ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ

Άλκη Ζέη: “Αριστερή είμαι πάντα, χωρίς να ξέρω πού είναι η Αριστερά”

Μένει στο κέντρο, ψηλά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Εσωτερικό διαμέρισμα, αλλά φωτεινό. Στο σαλόνι της Άλκης Ζέη, ''κατοικούν'' αναμνήσεις – βιβλία, χαρτιά, μικροαντικείμενα, ένα δικό της πορτραίτο με ζωηρά χρώματα (''είμαι πολύ νέα εκεί, το έκανε ένας ζωγράφος στη Θεσσαλονίκη'') οι φωτογραφίες του άντρα της, του θεατρικού συγγραφέα και μεταφραστή Γιώργου Σεβαστίκογλου, τα παιδιά της μικρά, τα εγγόνια της. Και οι φίλοι της. Ο Κουν, η Μελίνα, ο Τίτος, ο Μάνος. Ξεθωριασμένα χαμόγελα σε παγωμένες, ασπρόμαυρες πόζες. Σχεδόν 40 χρόνια μένει εδώ, από το ’79, που γύρισαν στην Ελλάδα. Κι ωστόσο, της λέω, ποτέ δεν έγραψε μια ιστορία για τη λεωφόρο Αλεξάνδρας - μόνο για το πατρικό της, έγραψε, το σπίτι στην οδό Λευκωσίας 14, πλατεία Αμερικής. Περίεργα τα μέρη που επιλέγει η ποιητική μας μνήμη.

 

Ανασαίνει λίγο βαριά. Σφίγγω το χέρι της και είναι εύθραυστο πολύ. ”Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;” τη ρώτησαν το 2000 τα εγγόνια της. Τους απάντησε, ”δέκα χρόνια”, της ζήτησαν δεκαπέντε. Συμβιβάστηκαν στα δεκατρία. Πέρασαν δεκαεπτά – κάποιος, λέει, της χάρισε γενναιόδωρα τρία χρόνια. Και αν είναι τυχερή – προσθέτει με κείνο τον δικό της, ήσυχο, σαρκασμό – της μένουν ”και κάποια ρέστα ακόμα”. Εν τω μεταξύ, γράφει. Το ”Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά” είναι το δέκατο έβδομο βιβλίο της – ένας ακόμα περίπατος στα τοπία της ζωής της, στις πολλές ζωές της. Σύντομες, τρυφερές, αστείες, πικρές ιστορίες που περπατούν δίπλα στην Μεγάλη Ιστορία. Μικρές στιγμές. Σαν κι αυτές που μετράει από δω και πέρα.

”Το Κουτοκούλι μας προέκυψε συγγραφεύς!” ήταν η διάσημη ατάκα, που ”υποδέχτηκε” την πρώτη σας απόπειρα στα γράμματα. Οι δικοί σας δεν πίστευαν πως μπορούσατε να γράψετε;

Η αδερφή μου με πείραζε. Πίστευε πως δεν θα τα κατάφερνα διότι, συν τοις άλλοις, ήμουν και ανορθόγραφη. Τώρα βέβαια με θαυμάζει πολύ. Χαρίζει παντού τα βιβλία μου.

Τα παιδικά σας χρόνια είχαν μια αίσθηση ελευθερίας και περιπέτειας;

Η περίοδος που ζήσαμε στη Σάμο, λόγω της αρρώστιας της μητέρας μου, από φυματίωση ήταν έτσι. Μετά, όταν εκείνη έγινε καλά και ήρθαμε στην Αθήνα, άλλαξαν τα πράγματα. Βλέπετε ο μπαμπάς, φοβόταν πολύ, μην αρρωστήσουμε, μην πέσουμε.  Δεν μας άφηνε να κάνουμε τίποτα. Η ελευθερία που είχαμε στην Σάμο –  όπου σκαρφαλώναμε στα δέντρα, μπαίναμε στη θάλασσα, μπαίναμε στις βάρκες – χάθηκε. Νιώσαμε λες και μας βάλανε φυλακή.

