OPINIONS

Κοντά μοντέλα: “Εκδημοκρατισμός” στη μόδα ή μια ακόμα υποκρισία;

Από τα μέσα του 19ου αιώνα και τον Βρετανό σχεδιαστή ρούχων Charles Federick Worth, που αποφάσισε να επιδεικνύει στο ατελιέ του τις haute couture δημιουργίες του με τη βοήθεια της συζύγου του, ως την ίδρυση του πρώτου πρακτορείου μοντέλων το 1946, από τους Eileen και Gerard Ford - φυσικά στη Νέα Υόρκη - τα πρότυπα ομορφιάς μεταβλήθηκαν αρκετές φορές ανά χώρα και ήπειρο, άλλοτε φέρνοντας στο προσκήνιο το χυμώδες σώμα που υποδήλωνε καλή ζωή και πλούτο, κι άλλοτε αναδεικνύοντας πιο αέρινες φιγούρες, όπως αυτές των party girls στη "χρυσή δεκαετία" των 20s. Το φυσιολογικό βάρος επανήλθε στη μόδα στις μεταπολεμικές δυτικές κοινωνίες, ως απόρροια της κοινωνικοπολιτικής ανασύνταξης και ανάπτυξης που ακολούθησε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έμεινε εκεί ως τα μέσα των 60s, οπότε όλα βρέθηκαν υπό αμφισβήτηση. Η μόδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση στην τάση αυτή κι έτσι οι σχεδιαστές άρχισαν να εγκαταλείπουν τις συντηρητικές γραμμές, δίνοντας χώρο στο σώμα για να αναδειχθεί με πιο τολμηρό τρόπο στην ολότητά του.

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, το βάρος αποτελούσε τον βασικό άξονα κάθε αλλαγής προτύπου της μόδας. Έτσι, τα μοντέλα των αρχών του 20ού αιώνα είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό την πληθωρικότητα, σε αντίθεση με τα μοντέλα μερικών δεκαετιών αργότερα και συγκεκριμένα στις αρχές των 60s, όταν άρχισαν να εμφανίζονται στο χώρο ονόματα όπως η Twiggy, η Jean Shrimpton, η Veruschka και η Patti Boyd. Το ύψος δεν αποτελούσε σημαντικό προαπαιτούμενο για την ενασχόληση μιας γυναίκας με τον χώρο του μόντελινγκ, ενώ το βάρος είχε ήδη μειωθεί σημαντικά. Η Twiggy και η Shrimpton ίσα που ξεπερνούσαν το 1,70 μ., ενώ η Edie Sedgwick, μούσα του Andy Warhol, ήταν μόλις 1,63 μ. Η μεγάλη άνθηση της μόδας τη δεκαετία του ’70, η οποία μαζικοποίησε τις τάσεις και διευκόλυνε σε αυτές την πρόσβαση, οδηγώντας το κοινό με περισσή επιμέλεια από το ατελιέ της μοδίστρας της γειτονιάς στο έτοιμο ρούχο που πωλούνταν πανομοιότυπο σε εκατοντάδες κομμάτια, αύξησε ραγδαία τις ανάγκες του fashion marketing. Τα πρακτορεία μόδας πολλαπλασιάστηκαν, οι ηλικίες των μοντέλων μειώθηκαν και οι ιθύνοντες του χώρου άρχισαν να αναζητούν πιο εξεζητημένα πρότυπα ομορφιάς, τα οποία θα εξέθεταν τις σχεδιαστικές δημιουργίες με τρόπο ώστε να προκαλέσουν στη μέση γυναίκα την επιθυμία απόκτησης περισσότερων ρούχων από ο,τι παλιότερα, δεδομένου μάλιστα οι περισσότερες γυναίκες πλέον είχαν εισέλθει στην αγορά εργασίας και διέθεταν ίδιους οικονομικούς πόρους προς κατά βούληση αξιοποίηση. Πρακτορεία όπως αυτό των Ford άρχισαν να αναζητούν τα επόμενα μοντέλα τους σε νέες αγορές, όπως η Σκανδιναβία ή η Βραζιλία, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό στους πελάτες τους μοντέλα πιο ψηλά, πιο αδύνατα, πιο εξωτικά ή, σε κάθε περίπτωση, διαφορετικά από αυτά που κυριαρχούσαν για πάνω από είκοσι χρόνια στον κόσμο της μόδας.

