ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο καθρέφτης μου κι εγώ

''Υπάρχει κάποιο είδος φυσικού νόμου σύμφωνα με τον οποίο οι οργανισμοί αιχμαλωτίζονται από το περιβάλλον τους. Ο οργανισμός υφίσταται μια μορφή φαντασιακής αιχμαλωσίας σε μια εξωτερική εικόνα. Είναι η φάση του καθρέφτη''.

(Ζακ Λακάν)

Από τις Δέσποινα Δημά και Μαριλέλλα Αντωνοπούλου

Σκίτσο: Χρήστος Καράμπελας

Εαυτός, ανάγνωση πρώτη

Και το είπα τόσες φορές. Το σημείωσα και το κόλλησα πάνω στο ψυγείο, όπως κάνω με καθετί που θέλω να βάλω σε τάξη. Τη σκέψη μου να βάλω σε τάξη, το παλεύω χρόνια. Το καταλαβαίνει κανείς αν δει το ψυγείο μου. Δεκάδες κίτρινα χαρτάκια κολλημένα με σκόρπιες λέξεις. Ούτε ολοκληρωμένες προτάσεις δεν καταφέρνω να κάνω . Με πνίγουν οι δείκτες που γυρνούν πιο γρήγορα από όσα θα ήθελα. Λέξεις που δε βγάζουν νόημα αλλά παραμένουν κολλημένες σε πείσμα της απουσίας του. Να θυμηθώ να κάνω. Η ζωή μου. Εγώ. Το είπα τόσες φορές στον εαυτό μου πως οι γρίλιες στα παντζούρια της κρεβατοκάμαρας θέλουν περιποίηση. Τα λάτρεψα τα ξύλινα παράθυρα όταν βρήκα το σπίτι. Το κρύβω αλλά είναι ο λόγος που το νοίκιασα τελικά κι ας είναι πολύ παλιά η κουζίνα και το μπάνιο. Δύο χρόνια μετά το βαρέθηκα κι αυτό. Νομίζω με πλακώνει, με στενοχωρεί , μου δημιουργεί μία αίσθηση ανεκπλήρωτου. Να φωνάξεις τον Πάνο από το μαγαζί της γωνίας είπα στον εαυτό μου περίπου τέσσερις εβδομάδες πίσω.

Μία λεπτή δέσμη φωτός πέφτει βίαια στα μάτια μου. Το ξυπνητήρι θα χτυπήσει στις 08:00 ακριβώς. Από το κρεβάτι μου μπορώ να δω το μεγάλο ρολόι στον τοίχο του σαλονιού. Είναι μόλις 06:00. Κόκκινο και ιώδες. Αυτά τα δύο χρώματα χτυπούν τα μάτια μου ζητώντας μου να ξυπνήσω ή απλά να θυμηθώ να φτιάξω αυτό που τα αφήνει να τρυπώνουν στο δωμάτιό μου. Πόσα έχω αφήσει να τρυπώσουν στη ζωή μου. Πόσους έχω αφήσει να μπουν. Από χαραμάδες, μη σκεφτείς πόρτες ανοιχτές. Μικρά κενά που έγιναν μεγάλα και τους έδωσαν χώρο για αλώνισμα. Να φταίει η αναβλητικότητά μου; Κληροδότημα δικό της. Η μάνα μου με έμαθε να αγαπώ την αναβλητικότητα. Κλείνω τα μάτια και ακούω τη φωνή της δυνατά μέσα στο κεφάλι μου. Σφίγγω κι άλλο τα μάτια, τόσο που ζαλίζομαι. Αύριο. Άστο για αύριο. Αυτό το αύριο καθόρισε όλη την ενήλικη ζωή μου.

Δικό μου το φταίξιμο, δεν το ρίχνω σε εκείνη. Να με προστατεύσει ήθελε. Από την υπερβολική της αγάπη το έκανε. Για να μην πληγωθώ. Το φταίξιμο όλό δικό μου. Να θυμηθώ να με μαλώσω, να με βάλω στη θέση μου. ‘Επιτέλους άλλαξε, σε βαρέθηκα’ να γράψω και να προσθέσω ένα ακόμα τρόπαιο στο ράφι με τις προσωπικές αποδοκιμασίες μου. 06:25. Σηκώνομαι, δεν έχει νόημα θα προσποιούμαι πως θα κοιμηθώ ξανά. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού χαμηλά στα πόδια. Τεντώνω το κορμί μου. Σηκώνω τα χέρια μου και τα μπλέκω ακριβώς στο ύψος του αυχένα. Ένας πόνος γλείφει τη ράχη μου.