Θυμάστε την μέρα που κηρύχτηκε ο πόλεμος;

Πολύ καθαρά. Ξυπνήσαμε το πρωί να πάμε σχολείο και ακούσαμε τις σειρήνες. Μετά, είδαμε την μητέρα μας ντυμένη. ”Έγινε πόλεμος”. Έξω, είχε βγει ο κόσμος στους δρόμους και πανηγύριζε. Τραγουδούσαν, σκαρφαλώνανε στα τραμ. Από κει και πέρα, η πιο ωραία μέρα ήταν η μέρα της απελευθέρωσης. Νομίζαμε ότι τέλειωσαν όλα, ότι θα ζούσαμε μια ωραία ζωή. Αλλά δεν κράτησε ούτε πενήντα μέρες η χαρά.

Ο πόλεμος, η Κατοχή, η πείνα. Είναι εμπειρίες που όταν τις ζήσεις, νιώθεις πια ”καταδικασμένος” να επιβιώσεις;

Ναι, σε σημαδεύουν. Όμως, μετά, δεν θυμάσαι μόνο τα άσχημα. Θυμάσαι και τα ωραία που γίνονταν. Το ότι ας πούμε μες στην Κατοχή στήθηκε το Θέατρο Τέχνης είναι κάτι που μέχρι σήμερα δεν μπορώ να το συλλάβω. Αυτά τα παιδιά που μάζευε ο Κουν πεινούσαν, τρώγαν το φαΐ τους σε ένα πιάτο μισό μισό. Κι όμως έκαναν θέατρο. Μετά τον πόλεμο, έλεγαν κάποιοι ”ο Κουν δεν έκανε Αντίσταση”.Για μένα, αυτή ήταν η μεγαλύτερη Αντίσταση. Ο Κουν μόρφωσε τον κόσμο. Κι επίσης, εκείνη την εποχή, άνοιξε ένα βιβλιοπωλείο, οι εκδόσεις ”Ίκαρος”, όπου μαζεύονταν ποιητές, συγγραφείς και κουβέντιαζαν. Έβγαλε ο Ελύτης το πρώτο του βιβλίο. Γίνονταν πολλά πράγματα παράλληλα, σαν αντίδραση στο σκοτάδι που μας σκέπαζε.

 

Φοβόσασταν;

Όχι. Όταν είσαι νέος δεν τον νιώθεις πολύ τον φόβο. Αργότερα φοβήθηκα πολύ, τον Δεκέμβρη του ’44. Πήγαινα ας πούμε σε ένα σχολείο, όπου είχαμε μια γιορτή και πριν φτάσω έπεσε ένας όλμος – έτρεξα και είδα κάτω πεσμένους δυο φίλους μου, νέα παιδιά, και τη Ζωρζ Σαρρή σε ένα φορείο, να κρέμεται το χέρι της και το πόδι της. Ήταν φρικιαστικό. Με ρωτούν καμιά φορά γιατί βάζω τους ήρωές μου, τα παιδιά, να δρουν μέσα σε ένα πλαίσιο πολιτικό. Μα αυτό ήταν η ζωή μας!  Η ζωή της κάθε μέρας  μας.

Δεν είχατε, ουσιαστικά, άλλη επιλογή από την Αντίσταση.

Όχι. Ή θα πήγαινες με τους Γερμανούς ή θα καθόσουν σπίτι σου. Αλλά άμα είσαι νέος, κάτι θες να κάνεις. Κι έπειτα, μερικά πράγματα γίνονταν φυσικά – όταν π. χ. λέγαμε ψέματα για να βοηθήσουμε μια Εβραία φίλη μας, να κρυφτεί σε ένα σπίτι, θέλαμε απλώς να βοηθήσουμε μια φίλη, όχι να κάνουμε μια γενναία πράξη αντίστασης. Αργότερα, όταν περνούσε ο καιρός, ένιωθες τον κίνδυνο.

