ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Όταν ο 5χρονος γιος μου, κλωτσάει και κλείνει την πόρτα στα μούτρα μου

Πολύ θυμωμένος ο γιος μου, μπαίνει στο δωμάτιό μου, την ώρα που ντύνομαι για να πάω στη δουλειά.

– Που είναι η μπλούζα με τα Μίνιονς;

– Στα άπλυτα, αγάπη μου.

Τι την ήθελα την καθαριότητα; Πρωί πρωί, όταν είμαστε σχεδόν έτοιμοι να φύγουμε για τη δουλειά και το σχολείο δεν τα λες αυτά. Λες πολύ φυσικά:

– Νομίζω ότι την πέταξες χθες το βράδυ στα άπλυτα.

Ο γιος μου, που πλέον είναι πεντέμισι ετών και μπορεί να κάνει έναν πολύ καλό διάλογο πια, θυμάται πολύ καλύτερα από εμένα, δυστυχώς.

– Αποκλείεται να την έβαλα εγώ, διότι έχουμε συμφωνήσει με τον Κώστα, τον Γιάννη, την Αθηνά και τον Χαράλαμπο, να τις φορέσουμε όλοι. Όλοι τις ίδιες. Που είναι η μπλούζα Μίνιονς;

– Είναι άπλυτη.

Δεν διορθώνομαι με τίποτα. Η σωστή αντίδραση θα ήταν να πάω στα άπλυτα, να την βγάλω, να την μυρίσω μπροστά του και να πω:

– Ευτυχώς σε είχα ακούσει χθες το βράδυ και την έπλυνα. Μύρισέ την να δεις πώς μοσχοβολάει. Ε; Μμμμμμμ.

Τα λερωμένα, τα άπλυτα

Εγώ όμως ήθελα να απαντήσω με τα γεγονότα και τότε ήρθα αντιμέτωπη με τις συνέπειες. Ο γιος μου αφού ήρθε και μου έκανε ένα γιγάντιο “ΓΚΡΡΡΡ” στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας μου, μου γύρισε έντονα την πλάτη, χτύπησε δυνατά την πόρτα ώστε να κλείσει, πήγε στο μπάνιο, έβγαλε τα άπλυτα και τα άδειασε όλα μπροστά από την πόρτα (ναι, της κρεβατοκάμαρας μου, όσο εγώ ντυνόμουν). Άνοιξε ύστερα την πόρτα ώστε να βεβαιωθεί ότι κοιτάω τι κάνει, βρήκε την μπλούζα Μίνιονς, την σήκωσε ψηλά, σαν σημαία επανάστασης και είπε:

– Νάτη. Θα την φορέσω. Και ποιος σου είπε να την βάλεις στα άπλυτα;

Εσύ, είπα από μέσα μου, εσύ χθες το βράδυ όταν βρήκα τα ρούχα σου πεταμένα στο μπάνιο, την ώρα που έκανες το λουτρό σου.

Σε ρώτησα αν αυτά είναι άπλυτα, μου είπες ναι, σε ρώτησα γιατί δεν τα βάζεις ΣΤΑ ΑΠΛΥΤΑ και μου είπες να τα βάλω εγώ, κι εγώ τα έβαλα.

Δεν απάντησα, λοιπόν, στην ερώτηση: Και ποιος σου είπε να την βάλεις στα άπλυτα, διότι πολύ απλά πρέπει μια μέρα να πάμε και στο σχολείο χωρίς γκρίνια.

Δεν ξέρω τι έχει ο γιος μου τον τελευταίο καιρό. Κλωτσάει πόρτες. Βροντάει πόρτες, κάνει τσαντισμένες γκριμάτσες και μένει με αυτές ώρα. Έτσι στα ξαφνικά. Επειδή του είπα να κάνει μπάνιο ή να φάει το φαγητό του. Πάντα το δικό σου γίνεται. Και πώς σου φαίνεται που κάνουμε πάντα το δικό σου; Κι από μικρός όλο μου φωνάζεις. Τι σου φωνάζω; Να φας το φαγητό σου; Ναι. Ε, άμα (αρχίζω πάλι να φωνάζω) στο λέω δέκα φορές, την όγδοη θα έχω αρχίσει να φωνάζω. Δεν χρειάζεται να φωνάζεις, ακούω. Το ξέρω ότι ακούς, αλλά τι να κάνω; Να μην σου λέω να φας; Να μην σου λέω να κάνεις μπάνιο; Να μην σου λέω να πας για ύπνο; Να μη σου λέω, ντύσου να πάμε στο σχολείο; Είμαι η μαμά σου. Αυτά πρέπει να σου λέω. Να σου μάθω μερικά πράγματα και μετά να τα κάνεις μόνος σου, να μην έχεις κανέναν ανάγκη. Να μου τα λες, αλλά όχι φωναχτά. Θα στα λέω, λοιπόν, μια φορά και θα τα κάνεις, εντάξει; Εντάξει.

