NETFLIX

Είδαμε πρώτες τη 2η σεζόν του 13 Reasons Why. Οφείλεις να κάνεις το ίδιο

Μόλις είδαμε τη 2η σεζόν του "13 Reasons Why" στην πλατφόρμα streaming του Netflix και πιστεύουμε πως, αν δεν ζεις μόνη/ος σου σε μια σπηλιά, μακριά από τον πολιτισμό, οφείλεις να κάνεις το ίδιο.

Αν διανύεις ήδη την 4η δεκαετία της ζωής σου και δεν έχει τύχει να έρχεσαι καθημερινά σε στενή επαφή, πέραν της κατά περίπτωση αυστηρής επαγγελματικής, με νεότερους ανθρώπους ή αν, παράλληλα, δεν έχεις επιλέξει την καθημερινή τριβή μαζί τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή, τέλος πάντων, αν η καθημερινότητά σου δεν απέχει στην ουσία της και πολύ από αυτήν που είχες δέκα με δεκαπέντε χρόνια πριν, κατά τη συναναστροφή σου σε φιλικό επίπεδο με νεότερους ανθρώπους ενδέχεται να αισθανθείς, νέτα σκέτα και το δίχως άλλο ο θείος ή θεία που «θα καθίσει με τη νεολαία». Αυτός ο θείος ή η θεία ήταν συνήθως – για τη δική μου γενιά τουλάχιστον και δη στα μάτια μας – τέρμα cool ή τέρμα uncool (δεν υπήρχε ενδιάμεσο) αλλά όπως κι αν είχε, ήθελε να έρθει σε επαφή με τους «νέους», να δει τι έκαναν, πώς διασκέδαζαν, τι σκέφτονταν για το μέλλον (ή απλά δεν ήθελε να ακούει τους βαρετούς συνομηλίκους του στο τραπέζι «των μεγάλων»).

Πέρυσι, όταν έγινε διαθέσιμη στο Netflix η πρώτη σεζόν της σειράς “13 Reasons Why”, το buzz γύρω από αυτήν με κινητοποίησε αμέσως να σταματήσω οτιδήποτε άλλο παρακολουθούσα εκείνες τις ημέρες. Δεν ήταν απλά ένα ακόμα teen drama. Η ιστορία της αυτοκτονίας της έφηβης Hannah Baker είναι μια υπόθεση που δεν γίνεται να σε αφήσει αδιάφορο, όσο κι αν θεωρείς εκ προοιμίου πως αυτή η σειρά αφορά μόνο σε εφήβους, νέους – άντε, και τους γονείς τους.

 

Η πρώτη σεζόν της σειράς, δέχθηκε αρκετή κριτική για διάφορα χαρακτηριστικά της, με κυριότερο την gore παρουσίαση της αυτοκτονίας της Hannah. Για μένα η βασική αφηγηματική έλλειψη της πρώτης σεζόν, που επεκτεινόταν σε κάθε πτυχή της, ήταν η «έντεχνη» παρουσίαση της κατάθλιψης που κατέληξε στην αυτοκτονία. Έτσι, όταν η σειρά ανανεώθηκε για δεύτερη σεζόν, παρότι το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε παρουσιάστηκε εξ ολοκλήρου στα πρώτα 13 επεισόδια/“γιατί” της, σκέφτηκα αμέσως πως η εν λόγω παραγωγή προσεγγίζει τα ζητήματα που θίγονται στη σειρά με τρόπο κατά το δυνατόν αντιπροσωπευτικό, τόσο για τους σημερινούς εφήβους, όσο και για τους ενήλικες μέσα στο περιβάλλον των οποίων είναι αναγκασμένοι να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.

H δεύτερη σεζόν, λοιπόν, ξεκινάει λίγο καιρό μετά τα γεγονότα της πρώτης, με τους πρωταγωνιστές να προσπαθούν κατά κύριο λόγο να διαχειριστούν όλα όσα συνέβησαν μετά την αυτοκτονία της Hannah και την κυκλοφορία των κασετών, όπου η ίδια περιέγραφε προφορικά τους ανθρώπους και τα περιστατικά που την οδήγησαν να δώσει τέλος στη ζωή της. Η δίκη στην οποία θα κριθεί η τυχόν ευθύνη του σχολείου για τον θάνατο της Hannah ξεκινάει, με τους διαδίκους να βγάζουν από τη φαρέτρα τους αποδεικτικά στοιχεία και να επικαλούνται μαρτυρίες που, όπως και στην πρώτη σεζόν της σειράς, μπορούν να επιδεχτούν παραπάνω από μιας ερμηνείας. Τα παιδιά, οι γονείς, οι καθηγητές, είναι τραπουλόχαρτα που ανακατεύονται διαρκώς σε ένα τραπέζι συναισθηματικού καζίνο, όπου κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις του κρουπιέρη, ούτε να αντιληφθεί ποιος παίζει στην πραγματικότητα για ποιον.