Στο νέο σας βιβλίο, έχετε συμπεριλάβει και τα πρώτα σας διηγήματα, αυτά που γράψατε στη Μόσχα. Γράφατε εύκολα; Σχίζατε πολλά χειρόγραφα;

Όχι πολλά. Εγώ πριν γράψω κάτι, το σκέφτομαι τόσο πολύ που είναι σαν να το βλέπω μπροστά μου, σαν εικόνα. Μόνο όταν το έχω έτοιμο στο μυαλό μου το γράφω. Βέβαια και ο άντρας μου ήταν πολύ αυστηρός κριτής- με διόρθωνε και με έβαζε να γράφω κάθε πράγμα δύο και τρεις φορές.

”Το καπλάνι της βιτρίνας” σας, που ”μυρίζει” ελληνικό καλοκαίρι, γράφτηκε σε ένα κουζινάκι στη Μόσχα. Στην καρδιά του ρωσικού χειμώνα.

Ναι. Και πολύ γρήγορα μάλιστα γιατί όταν ήμουν στην Μόσχα ήθελα να γνωρίσουν τα παιδιά μου την Ελλάδα.  Βρήκα λοιπόν πως ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχω, ήταν να τους διηγούμαι ιστορίες από τα παιδικά μου καλοκαίρια στη Σάμο με την αδελφή μου. Έτσι έμαθαν για το καλοκαίρι, για το φως, για τη θάλασσα για τη μυρωδιά της – τους έλεγα ιστορίες! Ε, τους είπα τόσο πολλές που στο τέλος σκέφτηκα ”δεν τις γράφω κιόλας;”. Το ωραίο είναι πως τις ίδιες ιστορίες έλεγα αργότερα και στα εγγόνια μου.

 

Μείνατε έξι χρόνια χωριστά από τον άντρα σας, τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, που ήταν πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη. Δύσκολα χρόνια;

Ήταν δύσκολα. Αλλά ακριβώς επειδή τόσο ταραγμένα, τόσο γεμάτα γεγονότα – πήγα εξορία, έπειτα ήταν η εποχή του Μπελογιάννη, του Πλουμπίδη – ξεχνούσες το προσωπικό σου θέμα.

Αγωνιούσατε μήπως δεν τον ξαναβλέπατε πια; Σας περνούσε από το μυαλό πως ίσως θα ήθελε να ξαναρχίσει τη ζωή του με μια άλλη γυναίκα;

Όχι δεν το σκεφτόμουν για να είμαι ειλικρινής. Ούτε εκείνος το σκεφτόταν, αν και, θεωρητικά, είχε περισσότερους λόγους να ανησυχεί. Στα γράμματά του, πάντως, φαινόταν σίγουρος πως θα τον ακολουθούσα.

Αλληλογραφούσατε;

Τακτικά, αλλά το γράμμα στελνόταν μέσω Γαλλίας, από τους Μιλλιέξ. Μερικές φορές έκανε μήνες για να φτάσει.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ξαναπήγατε σε κείνο το διαμέρισμα στη Μόσχα;

Ναι. Πήγα πέρυσι τον Σεπτέμβρη, όταν ξανακυκλοφόρησε το ”Καπλάνι της βιτρίνας”. Νόμισα πως βρισκόμουν σε μια ξένη χώρα όπου δεν είχα ξαναπάει ποτέ. Παλιότερα, στη διαδρομή από το ξενοδοχείο ως την Έκθεση Βιβλίου, έβλεπες χωριά με ξύλινα σπιτάκια. Τώρα στη θέση τους ορθώνονται 30όροφες πολυκατοικίες και κάτω, στο ισόγειο, στεγάζονται μαγαζιά Gucci, Yves Saint Laurent. Kι αυτοκίνητα πολυτελείας παντού.

Ένας άλλος κόσμος.

