OPINIONS

Online σεξισμός: Ο μεγάλος εχθρός της γυναικείας δημοσιογραφίας

«Πρέπει να είσαι χοντρόπετση». Δεν πρέπει να είσαι διεισδυτική στα γεγονότα, κατά το δυνατόν αντικειμενική, τίμια. Δεν πρέπει να ψάχνεις να βρεις την αλήθεια. Πρέπει να είσαι χοντρόπετση για να αντέξεις την online παρενόχληση, τα απρεπή σχόλια, ενίοτε και τις απειλές, πέρα από την την κακεντρεχή κριτική, τα trolls και τις συντονισμένες τους επιθέσεις. Με τη φράση αυτή ξεκινάει ο τίτλος μιας νέας μελέτης που ρίχνει φως στις συνέπειες της online παρενόχλησης των γυναικών δημοσιογράφων ανά τον κόσμο, καταδεικνύοντας την ανάγκη για τη λήψη άμεσων μέτρων για την πρόληψή της.

Η Gina Masullo Chen διδάσκει δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Πριν λίγο καιρό ξεκίνησε μια έρευνα για την online παρενόχληση, μελετώντας σχετικά περιστατικά που έχουν τύχει τόσο σε άντρες, όσο και σε γυναίκες δημοσιογράφους. Τα περιστατικά που αφηγούνταν οι γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν φρικιαστικά (η Masullo Chen χρησιμοποίησε τη λέξη horrific για να τα περιγράψει) και έτσι σύντομα αποφάσισε να εξειδικεύσει την έρευνα αποκλειστικά πάνω σε δείγμα 75 γυναικών δημοσιογράφων, με ποικίλη εμπειρία στο επάγγελμα, που εργάζονται ή είχαν εργαστεί στη Γερμανία, την Ινδία, την Ταϊβάν, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Τα αποτελέσματα της έρευνας, που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες, έριξαν φως στους παράγοντες που επηρεάζουν τη σύγχρονη δημοσιογραφία, καταδεικνύοντας ότι ο ρόλος των γυναικών και σε αυτό τον τομέα της ζωής υπονομεύεται καθημερινά εκτός από την έλλειψη netiquette (ορθή ή αλλιώς «αποδεκτή» συμπεριφορά στο Ίντερνετ), από τον σεξισμό και την ανισότητα των φύλων.

Η γυναικεία άποψη για μια μεγάλη μερίδα του κόσμου «οφείλει» να περιορίζεται σε θέματα όπως τα νύχια, τα μαλλιά, ο μουσακάς (εκτός αν υπάρχει κάποιος άντρας σεφ που τον κάνει καλύτερο) και να μην αγγίζει σοβαρά θέματα, τα οποία προορίζονται για το φύλο που μπορεί, στο συλλογικό υποσυνείδητο, να παράγει έγκριτες απόψεις κατ’ επάγγελμα.

Οι γυναίκες δημοσιογράφοι που συμμετείχαν στην έρευνα αυτή απάντησαν σε δυο ερωτήσεις: αν και πώς η online παρενόχληση επηρεάζει τη δουλειά τους και αν χρησιμοποιούν μεθόδους και στρατηγικές για να προλάβουν την παρενόχληση ή να την αντιμετωπίσουν. Η online παρενόχληση παρατηρείται κυρίως μέσα από τα social media και την προσπάθεια των γυναικών δημοσιογράφων να διαδώσουν τη δουλειά τους και να αλληλεπιδράσουν με το κοινό τους μέσω αυτών των καναλιών επικοινωνίας.

Αρκεί μια φορά να κοιτάξεις τα σχόλια κάτω από ένα κείμενο ή ένα βίντεο μιας γυναίκας δημοσιογράφου, που έχει ασχοληθεί με ένα ζήτημα για το οποίο μπορεί να υπάρχουν παραπάνω από μια απόψεις – δηλαδή με καθένα ζήτημα, εκτός από το να αμφισβητήσει το σημείο του ορίζοντα από το οποίο ανατέλλει ο ήλιος. Ανάλογα και με την επικαιρότητα και την τυχόν σοβαρότητα του θέματος, όπως βέβαια την εκλαμβάνει κάθε αναγνώστης ξεχωριστά, κάτω από κάθε άποψη που εκφέρει μια γυναίκα δημοσιογράφος μπορείς να διαβάσεις από την «απλούστερη» μορφή online παρενόχλησης, δηλαδή φράσεις με σεξιστικό περιεχόμενο, μέχρι και απειλές ή παρακινήσεις για άσκηση σωματικής βίας σε διαβαθμίσεις που φτάνουν ως και τον βιασμό.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι περισσότερες γυναίκες δημοσιογράφοι που συμμετείχαν σε αυτήν έχουν αντιμετωπίσει στο πλαίσιο της δουλειάς τους σχόλια τα οποία εκφεύγουν της κριτικής επί των κειμένων, των ερευνών ή εν γένει του αποτελέσματος της δουλειάς τους και μετασχηματίζονται σε αγνή online παρενόχληση με άξονα το φύλο ή τη σεξουαλικότητά τους.

