ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η Μαίρη Κόντζογλου απαντά στο γιατί τα βιβλία της αγαπιούνται τόσο

Οι συνεντεύξεις μέσω e-mail είναι τις περισσότερες φορές λιγότερο ευχάριστες. Υπάρχει συνήθως αυτό το "απρόσωπο" μεταξύ δημοσιογράφου και συνεντευξιαζόμενου και το ανεκπλήρωτο - "αχ εδώ να μπορούσα να ρωτήσω και αυτό".

Στην περίπτωση της κ. Μαίρης Κόντζογλου, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Μπορεί όντως να μην ανταλλάξαμε καμία “άσχετη” κουβέντα όμως οι ερωτήσεις ήταν πολλές και οι απαντήσεις που ήρθαν πλήρεις, χωρίς να αφήνουν κανένα κενό και κυρίως απολαυστικές. Τόσο, που δε μπόρεσα να τις συνθέσω, τις… λυπήθηκα.

Ο τρόπος που γράφει και μεταφέρει τις σκέψεις και τα συναισθήματα της, εξηγεί προφανώς γιατί τα βιβλία της αγαπιούνται από τον κόσμο και φυσικά τις γυναίκες. Είναι και μια από τις απαντήσεις στο γιατί τα “Παλιά Ασήμια”, το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, βρίσκεται σε λίστες με πρωτιές πωλήσεων στην Ελλάδα. Μερικές άλλες βρίσκει η ίδια όταν η ερώτηση που τίθεται είναι γιατί κάποιος να διαβάσει το νέο αυτό βιβλίο της, που μας ταξιδεύει στην Καππαδοκία.

Έρωτας, συγγραφικός οργασμός, ταξίδι, είναι κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιήσαμε στην ηλεκτρονική κουβέντα μας. Διαβάζεται μονορούφι με τη συνοδεία καφέ ή κάποιου άλλου αφεψήματος.

– Υπήρξε κάποια στιγμή στη ζωή σας που είπατε “θέλω να γίνω συγγραφέας” ή απλά προέκυψε;

Υπήρξαν δύο φορές στη ζωή μου, τη μία στην Ύδρα και την άλλη στο Τολέδο –με διαφορά κάμποσων χρόνων μεταξύ τους–,  που είπα “Θα ήθελα να μείνω εδώ έναν χειμώνα και να γράψω ένα βιβλίο”. 

Όμως “θέλω να γίνω συγγραφέας” δεν το είχα σκεφθεί ποτέ. Η συγγραφή, κάποια στιγμή, προέκυψε στη ζωή μου όπως σηκώνεσαι το πρωί και πηγαίνεις κατευθείαν στη βρύση να πιεις νερό.

– Πώς νιώσατε όταν ολοκληρώσατε το πρώτο σας βιβλίο;

Μεγάλη ικανοποίηση. Είχα ξεκινήσει να γράφω κάτι που δεν είχα ιδέα τι θα ήταν, ούτε τι υπόθεση θα είχε και είχα καταφέρει να το κάνω μια ολόκληρη ιστορία που μου άρεσε πολύ. Εννοώ πως, αν ήμουν η αναγνώστριά του, θα ήμουν πολύ ικανοποιημένη.

Όμως δεν μου περνούσε από τη σκέψη πως αυτό θα γινόταν βιβλίο. Το διάβασαν δυο τρεις δικοί μου άνθρωποι κι εκείνοι μου έβαλαν την ιδέα: “Δεν το στέλνεις σε εκδοτικό”…

Από παρουσίαση των “Παλιών Ασημιών”

Πώς θα περιγράφατε με λίγες λέξεις την περίοδο συγγραφής ενός βιβλίου σας;

Από τότε που ξεκίνησα να γράφω δεν υπάρχει για μένα “περίοδος συγγραφής” και περίοδος που δεν γράφω, γιατί γράφω συνέχεια.

Γενικά, είμαι πολύ απορροφημένη από την ιστορία που διαπραγματεύομαι, ό,τι κι αν κάνω, όπου κι αν βρίσκομαι, στο πίσω μέρος του μυαλού μου συνεχώς βρίσκονται το βιβλίο και οι ήρωες μου.

Κατά τα άλλα, ρυθμίζω έτσι τη ζωή μου ώστε να έχω χρόνο, ησυχία και απομόνωση για να γράφω.