Δεν είναι μόνο ο τόπος αλλιώτικος, είναι και οι άνθρωποι. Πιο απόμακροι. Αποξενωμένοι.

Πήγατε στο διαμέρισμά σας;

Ναι. Κι αυτό αλλιώτικο ήταν. Η ξύλινη πόρτα είχε αντικατασταθεί από ατσάλι. Είχε κάμερα. Σαν να ήταν φρούριο. Ο νέος ιδιοκτήτης, δεν με άφησε να ανέβω να το δω– είπε πως είχε έναν κατάλογο από τότε που είχε χτιστεί το σπίτι και πως κανένας ξένος δεν είχε μείνει εκεί. Κι εμείς τότε που ζούσαμε τόσα χρόνια; Πικράθηκα να σας πω την αλήθεια. Έκλαψα λίγο.

Είχατε ζήσει καλά στη σοβιετική Μόσχα;

Ναι. Είχαμε την ευτυχία να ζήσουμε δίπλα σε ανθρώπους που ήταν αρκετά κοντά στην νοοτροπία μας, όχι ας πούμε τίποτα σκληροπυρηνικούς σταλινικούς. Φυσικά δεν μιλούσαμε για πολιτική – και κείνοι ήταν πολύ συγκρατημένοι. Να φανταστείτε, η μεταφράστριά μου, που ήταν και στενή μας φίλη, μας είχε πει πως ο πατέρας της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Χρόνια αργότερα μάθαμε πως είχε πεθάνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Και στη Χίο ξαναπήγατε, στο στρατόπεδο γυναικών, όπου ζήσατε εξόριστη ένα χρόνο. Πως ήταν εκεί;

Σαν φυλακή. Ζούσαμε κλεισμένες μες στο στρατόπεδο και μας βγάζαν έξω μόνο δύο ώρες την ημέρα.

 

Φοβόσασταν για τη ζωή σας;

Όχι, δεν ήταν τόσο άγρια τα πράγματα, ούτε ξυλοδαρμούς είχε, ούτε βασανιστήρια. Και ήμασταν αρκετές γυναίκες από την Αθήνα, φίλες, γνωστές. Κάναμε παρέες, κάναμε μαθήματα, οι καθηγήτριες δίδασκαν ελληνικά, αγγλικά στις κοπέλες που δεν ήξεραν γράμματα. Έγραφα και σκετσάκια, και τα παίζαμε με την Αλέκα Παϊζη. Κάπως έπρεπε να κυλήσει η ημέρα.

Σάμος, Αθήνα, Χίος, Τασκένδη, Μόσχα, Παρίσι, Αθήνα. Πόσες φορές, χρειάστηκε να κάνετε στη ζωή σας ένα καινούργιο ξεκίνημα;

Α, πάρα πολλές! Αυτό όμως που φάνηκε το πιο ανάποδο, που με έκανε να πω ”ε όχι πια, δεν αντέχεται”, ήταν το πρωινό της 21ης Απριλίου του ’67, όταν ξύπνησα και είδα την κόρη μου, ντυμένη με την ποδιά της να κάθεται στο κρεβάτι μου. ”Τι έγινε;” της λέω. ”Μας είπαν οι στρατιώτες να γυρίσουμε σπίτι γιατί έγινε δικτατορία”. Μόλις είχαμε γυρίσει από την Μόσχα, μόλις είχαμε εγκατασταθεί και είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε τη ζωή της Ελλάδας κι έπρεπε πάλι να τα μαζέψουμε και να αρχίσουμε κάπου αλλού από την αρχή. Αυτό μου φάνηκε το χειρότερο απ’όλα. Ευτυχώς ο Γιώργος ήταν πιο ψύχραιμος από μένα. Πιο αισιόδοξος.