Γνώριμα πρόσωπα από την πρώτη σεζόν και νέες προσθήκες, άλλες αντανακλώντας τη στάση της κοινωνίας των πολιτών στην εποχή του Trump και άλλες απλώς προσθέτοντας πινελιές «εφηβείας» (σχεδόν) οποιασδήποτε εποχής στον σεναριακό και σκηνοθετικό παλμό, συνθέτουν, στο πλαίσιο της φετινής αφήγησης.

Μιας αφήγησης που πραγματοποιείται με διαφορετικό τρόπο από τον περσινό, τη συνέχεια του παζλ που φέρει τον τίτλο “Ποιος φταίει για τον θάνατο της Hannah Baker” και που τα κομμάτια του, όσο η φετινή ιστορία βαθαίνει και εξαπλώνεται, φαίνεται διαρκώς να πολλαπλασιάζονται και να γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα, παρότι κατά περίπτωση γίνονται προσπάθειες απόδοσης ευθυνών.

Φέτος, όλοι μοιάζουν πιο ώριμοι, αλλά και πιο ανέτοιμοι ταυτόχρονα, για να αποδεχτούν τόσο τι συνέβη την προηγούμενη χρονιά, όσο και το πώς δεν θα ξανασυμβεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Η εξιχνίαση των αιτιών μιας ψυχικής ασθένειας και των αφορμών που την διόγκωσαν ώστε να αποκτήσει θανάσιμες διαστάσεις δεν μπορεί να γίνει μόνο στο ιατρείο ενός ψυχιάτρου. Για έναν άνθρωπο που δεν έχει καθημερινή επαφή με εφήβους, η δεύτερη σεζόν, σεναριακά και από άποψης πλοκής, μπορεί να μοιάζει απλά ως μια «μεστότερη βερσιόν» της πρώτης. Πράγματι, στην πρώτη σεζόν ίσως και να μην συμπαθείς κανέναν. Ούτε καν την ίδια τη Hannah – αυτό ωστόσο συνδέεται άμεσα με την επιφανειακή παρουσίαση της κατάθλιψής της. Στη δεύτερη, όμως αυτό γίνεται εμφανές ακόμα και για τον πιο αφηρημένο τηλεθεατή, καταρχάς στο πλαίσιο των προειδοποιητικών βίντεο που έχουν προστεθεί, μέσα από τα οποία οι νεαροί (ειδικά) τηλεθεατές παρακινούνται να ζητήσουν βοήθεια αν αισθάνονται ότι κάποια από τις καταστάσεις που παρουσιάζονται στις οθόνες τους ενυπάρχει στην ψυχή τους ή, έστω, στον περίγυρό τους.

Πέραν αυτού, όμως, φέτος, με ένα τόσο σοβαρό γεγονός να έχει εντυπωθεί στη ζωή των κατοίκων της μικρής αυτής πόλης για πάντα, η ανθολογία των προβλημάτων, των προβληματισμών, των συμπεριφορών, των φοβιών, των περιπτώσεων έκφρασης μετατραυματικού στρες, ακόμα και των απλών διαλόγων των μαθητών του Liberty High School καταδεικνύει ότι υπάρχει εκεί έξω ένας κόσμος τον οποίο αγνοούμε, όχι απαραίτητα από αδιαφορία, αλλά κατά τύχη, θεωρώντας ακόμα πως τα παιδιά σήμερα γίνονται έφηβοι και κατόπιν ενήλικες όπως γινόμασταν εμείς 20 χρόνια πριν, όπου το να βγούμε για καφέ το Σαββατόβραδο ήταν γεγονός τόσο αξιομνημόνευτο όσο το να αγοράζαμε διαφανή μάσκαρα, την οποία φορούσαμε το πρωί στο σχολείο κρυφά από όλους. Δεν είναι κακό που πλέον αυτά γίνονται χωρίς ειδική άδεια – κάθε άλλο. Απλά ο έλεγχος μπορεί να χαθεί πανεύκολα και όσο απλά αγόραζες μια διαφανή μάσκαρα το 1998 τόσο απλά μπορείς να στοκάρεις στο δωμάτιό σου κανονικά όπλα.

