OPINIONS

Ζωή Κωνσταντοπούλου: Ο απολογισμός μιας θητείας

Πέρασαν σχεδόν οκτώ μήνες από την ημέρα που εξελέγη πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής η βουλευτής της πρώτης περιφέρειας της Αθήνας με τον ΣΥΡΙΖΑ, Ζωή Κωνσταντοπούλου. Μαζί με την πρόωρη ολοκλήρωση της θητείας της, εξαιτίας των εθνικών εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου, έρχεται και η ώρα του απολογισμού για τη νεότερη σε ηλικία πρόεδρο που έχει περάσει μέχρι στιγμής από την Ελληνική Βουλή.

Ας ξεκινήσουμε από τα δεδομένα. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι καταρχάς μια γυναίκα σαράντα ετών, με καλές σπουδές, πολυετή πείρα στο χώρο της δικηγορίας και έντονη δραστηριοποίηση στο χώρο της πολιτικής. Αυτά – υποθέτω – πως δε γίνεται να αμφισβητηθούν. Ό,τι κι αν ψηφίζει κανείς, όποια άποψη κι αν έχει για το πρόσωπό της, όπως κι αν τη γνωρίζει: ως δικηγόρο, ως πολιτικό και ως άνθρωπο. Οτιδήποτε άλλο αφορά στο πρόσωπό της έχει τεθεί σε αμφισβήτηση και έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνιών, κυρίως μεγάλης κλίμακας. 

Τα επιχειρήματα για κάθε μία από τις παραπάνω πλευρές είναι πολυάριθμα. 

Όσοι τη συμπαθούν μιλούν για έναν άνθρωπο που θέλησε ‘να βάλει τάξη’ σε ένα θεσμικό όργανο που υποβαθμίζεται διαρκώς, ιδίως λόγω των ανθρώπων που το στελεχώνουν μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Για τους ίδιους ανθρώπους, η Ζωή είναι η ‘δασκάλα’ που ‘όφειλε’ να είναι πολύ αυστηρή στην διοίκηση της ‘τάξης’ της, διότι οι ‘μαθητές’ είναι ‘κακομαθημένοι’ και δεν επρόκειτο να μάθουν να συμπεριφέρονται ‘σωστά’ με άλλο τρόπο. Είναι η φεμινίστρια που ενόχλησε με τις αποφάσεις της, τόσο τις αμιγώς πολιτικές όσο και αυτές που έλαβε στο πλαίσιο της προεδρίας της Βουλής και αφορούν στον τρόπο λειτουργίας της. Είναι η γυναίκα που αποφάσισε να συγκρουστεί με το κατεστημένο, χωρίς να το φοβηθεί. 

Όσοι δεν τη συμπαθούν, πιστεύουν ότι η ίδια ανέλαβε μια εξαιρετικά σημαντική θέση σε μια πολύ κρίσιμη χρονική περίοδο χωρίς να καταφέρει καθόλου να ανταποκριθεί στην πρόκληση αυτή. Είναι αναίτια εριστική και ειρωνική, συμπεριφέρεται σα να τα γνωρίζει όλα, διαθέτει παράλογα αυστηρές απαιτήσεις απέναντι στους βουλευτές και επιτίθεται στους πάντες για τα πάντα. Είναι αυτή που αυτόκλητα ανέλαβε το ρόλο της κακιάς δασκάλας, ενώ ο θεσμικός της ρόλος της επιβάλλει εντελώς διαφορετικές υποχρεώσεις. Είναι η γυναίκα που επιθυμεί να τραβάει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης και του κόσμου με κάθε τρόπο και με κάθε κόστος, ενώ την ίδια στιγμή οι εξελίξεις επιβάλλουν την προσήλωση στα κρίσιμα εθνικά θέματα. Είναι το συνώνυμο της λέξης ‘σόου’. 

Δυστυχώς και από τις δυο πλευρές ακούστηκαν και εντελώς παράλογα επιχειρήματα. Όσο ορισμένοι υποστηρικτές ζητούσαν την – εκ μέρους της κας Κωνσταντοπούλου – ‘κατεδάφιση των πάντων’ με το θάρρος και το θράσος της, κάποιοι από τους ‘αντιφρονούντες’ προέβαλαν το επιχείρημα ‘μα καλά, άντρα δεν έχει να τη μαζέψει’; 

Προσωπικά δε συμφωνώ με τα άκρα: ούτε με την αμετροέπεια και την ισοπέδωση, ούτε με το ‘συμμάζεμα’ από τον εκάστοτε σύζυγο. Προφανώς και αν η κα Κωνσταντοπούλου ήταν άντρας και επεδείκνυε την ίδια συμπεριφορά, δε θα έβγαινε κανείς να αναρωτηθεί δημοσίως ‘για ποιο λόγο δεν τον μαζεύει η γυναίκα του’. Παράλληλα, όμως, για όσους τουλάχιστον πιστεύουν στη δημοκρατία, μια κοινοβουλευτική συμπεριφορά που προσομοιάζει με αναίτιο/ ή και άσκοπο μαστίγωμα, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία των πραγμάτων, είναι τουλάχιστον απαράδεκτη.