Απ’όλα τα μέρη που πήγατε, σε ποιο δυσκολευτήκατε πιο πολύ να εγκλιματιστείτε;

Στην Τασκένδη ήταν πιο δύσκολα, γιατί οι συνθήκες ζωής ήταν πιο σκληρές. Ζούσαμε, ουσιαστικά, σε ενάμισι δωμάτιο, χωρίς τρεχούμενο νερό, χωρίς τουαλέτα. Αλλά ήμασταν νέοι, δυνατοί, είχαμε ο ένας τον άλλον, είχαμε φίλους από την Αθήνα. Μαζευόμασταν όλοι μαζί στο σπίτι και γελούσαμε με τις δυσκολίες μας.

Αυτά τα πρόσωπα της ζωής σας! Η Διδώ Σωτηρίου ήταν θεία σας . Η Ζορζ Σαρρή, η καλύτερή σας φίλη. Γνωρίζετε τον Κουν, στο σπίτι σας μπαινοβγαίνουν ο Ελύτης, ο Γκάτσος ο Εμπειρίκος, κυκλοφορείτε με τον Μάνο Χατζιδάκι. Και ο Αντρέι Ταρκόφσκι σας κάνει baby sitting στη Μόσχα. Αλήθεια πώς ήταν ο Ταρκόφσκι;

Ήταν ένα αδύνατο αγόρι, με κάτι μάτια ζωηρά, σπινθηροβόλα. Σπούδαζε στην σχολή κινηματογραφική σχολή και ήθελε να βγάλει ένα χαρτζιλίκι – έτυχε να το πει σε μια Ελληνίδα, φίλη του από τη σχολή και εκείνη τον έφερε σε επαφή μαζί μας. Ερχότανε συχνά – πότε μόνος του, πότε με τη φίλη του – κι όταν γυρίζαμε απέξω τον βρίσκαμε στην κουζίνα μας να σχεδιάζει σε ένα μπλοκάκι. Σπίτια, δρόμους, ανθρωπάκια.

Και ο Γκάτσος, ο Ελύτης; Εσείς, βέβαια, τους γνωρίσατε πολύ νέους.

Ο Ελύτης είχε μόλις βγάλει το πρώτο του βιβλίο, ”Ο Ήλιος ο πρώτος” και ο Γκάτσος την ”Αμοργό”, που την αφιέρωσε στην αδελφή μου. Ξέρετε το περίεργο είναι πως αυτοί οι άνθρωποι μιλούσαν μόνο για λογοτεχνία, τίποτε άλλο. Γι’αυτούς δεν υπήρχε πόλεμος, πείνα, μόνο λογοτεχνία, ποίηση, ο σουρεαλισμός, ο υπαρξισμός. Τέτοια. Μένοντας δίπλα τους, ακούγοντάς τους, ήταν σαν να βγάζεις ένα πανεπιστήμιο.

 

Και ο Εμπειρίκος ήταν θεατής στο πρώτο σας έργο για κουκλοθέατρο, που γράψατε στο σχολείο.

Ναι, αστείο δεν είναι; Είκοσι χρόνια αργότερα, όταν τον συνάντησα στη Μόσχα, ξέρετε ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε ”Να και το θλιμμένο καλαμπόκι”. Σε κείνο το έργο – παρωδία της Οδύσσειας – είχα γράψει την Καλυψώ, ως μια  διανοούμενη σουρεαλίστρια, που αυτοκτονούσε λέγοντας ”Είμαι ένα θλιμμένο καλαμπόκι”. Είκοσι χρόνια αργότερα, το θυμόταν ακόμα.

Δεν σώθηκαν αυτά τα κείμενα ε;

Τίποτα δεν σώθηκε. Ήταν χωμένα σε μια βαλίτσα, σε ένα υπόγειο και τα ‘φαγαν τα ποντίκια. Κι εγώ, φυσικά, δεν είχα στο μυαλό μου να κρατήσω αντίγραφο.

