τους «Di Derre», «Αυτοί οι τύποι». Μάλιστα, έχει και μια ιστορία να πει γι’αυτό: «Στην αρχή, παίζαμε τα Σαββατοκύριακα σε ένα club, στο Όσλο – κι αυτό μόνο γιατί ο μπασίστας έτυχε να ξέρει τον ιδιοκτήτη. Στην πραγματικότητα, ήμασταν χάλια, δεν ακουγόμασταν. Τόσο χάλια, που για να ξεγελάσουμε τον κόσμο να ξανάρθει, αναγκαζόμασταν να αλλάζουμε το όνομα της μπάντας κάθε βδομάδα. Δεν είχαμε όνομα. Σιγά, σιγά, όμως γίναμε καλύτεροι, ώσπου τελικά ο κόσμος πήγαινε στο club και ρωτούσε «Αυτοί οι τύποι που ήταν εδώ την άλλη φορά, πότε θα ξανάρθουν;». Κι έτσι τελικά μας έμεινε. Γίναμε «Αυτοί οι τύποι…»

Είναι ωραία ιστορία. Τόσο ωραία, που μάλλον ψυλλιάζεσαι, πώς κάπου, κάπως, κάποτε, την έχει ξαναπεί, ίσως με άλλα λόγια. Ακριβώς όπως έκανε στο σπίτι του, πιτσιρικάς, όταν όπως λέει, καθόταν γύρω από ένα τραπέζι, μαζί με τα αδέλφια του και διαγωνίζονταν με τον πατέρα τους για το ποιος θα πει καλύτερα, μια γνωστή, παλιά ιστορία – την ίδια κάθε φορά. Κέρδιζε όποιος μπορούσε να τελειοποιεί την δική του εκδοχή, καθημερινά, να τη στολίζει με ωραία ψέματα και πιστευτές υπερβολές.

Ο πατέρας του, αράδιαζε στοιχεία κάποιου ψεύτικου νομπελίστα πως τάχα στις οικογένειες που λένε ψέματα ο μέσος όρος ζωής παρατείνεται κατά 7 χρόνια . «Μεγάλωσα λοιπόν», εξηγεί , «πιστεύοντας πως το ψέμα είναι κάτι καλό και υγιεινό…»

Το σίγουρο είναι πως ο 55άρης Νορβηγός που πέρασε τις πόρτες του Μεγάρου Αθήνας, το βράδυ της Παρασκευής, για να μιλήσει στους 1800 πιστούς του Nesbomaniacs (σ.σ. γυναίκες, άντρες, παιδιά, ανθρώπους κάθε είδους, ηλικίας και χρώματος, οι οποίοι σχημάτιζαν ατέλειωτες ουρές από νωρίς το απόγευμα προκειμένου να εξασφαλίσουν το «μαγικό χαρτάκι» εισόδο) έγινε ένας ωραίος, εκπαιδευμένος, παραμυθάς. Χιουμορίστας, επικοινωνιακός, πολύ ευγενικός, συγκλονιστικά επαγγελματίας – δεν άφησε λεπτό τον Τύπο να περιμένει, απάντησε σε όλες τις ερωτήσεις, πόζαρε πειθήνια για εκατομμύρια selfies και κάθισε μέχρι τις 11.00 το βράδυ για να υπογράψει καμιά χιλιάδα βιβλία.

Δεν έδειξε στιγμή να κουράζεται, ούτε καν όταν κλήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις του κοινού. Όλες τις ερωτήσεις, ακόμα και τις πιο παράδοξες ή βαρετές.

Τι μάθαμε από κείνον; Πως κάθε πράγμα μπορεί να κρύβει μια ωραία ιστορία. (“Όταν έπαιζα ποδόσφαιρο, κάθε φορά που έβαζα γκολ, πήγαινα και φιλούσα τη μπάλα που έμπαινε στα δίχτυα – είχα δει τον Πελέ μια φορά να το κάνει και μου άρεσε. Πήγαινα ακόμα και όταν δεν μας έβλεπε κανείς, παίζαμε μόνο για τις μανάδες μας. Οι συμπαίκτες μου γίνονταν έξαλλοι, με μισούσαν, αλλά …αυτό ήταν το story της υπόθεσης έτσι δεν είναι ; Έπρεπε να υπάρχει κάποιο story…”). Πως η Κάλυμνος (σ.σ. όπου πάει κάθε καλοκαίρι εδώ και 6-7 χρόνια), έχει τον ωραιότερο βράχο αναρρίχησης στον κόσμο. Πως η ήσυχη, νορβηγική κοινωνία δεν έχει συντηρητικοποιηθεί ιδιαίτερα – σίγουρα όμως έχει αλλάξει τα τελευταία 40 χρόνια και οι crime writers σχολιάζουν αυτή την αλλαγή. Πως πριν αρχίσει να γράφει, δεν του άρεσαν πολύ τα crime stories. Πως οι συγγραφείς που τον επηρέασαν ήταν ο Μπουκόφσκι, ο Χεμινγουέι, ο Ναμπόκοφ, ο Μάρκ Τουέιν, ο Τζιμ Τόμσον (σ.σ. ένας όχι πολύ Αμερικανός εκπρόσωπος του pulp, που οι κριτικοί αποκαλούν «Ντοστογιέφσκι του ψιλικατζίδικου») και μερικοί ακόμα Σκανδιναυοί με δυσπρόφερτα ονόματα. Πως εμπνέεται από οτιδήποτε – μια λέξη, μια πρόταση, μια ιδέα, έναν τίτλο – και γράφει κάπως σαν σεναρίστας τηλεοπτικής σειράς : πρώτα μια μικρή περίληψη, μετά μια μεγαλύτερη, μια ακόμα πια μεγάλη και στο τέλος, προσθέτει τον διάλογο. Και πως δεν έχει «ξεκαθαρίσει» ακόμα τους λογαριασμούς με τον Χάρι Χόλε – του χρωστάει μάλλον ακόμα ένα βιβλίο. Ή και περισσότερα.