Με όποια άποψη κι αν συντάχθηκε κανείς, σε όποιο βαθμό κι αν το έπραξε, όσο κι αν τη συμπάθησε ή την αντιπάθησε, αυτό που φαίνεται ότι απέμεινε στον κόσμο μετά την σχεδόν οκτάμηνη θητεία της κας Κωνσταντοπούλου στη θέση της προέδρου της Βουλής, είναι ο διχασμός του κόσμου και, κυρίως, ο δισταγμός της δημόσιας διατύπωσης μιας ισορροπημένης άποψης για το τη θέση της ως Προέδρου της Βουλής και το σχετικό της έργο από τη θέση αυτή. 

Η πόλωση γύρω από το πρόσωπό της είναι τέτοια (πράγμα για το οποίο ευθύνονται αρκετά και τα μέσα ενημέρωσης), που δε φαίνεται να υπάρχει περιθώριο για έναν ψύχραιμο και δίκαιο απολογισμό της θητείας της. Και είναι κρίμα να συμβαίνει κάτι τέτοιο, σε μια εποχή κατά την οποία θα έπρεπε, θεωρητικά, να επικρατεί γενικότερα η ψυχραιμία. Και που, κυρίως, θα έπρεπε να εστιάζουμε στην ουσία, στην εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία της Βουλής, και όχι στις (διαδικαστικής φύσης και μη) ‘κορώνες’ της Προέδρου της, με ό,τι αυτές συνεπαγόταν.

Τι είναι τελικά η Ζωή Κωνσταντοπούλου; Ένα κοινοβουλευτικό εξάμβλωμα; Μια μορφωμένη, αλλά ανίερη γλωσσοκοπάνα; Μια αντάρτισσα που δεν τη χωρούσε η εποχή της; Ένας προφήτης που λιθοβολήθηκε, όπως συνηθίζεται για τους προφήτες, στον ίδιο της τον τόπο; 

Προσωπικά δεν ανήκα ποτέ στο κλαμπ των θαυμαστών της. Και δε διαφαίνεται να εντάσσομαι σ’ αυτό μελλοντικά. Για τη θέση που κατέλαβε η ίδια, θα προτιμούσα έναν άνθρωπο αποφασιστικό, αλλά πολύ πιο χαμηλών τόνων, πιο προσαρμοστικό και λιγότερο φλύαρο. Κυρίως, όμως, θα ήθελα να είναι έτσι τα πράγματα, ώστε να μπορώ να εκφέρω εμπεριστατωμένη γνώμη για το κοινοβουλευτικό της έργο, χωρίς να έχω επηρεαστεί από τις επιθέσεις μίσους ή αγάπης προς αυτήν, από την κάθε μια πλευρά αντίστοιχα.  

Νομίζω ότι, είτε επιθυμούσαμε την κα Κωνσταντοπούλου ως ‘δασκάλα’, είτε όχι, το ‘μάθημα’ το διδαχθήκαμε συνδυαστικά από την ίδια, τη συμπεριφορά της και τις απόψεις που σχηματίστηκαν γύρω από το πρόσωπό της: είναι πανεύκολο το να φτάσουμε στα άκρα. Και τα πρόσωπα που καταλαμβάνουν θέσεις – κλειδιά και εμείς. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα, διότι προωθούν τη δική τους ατζέντα κι εμείς γιατί πρέπει να τους κρίνουμε με βάση τις πράξεις τους.

Την επόμενη φορά, θα ήταν ασύγκριτα πιο ωφέλιμο, όλοι μας, δηλαδή και τα προαναφερθέντα πρόσωπα, και εμείς, να είμαστε πιο ‘μαζεμένοι’. Όχι γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να μας ‘μαζέψει ο σύζυγός μας’. Αλλά γιατί με τον τρόπο αυτό δεν υπηρετούμε το καλό του τόπου, που είναι το δικό μας μέλλον.