Ποιου την παρέα απολαμβάνατε πιο πολύ;

Με τον Μάριο Πλωρίτη ήμασταν πολύ φίλοι. Και τον Ελύτη τον αγαπούσα. Εκείνος που δεν πλησιάζαμε καθόλου ήταν ο Σικελιανός. Πολύ απόμακρος. Σχεδόν τον φοβόμασταν. Ο Γκάτσος ήταν κάπως περίεργος άνθρωπος, ονειροπόλος, σχεδόν εκτός πραγματικότητας, ωστόσο τρομακτικά μορφωμένος. Ο άντρας μου αναρωτιόταν ”πως αυτό το φτωχό παιδί από την Ασέα, έμαθε αγγλικά, ισπανικά, γλώσσες, λογοτεχνία, γράμματα”. Απορούσε. Τον Μάνο τον θυμάμαι, καθιστό στο πιάνο, με ένα μακρύ κασκόλ, να παίζει όλη νύχτα σε ένα πάρτι της ΕΠΟΝ – θέλαμε να υπάρχει μουσική, ώστε αν μας έπιαναν οι Γερμανοί, να παραστήσουμε πως χορεύαμε, πως ήταν πάρτι. Εμείς βέβαια, ετοιμάζαμε  προκηρύξεις.

Κι όμως, στη συνείδηση του κόσμο ο Χατζιδάκις έμεινε ως πολιτικά συντηρητικός.

Έτσι έλεγαν, όμως για μένα η συμπεριφορά του ήταν καλύτερη και από του καλύτερου αριστερού – το απέδειξε η φωτισμένη θητεία του στο Τρίτο Πρόγραμμα. Μια φορά, ξέρετε, επρόκειτο να διαβάσουν στο ραδιόφωνο απόσπασμα από ένα βιβλίο μου, το ”Κοντά στις ράγιες” και με πήρε τηλέφωνο: ”Άλκη μου, με συγχωρείς, αλλά θα σου κάνω λογοκρισία…” ”Τι λογοκρισία Μάνο μου;” ρωτάω εγώ. ”Σε παρακαλώ, τον ήρωά σου τον Ίγκορ, να τον πούμε Ιγκόρ όπως τον Στραβίνσκι γιατί το Ίγκορ ακούγεται πολύ ρωσικό”. Αυτή ήταν η λογοκρισία του Μάνου.

Την Μελίνα την γνωρίσατε αργότερα.

Ναι. Στην αρχή ούτε και μου περνούσε από το μυαλό πως θα κάναμε κάποτε παρέα. Εκείνη τότε ήταν η σταρ, είχε εντελώς άλλο κύκλο. Χρόνια αργότερα, όταν τη γνώρισα στο Παρίσι είδα πως από κοντά, στην καθημερινότητά της δεν ήταν η απόμακρη σταρ που φανταζόμουν αλλά ένας άνθρωπος γλυκός, πολύ γκαρδιακός. Συνδεθήκαμε στενά. Τη βλέπω συχνά στα όνειρά μου.

 

Τι ή ποιος απ’όλους, θα λέγατε πως επηρέασε τη γραφή σας;

Διάβαζα από μικρή, λογοτεχνία κυρίως. Τα διαβάσματά μου με επηρέασαν πολύ. Ο Τσέχοφ και ο Φραγκιάς, όπως λέω και στο βιβλίο, Μάλιστα όταν γνώρισα τον Φραγκιά, τα χρόνια της αυτοεξορίας μας στο Παρίσι και του το είπα, γέλασε. ”Δεν ξέρω για τον πρώτο”, μου είπε, ”αλλά αν επηρεάστηκες από τον δεύτερο σώθηκες!”

Διαβάζετε ακόμα; Τι διαβάζετε;

Α, τα πάντα, ό,τι μου πέσει στο χέρι, ό,τι ακούω πως έχει κάποιο ενδιαφέρον. Μέχρι Τζο Νέσμπο! Αλλά όταν αρχίζει τους πολλούς φόνους, δεν τον μπορώ.