Οι γυναίκες δημοσιογράφοι που εργάστηκαν στην Ινδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, τρεις χώρες με μεγάλη διεύσδυση των social media στο επάγγελμά τους, αισθάνθηκαν μεγάλη πίεση να απαντήσουν σε τέτοια σχόλια, οπότε πολλές φορές θεώρησαν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τα αντιμετωπίσουν Οι γερμανόφωνες δημοσιογράφοι ανέφεραν ότι αισθάνθηκαν λιγότερη πίεση, ενώ οι δημοσιογράφοι της Ταϊβάν ότι δεν θεωρούν την αλληλεπίδραση με το κοινό τους σημαντικό κομμάτι της δουλειάς τους. Σε επίπεδο στρατηγικών πρόληψης ή αντιμετώπισης, μια μερίδα δημοσιογράφων έλαβε μέτρα όπως ο αριθμός των λέξεων που μπορεί να γραφτεί στις σελίδες τους στο Facebook ή το να μη συμπεριλάβουν ορισμένα κομμάτια (απόψεις, περιστατικά) μέσα στο κείμενό τους, ώστε να αποφύγουν σχετικές αντιδράσεις. Μια άλλη μερίδα ένιωσε αρκετά την πίεση της online παρενόχλησης, αλλά επέλεξε να την αγνοήσει ή να απόσχει από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Φυσικά στο σημείο αυτό κάποιος αδαής (από δόλο ή αμέλεια δεν έχει σημασία) μπορεί να πει ότι σε έναν κόσμο όπου τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν προσδώσει δύναμη (αφού έδωσαν πρώτα φωνή) στους χρήστες τους, τότε η πιθανότητα να αντιμετωπίσουν άντρες δημοσιογράφοι παρόμοια σχόλια στο πλαίσιο της δουλειάς τους είναι η ίδια.

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, φυσικά, διότι κάτω από ένα κείμενο που έχει συντάξει ένας άντρας δημοσιογράφος, το πιθανότερο είναι, σε περίπτωση που ο εκάστοτε σχολιαστής διαφωνεί με αυτό, να διαβαστούν «χοντράδες» με άξονα θεωρίες συνωμοσίας, την πολιτική άποψη του συντάκτη, την ομάδα που υποστηρίζει – ή το πολύ να ειπωθεί κάτι για τη μητέρα του. Κι αυτό συμβαίνει, διότι τα στερεότυπα δεν μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα, ιδίως όταν αναπαράγονται κατεξοχήν στη δημόσια ζωή και από δημοσιογράφους (ας θυμηθούμε την περίπτωση του Δημήτρη Καμπουράκη και του «καλού management».

Η γυναίκα δημοσιογράφος, λοιπόν, πρωτίστως εξαιτίας του φύλου της, αναμοχλεύει στην ψυχή μιας μεγάλης μερίδας αναγνωστών – online σχολιαστών το στερεότυπο που τη θέλει δανειζόμενη την άποψη ενός άλλου άντρα (πατέρα, αδερφού, συζύγου, γιου) για τα πάντα στη ζωή της, χωρίς τη δυνατότητα να αφήσει το δικό της αποτύπωμα στην κοινωνία (εκτός αν αυτό εντοπίζεται κάπου ανάμεσα στον νεροχύτη και τον φούρνο).

Εξάλλου, τα σεξιστικά (όπως και τα ρατσιστικά) σχόλια που αναρτώνται στο πλαίσιο σχολιασμού ενός άρθρου έχουν ξεκάθαρο σκοπό να πλήξουν την εκάστοτε γράφουσα και το φύλο της και όχι να καταδείξουν μια διαφορετική πλευρά του ζητήματος.