Σε περιόδους υψηλού συγγραφικού οργασμού –όπως το λέω χαριτολογώντας–  κάνω τρεις και τέσσερις μέρες να βγω από το σπίτι, αλλά δεν με πειράζει καθόλου. 

Από πού αντλείτε έμπνευση;

Από παντού, από τους ανθρώπους κυρίως αλλά και από την ιστορία. Η χώρα μας έχει μεγάλη και ενδιαφέρουσα (συγγραφικά) ιστορία, κάθε τόσο μου κλείνει το μάτι μια ιστορική περίοδος.

Όμως και οι άνθρωποι είναι μεγάλη ατέλειωτη πηγή έμπνευσης, είτε είναι σύγχρονοι, είτε ανήκουν στο παρελθόν. 

Πιστεύετε ότι είναι δύσκολο κάποιος να έχει “επάγγελμα” τη συγγραφή; Εννοώ, βιοποριστικά. Θεωρείτε ότι είναι πολυτέλεια;

Σε μια μικρή χώρα όπως  η δική μας και με τόσο μικρό αναγνωστικό κοινό θα έλεγα πως φυσικά και είναι πολυτέλεια. Αλλά κι αν υποθέσουμε πως κάποιος μειώνει τις ανάγκες του στα απολύτως απαραίτητα και τα βγάζει πέρα, η δική μου άποψη είναι πως, αν δεν έχεις “τριφτεί” εργαζόμενος μέσα σε εργασιακά περιβάλλοντα, αν δεν έχεις συναναστραφεί ανθρώπους κάτω από συνθήκες που δημιουργούνται στην εργασία όπου προκύπτουν διάφορα θέματα  –η αίσθηση της ομαδικότητας, ο ανταγωνισμός, η χαρά της δημιουργίας, η επαφή με πελάτες, συνεργάτες, αφεντικά, προϊστάμενους, υφιστάμενους και πάρα πολλά άλλα– μάλλον δεν έχεις σαφή άποψη για την κοινωνία και τους ανθρώπους για να μπορέσεις να τα περιγράψεις αλλά και να τα εμβαθύνεις.

Έχετε ποτέ ευχηθεί να ήσασταν σε άλλη χώρα ώστε τα βιβλία σας να έχουν μεγαλύτερο κοινό;

Ε ναι, κάποιες φορές το έχω ευχηθεί.

Τι πιστεύετε ότι θα μπορούσε να κάνει τους Έλληνες να αγαπήσουν περισσότερο το διάβασμα;

Η παιδεία, ασφαλώς. Αυτή που παίρνουμε από το σπίτι όταν βλέπουμε τους γονείς μας να διαβάζουν –και όχι να ξαπλώνουν παθητικά μπροστά στην τηλεόραση με τις ώρες– και αυτή που δίνουν τα σχολεία. Οι δάσκαλοι –όλων των βαθμίδων– αυτοί έχουν ψυχές και μυαλά στα χέρια τους.

Έχετε σκεφτεί να μεταφράσετε κάποιο βιβλίο;

Όχι, ποτέ. Αυτή είναι μια εξαιρετικά σοβαρή δουλειά και πρέπει να γίνεται από εξαιρετικά εκπαιδευμένα άτομα. Και εγώ δεν είμαι.

 

Διαβάζοντας τα “Παλιά Ασήμια”, ένιωσα ότι σας αρέσουν τα ταξίδια. Ισχύει; Και αν ναι, τι ακριβώς σας μαγεύει;

Ασφαλώς και μου αρέσουν τα ταξίδια. Και τα κανονικά, αλλά και τα ταξίδια του μυαλού που γίνονται μέσα από τη λογοτεχνία.

Μου αρέσει να γνωρίζω άλλους πολιτισμούς –κάποιους πολύ περισσότερο, π.χ. η Ανατολή με ελκύει περισσότερο από τη Δύση–, κουλτούρες και τοπία. Μου αρέσει να δοκιμάζω κουζίνες και να ακούω διαφορετικές μουσικές. Λατρεύω να μαζεύω μέσα μου “εικόνες”.

Πόσο καιρό σας πήρε να ολοκληρώσετε τη συγγραφή αυτού του βιβλίου;

“Τα Παλιά Ασήμια” τα έγραψα σε δεκαέξι μήνες, το συγκεκριμένο βιβλίο απαιτούσε πολύ μεγάλη έρευνα σε πολλά επίπεδα.