Ποιο δικό σας βιβλίο σας δυσκόλεψε περισσότερο;

Η ”Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα”, διότι ήθελα να συνδυάσω αυτοβιογραφία με μυθιστόρημα. Δυσκολεύτηκα πολύ.

Αυτό το βιβλίο, βέβαια, όταν βγήκε έκανε πάταγο. Γιατί δεν ξαναγράψατε κάτι παρόμοιο έκτοτε; Ένα μυθιστόρημα για ενήλικες;

Δεν ήθελα. Νομίζω πως ό,τι είχα να πω, το είπα. Μου αρέσει να γράφω για παιδιά και εφήβους.

Επισκέπτεστε τα σχολεία τακτικότατα. Τι σας ρωτούν οι μικροί αναγνώστες σας;

Ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Ένα αγοράκι στη Θεσσαλονίκη μου είπε ”εμένα δεν μου αρέσει καθόλου το πώς τελειώνει το ‘Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου’ και που σκοτώνεται ο Σωτήρης που ήταν καλό παιδί”. ”Μα οι Γερμανοί” του λέω ”καλά παιδιά σκοτώνανε”. ”Εγώ”, μου λέει, ”έγραψα ένα δικό μου τέλος. Έγραψα πως σηκώνει ο Γερμανός το πιστόλι του να σκοτώσει τον Σωτήρη, αλλά εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό του, αφήνει το όπλο για να πιάσει το τηλέφωνο και το σκάει ο Σωτήρης”. ”Έχει ο Γερμανός κινητό;”, τον ρωτάω. ”Άμα δεν έχει ο Γερμανός κινητό κυρία Ζέη, τότε ποιος θα έχει;” μου απαντάει (γέλια). Δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή χωρίς κινητά.

Νιώθετε ακόμα αριστερή;

Αριστερή νιώθω πάντα, μη ξέροντας πια που είναι η Αριστερά. Δεν μπορώ να πω πως είμαι αριστερή, με εκείνο ή το άλλο κόμμα. Λυπάμαι γι’αυτό. Θα ήθελα να υπάρχει κάποιος που να με κάνει να παθιαστώ, όπως παλιά. Δυστυχώς δεν υπάρχει.

Ψηφίζετε πάντως…

Ναι. Ανελλιπώς. Κάθε φορά, λέω ”τελείωσε, πού να σηκωθώ τώρα να τρέχω στον Νέο Κόσμο, άστο, δεν πειράζει…”. Αλλά κάτι με τρώει κάθε φορά. Και στο τέλος σηκώνομαι και πάω.

 

Έχετε καθόλου το αίσθημα της διάψευσης ; Σαν κάτι, κάπου να πήγε πάρα πολύ στραβά;

Κάτι πήγε πράγματι πάρα πολύ στραβά, αλλά το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Είναι παγκόσμιο. Ίσως στο μέλλον να υπάρξει πάλι κάτι, μια ιδέα, μια επανάσταση, που γεννήσει μια κοινωνία πιο δίκαιη – τη μεγάλη Ουτοπία. Σκεφτείτε μόνο πόσα χρόνια πέρασαν από την Αναγέννηση ως τον Μεσαίωνα. Βέβαια, δεν θα ζούμε για να το δούμε.

Πώς περνάτε τη μέρα σας σήμερα;

Αχ, η μέρα δεν με φτάνει, για όσα έχω να κάνω. Πάω σε εκδηλώσεις, παρουσιάσεις, σε σχολεία, στα Τίρανα, στη Σάμο, στην Τήνο, όπου με καλέσουν. Μου αρέσει η επαφή με τα παιδιά, άλλωστε δεν μπορώ να γράφω για θέματα σημερινά, δικά τους, μη γνωρίζοντας πώς σκέφτονται.

Φροντίζετε μόνη τον εαυτό σας; Μαγειρεύετε;

Όχι δεν μαγειρεύω. Καθόλου. Παίρνω κάτι μπον φιλέ, τα βάζω στην κατάψυξη, τα ξεπαγώνω, τρώω. Τώρα τελευταία, έχω μαλώσει τον εαυτό μου, γιατί έχω καταργήσει το φαγητό. Ζω με ένα γιαούρτι και μια μπανάνα.