Η γυναικεία άποψη για μια μεγάλη μερίδα του κόσμου «οφείλει» να περιορίζεται σε θέματα όπως τα νύχια, τα μαλλιά, ο μουσακάς (εκτός αν υπάρχει κάποιος άντρας σεφ που τον κάνει καλύτερο) και να μην αγγίζει σοβαρά θέματα, τα οποία προορίζονται για το φύλο που μπορεί, στο συλλογικό υποσυνείδητο, να παράγει έγκριτες απόψεις κατ’ επάγγελμα.

Αυτό είναι και το σημείο όπου εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα από τις online συμπεριφορές που πλήττουν γυναίκες δημοσιογράφους. Δεν είναι μόνο οι τυχόν απειλές για βιασμό (και οτιδήποτε άλλο συνεπιφέρει το rape culture σε αυτό το επίπεδο) και για αποκάλυψη προσωπικών δεδομένων στο Ίντερνετ, αλλά και η απαξίωση του έργου των γυναικών δημοσιογράφων, η οποία απορρέει από τέτοια σχόλια, είτε γίνονται από πολλές μονάδες που λειτουργούν ανεξάρτητα, είτε από troll nests. Σε μια κοινωνία όπου το Ίντερνετ είναι το βασικό κανάλι επιρροής και διαμόρφωσης απόψεων, τα αποτελέσματα της online παρενόχλησης μπορεί να είναι ως και μη αναστρέψιμα.

Η δημοσιογράφος του Vice Μελπομένη Μαραγκίδου μιλάει για τη δική της εμπειρία πάνω στο θέμα:

«Τα τελευταία 4 χρόνια αρθρογραφώ σχεδόν καθημερινά στην ιστοσελίδα του VICE. Για όποιον παρακολουθεί την σελίδα μας στο facebook θα δει ότι υπάρχουν σχολιαστές που εκφράζουν ακραίες απόψεις και ύβρεις. Μάλιστα έχουμε κάνει κι ένα βίντεο που καυτηριάζει τέτοιου είδους σχόλια.

Kυρίως σχολιάζουν τους τίτλους, την προσέγγιση, πιο σπάνια την ουσία των ρεπορτάζ, κι έχει τύχει αρκετές φορές να δεχτώ και σχόλια επί προσωπικού τόσο στη σελίδα, όσο και σε μηνύματα στο inbox μου.

Το φαινόμενο των ακραίων μισαλλόδοξων, ρατσιστικών, ομοφοβικών, τρανσοφοβικών κα σεξιστικών σχολίων είναι αρκετά σοβαρό. Σε σχέση με τα σεξιστικά σχόλια έχω διαβάσει να γράφουν για μένα από του στιλ ”μα το κοριτσάκι πήγατε και στείλατε” μέχρι ευθείες προτροπές σε βίαιες πράξεις. Το πιο ακραίο που έχει τύχει να διαβάσω είναι ένα μείγμα ακραίου ρατσισμού και σεξισμού. Είχα κάνει ένα βίντεο με πρωταγωνιστή ένα θύμα ρατσιστικής επίθεσης με καταγωγή από το Πακιστάν που είχε πάει να βοηθήσει εθελοντικά τους κατοίκους της Μάνδρας μετά τις πλημμύρες. Ανάμεσα στα διάφορα σχόλια που προέρχονταν από ακροδεξιούς, κάποιος έγραψε ότι “εύχεται να με βιάσουν ομαδικά Πακιστανοί”. Όπως καταλαβαίνετε μία τέτοια άποψη αναπαράγει τόσο αυτό που ονομάζουμε ”κουλτούρα του βιασμού”, δηλαδή την κουλτούρα μέσα στην οποία η σεξουαλική βία είναι αποδεκτή, υποστηρίζεται, δικαιολογείται, στην προκειμένη περίπτωση γίνεται και “ευχή”, παράλληλα πατάει πάνω στην ρατσιστική και φυσικά ψευδή πεποίθηση ότι οι μετανάστες είναι βιαστές και τέλος εμπεριέχει και σεξισμό καθώς αν ένας άντρας ετεροφυλόφιλος δημοσιογράφος παρουσίαζε ακριβώς το ίδιο θέμα, όπως αντιλαμβανόμαστε δεν θα δεχόταν το συγκεκριμένο σχόλιο.»

