ΜΗΤΡΟΤΗΤΑ

Οι πιο συχνές ερωτήσεις που κάνουν στους γονείς τους τα παιδιά για την οικονομική κρίση

Με τις φίλες μου, μαμάδες των φίλων του γιου μου, βγαίνουμε τα απογεύματα ώστε να παίξουν τα παιδιά. Πάμε σε παιδικές χαρές, παιδότοπους, δημιουργικούς χώρους και διάφορες αθλητικές εγκαταστάσεις. Αυτό που φροντίζουμε είναι, ανάλογα με τα οικονομικά μας δηλαδή, να πάμε κάπου που όλες έχουμε να πληρώσουμε.

Είτε την είσοδο, είτε τα ποτά ή φαγητά που ξέρουμε ότι θα μας ζητήσουν τα παιδιά, είτε άλλα παιχνίδια με λεφτά που θα μας προκύψουν στη βόλτα, όπως μηχανήματα με κέρματα ας πούμε. Κανονίζουμε αν μετά θα τους πάρουμε κάτι να φάνε ή θα πούμε όλες ότι θα φάμε στο σπίτι, αν θα πάρουν παγωτό ή θα ανέβουν στο τραμπολίνο που δεν είναι δωρεάν.

Έτσι, στο πιο ομαδικό, είναι πιο εύκολο για όλες μας. Η δικαιολογία πιάνει. Όταν είμαι μόνη μου με τον γιο μου χρειάζεται περισσότερες λεπτομέρειες.

“Γιατί δεν μπορούμε να φάμε έξω; Γιατί δεν μπορώ να παίξω κι άλλο; Γιατί δεν μπορώ να πάρω ένα αυτοκινητάκι;”. Τότε πρέπει να εξηγήσεις ότι δεν μπορούμε να αγοράζουμε πάντα αυτό που θέλουμε, δεν γίνεται να τρώμε έξω συνέχεια ή να δίνουμε συνέχεια λεφτά στα παιχνίδια. Μια συζήτηση που μετά από τα συνεχόμενα γιατί, θα φτάσει και στην κρίση. Το μεγάλο πρόβλημα. Η αποστομωτική απάντηση. Έχουμε κρίση.

“Άμα περάσει η κρίση, μπορούμε να πάμε σε εκείνο το μέρος με τα άλογα να μάθω ιππασία;” Μου λέει η Μαρία Ζ., ότι της είπε η κόρη της. Ή σε αντίστοιχες απορίες περί του οικονομικού στριμώγματος την ρώτησε: “Γιατί δεν έχουμε λεφτά;”. Όπως επίσης επειδή το όνομα του Πρωθυπουργού ακούγεται συχνά στα σπίτια της έκανε και την εξής ερώτηση: “Μαμά, δηλαδή για όλα αυτά φταίει ο Τσίπρας;”.

Και γιατί δεν έχουμε λεφτά; ρωτάει πολλές φορές την Ελένη Μπ. ο μικρός γιος της.

“Μαμά, πότε θα πάμε στο γραφείο σου να κάνουμε καλά τους ασθενείς σου;”. “Μια ερώτηση που ακούω συχνά από τον γιο μου”, μου λέει η Στέλλα Γ., “αν κι έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που πήρα τη δύσκολη απόφαση να κλείσω το φυσιοθεραπευτήριο μου. Είναι πολύ μικρός για να του πω τους πραγματικούς λόγους”.

Τώρα είμαστε φτωχοί;

Η Ντίνα Μπ. πρέπει να απαντήσει σε ερωτήσεις τύπου: “Τώρα είμαστε φτωχοί; Δηλαδή, δε θα ξαναπάμε διακοπές;”. Όσο μεγαλώνει ο γιος της, μου λέει ότι καταλαβαίνει περισσότερα και βρίσκει μόνος του λύσεις. “Του στοίχισε πολύ η πιθανότητα να σταματήσει το μάθημα αγγλικών γιατί δεν μπορούμε να ανταπεξέλθουμε στη δαπάνη, αλλά για το ποδόσφαιρο βρήκε μόνος του ομάδα, στην οποία δεν πληρώνουμε συμμετοχή. Επίσης, κάνει επιλογές, όπως για παράδειγμα, θα σταματήσω τον προσκοπισμό, αλλά θέλω να συνεχίσω το τένις. Είναι 13 ετών, όμως, καταλαβαίνει πια αρκετά”.

Η Λένα Γ. πρέπει να βρει απαντήσεις για τους άστεγους, αλλά και σοβαρά προβλήματα των συμμαθητριών του παιδιού της: “Γιατί μαμά αυτός κοιμάται στο δρόμο;”. “Σήμερα στο σχολείο η Μαιρούλα λιποθύμησε την ώρα της γυμναστικής. Ο Κώστας που μένει δίπλα της, μας είπε πως ο πατέρας της Μαιρούλας έχασε φέτος τη δουλειά του εξαιτίας της κρίσης. Ποια είναι αυτή η κρίση μαμά που κάνει τα παιδιά να λιποθυμούν στο σχολείο; Εμείς μαμά υπάρχει περίπτωση να μείνουμε στο δρόμο και να μην έχουμε να φάμε λόγω της κρίσης;”.

