OPINIONS

Μεγαλώνοντας στην Κρήτη χωρίς ιδιωτική τηλεόραση

Ήταν Νοέμβριος του 1989, όταν το πρώτο ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι εξέπεμψε για πρώτη φορά σήμα στην ελληνική επικράτεια.

Το Mega Channel βγήκε στον αέρα στις 20 Νοεμβρίου εκείνης της (περίεργης, για άλλους λόγους) χρονιάς, και ο ΑΝΤ1 ακολούθησε, εκπέμποντας για πρώτη φορά την τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου του 1989.

Τίποτα από αυτά δε θυμάμαι, βέβαια. Όχι γιατί δεν έβλεπα τηλεόραση. Το αντίθετο μάλιστα, η τηλεόραση έπαιζε όλη την ημέρα στο σπίτι της γιαγιάς μου. Μαζί με το ραδιόφωνο, που ακουγόταν ταυτόχρονα με την τηλεόραση, ήταν η καθημερινή της παρέα στις δουλειές του νοικοκυριού.

Καμία από τις πρεμιέρες των καναλιών δεν παρακολούθησα. Καμία εκπομπή τους δε γνώριζα και κανέναν δημοσιογράφο δεν είχα παρακολουθήσει να λέει τις ειδήσεις, που τότε ξεκινούσαν στις 8:30 το βράδυ και διαρκούσαν το πολύ 30 λεπτά.

Η συσκευή της τηλεόρασης, που τότε δεν είχε τηλεκοντρόλ και οι επιλογές για τα κανάλια περιοριζόταν σε 10 κοντόχοντρα κουμπάκια, έδειχνε μόνο ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2.

Πολύ απλά, γιατί δεν έπιανε κανένα άλλο κανάλι. Το σήμα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, τόσο αυτών που εξέπεμψαν πρώτοι, όσο και αυτών που ακολούθησαν, δεν έφτανε μέχρι το Ηράκλειο Κρήτης, για αρκετά χρόνια.

Η αλήθεια είναι πως, σε αντίθεση με άλλα σπίτια, στο δικό μου ποτέ κανείς δεν είπε “μη βλέπεις άλλη τηλεόραση”. Ίσως γιατί με δυο κανάλια μόνο (κι αυτά κρατικά), και με δεδομένο ότι με έστελναν για ύπνο από τις 9:30 κάθε βράδυ, θεωρητικά δε διέτρεχα κίνδυνο να δω κάτι που δεν ήταν σωστό για την ηλικία μου. Εξάλλου, το ένα κανάλι έδειχνε συνήθως συνεδριάσεις της Βουλής και το άλλο ελληνικές σειρές για όλη την οικογένεια, εκπομπές ποικίλης ύλης ή ντοκιμαντέρ.

Το καλοκαίρι, όμως, μετά την πρώτη δημοτικού, που άκουσα τον μεγάλο μου ξάδερφο, μόνιμο κάτοικο Αθήνας, να μου μιλάει για πράγματα που έβλεπε στην τηλεόραση διαφορετικά από αυτά που έβλεπα εγώ, άρχισα να καταλαβαίνω πως, για κάποιο λόγο που δεν είχα αντιληγθεί, κάτι έχανα, το οποίο με ενδιέφερε. Μια εκδοχή αυτού που είχα πάθει ονομάστηκε, πολύ πολύ αργότερα, FOMO. Fear of Being Missed Out. Μια ανησυχία ότι βρίσκομαι εκτός τόπου και χρόνου, ότι χάνω τις εξελίξεις και ότι στερούμαι πράγματα χωρίς λόγο, στα οποία άλλοι είχαν απρόσκοπτη πρόσβαση.

Στο παιδικό μου μυαλό, ένα τρίωρο Σαββατιάτικο πρόγραμμα με κινούμενα σχέδια ήταν FOMO material.

Το ίδιο ήταν οι καθημερινές σειρές όπως η “Λάμψη” και η “Santa Barbara”, την οποία έβαζα να μου διηγείται κάθε καλοκαίρι μια θεία μου (κάτοικος Αθήνας), οι ελληνικές και ξένες ταινίες που έδειχναν τα ιδιωτικά κανάλια τα βράδια, ακόμα και οι ειδήσεις με τη Λιάνα Κανέλλη, την οποία είχα μάθει ξεφυλλίζοντας τον “Ταχυδρόμο”.

Ο “τηλεορασάκιας” που είχα εκθρέψει ήθελε οπωσδήποτε το θέαμα που πίστευε ότι του άξιζε και είχε βαρεθεί να παρακολουθεί τη Βουλή με τον παππού του. Η λύση ήταν μια: το βίντεο. Αυτό που αποσυνέδεσε ο πατέρας μου από το σπίτι για να το συνδέσει με την τηλεόραση της γιαγιάς μου, όπου περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου καθημερινά, για να μπορώ να βλέπω ό,τι ήθελα σε κασέτα.

Πήγαινα στο βίντεο κλαμπ μαζί με κάποιον μεγάλο, νοίκιαζα κασέτες με το Μικρό μου Πόνι και τον Σπορτ Μπίλλυ και έβλεπα με τις ώρες. Με πήγαιναν και στο σινεμά, αλλά εγώ εξακολουθούσα να θέλω την – πολύ μικρή – οθόνη να εκπέμπει όλη μέρα πράγματα τα οποία είχα μεγαλοποιήσει στο παιδικό μου κεφάλι, επειδή δεν τα είχα δει ποτέ σε αληθινό χρόνο.

