OPINIONS

“Για πάντα χοντρή”

Το κακό ξεκίνησε εκεί γύρω στην τρίτη δημοτικού. Ήμουν ένα κοριτσάκι σχετικά χαριτωμένο, υπό την έννοια ότι προσπαθούσα μεν να γίνω αγοροκόριτσο, αγαπούσα όμως, εκτός από τα τζιν και τα αθλητικά, τα εντυπωσιακά παιδικά φορέματα. Μου άρεσε το διάβασμα, να παίζω κούκλες μόνη μου και να βλέπω τηλεόραση. Άλλες δραστηριότητες, πιο απαιτητικές από άποψης φυσικής κατάστασης, με άφηναν παγερά αδιάφορη. Δεν είχα καμία κλίση στα σπορ και τις ομαδικές δραστηριότητες που απαιτούσαν ομαδικότητα και συντονισμό. Αυτό από μόνο του δεν ήταν κάτι μεμπτό, μέχρι τη στιγμή που τα πιο "κλασικά" ομαδικά παιχνίδια του σχολείου αντικαταστάθηκαν από το "λάστιχο".

Το trend “λάστιχο” ήταν το πρώτο πράγμα που έφερε στη ζωή μου την αίσθηση του πάχους. Για όσους δεν θυμούνται, το “λάστιχο” παιζόταν τουλάχιστον με τρεις παίκτες. Οι δυο περνούσαν τα πόδια τους μέσα από το λάστιχο μέχρι να τεντώσει καλά και ο τρίτος προσπαθούσε να το πατήσει και με τα δυο πόδια, πραγματοποιώντας διάφορα πηδηματάκια, υπό τους ήχους ενός σύντομου τραγουδιού, που έδινε ρυθμό στο παιχνίδι.

Ποτέ, όμως, δεν διάλεξα και τα ρούχα που πραγματικά ήθελα να φορέσω. Η ντουλάπα μου ακόμα και σήμερα είναι γεμάτη με φορέματα που “πέφτουν μπόλικα”, ώστε να κρύβεται η κοιλιά μου.

Το πρώτο στάδιο του παιχνιδιού ήταν αυτό όπου ο παίκτης έπρεπε να πατήσει το λάστιχο, το οποίο βρισκόταν στο ύψος των αστραγάλων των άλλων παικτών. Μέχρι εκεί τα κατάφερνα. Βαριόμουν να κουνήσω, βαριόμουν να χοροπηδήσω, δε μπορούσα να αντιληφθώ τον λόγο ύπαρξης του παιχνιδιού, αλλά το πάλευα. Όταν το λάστιχο ανέβαινε στη γάμπα, ζοριζόμουν περισσότερο, ενίοτε όμως, κατάφερνα το κρίσιμο άλμα. Μετά, το λάστιχο ανέβαινε στους γοφούς και κάπου εκεί η δυσφορία μου χτύπαγε “κόκκινο”. Δεν μπορούσα να φτάσω εκεί. Δεν ήμουν το κορίτσι – λάστιχο απέναντι στο «λάστιχο». Δεν είχα τέτοιο έλεγχο του σώματός μου. Οι περισσότερες συμμαθήτριές μου, όμως, μπορούσαν, κι έτσι, από ένα σημείο και πέρα, ήταν δεδομένη η πρόσκλησή τους για παιχνίδι με ύφος “Δεν θα τα καταφέρεις, έλα όμως”.

Το βλέμμα τους και η συμπεριφορά τους υπονοούσε αυτό που μπορούσαν να αντιληφθούν, δεδομένης της ηλικίας τους: ότι ήμουν χοντρή. Δεν ήμουν αθλήτρια, δεν έκανα μπαλέτο, δεν έκανα ρυθμική γυμναστική. Ήμουν, δηλαδή, χοντρή. Και έτσι ξεκίνησα να αισθάνομαι χοντρή, χάρη σε ένα μακρύ κομμάτι λάστιχο ραπτικής.

