OPINIONS

Η ζωή μου με την τηλεφωνοφοβία

"Πάρε με στο τηλέφωνο, λιγάκι να τα πούμε". Όταν πήγαινα στο γυμνάσιο, επέστρεφα τα μεσημέρια στο σπίτι, έτρωγα, κι αμέσως, πριν προλάβει να κατεβεί η τελευταία μπουκιά, έπαιρνα τηλέφωνο τη φίλη μου τη Μαρία, με την οποία μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο. Ενίοτε προλάβαινε και μ’ έπαιρνε εκείνη πρώτη. Σε κάθε περίπτωση, ο αδερφός της αποκαλούσε τη συσκευή του τηλεφώνου ‘το σκουλαρίκι σας’.

Το ίδιο συνέβαινε όταν πήγαινα στο λύκειο, παρότι οι συζητήσεις μας με τη Μαρία ή οποιαδήποτε άλλη φίλη μου ή φίλο μου διαρκούσαν λιγότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με παλιότερα, εξαιτίας του πιο φορτωμένου καθημερινού προγράμματος.

Προφανώς και κάτι παρόμοιο συνέβαινε στο πανεπιστήμιο. Θυμάμαι την ημέρα που μου συνέδεσαν το τηλέφωνο στο φοιτητικό μου σπίτι και πήγα στο κατάστημα ΟΤΕ Εξαρχείων για ν’ αγοράσω συσκευή. Ο υπάλληλος με ρώτησε ‘γιατί διαλέξατε αυτή τη συσκευή ανάμεσα σε τόσες άλλες’; Κι εγώ του απάντησα ‘γιατί έχει το πιο ανατομικό ακουστικό’.

Για πολλά χρόνια, μιλούσα πολύ στο τηλέφωνο. Το κάθε τηλεφώνημα διαρκούσε τουλάχιστον μισή ώρα. Έχω μιλήσει (με τον ίδιο άνθρωπο) και μία, και μιάμιση ώρα και δυο ώρες. Το ρεκόρ μου (λογικά με τη Μαρία) πρέπει να είναι κάτι λιγότερο από 4 ώρες. Σερί. Δε με κούραζε. Το αγαπούσα, γιατί με έφερνε κοντά με τους ανθρώπους. Σταθερό ή κινητό, δεν είχε σημασία: ήταν η αγαπημένη μου συσκευή.

Αναπάντητες κλήσεις παντού

Αυτός ο μεγάλος έρωτας με την εφεύρεση του Alexander Graham Bell κράτησε μέχρι το 2010. Στην πρώτη επίσκεψή μου για ψυχοθεραπεία, πέντε χρόνια πριν, η πρώτη μου κουβέντα, την οποία είπα εισαγωγικά (και παράλληλα κλαίγοντας) για να περιγράψω το ευρύτερο πρόβλημά μου ήταν: ‘δε μπορώ να μιλάω στο τηλέφωνο’.

 

Απ’ όλα όσα είχα να πω, αυτό ήταν το πρώτο που ανέφερα. Φαινομενικά επρόκειτο για ένα ζήτημα απλοϊκό. Ένας ανεξήγητος δισταγμός να πατήσω το πράσινο κουμπάκι στο κινητό ή να σηκώσω το ακουστικό του σταθερού. Με ζόριζε, όμως, πάρα πολύ. Τότε εργαζόμουν ακόμα ως δικηγόρος σε γραφείο και καθημερινά μπορεί να χρειαζόταν να μιλήσω πάνω από δεκαπέντε φορές στο τηλέφωνο. Η δυσφορία συσσωρευόταν κι έβρισκα συνέχεια δικαιολογίες για να μη χρειαστεί να βγω στο τηλέφωνο και να συνεννοηθώ με άλλο τρόπο (συνήθως με email): ‘είμαι σε συνάντηση’, ‘θα σας καλέσω εγώ όταν μπορώ’, ‘μιλάω στην άλλη γραμμή’. Τίποτα από αυτά δεν ίσχυε. Απλά δεν ήθελα να μιλάω στο τηλέφωνο. Ούτε με τους πελάτες, ούτε με τους συνεργάτες.