Το φταίξιμο όλο δικό μου. Να θυμηθώ να κατεβάσω από το πατάρι τη χοντρή κουβέρτα. Φυσικά και παραμένει εκεί πάνω. Κάθε βράδυ που γλιστράω στα κρύα σεντόνια μετανιώνω που δεν την έχω να με τυλίγει στη ζεστασία της. Με τιμωρώ. Κρύο και υγρασία. Κοιμάμαι κουλουριασμένη. Φέρνω τα πόδια μου κοντά στο στήθος, μαζεύομαι και ανάσα μου είναι το ζεστό αποκούμπι. Δεν πρόλαβα να την κατεβάσω. Θα το κάνω μόλις γυρίσω λέω όσο τεντώνω κορμί, ύπαρξη και σκέψεις. Με αποφασιστικότητα σηκώνομαι. Είναι απέναντι μου. Κόντρα στο φενγκ σούι ο καθρέφτης βρίσκεται απέναντι από το κρεβάτι μου. Η τελευταία φορά που πήγα κόντρα σε κάτι ήταν αυτή. Μία προσωπική επανάσταση χωρίς αντιμαχόμενες πλευρές, θύματα και λευκές σημαίες. Ο εαυτός μου κι εγώ. Περιεργάζομαι το πρόσωπό μου. Ακουμπάω τα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού κάτω από τα μάτια. Οι κινήσεις μου γλυκές και απαλές λες και είμαι γεμάτη πληγές. Ξαφνικά γίνονται έντονες. Φτάνω στο μέτωπο και πηγαίνω γρήγορα και πάλι στο λαιμό. Τραβάω το δέρμα μου. Βλέπω ρυτίδες. Σε όλη την επιφάνεια εντοπίζω γραμμές. Τραβάω πίσω τα μαλλιά μου. Η όψη μου είναι θαμπή και κουρασμένη. Πώς κατάντησα έτσι; Αυτό το ρήμα μου αξίζει. Πώς κατάντησα έτσι; Είμαι ταλαιπωρημένη, αφημένη.

Νομίζω πως είμαι άσχημη. Πάχυνα πολύ. Σκληρή; Δεν είμαι σκληρή, ρεαλίστρια. Τα χάδια είναι για τους αδύναμους. Εγώ είμαι δυνατή. Αυτές οι γρίλιες θέλουν επειγόντως φτιάξιμο. Θα πάρω τηλέφωνο στο μαγαζί της γωνίας. Το έχω σημειώσει στην ατζέντα μου. Δεν αλλάζω κουβέντα; Το λέω τόσες μέρες και αδιαφορώ, κάνω πως ξεχνάω. Είμαι τόσο άσχημη ρε γαμώτο; Δεν ήμουν έτσι. Δεν έπρεπε να δω φωτογραφίες από τις διακοπές μας πριν 6 χρόνια. Στο πατάρι ανέβηκα για την κουβέρτα. Το είχα αφήσει μπροστά μπροστά. Κρυμμένα συναισθήματα. Μία ζωή τα δούλεψα. Στο πρώτο σκέλος αριστούχα, στο δεύτερο μετεξεταστέα. Έμαθα να κρύβομαι και να με κατηγορώ για όσα άσχημα μου συνέβαιναν. Εύσημα για τα καλά; Αυτά έτυχαν. Είμαι πολύ σκληρή μαζί μου. Δε μου ζήτησα ποτέ συγγνώμη, δε με αγκάλιασα, δε μου μίλησα όμορφα, δε με χάιδεψα. Συγγνώμη; Δεν έκανες τίποτα για εμένα, για εμάς; Το φταίξιμο όλο δικό μας. Μάθαμε να είμαστε αντίπαλοι. Συνήθισα να με βρίζω και να με κακομεταχειρίζομαι. Δεν έχω σκοπό να το αλλάξω. Κι αν είχα; Δεν ξέρω πώς να το κάνω; Θέλεις να συνεργαστούμε; Θέλεις να αποτελούμε πια ομάδα; Αμηχανία. Μόλις την προκάλεσες και οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια φαίνονται ακόμα πιο έντονες τώρα. Τις τρίβω δυνατά. Κοκκίνισα το δέρμα μου. Λίγα φτιασίδια και η αλήθεια κρύβεται.