Ένα δυο χρόνια μετά, ζώντας μέσα σε ένα σπίτι όπου πάντα υπήρχε μπόλικο μαγειρεμένο και νόστιμο φαγητό, καθώς και ένας σωρός άλλες λιχουδιές, πράγματι πήρα 2-3 κιλά πιο πάνω από αυτά που “σήκωνε” ο σωματότυπός μου. Δεν ήμουν, όμως, παχύσαρκη. Δεν με ενοχλούσαν τα ρούχα μου και δεν αισθανόμουν άσχημα όταν κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Βέβαια, εκ των υστέρων σκέφτομαι πως, ίσως και να απέφευγα να κοιτάζομαι. Σε κάθε περίπτωση, αισθανόμουν μια χαρά με τα παραπάνω κιλά και συνέχιζα να τρώω κανονικά.

Κάποια στιγμή, όμως, ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι “ψιθυρίσματα”, ιδίως στο πλαίσιο του κοινωνικού μας κύκλου. “Α, η Τζέλα μας δεν τρώει τίποτα το σκασμένο. Είναι, βέβαια, λυγερόκορμη, τη βοηθάει, φυσικά, και το μπαλέτο”. Δηλαδή εγώ που έτρωγα και δεν έκανα μπαλέτο, δεν ήμουν μεν σκασμένο, ήμουν όμως ένα χαριτωμένο σκαμπό με κάλυμμα.

Το βάρος μου, σταθερά συν 2 ή 3 κιλά πιο πάνω από το κανονικό, εξακολουθούσε να μη με απασχολεί ως πρόβλημα. Μέχρι που πήγα στο γυμνάσιο. Το hit τζιν της εποχής, Levi’s 501 ψηλόμεσο, “μάζευε” την κοιλιά μου, όπου κυρίως συσσωρεύονται τα περιττά μου κιλά. Ήμουν «σαν αδύνατη» κι εγώ. Έβλεπα, όμως, τα περισσότερα κορίτσια, που είτε είχαν κανονικό βάρος, είτε λιγότερο ή παραπάνω από αυτό που έπρεπε, να παρουσιάζουν μια κακομαθημένη συμπεριφορά απέναντι στην ίδια τη λήψη τροφής. “Τρως πρωινό; Αν είναι δυνατόν”. “Δεν κάνει να τρώμε παστίτσιο, μακαρόνια και κρέας μαζί παχαίνουν”. Άκουγα διάφορες τέτοιες ατάκες κι άρχισα να αισθάνομαι πως κάτι έκανα λάθος. Καμία δεν έλεγε ότι αποφεύγει την τάδε τροφή επειδή είχε κάποιο πρόβλημα υγείας.

Όλο αυτό ήταν δίαιτα και attitude.

Λίγο ήθελα ακόμα για να πιστέψω ότι κακώς δεν με κυνηγούσε η μάνα μου να με ταΐσει, ενώ ήμουν 15 χρονών. Ότι κάκιστα δεν είχα κι εγώ πλάκα στομάχι και κοιλιά, επειδή έτρωγα πρωί, μεσημέρι, βράδυ και φρούτα στα ενδιάμεσα.

Σε εκείνη τη φάση, ήρθε στη ζωή μου ο αυτοσαρκασμός. Ξεκαρδιστικά αστεία, παραγμένα με μεράκι και “ψυχούλα”, εκ μέρους μου, εκ μέρους της χοντρούλας δηλαδή, για τους άλλους, τους «αδύνατους», ώστε να φαίνεται πως αναγνωρίζω το “πρόβλημά μου”, για να μην μου το επισημαίνουν οι άλλοι πρώτοι. Κανείς ποτέ δεν απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα και ότι, εν πάση περιπτώσει, αν ήθελα να χάσω 2-3 κιλά, θα μπορούσα να κάνω μια πιο προσεγμένη διατροφή, κυρίως από άποψης ποσοτήτων. Δεν ήταν, βέβαια, και δουλειά τους, το να πουν κάτι τέτοιο.

Η ανήλικη ζωή μου συνεχίστηκε έτσι. Η ενήλικη ζωή μου, προφανώς και ξεκίνησε με τον ίδιο τρόπο. Μόλις τελείωσαν οι πανελλαδικές εξετάσεις, λόγω ξενυχτιού μέχρι πρωίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχασα αυτά τα κιλά που με βάραιναν τόσα χρόνια και διατηρήθηκα για λίγο καιρό στα 54 κιλά.

Γιατί η αίσθηση της “χοντρούλας” είναι ύπουλη. Σου παρέχει καταφύγιο για κάτι από το οποίο οφείλεις να μην κρύβεσαι, δηλαδή το σώμα σου ως έχει.