Twiggy (AP Photo)

Πότε, λοιπόν, το επάγγελμα του μοντέλου συνδέθηκε οριστικά με το μεγάλο ύψος; Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, οι εμφανισιακές απαιτήσεις για τα μοντέλα στο χώρο της μόδας ήταν ήδη αυξημένες κι έτσι μια γυναίκα με μικρό ύψος είχε πολύ λιγότερες πιθανότητες να ξεκινήσει την ενασχόλησή της με τον συγκεκριμένο κλάδο. Η τάση αυτή συνεχίστηκε τη δεκαετία του 80 κι έτσι τα “original supermodels”, που ξεκίνησαν την επαγγελματική τους πορεία στα τέλη των 80s και έφτασαν στο απόγειο της δόξας τους λίγα χρόνια μετά – μιλάμε φυσικά για τις Cindy Crawford, Linda Evangelista, Christy Turlington, Naomi Campbell, Tatjana Patitz, Claudia Schiffer – έχουν ύψος από 1,75 μ. και πάνω, με ψηλότερες όλων τις δυο τελευταίες. Σήμερα, δυο από τα μοντέλα που κυριαρχούν στις πασαρέλες, τα εξώφυλλα και τις διαφημίσεις, οι Gigi Hadid και η Kendall Jenner έχουν ύψος 1,80 μ.

Πέρυσι το φθινόπωρο ο οίκος J.Crew διοργάνωσε μια πρωτότυπη στη σύλληψη επίδειξη μόδας, παρουσιάζοντας τα ρούχα της επόμενης σεζόν με μη επαγγελματίες μοντέλα. Κανονικοί άνθρωποι κατέκλυσαν την πασαρέλα, αναδεικνύοντας τα ρούχα του οίκου μέσα από διαφορετικά μεγέθη ρούχων, σωματότυπους και ύψη. Καθώς η “κανονικότητα” της εμφάνισης του μέσου μοντέλου απέχει αρκετά από την κανονικότητα της καθημερινότητας όπως την γνωρίζουμε, η επίδειξη προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση, αποτελώντας το σημείο μηδέν για την εμφάνιση των “αληθινά κοντών” μοντέλων στο χώρο της μόδας.

H “νέα τάση” που αφορά στη χρήση κοντών μοντέλων δε συνιστά μια συνειδητή προσπάθεια των leaders του χώρου να ενισχύσουν το κίνημα του body positivity, της αποδοχής του σώματος όπως είναι, αλλά μια ακόμα ευκαιρία προώθησης των προϊόντων τους, αυτή τη φορά με τη βοήθεια ανθρώπων με σώματα πιο κοντινά στη μέση γυναίκα.

Ο ορισμός του “αληθινά κοντού” ή, έστω, του κοντού μοντέλου δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολος, παρά τη σχετικότητα της αντίληψης ως προς το μέγεθος ενός σώματος. Ας πούμε ότι κοντό μοντέλο θεωρήθηκε η Audrey Gelman, επιχειρηματίας που εμφανίστηκε στην προαναφερθείσα πασαρέλα με ύψος 1,52 μ. Πριν από το σημείο αυτό, το πιο “κοντό” επαγγελματίας μοντέλο ήταν η Devon Aoki με ύψος 1,65, που ξεκίνησε, όμως, την καριέρα της στα 16 της, αντικαθιστώντας την Naomi ως το νέο πρόσωπο του οίκου Versace. Κανένα, όμως, μοντέλο, δεν είχε εμφανιστεί σε πασαρέλα με ύψος μικρότερο αυτού, με εξαίρεση την προσπάθεια της Tyra Banks το 2009 να αναδείξει το America’s Next Top Model με ύψος έως 1,70 μ. Αν σκεφτούμε ότι το ύψος της μέσης Αμερικανίδας είναι 1,62 μ., το “κοντύτερο επόμενο τοπ μόντελ της Αμερικής” δεν ήταν και πάλι τόσο κοντό.

Lily-Rose Depp (AP Photo/Thibault Camus)

Τους τελευταίους μήνες όλο και περισσότερα μοντέλα με ύψος κάτω από 1,70 μ. έχουν αρχίσει να εισρέουν στον εν λόγω χώρο. Η Lily-Rose Depp, με ύψος 1,60 μ. “περπάτησε” για τη Chanel, η Amina Blue με ύψος 1,54 μ. συνεργάζεται εδώ και καιρό με τον Kanye West για τη σειρά ρούχων Yeezy και η πολλά υποσχόμενη Tess Holliday έχει, επίσης, ύψος 1,60 μ. Οφείλεται, άραγε, η νέα αυτή προσέγγιση της βιομηχανίας της μόδας απέναντι στα κοντά μοντέλα αποκλειστικά και μόνο στην ρηξικέλευθη προσέγγιση του οίκου J. Crew; Φυσικά η απάντηση είναι πιο πολύπλοκή από ό,τι φαίνεται.

Ο κόσμος της μόδας επηρεάζεται πλέον καταλυτικά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιδίως από το κατεξοχήν μέσο με άξονα ανάπτυξης την εικόνα, δηλαδή το Instagram.

