OPINIONS

Πρέπει να είμαι ο Μεταξάς για να καταλάβεις το “όχι”;

Ήταν μια τυπική Τετάρτη. Απ' αυτές που μοιάζουν πολύ περισσότερο κοντά στη Δευτέρα, παρά στην Παρασκευή. H διάθεση της τρίτης μέρας της εβδομάδας, τείνει να προσομοιάσει αυτή της έβδομης: "τεταρτίλα" (κατά το "κυριακίλα"), όταν δηλαδή δεν έχεις διάθεση να κάνεις τίποτα και νιώθεις πως ο χρόνος γύρω σου κυλάει τόσο αργά που φτάνει τρεις το μεσημέρι κι εσύ ακόμα δεν έχεις πιει την κούπα με τον αμερικάνο που γέμισες στις εννιά.

Όταν λοιπόν το ρολόι σε μια τέτοια μέρα δείχνει την ώρα που μπορείς να αποχωρίσεις από το γραφείο σου, νιώθεις ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο. Έτσι κι εγώ, πήρα την τύχη βουνό μου γύρω στις πέντε και κάτι το απόγευμα και ξεκίνησα για τον γολγοθά που θα με οδηγούσε σπίτι μου μετά την αλληλουχία λεωφορείο – μετρό – αυτοκίνητο που έπρεπε να ακολουθήσω.

Κάπου μεταξύ συρμού και αποβάθρας, τα βήματα ενός ψηλού τύπου στη στάση Σύνταγμα, τον οδήγησαν στο γεμάτο βαγόνι του μετρό που έτυχε να βρίσκομαι κι εγώ.

Παρόλο που πίστευα πως κάθε επιβάτης του μέσου μαζικής μεταφοράς είχε σαν προορισμό του έναν απ’ αυτούς που αναγράφονται στα δρομολόγια της γραμμής με πολύχρωμα bullets, η ίδια η ζωή αποφάσισε να μου δείξει ότι κάνω λάθος.

Αυτός ο ψηλός – και λίγο creepy – τύπος, μπήκε στο βαγόνι και έσπρωξε επιμελώς τους γύρω επιβάτες, με τελικό προορισμό μια θέση (ορθίων) δίπλα μου. Εγώ φορούσα ακουστικά, από εκείνα που μπαίνουν βαθιά μέσα στ’ αυτιά ώστε να απομονώσουν κάθε πιθανή παρέμβαση που μπορεί να διαστρεβλώσει έστω και κατά το ελάχιστο το soundtrack των Les Miserables που με συνοδεύει αυτό τον καιρό στο γραφείο και τις μετακινήσεις μου. Παρόλ’ αυτά δεν είχα μπαταρία, οπότε στη δεδομένη διαδρομή, μπορεί τα ακουστικά να ήταν βαθιά χωμένα στα αυτιά μου, αλλά χρησίμευαν μόνο στο να μειώνουν τους εξωτερικούς ήχους από τους ανθρώπους και το μετρό.

Ήταν λίγο πριν ξεκινήσει το βαγόνι που ακούω τον Mr.Creepy να μιλάει προς το μέρος μου “Σε έχω δει στο metal τάδε;”. Σκέφτομαι “εμένα σε κάτι με metal;”. Βγάζω τα ακουστικά, απαντάω ένα σίγουρο “Όχι, όχι”. Συνεχίζει πριν προλάβω να τα ξαναφορέσω “Στο Θησείο ίσως κάπου;” Σκέφτομαι “Ωχ, θέλει να μου πιάσει την κουβέντα, εγώ δε θέλω“. Απαντάω “Μπα όχι δε βγαίνω εκεί” και αυτή τη φορά προλαβαίνω να ξανασφινώσω τις μαλακές απολήξεις από σιλικόνη στα αυτιά μου.

Ο τύπος στέκεται γυρισμένος προς το μέρος μου και αγνοεί επιδεικτικά το “όχι” μου, κάνοντάς με προς στιγμήν να πιστεύω ότι με μεγάλωσαν μαθαίνοντάς μου να το εκφέρω λάθος, οπότε μάλλον αυτός δεν κατάλαβε τι ακριβώς του λέω.

Μια επόμενη προσπάθειά του να μου μιλήσει πνίγηκε κάπου ανάμεσα στον θόρυβο του μετρό και το επιτηδευμένο πώμα πλαστικού που με εμπόδιζε να ακούσω καθαρά. Με κοίταζε, μου μιλούσε – δεν ξέρω τι μου έλεγε – κι εγώ απλά έκανα νεύματα άρνησης με το κεφάλι μου. “Ίσως αυτό, τον αποθαρρύνει αποτελεσματικότερα από τον λόγο”, σκέφτηκα. Όμως όχι.