Λίγο μεικαπ, λίγη πούδρα, λίγη υποκρισία και είμαι έτοιμη να ανοίξω την πόρτα. Με περιμένει δύσκολη μέρα. Δε με καλύπτει τίποτα. Πώς να μοιάζει αλήθεια η δυστυχία; Είμαι δυστυχισμένη; Με έκανα να ζω δυστυχισμένα και δεν απολαμβάνω τις στιγμές; Μίλα καθαρά, το απαιτώ. Τέρμα οι απαιτήσεις. Μείνει σιωπηλή και κοίτα με. Χαμόγελο. Να δω δόντια. Δε την αντέχω πια τη σοβαροφάνειά σου. Αγανάκτησα με τη σκληρότητά σου. Με μαστιγώνεις με κάθε ευκαιρία και δεν το αξίζω. Δεν το αξίζουμε. Σου μιλάω και τώρα απαιτώ εγώ να με ακούσεις και να με καταλάβεις. Σε υποχρεώνω να το κάνεις για εμάς. Μωρέ, έχεις δίκιο. Γελάω έντονα. Οι ρυτίδες γύρω από τα μάτια δεν είναι και τόσο έντονες. Είναι κάπως γοητευτικές ή υπερβάλλω; Ο παρατεταμένος ήχος του ξυπνητηριού διακόπτει τη στιχομυθία. Πήγε 08:00. Σήμερα δε θα βαφτώ. Είμαι όμορφη. Θα αφήσω και τα μαλλιά μου κάτω. Όπως στις καλοκαιρινές φωτογραφίες. Μπερδεμένα από τον αέρα, αφημένα να κινούνται στα δικά του προστάγματα. Πριν πάρω το μετρό να κάνω μία στάση στο μαγαζί της γωνίας για να φτιάξω τα παντζούρια μου. Λέω να τα βάψω κιόλας. Χρειάζομαι μία αλλαγή. Χρειαζόμαστε νέα ξεκινήματα. Σε ευχαριστώ.

 

__________________________________________________________________________________

 

Καθρέφτης, ανάγνωση δεύτερη

Πάλι δεν κοιμάσαι ε; Τι μάτια είναι αυτά; Το μπλε έχει αλλοιωθεί μέσα σε δυο μουτζουρωμένες κυκλικές μαυρίλες. Τα ‘τριψες, σε είδα. Θα ορκιζόμουν ότι έχεις κρεμάσει πάνω τους 2 κουμπιά από μια παλιακή ζακέτα. Σα να τα στερέωσες στις αυλακώσεις γλείφοντάς τα με το σάλιο σου, αυτό το ελάχιστο που παλεύει μέσα στο στόμα σου και μυρίζει σαν το οινόπνευμα που βάζεις στις πληγές σου, κάθε φορά που κόβεσαι. Ναι, βότκα, να με συγχωρείς, βότκα λέγεται αυτό που μυρίζεις και σε κάνει να κοιμάσαι. Σου την προσβάλλαμε μωρέ τη βότκα. Να, την βλέπω, μία μπουκάλα στο κρεβάτι, δεξιά, αριστερά, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, για ώρα ανάγκης. Η άλλη σε περίοπτη θέση πάνω στο τραπεζάκι με τα καλλυντικά, δίπλα στο αληθινό οινόπνευμα. Κάποτε είχες εκεί πάνω κάτι γυάλινα μπουκαλάκια που τα άνοιγες κι άπλωνες με τα δάχτυλά σου στο πρόσωπο κάτι λευκά ζελέ κι έκανες κυκλάκια στα μάγουλα, στο μέτωπο, στο πηγούνι. Αστείο θέαμα. Κάποτε μου γελούσες κάθε μέρα, κάποτε κοιταζόμασταν με τις ώρες, περνούσες και μου ‘ριχνες και κανά φιλάκι, έτσι σαν την Μέριλιν, με τη χούφτα αεροδιάδρομο, πετούσε το φιλάκι κι ερχόταν σε μένα. Πάνε αυτά. Τα μπουκαλάκια σκόνισαν, τα ζελέ ξεράθηκαν, έγιναν μπετόν αρμέ από την πολυκαιρία. Χτίζεις με δαύτα, αν χρειαστεί. Ακόμα θυμάμαι μια νύχτα που άρχισες να μου τα πετάς ένα ένα με λύσσα και να με κάνεις λαμπόγυαλο. Τι φώναζες θυμάσαι; ”700 χρόνια γρουσουζιά, στο διάολο να πάτε όλοι”. Με ρήμαξες εκείνο το βράδυ, ρημάχτηκες κι εσύ. Θολώσαμε και οι δυο. Δεν σε είχα ξαναδεί έτσι. Και μετά πήρες ένα κομμάτι μου κι άρχισες να.. Άστα τώρα αυτά, μην τα σκέφτεσαι. Είναι παλιά. Το επόμενο πρωί πήρες τα σπασμένα κομμάτια και τα ξανακόλλησες, κράτησες εκείνο το ένα. Το ‘χεις ακόμα φυλαγμένο στο συρτάρι από κάτω, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Ενώ το έκρυβες κάτω από τα κεριά της αποτρίχωσης με κοίταζες και χαμογελούσες με ενοχή. Όπως σε βλέπω να κάνεις τώρα. Ανοίγεις πάλι το συρτάρι. Είσαι άρρωστη. Όχι δεν είσαι, δεν το ‘πα έτσι, συγχώρεσέ με, δεν ξέρω τι λέω.