Πώς αντιμετωπίζετε γενικά τις ημέρες που δεν μπορείτε να γράψετε καθόλου; Υπάρχουν τέτοιες;

Ναι, υπάρχουν. Όχι πολλές, ευτυχώς. Ακόμα και όταν δεν μπορώ να γράψω, είμαι μπροστά στο κείμενο πολλές ώρες τη μέρα. Διορθώνω, αλλάζω, το ξαναδιαβάζω. Δηλαδή, δεν χάνω την επαφή μου μαζί του.

Η τριλογία είναι ρίσκο; Πιστεύετε ότι είναι πιο δύσκολο από το να βγάλετε ένα αυτόνομο βιβλίο;

Φυσικά και είναι ρίσκο, αν βάζεις ψηλά τον πήχη. Και τι εννοώ: Ένα μεμονωμένο βιβλίο ή είναι καλό ή δεν είναι.

Αν είναι καλό έχει να συγκριθεί με όσα κυκλοφορούν στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Αορίστως έχει και τη σύγκριση με τα προηγούμενα δικά σου, εφόσον τα έχουν διαβάσει οι ίδιοι αναγνώστες που θα διαβάσουν τούτο, το νέο.

Σε μια τριλογία τα πράγματα είναι πολύ πιο σκληρά, πιο ανταγωνιστικά.

Αν αρέσει το πρώτο βιβλίο, το δεύτερο πρέπει να αρέσει πολύ περισσότερο ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ αναγνωστικό κοινό που θα αγοράσει και τη συνέχειά του. Το δε τρίτο έχει να ξεπεράσει τα δύο προηγούμενα και πάλι στο ΙΔΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ αναγνωστικό κοινό. Συν το γεγονός πως έχει να ανταγωνιστεί όσα βιβλία κυκλοφορούν, συν, αορίστως και πάλι, να συγκριθεί με όλα τα δικά σου.

“Συνεχίζοντας τη συγγραφή του 3ου μέρους των Παλιών Ασημιών”

Για μένα τώρα αν μιλήσω, “Τα Παλιά Ασήμια” σαν τριλογία έχουν να ανταγωνιστούν και τους “Μεσημβρινούς της ζωής”, που λατρεύτηκε από τον κόσμο.

Πώς νιώθετε όταν βλέπετε το βιβλίο στα ευπώλητα;

Χαίρομαι, ασφαλώς και χαίρομαι. Όμως η χαρά μου είναι μεγαλύτερη όταν ακούω ή διαβάζω εμπεριστατωμένες και ωραίες κριτικές αναγνωστών, κριτικές που κάνουν και μένα να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα μέσα στο έργο μου.

Γιατί ο συνειδητοποιημένος και καλλιεργημένος αναγνώστης μπορεί να βρει μέσα σε ένα βιβλίο πολλά πράγματα που εσύ δεν τα έχεις σκεφθεί και να μην σας φαίνεται παράξενο αυτό. 

Τι πιστεύετε ότι κάνει τα “Παλιά Ασήμια” ξεχωριστό βιβλίο; Γιατί θα λέγατε σε κάποιον να το διαβάσει; Σε ποιον θα το προτείνατε;

Να ξεκινήσω πως ξεχωριστό γίνεται ένα βιβλίο μόνο από την αποδοχή και την αγάπη των αναγνωστών του. Το να πω εγώ πως είναι ξεχωριστό  –όλα μου τα βιβλία τα θεωρώ ξεχωριστά, όπως και τα παιδιά μου εξάλλου–  δεν νομίζω πως σημαίνει κάτι.

Αλλά αφού μου θέτετε έτσι την ερώτηση, απαντώ:

1. Η θεματολογία των “Παλιών Ασημιών” δεν είναι συνηθισμένη γιατί μέσα στο μυθιστόρημα διαπραγματεύομαι το θέμα της ανταλλαγής των πληθυσμών του 1924, θέμα σχετικά παρθένο για τη λογοτεχνία. Ενώ, δηλαδή, για τη Μικρασιατική καταστροφή και την προσφυγιά του ’22  έχουν γραφτεί πολλά, άπειρα βιβλία, για το θέμα της ανταλλαγής των πληθυσμών είναι ελάχιστα αυτά που έχουν γραφτεί.

2. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Καππαδοκία, τόπο σχετικά άγνωστο σε πολλούς από εμάς.