Πώς, γίνεται, λοιπόν, να προβλεφθεί η ανάρτηση τέτοιων σχολίων;

«Είναι δύσκολο γιατί χρειάζεται ένας άνθρωπος που να κάνει μόνο αυτό, αλλά καλό είναι τα Μέσα να διαγράφουν τέτοιου τύπου σχόλια όταν πέφτουν στην αντίληψή τους, πράγμα που κάνει και το VICE στο μέτρο του δυνατού. Αρκετοί έχουν το επιχείρημα της ελευθερίας της έκφρασης, όμως το όριο μπαίνει όταν ξεκινά ο μισαλλόδοξος λόγος. Και δεν μπορούμε να είμαστε ανεκτικοί απέναντι σε αυτόν. Αυτό που μπορούμε ως αρθρογράφοι να κάνουμε είναι να θίγουμε όλο και πιο έντονα ζητήματα περί σεξισμού, φεμινισμού, γυναικείων διεκδικήσεων, ώστε να επηρεάζουμε τους αναγνώστες μας. Έστω κι έναν άνθρωπο να πείσεις μέσω ενός άρθρου για τα αυτονόητα, είναι νίκη.»

Σύμφωνα με την μελέτη του Πανεπιστημίου του Τέξας, ένα ποσοστό των γυναικών δημοσιογράφων που επλήγησαν από την online παρενόχληση επέλεξε να περιορίσει την online έκφρασή του ή να την αναδιαμορφώσει ώστε το κάθε κείμενο να μη «σηκώνει» παρεξηγήσεις ή να μη δίνει περιθώρια για σεξιστικά ή άλλα υποτιμητικά σχόλια. Κάποιοι ίσως πουν ότι δρώντας υπό ένα τέτοιο καθεστώς, γίνεσαι καλύτερος δημοσιογράφος από την άποψη ότι είσαι πιο ακριβολόγος. Φυσικά, σε μια βαθιά σεξιστική κοινωνία, η ακριβολογία δεν θα υπερτερήσει έναντι του φύλου του δημοσιογράφου – και πώς, εξάλλου, αφού και στην περίπτωση αυτή μια γυναίκα δημοσιογράφος πάλι μπορεί να κατηγορηθεί για «υπερβολική πολιτική ορθότητα», καθώς ο «σκοπός» είναι να σταματήσει να εκφέρει άποψη. 

Η Μάριον Παλιούρα, δημοσιογράφος στο Ladylike, μιλάει για τη δική της εμπειρία από τους online σχολιαστές των απόψεών της.

«Το να πεις τη γνώμη σου στο διαδίκτυο, ούσα γυναίκα δημοσιογράφος, σε ένα mainstream μέσο, ειδικά όταν η γνώμη αυτή παρεκκλίνει κάπως από το μέση άποψη του αναγνωστικού σου κοινού, μπορεί να είναι αρκετά παρακινδυνευμένο. Οποιοσδήποτε, έχει τη δυνατότητα να σε βρει στα social media και να σου στείλει μηνύματα γεμάτα χολή, αρρώστιες για την οικογένειά σου, υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς για την εμφάνιση, τη δουλειά και το μυαλό σου, ή την τιμή που θες για να βρεθείς μαζί του το βράδυ, επειδή απλά δεν συμφωνεί ας πούμε με το ότι στηρίζεις τους ομοφυλόφιλους ή το ότι καταδικάζεις τη βία.

Εννοείται πως τα προσβλητικά μηνύματα που λαμβάνω είναι ως επί το πλείστον από άντρες, οι οποίοι συνήθως με στέλνουν να κάνω κάποια δουλειά του σπιτιού, ή για σεξ, επειδή η έλλειψη αυτού είναι που με κάνει να έχω “τέτοια γνώμη”.

Φυσικά και θα πιαστούν από μια ατάκα, θα μου την “πέσουν” και όταν εγώ αρνηθώ το φλερτ, θα θυμηθούν ότι είμαι ακόμα μια “τέτοια” που νομίζω ότι είμαι δημοσιογράφος και γράφω για σκουπίδια κ.λπ. Στην αρχή με τρόμαζαν και τα κουβαλούσα με τη μορφή πολύ κακής ενέργειας και σκέψεων στο σπίτι. Με τον καιρό κατάλαβα ότι όσο περισσότερο δημοσιοποιούμε τέτοια σχόλια που φτάνουν στο inbox μας, τόσο τα αποτρέπουμε από το να μας σταλούν. Αν το να μας φοβούνται είναι η λύση, ας ξέρουν ότι είμαστε όντως πιο δυνατές απ’ ό,τι γράφουν κρυμμένοι πίσω από τη μίζερη οθόνη τους.»