«Θα πεθάνει;» τον ρώτησε σχεδόν έντρομη μια δημοσιογράφος στην press conference. «Όλοι θα πεθάνουμε μωρό μου!», ήρθε η απάντηση, μαζί με μια αστεία γκριμάτσα.

Ο Ρέιμοντ Τσάντλερ δεν θα το ‘λεγε καλύτερα – θα στοιχημάτιζα ένα δεκάρικο πως αυτή η ατάκα έχει κάπου γραφτεί σε μια ιστορία για μια ξανθιά κι έναν τύπο με καπαρντίνα, καπέλο και σκληρό «σιδερικό»…

Ο Χάρι και οι άλλοι

Στο κάτω κάτω ο Χάρι – σκέτο, χωρίς επίθετο – είναι σίγουρα ένας νουάρ ήρωας. Μοναχικός, ακοινώνητος, εγωιστής,  αλαζόνας, εκνευριστικά πεισματάρης, ασυμβίβαστος, αντιδραστικός, ανυπόφορος και νυν, πρώην, εν δυνάμει αλκοολικός. Αυτό που θα έλεγες αντιήρωας ή έστω «δύσκολος άνθρωπος». Και -τι περίεργο! – οι αναγνώστες του Νέσμπο τον αγαπούν ακριβώς γι’αυτό. Οι γυναίκες, μάλλον επειδή θέλουν να τον σώσουν. Οι άντρες επειδή βλέπουν σε κείνον όλες τις αδυναμίες τους.

Το ακόμα πιο περίεργο είναι πως όλοι τους (και σίγουρα και οι 1800 Nesbomaniacs που συνέρρευσαν στο Μέγαρο), πιστεύουν πως είναι ζωντανός.

Αυτή τη στιγμή, δηλαδή, είτε είναι χωμένος σε κάποιο μπαρ και τα πίνει, είτε περιπλανιέται στους δρόμους του Όσλο, σαν μοναχικός καβαλάρης, πολεμώντας το κακό. Οι περισσότεροι, πάντως, ρώτησαν για κείνον: τι κάνει; Που βρίσκεται; Τι τον περιμένει ακόμα; Γιατί παραμορφώθηκε; Και η Ράκελ, το κορίτσι του – τι γίνεται με κείνη; Γιατί περνάει τόσα πολλά; Ο Νέσμπο, δεν έχει και πολλά να πει, πιστεύει πως ένας χαρακτήρας μοιάζει με μια ταινία: για να έχει ενδιαφέρον πρέπει να έχει προβλήματα. Αλλά ένα βιβλίο δεν πρέπει να μοιάζει με φιλμ. Σε περίπτωση που ο δικός του «Χιονάνθρωπος» μεταφερθεί στο σινεμά, όπως συζητιέται, δεν θα ήθελε, λέει, να ανακατευτεί καθόλου στο σενάριο. («Ο σκηνοθέτης, έχει τη δική του ιστορία να πει»). Πράγμα, που αν το καλοσκεφτείς, είναι μια σοφή απόφαση για μια win-win situation: αν το φιλμ είναι καλό, όσοι θα το δουν, θα πάνε να πάρουν το βιβλίο του – αν δεν το έχουν ήδη. Αν είναι κακό, θα πουν απλώς πως, ως συνήθως το βιβλίο ήταν καλύτερο από τη μεταφορά του.

Όπως και να’ χει, οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί, θα χουν για καιρό «ψωμί», στη δική του περίπτωση. Μέχρι σήμερα, ο Τζο έχει γράψει – εκτός από τα 10 υπερεπιτυχημένα βιβλία της σειράς Xάρι Χόλε – και διηγήματα, βιβλία για παιδιά, θρίλερ και νουάρ ιστορίες. Τα τελευταία δύο βιβλίο του («Αίμα στο χιόνι» και «Περισσότερο αίμα»), «δανείζονται» την έμπνευσή τους από την παράδοση του παλιού, καλού hard-boiled, «σκληρού» μυθιστορήματος , του Χάμετ και του Τσάντλερ. Ήρωάς του είναι ο Όλαφ ένας πληρωμένος δολοφόνος που δεν αντέχει τα ναρκωτικά, δεν έχει κανένα ταλέντο στις ληστείες, δεν μπορεί με τίποτα να χρησιμοποιήσει αυτοκίνητο για να διαφύγει -πάντα κάτι γίνεται και τον καταλαβαίνουν- και ερωτεύεται τις γυναίκες που πρέπει να σκοτώσει. Όπως και ο Χάρι, του μοιάζει λίγο. («Είναι αδύνατον να μην φέρει χαρακτηριστικά του συγγραφέα ο ήρωας του».). Αλήθεια; Γέλιο, γκριμάτσα. Χμμμ, μπορεί και όχι. Είπαμε, εκεί στη Νορβηγία τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.

*Το καινούριο βιβλίο – όπως και όλα τα παλιότερα – του Jo Nesbo «Περισσότερο Αίμα» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και μπορείτε να το αγοράσετε εδώ.