Τι ωραία που τα λέμε, αλλά δεν τα κάνουμε, όμως. Κι εγώ κατηγορούμαι από το 5 και μισό ετών γιο μου ότι τον καταπιέζω. Μάλιστα. Επειδή του λέω να ντυθεί για να πάει στο σχολείο. Επειδή η μπλούζα Μίνιονς δεν ήταν πλυμένη. Επειδή του είπα να πάμε στο ποδόσφαιρο. Επειδή του είπα να μαζέψουμε τα παιχνίδια και να κάνουμε μπάνιο, καθώς η ώρα του ύπνου έχει περάσει προ πολλού.

Για την φωνή έχει δίκιο. Πολύ καιρό τώρα την έχω χαμηλώσει. Δεν φωνάζω. Βγες παιδί μου από το αυτοκίνητο. Δεν  βγαίνω αν δεν έρθεις να με κατεβάσεις εσύ. Δεν  μπορώ διότι έχω στα χέρια μου την τσάντα μου, την τσάντα σου και τον σάκο του ποδοσφαίρου.

Δεν κατεβαίνει με την πρώτη ευγενική παράκληση. Δεν κατεβαίνει ούτε με την δεύτερη ευγενική παράκληση, αλλά ούτε και με την τρίτη.

Πηγαίνω στο καθισματάκι του, του φοράω το μπουφάν, το κλείνω, αμίλητη, τον πιάνω από το χέρι και τον κατεβάζω, άκομψα ναι, από το αυτοκίνητο.

– Τώρα είναι ωραίος ο τρόπος που με κατέβασες;

– Όχι δεν είναι ωραίος, αλλά τι έπρεπε να κάνω; Να κατασκηνώσω στην πυλωτή μέχρι να αποφασίσεις να κατέβεις;

– Πάντα το δικό σου γίνεται.

Καταλάβατε; Δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν ξέρω αν όσες έχετε παιδιά με καταλαβαίνετε. Άλλοτε δεν λέω κουβέντα. Άλλοτε απαντώ σαν σε ενήλικα. Άλλοτε τον παίρνω αγκαλιά να τον κατεβάσω και είμαι σαν ένα γαϊδούρι φορτωμένο στο παζάρι. Όλα αυτά για να μην υπάρχει φωνή. Αν θέλω να του φωνάξω; Φυσικά και θέλω. Το ρωτάς;

Όταν το πρωί χτυπούσε όλες τις πόρτες που έβρισκε μπροστά του, μου ερχόταν να πάω και να του ουρλιάξω: Πας καλά παιδάκι μου; Τι χτυπάς τις πόρτες; Διότι τις χτυπούσε. Τη δική μου, του μπάνιου, αυτή στο δωμάτιό του, την ντουλάπα για να βρει παντελόνι, το ντουλάπι για να πάρει παπούτσια. Σαν να μου έλεγε: με ακούς; Τόσο πολύ τα έχω πάρει στο κρανίο που η μπλούζα που ήθελα να φορέσω δεν ήταν εκεί όπου την ήθελα. Τα ακούς;

Βλάκες, βλάκες, βλάκες

Τα μούτρα συνεχίζονται και στο δρόμο προς το σχολείο. Εγώ που δεν θέλω να φύγω με μούτρα για την δουλειά του λέω πώς ίσως είναι καλύτερα να ετοιμάζουμε τα ρούχα από το βράδυ, όταν βιαζόμαστε το πρωί συχνά νευριάζουμε με τον χρόνο (και καλά ο χρόνος φταίει).

Είναι ωραίο να έχουμε μούτρα σαν τους ανόητους που δεν μπορούν να μιλήσουν; Μόνο αυτοί δεν μπορούν να πουν τι έχουν. Αυτοί. Οι βλάκες.

Όλοι οι υπόλοιποι μπορούμε να πούμε τι μας ενοχλεί στον άλλον και να του δώσουμε την ευκαιρία να το διορθώσει. Μόνο οι βλάκες δεν τα καταφέρνουν, διότι είναι χαζοί. Εμείς δεν είμαστε βλάκες. είμαστε έξυπνοι άνθρωποι. Μπορούμε να συζητάμε. Μπορούμε να μιλάμε για αυτά που μας νευριάζουν. Δεν είμαστε βλάκες και χαζοί. Χαζοί και βλάκες!

Ο γιος μου που δεν με έχει ακούσει τόσες πολλές φορές να λέω τη λέξη “βλάκας” αρχίζει να γελάει. Κάπως χαλαρώνει η φάση και ας πούμε ήρεμα πάμε στο καλό. Εκείνος στο σχολείο, κι εγώ στη δουλειά.