Η γυναίκα δημοσιογράφος, λοιπόν, πρωτίστως εξαιτίας του φύλου της, αναμοχλεύει στην ψυχή μιας μεγάλης μερίδας αναγνωστών – online σχολιαστών το στερεότυπο που τη θέλει δανειζόμενη την άποψη ενός άλλου άντρα (πατέρα, αδερφού, συζύγου, γιου) για τα πάντα στη ζωή της, χωρίς τη δυνατότητα να αφήσει το δικό της αποτύπωμα στην κοινωνία (εκτός αν αυτό εντοπίζεται κάπου ανάμεσα στον νεροχύτη και τον φούρνο).

Τι γίνεται, όμως, με την ελευθερία του λόγου, από την πλευρά των σχολιαστών; Στις περιπτώσεις της online παρενόχλησης δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα και τα σχόλια πρέπει να ελέγχονται, αλλιώς οι μέθοδοι μαζικής ανάρτησης τέτοιων σχολίων μπορούν να υπονομεύσουν ως και την εγκυρότητα του μέσου όπου εργάζονται οι γυναίκες δημοσιογράφοι. Σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες δημοσιογράφοι υφίστανται σωματική παρενόχληση στο πλαίσιο άσκησης της δουλειάς τους και που ενδέχεται ως και να χάσουν τη ζωή τους (όπως η Daphne Caruana Galizia), με δεδομένο ότι φέτος και μέχρι σήμερα έχουν ήδη δολοφονηθεί ανά τον κόσμο σχεδόν 20 δημοσιογράφοι, αντιλαμβανόμαστε πολύ εύκολα ότι προέχει η προστασία των ανθρώπων που κάνουν τη δουλειά τους και η εξασφάλιση των συνθηκών για να την κάνουν. Εξάλλου, τα σεξιστικά (όπως και τα ρατσιστικά) σχόλια που αναρτώνται στο πλαίσιο σχολιασμού ενός άρθρου έχουν ξεκάθαρο σκοπό να πλήξουν την εκάστοτε γράφουσα και το φύλο της και όχι να καταδείξουν μια διαφορετική πλευρά του ζητήματος.

Το ότι απέχουμε πολλές δεκαετίες ακόμα από την επίτευξη της ισότητας των φύλων – πρωτίστως διαμέσου κατακτήσεων όπως οι ίσες αμοιβές στην εργασία – είναι δεδομένο. Εξίσου δεδομένο είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό χρηστών του Ίντερνετ βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε έναν νέο μαγικό κόσμο, όπου η άποψή του μπορούσε να αποτυπωθεί αυτούσια σε μια σελίδα html και να φτάσει στα αυτιά ανθρώπων που προ μέσων κοινωνικής δικτύωσης ήταν παντελώς εκτός της εμβέλειάς του. Κι αυτό ήταν κάτι μη διαχειρίσιμο από όλους, αν λάβουμε πρωτίστως υπόψη μας ότι ο χρήστης που επιδίδεται σε κακόβουλα σχόλια πιστεύει ότι είναι ασφαλής πίσω από την ανωνυμία που του προσφέρει το μέσο.

Ο συνδυασμός του έμφυτου σεξισμού και της έλλειψης καλής συμπεριφοράς online πλήττει άμεσα τις γυναίκες δημοσιογράφους, το έργο τους, τη ζωή τους και τη δημοσιογραφία εν γένει.

Η έρευνα της Gina Masullo Chen κατέληξε στο ότι οι δημοσιογραφικοί φορείς μπορούν να κάνουν περισσότερα για τις συνεργάτιδές τους, είτε σε επίπεδο εκπαίδευσής τους για το πώς να διαχειρίζονται τέτοιες περιπτώσεις, είτε μέσω της δημόσιας στήριξής τους στο πλαίσιο περιστατικών online παρενόχλησης, τόσο με δημόσιες δηλώσεις, όσο και με έλεγχο/κατέβασμα των σχολίων. Αν οι γυναίκες δημοσιογράφοι αισθάνονται ότι έχουν την υποστήριξη των ανωτέρων τους, τότε μπορούν πιο εύκολα να μιλήσουν για όσα τους συμβαίνουν, με αποτέλεσμα η online παρενόχληση να μη μοιάζει για τον μέσο χρήστη σαν την εξαίρεση στον κανόνα. Μέχρι να γίνει αντιληπτό σε ευρεία βάση το μέγεθος του συγκεκριμένου προβλήματος, θα συνεχίσουμε να είμαστε “χοντρόπετσες”, όπως περιγράφει η πιο πάνω έρευνα, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε, όμως, ότι είμαστε και δημοσιογράφοι, αναζητώντας την αλήθεια, σε αντίθεση με όσους κρύβονται πίσω από μια οθόνη προσπαθώντας να μας σταματήσουν.