Τα 13 Γιατί και φέτος δείχνουν ότι κάποια πράγματα στην εφηβεία δεν πρόκειται να αλλάξουν. Η κρυψίνοια, η αβεβαιότητα για το παρόν και το μέλλον, η κρίση ταυτότητας είναι πάντα εκεί και το μόνο που αλλάζει είναι η εκάστοτε κοινωνία στην οποία μεγαλώνουν οι έφηβοι που παρουσιάζονται στη σειρά, και που προέρχονται από τόσα διαφορετικά κοινωνικά, οικονομικά, μορφωτικά και φυλετικά υπόβαθρα που, το υπό εξέταση γεγονός (λέγε με απλά «Λερναία Ύδρα») «κουμπώνει» ακριβώς με τη σύγχρονη κοινωνία, καταδεικνύοντας ότι κάθε της πληγή, από το bullying ως την κατάχρηση ουσιών δεν κάνει εξαιρέσεις ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, λευκούς και μαύρους, όμορφους και άσχημους.

 

Φέτος ήταν η χρονιά που περιμέναμε την απόδοση δικαιοσύνης για όσα έγιναν στην πρώτη σεζόν. Οι δημιουργοί της σειράς φρόντισαν να μην καταστεί η δεύτερη σεζόν ένα «σχεδόν δικαστικό» δράμα, μη αποκλίνοντας όμως από τον αφηγηματικό άξονα της προσωπικής άποψης, που είτε εκφέρεται σε μια κασέτα, είτε σε ένα εδώλιο, υπό το φόβο της τιμωρίας για ψευδορκία, δεν παύει ποτέ να είναι υποκειμενική και να κρύβει άλλες στρώσεις αλήθειας, «προσαρμοσμένης» ή μη στους απώτερους σκοπούς του μάρτυρα.

H σημασία της απόδοσης δικαιοσύνης για τη Hannah (και την κάθε Hannah) είναι δεδομένη. Εξίσου σημαντική είναι, όμως, η περιπτωσιολογία των ανησυχητικών συμπεριφορών που παρουσιάζονται και για τις οποίες αναρωτιέται κανείς εύλογα τι κάνουν οι γονείς, οι καθηγητές ή όποιος άλλος έχει την ευθύνη αυτών των παιδιών. Δεν υπάρχει ενιαία και οριστική απάντηση σε κάτι τέτοιο, υπάρχουν όμως δεκάδες καμπανάκια που μπορούν να “χτυπήσουν” μπροστά σε έναν γονέα ή κηδεμόνα σε σχέση με το παιδί που έχει υπό την προστασία του και μέσα από τη σειρά να καταφέρει να αντιληφθεί άμεσα το εκάστοτε πρόβλημα που παρουσιάζει, βοηθώντας το πριν είναι αργά.

Οι μαθητές του Liberty High School είμαστε εμείς. Το ίδιο και οι καθηγητές και οι γονείς. Όλοι μπορούμε να γίνουμε ένα «γιατί», ένας λόγος, μια αφορμή για την οποία κάποιος άνθρωπος θα αισθανθεί μια ανεπανόρθωτη ταραχή στο πρόβλημα ψυχικής υγείας του ή, έστω, στην καθημερινή ισορροπία του.

Επίσης, όλοι μπορούμε να γίνουμε και αυτός ο άνθρωπος, η Hannah Baker, που αισθάνθηκε ανήμπορη μπροστά στα μικρά (για εμάς) ή μεγάλα (για όλους) προβλήματα που αντιμετώπισε στο πλαίσιο της κατάθλιψής της. Εμείς, όμως, είμαστε και αυτοί που δεν προετοιμάζουμε αρκούντως τα παιδιά μας, με την αδιαφορία μας ή με τον υπερπροστατευτισμό μας, ώστε αυτά να μπορούν να σταθούν όρθια απέναντι στο τυχόν bullying ή την όποια προσπάθεια εξευτελισμού τους ή απομείωσης της αξίας τους, αρχικά στο σχολικό περιβάλλον και κατόπιν στην κοινωνία.

Η δεύτερη σεζόν 13 Reasons Why είναι ακόμα πιο σημαντική κι από την πρώτη, όπως είναι πιο σημαντικό να ξεριζωθεί το αίτιο ενός κακού, μιας φαυλότητας, παρά να κουκουλωθεί το αποτέλεσμά του, ώστε να μη χαλάσει η πατίνα μιας ευυπόληπτης κοινωνίας που ενδιαφέρεται για τα παιδιά της. Το “teen drama” ξεκινάει από τους μεγάλους κι εμείς – τουλάχιστον – οφείλουμε να γνωρίζουμε πώς το εννοούν οι μικρότεροί μας, ώστε να μπορούμε να τους βοηθήσουμε.