3. “Τα Παλιά Ασήμια” “βλέπουν” το θέμα της ανταλλαγής των πληθυσμών και από τις δυο πλευρές. Δηλαδή, καθώς η ανταλλαγή δεν αφορούσε μόνο τους χριστιανούς της Μικράς Ασίας αλλά και τους μουσουλμάνους της Ελλάδας, έχω ήρωες χριστιανούς αλλά και μουσουλμάνους, δηλαδή περιγράφω το θέμα και τις τραγικές επιπτώσεις που είχε στις ζωές όσων ανταλλάχθηκαν, είτε ήταν “δικοί μας”, χριστιανοί και Ρωμιοί, είτε ήταν “οι ξένοι”, μουσουλμάνοι και Τούρκοι.

Η Μαίρη Κόντζογλου στο Προκόπι Καππαδοκίας

Θα το πρότεινα σε ανθρώπους που λατρεύουν την ελληνική γλώσσα η οποία δυστυχώς κακοποιείται άγρια στις μέρες μας και τη λογοτεχνία που “πατάει” στα χνάρια της Ιστορίας.

Τι είναι για εσάς ο έρωτας;

Το Α και το Ω της ζωής. Και δεν αναφέρομαι μόνο στον σαρκικό έρωτα ή στον έρωτα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Αναφέρομαι και στον έρωτα για τις ιδέες, τις τέχνες, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ομορφιά.

Προσωπικά δεν κάνω τίποτα, δεν αγοράζω οτιδήποτε, δεν γράφω τίποτα, αν δεν το ερωτευθώ πρώτα.

Ποιο είναι το moto της ζωής σας;

Παλιότερα έλεγα “η ζωή δεν είναι πρόβα”. Τελευταία δεν είμαι και τόσο σίγουρη… Μήπως τελικά είναι πρόβα για μια άλλη ζωή;

Ας πούμε πως έχω έναν έρωτα με την ποιότητα, την αισθητική.

Δεν ξέρω αν υπάρχει σχετικό moto. Θέλω όμορφα, καθαρά, διαυγή πράγματα, σκέψεις, συναισθήματα, πράξεις, λόγια, ιδέες γύρω μου. Μπορείτε λοιπόν να αντιληφθείτε πόσο ζορίζομαι στην καθημερινότητά μου…

Τι θα συμβουλεύατε τις γυναίκες που σας διαβάζουν;

Δεν με θεωρώ άξια να συμβουλεύσω τον οποιονδήποτε.

Θα τις παρότρυνα πάντως να μην μείνουν στην επιφάνεια, στην ιστορία μόνο του βιβλίου δηλαδή, αλλά να “σκαλίσουν” λίγο παραπάνω το κείμενο, να αναζητήσουν ωραίες λέξεις –ας αρχίσουμε από τα απλά–, ωραίες φράσεις, ωραία συναισθήματα. Να κάνουν μερικές σκέψεις πάνω στις ενέργειες των ηρώων, να τους αναλύσουν λίγο πιο βαθιά, να τους αγγίξουν ψυχολογικά.

Και να μελετήσουν την ιστορία, τις αιτίες και τα αποτελέσματα, έτσι όπως παρουσιάζονται από τις επιπτώσεις που έχει πάνω στις ζωές των ηρώων.

Να γίνει το βιβλίο μου τροφή για τη σκέψη τους, όχι μόνο να περάσουν μια βδομάδα καλά μαζί του.

Ζητώ πολλά; Ναι, το ξέρω. Πάντα ζητάω πολλά. Γιατί και εγώ τα δίνω όλα.

Τι ονειρεύεστε για το μέλλον;

Να πρυτανεύσει στον κόσμο η αγάπη. Έτσι όλα τα θέματα θα λυθούν. Και επειδή αυτό είναι ουτοπικό, ας πω κάτι πρακτικότερο: να αλλάξουμε μυαλά και να σκεφτούμε το καλό της χώρας μας, όχι το κομματικό ή προσωπικό συμφέρον.

Θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο “Ναι, πολύ πρακτικά σκέφθηκες τώρα!”… Είμαι ρομαντική, τι να κάνω…

Κι άλλες συνεντεύξεις στο Ladylike:

Η Αλεξάνδρα Κ* είναι μια ηρωίδα γεμάτη μαγικές αδυναμίες

Ηλιάνα Μαυρομάτη: Η “αισθηματίας” με την επαναστατική καρδιά