Επιτέλους! Ήμουν “κανονική προς αδύνατη”! Δηλαδή “μπορούσα πλέον να φοράω ό,τι ήθελα”. Και πριν μπορούσα, βέβαια, δεν το απαγόρευε κανείς. Τότε, όμως, συνειδητοποίησα πως ποτέ στ’ αλήθεια δεν φορούσα τα ρούχα που ήθελα. Δεν διάλεγα τίποτα να εφαρμόζει στο σώμα μου. Δεν διανοούμουν να φορέσω μπικίνι. Το χειμώνα κρυβόμουν μέσα σε φαρδιά πουλόβερ και το καλοκαίρι μέσα σε φαρδιές βερμούδες και άχαρα t-shirts. Όταν δε έπρεπε να φορέσω κάτι πιο επίσημο, καταπιεζόμουν μέσα στα “καλά” μου ρούχα, θεωρώντας πως είμαι ντυμένη επίσημα, αλλά είμαι και χοντρή.

Έτσι πέρασαν τα χρόνια. Πότε με 3 κιλά πάνω, πότε με 3 κιλά κάτω. Αν το παράκανα με το φαγητό, όπως σε περίοδο διακοπών, και ήθελα να χωρέσω ξανά στα ρούχα μου, περιόριζα τους υδατάνθρακες κι έτρωγα κυρίως κρέας ή ψάρι με σαλάτα. Επανερχόμουν στα κανονικά μου και συνέχιζα πάλι να τρώω, να μαγειρεύω, να πειραματίζομαι στην κουζίνα, να συλλέγω γευστικές εμπειρίες, τις οποίες ευχαριστιόμουν στο 100%. Ποτέ δεν πήρα “χάπια αδυνατίσματος”, ποτέ δεν πήγα σε διαιτολόγο.

Ποτέ, όμως, δεν διάλεξα και τα ρούχα που πραγματικά ήθελα να φορέσω. Η ντουλάπα μου ακόμα και σήμερα είναι γεμάτη με φορέματα που “πέφτουν μπόλικα”, ώστε να κρύβεται η κοιλιά μου. Τα t-shirts και τα πουκάμισά μου εξακολουθούν να είναι φαρδιά, ενώ όσα κομμάτια που αγκαλιάζουν το σώμα και παρουσιάζουν “κίνδυνο” να αναδειχθεί η πεταχτή κοιλιά μου, μου τα έχουν κάνει δώρο. Άλλου είδους ρούχα, λοιπόν, πέρα από τα φαρδιά, τα «αεράτα», “δεν είναι για μένα”.

20 χρόνια τώρα αγκομαχώ μπροστά σε βιτρίνες και ντουλάπες, πολύ απλά γιατί δεν αποδέχθηκα ποτέ το σώμα μου ως έχει.

Πέρυσι το χειμώνα, λόγω συγκεκριμένων συνθηκών, πήρα 4-5 κιλά τα οποία άργησα πολύ να χάσω. Δεν κατάλαβα πώς τα πήρα και αποφάσισα και πάλι να τα χάσω για να χωρέσω στα ρούχα μου. Ίσως τα 2 κιλά που απέμειναν από τον περσινό χειμώνα, να μην καταφέρω να τα χάσω. Λόγω της φύσης της δουλειάς ή, απλά της αγνής και άδολης αγάπης μου στο φαγητό. Αυτό που αποφάσισα, όμως, να χάσω, παρότι θα είναι δύσκολο, είναι το attitude της “χοντρούλας”.

Γιατί η αίσθηση της “χοντρούλας” είναι ύπουλη. Σου παρέχει καταφύγιο για κάτι από το οποίο οφείλεις να μην κρύβεσαι, δηλαδή το σώμα σου ως έχει. Παράλληλα, κι αυτό είναι το χειρότερο, σου αποστερεί την απόλαυση πραγμάτων που για τους άλλους είναι αυτονόητα.

Το “για πάντα χοντρούλα” από το “για πάντα αυτή που είμαι”, χωρίζει μια λεπτή γραμμή. Λεπτή σαν εκείνο το λάστιχο που δεν κατάφερα ποτέ να πατήσω ως μικρό κορίτσι. Έφτασε, λοιπόν, η ώρα να το κόψω.