Παράλληλα, είχα ήδη περιορίσει δραματικά τα τηλεφωνήματα στους δικούς μου ανθρώπους. Δεν ήθελα καν να τους στέλνω μηνύματα. Αν χρειαζόταν να επικοινωνήσω μαζί τους, προτιμούσα να τους στείλω ένα email ή ένα μήνυμα στο Facebook ή στο Twitter, και μάλιστα σε εποχή που δεν είχα σύνδεση ίντερνετ στο κινητό μου.

Πήρα εκατό φορές για να μάθω αν ζεις, μου απάντησε που λες τηλεφωνητής

Για να μη μπορεί κανείς να μου πει ‘δε με πήρες πίσω’, έβγαλα και τον τηλεφωνητή από το κινητό. Ζήτησα από την εταιρία κινητής τηλεφωνίας να μην μου προσφέρει πια ούτε την υπηρεσία που σου έστελνε μήνυμα ότι σε πήρε κάποιος αριθμός, την ώρα που το είχες κλειστό.

Έτσι πέρασαν δυο χρόνια, μέσα στα οποία δεν αισθανόμουν καθόλου καλά, όταν χρειαζόταν να μιλήσω στο τηλέφωνο, πλην όμως, το πάλευα. Το προσπαθούσα. Δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχα πάθει. Κάποια στιγμή, μετά από μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο κατά την οποία αναγκάστηκα να μιλάω με πάρα πολλούς αγνώστους ανθρώπους για ένα θέμα αρκετά άβολο, άρχισα να φεύγω από το σπίτι το πρωί με το κινητό κλειστό. Το άνοιγα το απόγευμα, για να δω αν έχω κανένα μήνυμα και έλεγα στον κόσμο να με παίρνει στο γραφείο. Εκεί ήξερα ότι θα το απαντήσει η γραμματέας, οπότε θα μπορούσα να αποφύγω την τηλεφωνική συνομιλία, με μια ωραιότατη δικαιολογία, δουλεμένη στην προπόνηση και άκρως πιστευτή.

Στο μεταξύ, πήγαινα στην ψυχοθεραπεία μου, χωρίς να έχει χρειαστεί να θίξω ξανά το ζήτημα του τηλεφώνου. Εξακολουθούσα να πιστεύω πως είναι μια παραξενιά μου.

Πως, εξαιτίας της πολύ επικοινωνιακής φύσης της δουλειάς μου, κουραζόμουν να μιλάω όλη μέρα και μάλιστα με ανθρώπους που θα μου έλεγαν συνέχεια τα ίδια και τα ίδια ή με ανθρώπους τους οποίους θα έβλεπα σύντομα από κοντά, οπότε δεν είχα λόγο να συζητάω μαζί τους μέσω κεραιών και δορυφόρων.

 

Πρόσφατα λοιπόν, το θέμα του τηλεφώνου ‘έπεσε στο τραπέζι’ (ή μάλλον, στην πολυθρόνα) του ψυχολόγου. Εκείνες τις ημέρες, κάποιος με έψαχνε επίμονα στο τηλέφωνο – όχι για κάτι επείγον – κι εγώ δεν ήθελα να το σηκώσω. Όσο δεν το σήκωνα, τόσο μου τηλεφωνούσε.

