OPINIONS

Στάθης Ψάλτης: Ένας παρεξηγημένος θεατρίνος

"Στη ζωή υπάρχουν πολλοί θάνατοι. Μικροί. Κι όταν είσαι νέος, ένας μικρός θάνατος δεν είναι τίποτα, γιατί κοιτάζεις πολύ μακριά και ξεχνιέσαι. Όταν όμως μεγαλώνεις, και το πιο μακρινό σημείο που μπορείς να διακρίνεις είναι η μύτη σου, τότε ένας μικρός θάνατος μπορεί να σε τσακίσει".

Ο Στάθης Ψάλτης έδωσε μία από τις πιο αληθινές του συνεντεύξεις πριν μερικά χρόνια στον Ευθύμη Φιλίππου. Ήταν η πρώτη φορά που έκατσα και διάβασα από την αρχή μέχρι το τέλος κάτι δικό του. Mέχρι τότε αυτά που κρατούσα από τον Ψάλτη ήταν οι γνωστές προβοκατόρικες, λαϊκές ατάκες που στιγμάτισαν τις βιντεοταινίες του 80′ και κάτι αποσπάσματα μεσημεριανών εκπομπών στα οποία δήλωνε με τη χαρακτηριστική θέρμη ενός ερωτύλου μεσήλικα πόσο πολύ έχει αγαπήσει τις γυναίκες- το τελευταίο μπορεί απλά να το έχω φανταστεί.

Από εκείνη τη συνέντευξη και μετά όμως, ό,τι ακολούθησε σε δική του δημόσια εξολόγηση, για κάποιο αναίτιο, σχεδόν διαστροφικό λόγο την έκανα φύλλο και φτερό. Η τραγικότητα του λόγου του ήταν ιδιαίτερα ιντριγκαδόρικη και αρκετά κόντρα στην εικόνα που ερχόταν στο μυαλό μου κάθε φορά που άκουγα το όνομά του- κάτι σαν τον Μικ Τζάγκερ πάνω σε μοτοσυκλέτα να αλωνίζει το Μενίδι. Οι πιο συχνά επαναλαμβανόμενες λέξεις στο καλλιτεχνικό κεφάλαιο “Στάθης Ψάλτης” είναι “βιντεοκασέτες”, “κωλόπαιδο”, “Κυριάκος”, “Κούλα” “Καίτη Φίνου”, “καλτ”, τέτοια πράγματα.   

Αλλά η τραγικότητα του λόγου του στις συνεντεύξεις του ήταν σκόπιμη, ειλικρινής, αιφνιδιαστική και μηδενικά χαβαλεδιάρικη. Σχεδόν όλοι οι συνάδελφοι δημοσιογράφοι τον είχαν ηχογραφήσει στο μαγνητόφωνό τους να λέει πως είχε το μικρόβιο του ηθοποιού από τη μήτρα της μάνας του, και πως δεν τον ενθουσιάζει τίποτα, “γιατί ο ενθουσιασμός είναι “πολύ επικίνδυνο συναίσθημα”. Αμήχανη αίσθηση ν΄ακούς κάτι τέτοιο από έναν άνθρωπο που θα έπαιρνες όρκο πως ό,τι έκανε στη ζωή του, ήταν πάνω σε μια στιγμή τρέλας. Μάλλον όχι.

Αν του έβγαζες τα χρωματιστά γυαλιά, τα αλυσιδάκια και τα φουλάρια που συνήθιζε να φοράει, αυτό που έμενε ήταν μία καλοσυνάτη λιπόσαρκη βιβλική φιγούρα, μια ύπαρξη χαρμολύπης που συνήθιζε να σηκώνει τους ώμους από συστολή κάθε φορά που άκουγε ένα κομπλιμέντο για το πόσο καλός ηθοποιός ήταν. Γιατί ήταν. 

Ο Στάθης Ψάλτης γεννήθηκε στο Βέλο Κορινθίας το 1951. Έχασε τη μητέρα του μικρός, από τα 11 και μετά βρέθηκε να παίζει σε αλάνες στο Αιγάλεω και άρχισε να βγάζει μεροκάματο στα 13 του. Μπάρκαρε καμαρότος σε πλοίο, δούλεψε οικοδομή, μεγάλωσε απότομα. Κάποια στιγμή ένας φίλος του τον βούτηξε από τον γιακά και τον πήγε στη Σχολή του Κωστή Μιχαηλίδη όπου βρέθηκε να ερμηνεύει κομμάτι από το Γλυκό Πουλί της Νιότης και να περνάει τις εξετάσεις χωρίς δυσκολία. Η πρώτη παράσταση στην οποία συμμετείχε ήταν Η Χαμογελαστή Αντάρτισσα και οι Αμερικάνοι, στην οποία δεν είχε ούτε μία ατάκα, το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να κουβαλάει ένα καφάσι. Τότε ήταν η πρώτη φορά που είδε τον κόσμο να γελάει μαζί του.

Έκτοτε έπαιξε Σαίξπηρ, Καμί, αρχαία τραγωδία,  ερμήνευσε το “Ήτανε μια Φορά” του Ξαρχάκου στην τηλεοπτική σειρά Οι Έμποροι των Αθηνών, το 1973. Αυτό που προσπαθώ να σου πω είναι πως ο Ψάλτης είχε πάντα μια θέση κρατημένη στο “σοβαρό” θέαμα- δεν του παραχωρήθηκε ετεροχρονισμένα, ως ένδειξη σεβασμού στο “αδικημένο” του ταλέντο (την μισούσε αυτή την έννοια). Ήταν ένας θεατρίνος πάσης φύσεως, με τους τυπικούς φίλους και εχθρούς. Το να μεσουρανήσει σαν αστέρας της κασέτας ήταν επιλογή του, την οποία στήριξε ντόμπρα, χωρίς να την προδώσει ποτέ με δηλώσεις μετάνοιας, όπως έκαναν αρκετοί συνάδελφοί του εκ των υστέρων. Ο κινηματογράφος των 80s ήταν για εκείνον “χρυσή εποχή” κι έτσι τον αποκαλούσε.

Ο Στάθης Ψάλτης έφυγε από τη ζωή στα 66 του, ύστερα από γενναία μάχη με τον καρκίνο. Πρόλαβε να κάνει 3 γάμους (τον 1ο στα 17 του), ν’ αποκτήσει παιδί, εγγόνι και να υπηρετήσει την τέχνη του όχι διεκπεραιωτικά,αλλά σαν πρωτοπόρος, σε μια πολύ μπερδεμένη εποχή.