OPINIONS

Αντίο Λουκιανέ, που πάντα μας θύμιζες ποιοι ήμασταν στα αλήθεια

Όλα ξεκίνησαν στην Κυψέλη τον Ιούλιο του 1943. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης μεγάλωσε στη Φωκίωνος Νέγρη της δεκαετίας του '50, μια περιοχή με έντονο δικό της χαρακτήρα. Όταν αποφοίτησε από το Λεόντειο Λύκειο Πατησίων μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική, σύντομα, όμως, επέστρεψε στη βάση του, την Αθήνα. Εξάλλου, κάποτε είχε πει "για την Ελλάδα δεν θα πολεμούσα, αλλά για την Αθήνα και την Κυψέλη θα σκοτωνόμουν ευχαρίστως". Ο τομέας των κατασκευών δεν τον ενδιέφερε επί της ουσίας και μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του συνέχιζε να παίζει καθημερινά πιάνο. Έτσι προέκυψαν τα πρώτα τραγούδια, στα τέλη της δεκαετίας του '60, μέσα στην "καρδιά" του νέου κύματος της ελληνικής μουσικής.

Το παίξιμό του στο πιάνο ήταν πάντα φυσικό, χωρίς περιττά ξεσπάσματα και με την τρυφερότητα που εκφράζουν οι δεξιοτέχνες του οργάνου που ερμηνεύουν για να ευχαριστηθούν και όχι για την επίδειξη. Οι στίχοι του ρομαντικοί, χωρίς ποτέ να γίνονται μελό, διέθεταν εξαρχής μια εκφραστικότητα που ακροβατούσε ανάμεσα στον μονόλογο ή τον διάλογο που βγαίνει φυσικά και την ελαφρώς στυλιζαρισμένη βερσιόν του στιχουργού που θέλει να προσέξεις λίγο παραπάνω τις λέξεις του, για να μην σε “καταπιεί” μονομιάς το νόημα και χαθεί η ευχάριστη αίσθηση της όλης σύνθεσης.

Η καριέρα του ξεκίνησε με τη θεατρική παράσταση του έργου Η Πόλη Μας. Τα τραγούδια του ερμήνευσαν πρώτοι η Βίκυ Μοσχολιού και ο Μανώλης Μητσιάς. Δυο χρόνια μετά, το 1973, ένα μήνα πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ήρθαν τα “Μικροαστικά”, ένας βαθιά πολιτικός δίσκος, σε μουσική του ίδιου και στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Το κοινό ήταν έτοιμο να ταυτιστεί με ένα μουσικό δημιούργημα που “πάντρευε” το ελαφρό τραγούδι με ψήγματα από τζαζ, ροκ, αλλά και δημοτικά τραγούδια, μέσα από την προοπτική μιας στιχουργικής που απείχε αρκετά από την αρχική της μορφή, ώστε η λογοκρισία του καθεστώτος να στερηθεί των αρχικών της περιθωρίων.

Η συνεργασία του με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο για το soundtrack του “Θιάσου”, που κυκλοφόρησε το 1975 είναι λιγότερο γνωστή από τη συνεργασία του με το “Ελεύθερο Θέατρο”, για το οποίο συνέθετε αποκλειστικά σχεδόν για δέκα χρόνια.

Το “Είμαι Ένας Φτωχός και Μόνος Καουμπόι” ήρθε το 1978. Η εποχή “καλούσε” για άκρατο μεταπολιτευτικό επαναστατισμό. Ο ίδιος, ανέκαθεν αριστερών πεποιθήσεων, χωρίς όμως τις αγκυλώσεις των άκρων, συγκέντρωσε σε έναν δίσκο όλα τα δεδομένα και την κριτική των πρώτων χρόνων της νέας ελληνικής δημοκρατίας. “Όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε, γίνανε ρεζίλι, γι’ αυτό κρυφτήκανε”, τραγουδούσε ο Κηλαηδόνης, παρότι παντρεμένος ήδη με την Άννα Βαγενά. Η ειρωνεία, άλλοτε διακριτική κι άλλοτε σαν αμόνι που έσκαγε σε κεφάλι χαρακτήρα καρτούν, βρισκόταν μπροστά μας σε κάθε του κομμάτι. Μιλούσε με ειλικρίνεια, υπενθυμίζοντάς μας ποιοι είμαστε στ΄αλήθεια. Μικροαστός, γιος κολλήγα, Μαίρη Παναγιωταρά και Ρίτα.