Τι σας ευχαριστεί να κάνετε;

Να βρίσκομαι με φίλους. Μου έχουν μείνει βέβαια ελάχιστοι φίλοι από τα παλιά – ο Τίτος ο Πατρίκιος, ο Μάνος ο Ζαχαρίας – έχω όμως και νεότερους. Και με τους φίλους των παιδιών μου κάνω παρέα.

Πάτε τακτικά στις Βρυξέλλες, στην κόρη σας;

Πάω κάθε Δεκέμβριο και κάθομαι ως τον Μάρτιο. Εκεί γράφω. Εδώ δεν μπορώ, διασπάται η προσοχή μου.

Γράφετε κάτι αυτήν την περίοδο;

Ναι, είχα αρχίσει κάτι πέρυσι κι ελπίζω να το τελειώσω φέτος. Τίτλο έχω αλλά δεν τον λέω ποτέ. Αν δεν έχω τίτλο και τελευταία φράση, δεν ξεκινάω να γράφω.

Σε κομπιούτερ γράφετε; Ή ”με μολύβι Φάμπερ, νο 2”;

Όχι, σε κομπιούτερ. Τώρα πια δεν μπορώ καθόλου να γράψω στο χέρι.

 

Και μετά απ’ όλα αυτά τι; Σας απασχολεί το τέλος;

Όχι, καθόλου. Μου λένε μα τι τίτλος είναι αυτός που έβαλες, άκου ”πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά”; Γελάω. Δεν είμαι προληπτική. Επειδή δηλαδή το γράφω, θα πεθάνω και νωρίτερα; Δεν έχω καμιά μεταφυσική ανησυχία.

Ζήσατε έναν πόλεμο, δυο εμφύλιους, δύο δικτατορίες, δύο προσφυγιές. Τι κρατάει έναν άνθρωπο όρθιο, σε μια τέτοια ζωή;

Η πίστη. Τότε υπήρχε ένα όραμα στο οποίο πίστευες. Έλεγες πως ”σήμερα είναι έτσι, αλλά αύριο θα είναι μια άλλη, καλύτερη ζωή”. Δεν ξέρω σήμερα, που δεν υπάρχει όραμα, αν κάποιος θα τα άντεχε όλα αυτά. Βέβαια, υπήρξα και τυχερή.

Αν σας ρωτούσα όχι ”πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά”, αλλά ”πώς έζησες γιαγιά” τι θα λέγατε; ”ΕΥ-ΠΟ ΕΥ-ΠΟ”, (σ.σ. ευχαριστημένη πολύ) ή ”ΛΥ-ΠΟ ΛΥ-ΠΟ” (λυπημένη πολύ);

”ΕΥ-ΠΟ ΕΥ-ΠΟ”, θα έλεγα, παρόλο που υπήρχαν και πολλές  στιγμές ΛΥ-ΠΟ ΛΥ-ΠΟ. Ευχαριστημένη είμαι.

Μες στο φως, που μπαίνει από το μπαλκονάκι της, η Άλκη Ζέη λάμπει σαν εκείνο το ήμερο, το γαλανό μάτι που είχε το καπλάνι της. Φαντάζομαι τη  Μέλια και τη Μυρτώ σε μια γωνιά, να κολλούν γελώντας το μέτωπο στο τζάμι –είναι και κείνες πολύ ΕΥ-ΠΟ που έφτασαν ως εδώ. Κι αν ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός παιδιού, γιαγιά, αλήθεια στο λέω, δεν θα πεθάνεις ποτέ..

 

*Το βιβλίο της Άλκης Ζέη ”Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά”, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ”Μεταίχμιο”

 

Φωτογραφίες: SOOC / Μενέλαος Μυρίλλας