Μην κλείνεις τα μάτια όταν σου μιλάω. Ρε, ξέρεις ποια είμαι ‘γω γαμώτη σου; Εγώ είμαι Εσύ. Είναι μισοσκόταδο αλλά εγώ σε βλέπω καθαρά γιατί σε ξέρω καλύτερα από τον καθένα. Να η λοσιόν, στην δεξιά κάτω γωνία, όπως σε βλέπω και με βλέπεις. Πάρε λίγο βαμβάκι, και άπλωσέ το στα μούτρα σου, μην πας μωρέ πάλι με κόκκινα μάτια στο γραφείο, σα να ‘σαι καμιά τελειωμένη μπουζουξού. Είναι ωραίο τώρα αυτό δηλαδή, να περιφέρεσαι μέσα στη μαύρη ταλαιπωρία και να λένε διάφορα; Εσύ δεν είσαι που σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι για σένα; Τι με κοιτάς καλά καλά; Λάθος κάνω; Όχι, μην χαμηλώνεις τα Μπλε σου. Μα τι ωραίο χρώμα μάτια που έχεις πανάθεμά σε; σαν νεογέννητες πυγολαμπίδες. Είδωλό μου, είσαι το είδωλό μου, σε σένα μιλάω.  Όχι, δεν τρελάθηκες. Μαζί μιλάμε. Σε παρατηρώ από τότε που ήσουν μικρή κι έβγαζες τα ρουχαλάκια σου και με κοίταζες μ’ ένα βλέμμα όλο περιέργεια. Πιο μετά, στην εφηβεία, δεν με άφηνες από τα μάτια σου. Τι γέλια κάναμε τότε, τι βαψίματα, τι χτενίσματα. Τι μου λες; ”πώς κατάντησα έτσι”; Πάλι τα ίδια.

Τι μου δείχνεις τώρα; Μια φωτογραφία σας, κάτω αριστερά, δεξιά όπως βλέπεις, μια ημερομηνία με πορτοκαλί γράμματα γράφει 1102-80- 51, 2011 δηλαδή, Δεκαπενταύγουστος. Έξι χρόνια πριν, σταμάτα, ξέρω να μετράω. Όλα τα ξέρω εγώ γιατί όλα τα βλέπω. Αγκαλιασμένοι στο μπαλκόνι εδώ έξω, με το φλας να σας κοκκινίζει τα Μαύρα του και τα Μπλε σου. Άλλη νύχτα τότε, άλλο κοκκίνισμα στο μάτι. Όχι σαν τώρα εντάξει, μην γουρλώνεις τα Μπλε πάλι, τότε η νύχτα ήταν μαγική, δεν ήταν εφιάλτης όπως τώρα. Καθόσασταν ολόγυμνοι μπροστά μου, κολλημένοι ο ένας μέσα στον άλλο και σου ψιθύριζε στο αυτί, δεξί, αριστερό τι σημασία έχει, πόσο σ’ αγαπάει, πόσο ευτυχισμένος νιώθει που είστε ένα, πως δεν θα σ’ αφήσει ποτέ. ”Κοίτα μας, κοίτα τι σου κάνω”.  Άντε πάλι κλάματα. Τι θέλω και μιλάω. Βάζω στοίχημα πως τώρα θ’ αρχίσεις να τραβάς πάλι τα μάγουλά σου προς τα πίσω. Θες να σταματήσω; Τι; Για ποια παντζούρια μου μιλάς πάλι; Άντε πάλι με τα παντζούρια, 6μιση ώρα το πρωί. Άσε κάτω τη φωτογραφία, για το Θεό, στα κίτρινα χαρτάκια που μισείς. Γαμώ την ασκαρδαμυκτί μου μέσα, πάλι, μην μας ταλαιπωρείς άλλο, εμένα, εσένα, τα Μπλε που έγιναν πάλι Ροζ. Μια ζωή εμείς οι δύο παλεύουμε να συνηθίσουμε η μία την άλλη, δίδυμες ομοζυγωτικές, ολόιδιες. Να σου πω κάτι, δεν σου μοιάζω, δεν είμαι σαν εσένα. Εγώ σε συμπαθώ, εσύ ούτε να με φτύσεις. ”Δεν ξέρεις τι αξίζεις, αυτό είναι το πρόβλημά σου” σου ‘χε πει τότε που γύρισες σπίτι και του διηγήθηκες πως στο ψυχολογικό τεστ που κάνατε με τις άλλες στο γραφείο για πλάκα, εσένα σου βγήκε ”χαμηλή αυτοεκτίμηση”. Μια ζωή ήσουν καλή με τους άλλους, αλλά ποτέ μ’ εσένα. Μια ζωή δίνεις ακόμα κι εκεί που δεν σου το ζητάνε. Μια ζωή με πιέζεις, μου κλείνεις το στόμα, μου σφίγγεις τα δόντια, μου δαγκώνεις τα χείλη. Μια καλή κουβέντα που να μην πάει αλλού, αλλά να μείνει εδώ, στο μεταξύ μας; Πού είναι το Εγώ ρε ‘Συ;