Τίποτα απ’ ό,τι είχα μάθει εδώ και 24 και κάτι χρόνια ως ικανό να εκφράσει άρνηση, αντίρρηση, μη αποδοχή, μη συγκατάθεση, δεν έδειχνε να πιάνει.

Η ιστορία τελειώνει μετά από 6 στάσεις όταν έχουμε φτάσει στον Άγιο Αντώνιο. Το βαγόνι ως συνήθως έχει σχεδόν αδειάσει στα Σεπόλια κι έχουμε μείνει τρεις άνθρωποι στο ίδιο. Εγώ, ο “ξέρεις ποιος” κι ένας άλλος κύριος. Φυσικά ο περί ου ο λόγος μου ξαναμίλησε αρκετές φορές στη διαδρομή, με εμένα να κάνω πως δεν ακούω και να χαζεύω το τίποτα στο κινητό μου.

Φτάνοντας στον Άγιο Αντώνιο, ακούω την τελευταία του ατάκα η οποία είναι “εκτός αν θα ήθελες να με κάνεις φίλο στο Facebook, θα ήθελες;”. Άνθρωπος είμαι κι εγώ, και παρόλο που φημίζομαι για την υπομονή μου φωνάζω ένα επαναστατικό και φανερά εκνευρισμένο “Όχι δε θέλω” και κατεβαίνω με βήμα γοργό. Ο τύπος με ακολουθεί στις κυλιόμενες κι εγώ βλέπω με την άκρη του ματιού μου το παπούτσι του πίσω μου. Με πιάνει ταχυκαρδία, αλλάζω την αρχική μου διαδρομή και πάω προς τη στάση του λεωφορείου επειδή είχε κόσμο. Ταυτόχρονα παίρνω τηλέφωνο τη φίλη Μυρτώ “μίλα μου με ακολουθεί creepy τύπος”. Λίγα λεπτά μετά αυτός είχε εξαφανιστεί.

Επιμύθιο

Φλερτ στο δρόμο. Βλέπεις μια κοπέλα, σου αρέσει και θες να της πιάσεις την κουβέντα. Για ποιο λόγο πρέπει να επιμείνεις όταν εκείνη δείχνει και λέει με κάθε τρόπο (εντάξει δε χρησιμοποιήσα και τις γνώσεις μου σε γερμανικά και ισπανικά) ότι δεν ενδιαφέρεται; Μπορεί αυτός να μην είχε κανέναν περίεργο σκοπό, αλλά το γεγονός ότι αρνούμαι να ανοίξω συζήτηση μαζί του κι εκείνος επιμένει, τον κάνει αμέσως στα μάτια μου επικίνδυνο και τρομακτικό.

Μας αρέσει να μας κυνηγούν οι άντρες, αλλά μην το παίρνετε τόσο κυριολεκτικά. Τις φορές που το “όχι” δε συνοδεύεται από νάζια ή δήθεν μουτράκια, είναι πραγματικό και επιβάλλεται να το σεβαστείτε.

Δεν σου δίνει έξτρα πόντους το ότι επιμένεις ενώ δε θέλω να μιλήσουμε. Δε σε ερωτεύομαι, δεν παίζουμε σε ταινία, ούτε θα γίνω ξαφνικά θαμώνας του τάδε metal bar. Στην περίπτωση δηλαδή που οποιαδήποτε κοπέλα όπως εγώ, δεν ήθελε να προκαλέσει αναστάτωση ή να δημιουργήσει χαμό στο μετρό (γιατί τελικά δε συνέβη και κάτι ώστε να χρειαστεί να επέμβει κανείς), θα πρέπει να φτάσει κοντά στην ανακοπή από το άγχος και το χτυποκάρδι επειδή κάποιος εγωισμός αρνείται να δεχτεί το “όχι”; Και φυσικά ας μην το πάμε ένα βήμα παρακάτω, όπου ποτέ κανένας άντρας δε θα φοβόταν αν επέμενε να του μιλάει ή τον ακολουθούσε μια γυναίκα παρά τη θέλησή του.

Δεν έχει πλάκα να παραβιάζεις τα όρια της προσωπικής ελευθερίας του άλλου. Μπορεί να κράζετε και να βαριέστε τα φεμινιστικά μανιφέστα, αλλά εδώ μιλάμε για κοινή λογική. Ή τουλάχιστον εγώ αυτό πίστευα πως χρειάζεται για να έχουν δύο άνθρωποι έναν παραγωγικό διάλογο με αρχή, μέση και τέλος. “Θες;”, “Όχι” End of Story.