“Ψυχραιμία, παιδιά”, φώναζε ο δίσκος που κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά. Η νουβωτέ στη θεματολογία ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτη από το κοινό (του). Οι στίχοι του έμεναν συχνά ως εκφράσεις της καθημερινότητας, παρότι συχνά εκ πρώτης όψεως δεν ταίριαζαν ούτε με τους τίτλους των τραγουδιών, ούτε και μεταξύ τους. “Τζιν τζιν τζιν, πώς του παν’ καλέ τα τζιν”, τραγουδούσε, κι ίσως να επεσήμαινε την επέλαση της ξένης μόδας, ίσως και τίποτα. Μόνο ο ίδιος ήξερε τι ήθελε να πει.

Η δεκαετία του ’80 ήταν, ίσως, η πιο δημιουργική περίοδός του. Κυκλοφόρησε συνολικά επτά δίσκους και οργάνωσε το πάρτι στη Βουλιαγμένη, δημιουργώντας μια εξαιρετικά δυνατή ανάμνηση στον Νεοέλληνα, ακόμα και σ’ αυτόν που δεν βρισκόταν ούτε στην Αθήνα, ούτε και στη Βουλιαγμένη εκείνη τη ζεστή βραδιά. Με μια συναυλία, βέβαια, δεν μυείται ο Νεοέλληνας στον υπέροχο κόσμο της εξωστρέφειας. Διότι, όσο δυνατά κι αν είναι τα κομμάτια του Κηλαηδόνη, τόσο μονολιθικός αποδεικνύεται, συχνά, ο ψυχισμός του, ακόμα κι αν βρίσκεται απέναντι σε ένα χαλαρό, “κατανοητό” πιάνο και σε στίχους όπως “Είμαι ένα ζώο δηλαδή κανονικό”. Ο “Λούκι” έκανε το καθήκον του ως καλλιτέχνης και ως προς αυτό. Άλλο αν εμείς δεν ήμασταν έτοιμοι να αλλάξουμε.

Η τέχνη του δεν ήταν ποτέ στρατευμένη. Ούτε το ίδιος το αισθανόταν, ούτε και θα μπορούσε να το κάνει χωρίς να χάσει το flair του, εκείνη την αίσθηση που μας αφήνουν πάντα τα τραγούδια του, του χαμόγελου, της ελαφριάς πίκρας που δεν εξαφανίζει, όμως, την ειλικρινή αισιοδοξία τους. Το 1999 συνεργάστηκε με τα Ημισκούμπρια στο τραγούδι “Αν κοιμηθώ νωρίς”, που είναι βασισμένο στη μελωδία του “Κάπου την έχουμε πατήσει”. Σε κανέναν δεν φάνηκε παράταιρη αυτή η συνεργασία κι αυτό δεν οφείλεται στο ότι το κοινό πλέον είχε αντιληφθεί τι ήταν τα ΗΜΙΖ, αλλά στο ότι ο Κηλαηδόνης μπορούσε να συνεργαστεί με οποιονδήποτε καλλιτέχνη μοιραζόταν ένα βασικό στοιχείο, την ειλικρίνεια του στίχου και των προθέσεων.

Στα 00s ο Κηλαηδόνης ασχολήθηκε κυρίως με τον χώρο θεάματος “Μεταξουργείο”, μια προσπάθεια που ξεκίνησε το 1999 μαζί με τη σύζυγό του, ενώ συνέχιζε τις συναυλίες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Συνέθεσε λίγα νέα κομμάτια, κυκλοφόρησε όμως συλλογές με παλιά τραγούδια σε νέες εκτελέσεις.

Σήμερα διάβαζα τις απόψεις φίλων και γνωστών για τον ίδιο και το έργο του. Όλοι κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. “Αν άκουγες Κηλαηδόνη, ήσουν καλός άνθρωπος”. Θα το θέσω λίγο διαφορετικά. “Αν άκουγες κι αν συνεχίζεις να ακούς, θα θυμάσαι πάντα ποιος είσαι και έτσι θα καταφέρεις να γίνεις καλύτερος”.

Αντίο από μια “Ρίτα” ή μια “Μαίρη”. Στην πορεία με κάθε νέα ακρόαση των δίσκων του, ίσως καταλήξω στο ποια είμαι τελικά.