Τις περισσότερες φορές που στέκεσαι μπροστά μου αισθάνομαι πως δεν με αγαπάς καθόλου. Θες να μου κάνεις κακό ε; Πες το, εγώ σε καταλαβαίνω. Ειδικά μετά από τότε. Από εκείνο το βράδυ που έφυγε και μετά, μπαίνεις στο σπίτι και κάνεις ότι δεν με βλέπεις. Κι όταν αναγκάζεσαι να σταθείς μπροστά μου, με παρατηρείς με απαξίωση, λες και είμαι το χειρότερο θέαμα του κόσμου, ένα άθλιο έκτρωμα που δεν του αρμόζει ούτε ένα βλέμμα, ένα οπτικό μίασμα. Είμαι η προβολή της παρακμής και της κακίας σου, πες το. Με απαρνιέσαι, με αφορίζεις, ενώ μου αξίζουν όντως τα καλύτερα. Όλο ”πάχυνες” και ”Πώς είσαι έτσι;” και ”Πώς κατάντησες έτσι”, να λες, πότε ψιθυριστά και πότε από μέσα σου, λες και δεν σ’ ακούω νομίζεις. Οι σκέψεις σου είναι πληγωτικές. Με βαριέσαι αφόρητα, όλοι με βαριούνται λες. Ναι, μια μαζοχίστρια είσαι, αυτό είσαι. Ο εκπρόσωπος του αυτό-bullying πάνω στη γη είσαι.

Θα τον φέρεις πίσω έτσι νομίζεις; Βλάπτοντας εμένα; Εμένα; Άσε κάτω τα μαλλιά, μην τα τραβάς, σε παρακαλώ, πονάω. Κοίτα με λίγη αγάπη. Να βράσω και τις σακούλες με τα ρούχα του που μοιράζεις κάθε Κυριακή στις εκκλησίες και τα συσσίτια και όλα σου. Εσύ τι ανάγκες έχεις, σκέφτηκες ποτέ; Εκείνος έφυγε, πέθανε, δεν έφταιγες εσύ, στο είπαν όλοι, ήταν αναπόφευκτο να πέσει πάνω σας εκείνος ο αλήτης, η κακιά η ώρα, η πουτάνα η στιγμή. Έσπασε το γυαλί και τον έκοψε εκεί που τώρα σφίγγεις και δεν μπορείς να πάρεις ανάσα. Γουρλώνεις τα Μπλε, σταμάτα, φοβάμαι. Να να, κοίτα τα παντζούρια, θέλουν άλλαγμα, άσε με εμένα, μην με ταλαιπωρείς άλλο. 8 ξυπνάς, μην με κοιτάς έτσι αγριεμένη, δεν σου φταίω σε τίποτα. Πες μου σ’ αγαπώ, τώρα, εδώ μέσα στο σκοτάδι. Φέρσου μου καλά. Χαμογέλα μου. Είμαι εδώ για σένα, έχουμε η μία την άλλη. Άσε κάτω το γυαλί, πέτα το από το χέρι σου. Φίλα με, έλα κοντά και φίλα με. Τα γαμημένα τα παντζούρια είναι χαλασμένα, αλλά είναι κλειστά. Δεν θα μας δει κανείς.