Φυσικά και το είχα στο αθόρυβο ήδη από το 2012. Διότι με ενοχλεί πάρα πολύ και η δόνηση. Οποιοσδήποτε ήχος προερχόμενος από το τηλέφωνο μου προκαλεί άγχος. Με το που βλέπω εισερχόμενη κλήση, αυτομάτως σκέφτομαι με τρόμο ‘πώς θα το σηκώσω τώρα και τι θα πω; Θα καταλάβει ο άλλος τι είναι αυτό που θέλω να πω; Πόσο θα θέλει να κρατήσει την κουβέντα; Πώς θα καταφέρω να του το κλείσω όσο πιο σύντομα γίνεται’;

Όταν δε έχω να τηλεφωνήσω κάπου όπου χρειάζεται (π.χ. θέλω να πάρω τηλέφωνο τον οδοντίατρο), φοβάμαι διαρκώς ότι θα ενοχλήσω και ότι θα δημιουργήσω πρόβλημα στον συνομιλητή μου, ειδικά αν δε βρω τον ίδιο στο τηλέφωνο. Αλλά ακόμα κι αν τον βρω, δυσκολεύομαι να σκεφτώ πώς θα του πω αυτό που θέλω. Κι ας είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου, όπως π.χ. ‘πότε να έρθω για σφράγισμα’.

Παράλληλα με τα παραπάνω, όταν χτυπάει το τηλέφωνο, οι αναπνοές μου γίνονται πιο γρήγορες και πιο κοφτές κι αισθάνομαι ελαφρά ταχυκαρδία. Μόλις σταματήσει, επανέρχομαι σταδιακά. Φοβάμαι και πάλι, όμως, μήπως το τηλέφωνο ξαναχτυπήσει αμέσως και περάσω το ίδιο άγχος.

Όταν το τηλέφωνο χτυπήσει, κανείς δε θα σου απαντήσει

Για να το συμπυκνώσω σε μια φράση: στην ψυχολογία μου, όταν το τηλέφωνο χτυπάει, αυτό σημαίνει πως κάτι κακό έγινε ή κάτι κακό θα γίνει. Το κακό αυτό, μάλιστα, θα αφορά σε μένα και δε θα μπορέσω να το διαχειριστώ.

 

Πώς φτάσαμε, όμως, ως εδώ; Αλήθεια, δεν ξέρω ακριβώς. Γενικότερα, οι αιτίες της τηλεφωνοφοβίας (από την οποία, παρεμπιπτόντως, πάσχουν περίπου 2,5 εκατομμύρια Βρετανοί) ανάγονται σε τραυματικά γεγονότα της παιδικής ή ενήλικης ζωής, τα οποία σχετίζονται, τις περισσότερες φορές, με άσχημα νέα που μεταδόθηκαν από το τηλέφωνο.

Στη δική μου περίπτωση, το τηλέφωνο είχε καταστεί για πολλά χρόνια μια συσκευή μέσω της οποίας τροφοδοτούνταν το καθημερινό μου άγχος για διάφορα μικρά ή μεγάλα πράγματα.

Ήταν η συσκευή μέσω της οποίας μάλωνα με τους γονείς μου ή τους μιλούσα διστακτικά, φοβούμενη μη μαλώσω μαζί τους.

Ήταν η συσκευή που θα χρησιμοποιούσε το αφεντικό μου για να μου μιλήσει άσχημα για κάτι για το οποίο δεν έφταιγα εγώ. Ήταν το όργανο του ακουστικού και ψυχολογικού μου βασανιστηρίου, το οποίο δε γινόταν κατανοητό από κανέναν άλλο άνθρωπο.

Φυσικά και μιλάω στο τηλέφωνο, εφόσον χρειάζεται. Σφίγγω τα δόντια, παίρνω βαθιά αναπνοή και προσπαθώ να ξεχάσω τον τρόμο που αισθάνομαι. Είναι, εξάλλου, μια φοβία που αντιμετωπίζεται μέσω της συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας. Προσπαθώ να τη διαχειριστώ, αλλά χρειάζομαι χρόνο. Μέχρι να τα καταφέρω, καλύτερα να τα λέμε από κοντά. Είναι, εξάλλου, μια καλή ευκαιρία να βρισκόμαστε περισσότερο.