Που να ξέρει η μαμά; Φυσικά, θα απαντήσει “όχι, αγάπη μου. Σε μας δεν θα συμβεί αυτό ποτέ. Δουλεύουμε πολύ με τον μπαμπά, για να έχουμε το σπίτι μας και φαγητό”. Έτσι λέω εγώ στον γιο μου και όταν το συζητάω με την Μαρία Μπ. μου λέει κι εκείνη: “Προσπαθούμε να μην καταλάβουν τα παιδιά την αγωνία και την ανασφάλεια που νιώθουμε. Τους εξηγήσαμε, όσο ήταν δυνατό, για τα capital controls και τις τράπεζες που ήταν κλειστές και για το δημοψήφισμα που η μεγαλύτερη κόρη μου ήθελε να μάθει τι γίνεται, τι σημαίνει το ναι και τι το όχι. Μια απλή εξήγηση της πραγματικότητας που ζούμε μέχρι εκεί που μπορούν να καταλάβουν, χωρίς να αγχωθούν και να νιώσουν ανασφαλείς”.

Οι πιο συχνές ερωτήσεις τους αφορούν τους αστέγους συμπληρώνει η Ελένη Κ. Γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν κοιμάται στο σπίτι του; Γιατί ψάχνει τα σκουπίδια;

Γιατί πολλοί άνθρωποι δεν έχουν να φάνε, απαντώ στο γιο μου που κάθεται δίπλα μου στο αυτοκίνητο και παρακολουθεί τον κύριο με το κεφάλι μέσα στον κάδο σκουπιδιών. Κάποιοι έχουν χάσει την δουλειά τους και δεν έχουν λεφτά να αγοράσουν φαγητό, του λέω. Δεν ξέρω τι χρώμα να δώσω στην φωνή μου. Του λέω ακόμα ότι δεν μου αρέσει να πετάμε το φαγητό στο σπίτι. Αν μας περισσεύει δίνουμε σε όσους έχουν ανάγκη. Θυμάσαι που πήγαμε μια σακούλα με τρόφιμα στο σχολείο; Ήταν για κάποιους που έμειναν χωρίς δουλειά και δυσκολεύονται με τα λεφτά. Μου απαντά “ναι”. Αλλάζω κουβέντα.

Βλέποντας παιδάκια με παλιά παπούτσια ή ρούχα, μου λέει η Ολγα Εξ. με έχουν ρωτήσει: “Γιατί μαμά δεν τους παίρνουν οι γονείς τους καινούργια αφού χάλασαν αυτά; Ή γιατί δεν έχουν όλα τα παιδάκια αυτοκινητάκια Μακουίν. Το καλοκαίρι η ερώτηση: ‘Γιατί δεν μπορούμε να παραγγέλνουμε κάθε μέρα πορτοκαλάδα στην παραλία;’ ήταν συχνή. Σχεδόν καθημερινή” μου εξομολογείται.

Σίγουρα όλες μας θα θέλαμε να δώσουμε στα παιδιά ό,τι αυτά μας ζητούν. Παγωτό, παιχνίδι, τραμπολίνο, χοτ ντογκ.

Η κρίση μας έχει βοηθήσει να βάλουμε κάποια όρια στα θέλω τους ως μια πολύ καλή δικαιολογία, αλλά ταυτόχρονα επειδή είναι η πραγματικότητα, μας στεναχωρεί.

Μας κάνει να τους μιλάμε για θέματα που ίσως έπρεπε να περιμένουμε να μεγαλώσουν λίγο. Σίγουρα ο γιος μου καταλαβαίνει αυτά που του λέω ως πρόβλημα. Στα 5 χρόνια του, ξέρω ότι δεν θα του χαλάσει το παιχνίδι. Θα μάθει να παίζει με λιγότερα. Τα σοβαρότερα προβλήματα με το φαγητό, το σχολείο, την ανεργία, την γκρίνια στην οικογένεια, την στεναχώρια και την υγεία λόγω της οικονομικής κρίσης, πρέπει να τα πάρουμε οι γονείς πάνω μας.

Είμαστε φτωχοί ή πλούσιοι; Ο γιος μου πέφτει να κοιμηθεί και με ρωτάει από το δωμάτιο του όσο εγώ απομακρύνομαι προς το σαλόνι. Γυρίζω. “Ούτε πλούσιοι, ούτε φτωχοί του απαντώ”. “Τι είμαστε;” με ξαναρωτά. “Είμαστε μια οικογένεια που ο μπαμπάς και η μαμά δουλεύουν πολύ για να έχουμε το σπίτι μας, φαγητό και σχολείο”, αυτοσχεδιάζω. Δεν ξέρω αν απαντώ σωστά. “Εντάξει” μου απαντά. “Μένεις λίγο μαζί μου μέχρι να κοιμηθώ;”.