Μια μέρα ο θείος μου (κάτοικος Αθήνας) μού χάρισε μια βιντεοκασέτα. Ήταν η ταινία της Βουγιουκλάκη “Η Σωφερίνα”, γραμμένη από το Mega, μαζί με τις διαφημίσεις, καθώς και με την επόμενη κατά σειρά εκπομπή. Την έμαθα απέξω. Και τις διαφημίσεις και τις ενδιάμεσες προβολές μικρών σποτ με καρτούν. Την έβαζα συνέχεια και ζούσα την “ημέρα της μαρμότας”.

Πάλι τα ίδια αστεία ο Γιώργος Πάντζας στο ρόλο του δικηγόρου, πάλι τα ίδια νάζια η Αλίκη, πάλι η ίδια διαφήμιση καλαμποκέλαιου.

Έτσι πέρασαν σχεδόν δυο χρόνια, μέχρι τη στιγμή που η γιαγιά μου αποφάσισε να μετακομίσει πίσω στο χωριό. Ένα βράδυ, λίγες μέρες πριν τη μετακόμιση, ο πατέρας μου άρχισε να πατάει κάτι κουμπιά στην τηλεόραση, από αυτά που βρισκόταν καλυμμένα μέσα σε μια πλαστική θήκη. Εγώ έπινα το γάλα μου και παρατηρούσα εκνευρισμένη, γιατί μου είχε χαλάσει την ΕΡΤ2, σε κάποια εκπομπή της οποίας είχα – προφανώς – χαζέψει.

Μετά από λίγη ώρα γύρισε και μου έδειξε την οθόνη. Είδα το σήμα του ΑΝΤ1 πάνω αριστερά στην οθόνη. Μεγάλο, φωτεινό και κίτρινο. Έπαιζε μια ταινία, την οποία δε μπορούσες να διακρίνεις εξαιτίας των “χιονιών” στην οθόνη. Είχε πιάσει, όμως, το κανάλι. Έφτανε η αρχή του τέλους της καθημερινής επίσκεψης στο βίντεο κλαμπ, τουλάχιστον για το δικό μας σπίτι.

Η γιαγιά μου μετακόμισε κι εγώ άρχισα να περνάω τον χρόνο μου στο σπίτι με τους γονείς μου. Σταδιακά η τηλεόρασή τους έπιασε τα δυο μεγάλα ιδιωτικά κανάλια της εποχής, που εξέπεμπαν σταθερά, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Το FOMO εξαντλήθηκε μέσα σε λίγες μέρες. Δεν ήταν κάτι φοβερό αυτό που έδειχναν τα κανάλια που δεν πιάναμε τόσο καιρό. Ίσως να άξιζαν μερικά κινούμενα σχέδια παραπάνω από τα άλλα, που μας ήταν ήδη διαθέσιμα. Όμως, η “Λάμψη” δε μου άρεσε. Προτιμούσα να βλέπω την “Τόλμη και Γοητεία”, στη δημόσια τηλεόραση. Η Κάρολαϊν είχε κερδίσει τη Βίρνα Δράκου. Οι κασέτες του βίντεο κλαμπ είχαν κερδίσει τα ψυχαγωγικά προγράμματα των ιδιωτικών καναλιών.

Μου άρεσε να βλέπω τη Λιάνα Κανέλλη να λέει τις ειδήσεις, ωστόσο και πάλι προτιμούσα να βλέπω απευθείας τις συνεδριάσεις της Βουλής.

Για κανένα λόγο δεν έπαψα να είμαι “τηλεορασάκιας”. Το παιδικό μου μυαλό, όμως, πολύ γρήγορα απομυθοποίησε τα νέα κανάλια της ελεύθερης, πλέον, μη ελεγχόμενης και μη κρατικής τηλεόρασης.

Δεν άλλαξε κάτι ουσιαστικό στις συνήθειές μου ως τηλεθεάτριας. Με κάποιο τρόπο, όμως, έμμεσα και εντελώς από σπόντα, έμαθα έκτοτε να κρατάω μικρό καλάθι για κάθε τι καινούργιο που πλασαριζόταν στις ζωές μας ως αυτό που θα έκανε τη διαφορά σε κάποιο τομέα της.

Δε θα ξεχάσω, όμως, ποτέ, τη στιγμή που ένιωσα, χωρίς να καταλαβαίνω τι ακριβώς συνέβαινε, ότι πλέον είχα παραπάνω από δυο επιλογές καναλιών για να παρακολουθήσω. Και ότι το τρίτο κανάλι θα ήταν πιο “τσαχπίνικο” από τα άλλα δυο και θα μου προσέφερε περισσότερη (όχι απαραίτητα καλύτερη, αλλά σίγουρα περισσότερη), διασκέδαση.

24 χρόνια μετά, ακόμα δεν έχω δει το πρώτο επεισόδιο της “Λάμψης”. Ούτε από περιέργεια. Για τη “Santa Barbara”, ούτε λόγος. Καμιά φορά, όμως, αν πετύχω την “Τόλμη και Γοητεία”, παρόλο που πλέον προβάλλεται σε ιδιωτικό κανάλι, τη χαζεύω λίγο, για να θυμηθώ τα παλιά. Την παλιά τηλεόραση, το σπίτι της γιαγιάς και την παιδική μου ηλικία, που από τότε συνδέθηκε με μια συσκευή και ουσιαστικά δεν αποσυνδέθηκε ποτέ.