Από αυτό ξεπήδησαν η Gigi Hadid και η Kendall Jenner και από αυτό ξεπηδούν – και θα συνεχίσουν να εμφανίζονται – κάθε μέρα νέα πρόσωπα, εκκολαπτόμενοι influencers για οποιονδήποτε χώρο αφορά στην αισθητική (μόδα, ομορφιά, κ.λπ.). Οι influencers, ιδίως στα πρώτα τους βήματα που δεν έχουν καταστεί ακόμα celebrities, είναι εξ ορισμού πιο προσιτοί στον μέσο άνθρωπο, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν να επιδείξουν κάτι μέσα από την καθημερινότητα – έστω κι αν αυτό είναι πιο καλογυαλισμένο. Μπορείς πιο εύκολα να συσχετιστείς με μια μέση influencer που ξεκίνησε την πορεία της από μια κάμερα στο σαλόνι του σπιτιού της, παρά με ένα supermodel άλλης εποχής, που πλασαρίστηκε εξαρχής ως τέτοιο. Πλέον, η δύναμη του “απλού ανθρώπου” είναι μεγαλύτερη χάρη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κι έτσι μπορεί πιο εύκολα να εισβάλει σε χώρους άλλοτε “απαγορευμένους” για “κοινούς – ή, έστω, κοντούς – θνητούς”. Το κοινό είναι έτοιμο εδώ και πολύ καιρό για μια τέτοια αλλαγή. Θέλει να βλέπει ανθρώπους πιο προσιτούς να διαφημίζουν τα ρούχα ή τα καλλυντικά που θέλει να αγοράσει και δεν συμμερίζεται απόλυτα την άποψη ότι τα ψηλά μοντέλα αναδεικνύουν καλύτερα τα ρούχα ή τα αξεσουάρ.

Lottie Moss (Photo by Joel Ryan/Invision/AP)

Μπορούμε, όμως να μιλάμε για τον “εκδημοκρατισμό” της μόδας, με σημείο εκκίνησης τα κοντά μοντέλα;

Όχι ακριβώς, αν αναλογιστούμε τα πιο πάνω ονόματα που ξεκίνησαν την πορεία τους στο χώρο με αυτήν ακριβώς την ιδιότητα, σε συνδυασμό με κάποια άλλη: αυτή του instagramer, του συγγενή κάποιου celebrity, του influencer που διαθέτει ήδη έναν τεράστιο αριθμό followers. Η Lily – Rose Depp, για παράδειγμα, είναι κόρη του Johnny και της Vanessa Paradis, η Sophia Richie κόρη του Lionel και αδερφή της Nicole και η Lottie Moss αδερφή της Kate Moss. Όλες είχαν ήδη εκατοντάδες χιλιάδες followers και fans. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η φήμη τους προηγείτο της ενασχόλησής τους με την πασαρέλα και κατά μία έννοια επέβαλαν την παρουσία τους στον χώρο της μόδας μέσα από την δυνατή εικόνα τους (και τα ήδη μεγάλα κέρδη τους) μέσα από τον χώρο του Instagram και της τεράστιας βάσης των φαν τους.

Φυσικά και δεν υπάρχει κάτι κακό σε αυτό, απλώς η “νέα τάση” που αφορά στη χρήση κοντών μοντέλων δε συνιστά μια συνειδητή προσπάθεια των leaders του χώρου να ενισχύσουν το κίνημα του body positivity, της αποδοχής του σώματος όπως είναι, αλλά μια ακόμα ευκαιρία προώθησης των προϊόντων τους, αυτή τη φορά με τη βοήθεια ανθρώπων με σώματα πιο κοντινά στη μέση γυναίκα. Πρέπει να είναι αυτό το ζητούμενο στο χώρο της μόδας; Πρέπει να αλλάξουν τα πρότυπα και να έρθουν πιο κοντά στη δική μας καθημερινότητα; Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, με τεχνικά και άλλα επιχειρήματα και από τις δυο πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που διαφαίνεται ακόμα μια φορά είναι ότι ο χώρος αποφασίζει για τον ίδιο ακόμα και σήμερα, που καθένας με πρόσβαση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (μαζί με μια έξυπνη στρατηγική) μπορεί να προσπαθήσει, έστω, την επιβολή της δικής του εικόνας, όσο ψηλός ή κοντός κι αν είναι. Προσωπικά θα ήθελα μεγαλύτερη ποικιλία σε κάθε πασαρέλα, editorial ή οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με την εικόνα και τη μόδα, την αντιπροσώπευση όλων των σωματότυπων, χρωμάτων και ηλικιών. Αυτή η προσέγγιση, όμως, μάλλον δεν φαίνεται να εξυπηρετεί τον μεγαλύτερο όγκο των σχεδιαστών και άλλων βασικών παικτών του συγκεκριμένου τομέα. Αν, αργότερα, αλλάξουν τα δεδομένα της αγοράς, ίσως να το δούμε κι αυτό μπροστά μας.

Κεντρική φωτογραφία: (AP Photo/Francois Mori)