OPINIONS

Για όλους εκείνους που αγαπούν, χωρίς (πια) να το θυμούνται

Σκόρπιες λέξεις, αθώες φράσεις. Να πάρεις ψωμί. Ερωτήσεις. Οι ίδιες ερωτήσεις. Μεγαλύτερη συχνότητα. Προτάσεις ανολοκλήρωτες. Ιστορίες από τα παλιά. Καμία από την προηγούμενη εβδομάδα.  Ούτε από εχθές. Και πάλι οι ίδιες ερωτήσεις. Επιστροφή στα πολύ παλιά με κάθε λεπτομέρεια.

Μετά από λίγο χάθηκαν  κι αυτές. Πότε ήρθες; Δεν πέρασαν 10 λεπτά. Εσύ πότε ήρθες. Η ίδια ερώτηση και η ίδια απάντηση. Γέλια, θυμός, αγανάκτηση, νεύρα, φωνές, κατανόηση, συμπόνια, θλίψη. Δεν το ήθελε, απλά συνέβαινε. Χωρίς να μπορεί να το ελέγξει, χωρίς να μπορεί να το καταλάβει, χωρίς αυτός ο δρόμος να έχει επιστροφή.

Του απαντούσα ξανά και ξανά και ξανά. “Είναι αφηρημένος”, έλεγα και του απαντούσα για πολλοστή φορά πως ήρθα το πρωί του Σαββάτου. Κι όμως η μνήμη του τον πρόδιδε, αργά και σταθερά. Και κανένας από εμάς δεν είχε κέφι να κάνει πλάκα. Νευρίαζαν ίσως αλλά μετά από λίγο ζητούσαν σιωπηλά συγγνώμη γιατί δεν ήταν κύριος του εαυτού του. Κι αυτό με στενοχωρούσε πιο πολύ από όλα.

Γιατί ο παππούς μου ο Γιώργος στα μάτια τα δικά μου ήταν πάντα ο άνθρωπος που είχε τον απόλυτο έλεγχο και μας έκανε να νιώθουμε ασφάλεια και σιγουριά.

Το μυαλό το δικό μου δε χωρούσε αυτή την εξέλιξη. Δεν είχα φανταστεί έτσι τα γηρατειά του. Αν η μνήμη είναι κλεψύδρα η δική του είχε γυρίσει και οι κόκκοι της άμμου γέμιζαν με ταχύτητα το κάτω γυάλινο δοχείο. Έχανε τις αναμνήσεις του κι εμείς χάναμε εκείνον. Επέμενε να με ρωτά πότε πήγα στην Κύμη. Περπατούσε στο σπίτι, άνοιγε την πόρτα του δωματίου, με κοιτούσε, μου χαμογελούσε και με ρωτούσε πότε πήγα. Μετά από λίγο πάλι η ίδια ρουτίνα. Τότε δεν καταλάβαινα τι θα ακολουθήσει.

 

Σιγά σιγά οι ερωτήσεις χάθηκαν. Πήγαινα κοντά του και του έλεγα πως ήρθα το πρωί. Πήγαινα ξανά και το επαναλάμβανα μόνη μου χωρίς να έχει προηγηθεί ερώτηση. Δε θα την έκανε ποτέ ξανά. Και τότε βουτήξαμε στα πολύ βαθιά. Βλέμμα κενό, αγκαλιές ελαφριές. Με ξεχνούσε μέρα την ημέρα. Δεν θυμάσαι τη Δέσποινα; Την πρώτη φορά που άκουσα την τσακισμένη φωνή του να λέει όχι, έφυγα γρήγορα και έβαλα τα κλάματα. Δε θα είχε γυρισμό, δε θα ήταν ποτέ ξανά ο άνθρωπος που ήξερα. Σταμάτησα να πηγαίνω στην Κύμη.

Τουλάχιστον για μία διετία αρνιόμουν συστηματικά να το αποδεχτώ και να το διαχειριστώ. Δεν έπαιρνα καν τηλέφωνο. Κι αν το σήκωνε εκείνος κι έπρεπε να εξηγήσω ποια Δέσποινα είμαι; Κατηγορηματική άρνηση κι ας πίστευε η γιαγιά μου πως τους ξέχασα. Μία από τις τελευταίες φορές που μιλήσαμε εκείνος με κοίταξε στα μάτια, είπε πως δεν με θυμάται, έβαλε την παλάμη του μέσα στη δική μου κι έβαλε τα κλάματα.

Η καρδιά του με θυμόταν, το μυαλό όμως είχε χαράξει τη δική του πορεία, εκείνη της λήθης.

Όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου τα περνούσαμε μαζί και τώρα δεν μπορούσε να με αναγνωρίσει. Μοιραζόμασταν το ίδιο σπίτι, τρώγαμε στο μπαλκόνι και γελούσαμε. Με καμάρωνε στα κρυφά και φούσκωνε από υπερηφάνεια με κάθε μικρό ή μεγάλο κατόρθωμά μου. Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Δεν το πήρα ποτέ. Όταν μιλάει το συναίσθημα τα πρέπει δεν κάνουν κουμάντο. Θα τον θυμόμουν έτσι όπως εγώ ήθελα.

Γιατί ο παππούς ο Γιώργος δε θα ήθελε το τέλος να είναι θολωμένο από τα δάκρυα, θα ήθελα να έχει πλατιά χαμόγελα για μία ζωή πλούσια και γεμάτη. Κενό. Λευκό πανί. Δεν το δέχτηκα ούτε για μία στιγμή. Ένας παράλληλος κόσμος που έκανα πως δεν υπάρχει γιατί με πλήγωνε. Μπήκα στο αυτοκίνητο κι έφυγα για την Αθήνα. Σκούπιζα δάκρυα. Δεν θυμάται πως με αγαπάει. Κι άλλα δάκρυα. Ούτε μία φορά δεν σχημάτισα τον αριθμό του σπιτιού στο τηλέφωνο. Λες να με περίμενε; Λες να πίστεψε πως τον ξέχασα;

Λίγες ημέρες πριν το τέλος τον είδα στον ύπνο μου. Ήταν όπως παλιά. Όπως εγώ είχα επιλέξει να τον κρατήσω μέσα μου. Έφυγε από κοντά μας. Τώρα πια θυμάται πως με αγάπησε πάρα πολύ. Πήγα ξανά στην Κύμη και ξάπλωσα στο διπλό τους κρεβάτι. Στη μεριά του, στο μαξιλάρι του, δίπλα στο μεγάλο Δεσποινάκι. Λίγα δάκρυα ακόμα. Και από τις δυο μας. Είμαι σίγουρη. Τώρα πια οι μνήμες του επέστρεψαν. Τον αγαπούσα πολύ. Καμία ερώτηση. Καμία επανάληψη. Κι αν δεν πρόλαβα να του το πω μια τελευταία φορά, το ήξερε. Το ήξερε η καρδιά του κι αυτό έφτανε.

Για όλους εκείνους που αγαπούν, χωρίς να το θυμούνται.

Για όλους εκείνους που ξεχνούν, αλλά δεν τους ξεχνάμε.

*Εάν έχετε ερωτήσεις και ανησυχίες σχετικά με την Νόσο Alzheimer ή με κάποια άλλη μορφή άνοιας, η γραμμή βοήθειας  της Ελληνικής Εταιρείας Νόσου Alzheimer και Συγγενών Διαταραχών, 2310 – 909000 μπορεί να σας παρέχει πληροφόρηση, υποστήριξη, καθοδήγηση και παραπομπή στους κατάλληλους ειδικούς.