CELEBRITIES

Ο Φώτης Βαλλάτος δεν χορταίνει να ζει

Ένα από τα πιο εύκολα τρικ για να ξεκινήσεις ένα κείμενο είναι να βρεις ένα τσιτάτο κάποιου διάσημου σχετικά με τη ζωή, το πιοτό, τις γυναίκες, την αγάπη, τα ξέφρενα ξενύχτια, να το κοτσάρεις και κάπως έτσι να δώσεις πάσα στα δάχτυλά σου για να γράψουν για τον εκάστοτε συνεντευξιαζόμενο. Αυτό το κόλπο πιάνει σχεδόν πάντα. Όταν όμως έχεις να “μιλήσεις” για τον Φώτη Βαλλάτο δυσκολεύεσαι να βρεις κάτι που να ταιριάζει στην πληθωρική προσωπικότητα του. Όλα σου φαίνονται πολύ χλιαρά, πολύ δήθεν, πολύ μιαχ. Τι να μας πει και ο Μόρισεϊ και ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ. Τώρα βέβαια που το σκέφτομαι η ατάκα του Μοζ περί μαλλιών ίσως και να ταιριάζει: “Ακόμα πιστεύω πως αν τα μαλλιά σου είναι λάθος, όλη σου η ζωή είναι λάθος”. Τα μαλλιά του Φώτη είναι πάντα στην πέννα. Εκτός από τα καλοκαίρια που τα αφήνει να μακρύνουν λίγο, με τις μπούκλες να οργιάζουν και δεν τους βάζει προϊόν.

Σε περίπτωση που δεν ξέρεις ποιος είναι ο Φώτης Βαλλάτος (δεν είσαι υποχρεωμένη να διάβαζες Nitro ή Lifo, να μπαίνεις στο popaganda, να ταξιδεύεις και να διαβάζεις το Blue της Aegean, να βλέπεις Joy στο Mega, να τσεκάρεις τη δημοσιογραφική ομάδα της εκπομπής της Δήμητρας Ματσούκα “I love Athens”, να έχεις πεταχτεί ένα Saristra Festival στην Κεφαλλονιά, να έχεις κάνει τα μπαρ του ιστορικού κέντρου το δεύτερο σου σπίτι ή να πηγαίνεις λαϊκή και Βαρβάκειο) επέτρεψέ μου να σε μυήσω στη ζωή του, όπως μου την περιέγραψε ο ίδιος ένα πρωινό στης Ακρόπολης τα πέριξ.

Γεννήθηκε το 1977 τυχαία, όπως δηλώνει, στην Αθήνα. “Τυχαία, γιατί όταν ήταν να γεννήσει η μάνα μου για να μην είναι μόνη της, επειδή ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, πήγε στους δικούς της που είχαν μετακομίσει στην Αθήνα από την Κεφαλλονιά”.Ναι, μπορεί να είχες την υποψία, αλλά τώρα στο επιβεβαιώνω και εδώ: ο Φώτης είναι Κεφαλλονίτης. Και μάλλον αυτή η τρέλα που έχει ποτίσει το χώμα των Επτανήσων είναι που τον κάνει να πηδάει από το ένα θέμα στο άλλο με απόλυτη φυσικότητα, που καίει τον εγκέφαλο, και εκεί που σου μιλάει για τις τρομερές του παιδικές αναμνήσεις με τα ψαρέματα, τα σπίτια στα δέντρα, τα κόμικ και τα φουρνέλα στις σπηλιές (στα οποία βέβαια ως παιδί αγγελούδι δεν συμμετείχε), ανοίγει παρένθεση για να σου πει για το διαφορετικό χρόνο που χρειάζεται το κάθε βότανο για να γίνει αφέψημα. Και συνεχίζει…

“Στην Κεφαλλονιά μεγάλωσα μέχρι τα 5μιση και μετά μετακομίσαμε στην Πάτρα. Πήγαμε εκεί αναγκαστικά, γιατί τότε υπήρχε πολύ αλητεία στην Κεφαλλονιά. Φαντάσου πως το ’82 τα μισά παιδιά δεν τελείωναν το σχολείο. Ή αλητεύανε ή έκαναν τεχνικές δουλειές. Η μάνα μου, που το είχε δει το έργο, μας πήρε και πήγαμε στην Πάτρα, γιατί ήταν το κοντινότερο μέρος που μπορούσαμε να πάμε. Δεν είχα κανένα δεσμό με την Πάτρα, για αυτό και από τότε που έφυγα δεν έχω ξαναπάει. Αν και έζησα 13 χρόνια εκεί, είναι μία πόλη που δεν μου άρεσε ιδιαίτερα και δεν δέθηκα ποτέ μαζί της”.

 

Παρόλα αυτά, έχει να θυμάται κάτι ωραίο από την πόλη των λιλιπούτειων καρναβαλιστών και της Ελίζας Καλλίτση από το λιμάνι: τη χρονιά 94/95. Την μοναδική σεζόν της ζωής του, που δεν είχε καμία έγνοια, παρόλο που προετοιμαζόταν (δεν) για Πανελλήνιες. “Δεν με ενδιέφερε να περάσω Πανεπιστήμιο, γιατί ήθελα να πάω σε μία συγκεκριμένη ιδιωτική σχολή δημοσιογραφίας, οπότε δεν διάβαζα”. Αντί αυτού έκανε παρέα με τον Βασιλικό από τους Raining Pleasure, άκουγαν Smiths και Stereo Nova, έκαναν άσκοπες βόλτες στα λιμάνια και άραζαν στους κυματοθραύστες με τα walkman τους. Ήταν οι slackers της Πάτρας. Για αυτούς είχε γράψει μέχρι και ο Κωνσταντίνος Βήτα σε αφιέρωμα που έκανε για την πόλη στο θρυλικό περιοδικό 01. “Κάποιος μας πρότεινε στον Κωνσταντίνο και ήρθε να μας κάνει συνέντευξη. Φαντάσου πως ένιωσα εγώ, που ήμουν φανατικός των Στέρεο Νόβα. Είχα πάθει κολούμπρα. Ήρθε στο σπίτι, έβγαλε μια φωτογραφία και έβαλε από κάτω λεζάντα: Οι slackers της Πάτρας. Αυτό ήμασταν τότε”.

Στην Αθήνα ήρθε το 1995, για να σπουδάσει όχι δημοσιογραφία, όπως τα είχε σχεδιάσει, αλλά κοινωνιολογία στην Πάντειο. Ω ναι. “Δεν το πίστευα όταν με πήρε ο κολλητός μου και μου είπε ότι πήρα 17,5 στην έκθεση και είχα περάσει. Το θέμα ήταν ο μιμητισμός, θυμάμαι, και εγώ είχα γράψει ένα κείμενο τελείως παρανοϊκό, χωρίς να τηρώ κανέναν από τους βασικούς κανόνες περί εντυπωσιακών λέξεων και αρχής-μέσης-τέλους. Ξεκίνησα το κείμενο με μία εικόνα, συνέχισα με σημειολογία της εποχής, μέχρι και για το μέγαρο της μουσικής και για τα rave πάρτι έγραψα. Αργότερα, όταν έπιασα δουλειά στα περιοδικά συνειδητοποίησα πως η έκθεση αυτή ήταν εντελώς περιοδικίστικα γραμμένη”.

Αν έχει τύχει να γνωρίσεις ποτέ τον Φώτη ίσως να εκπλαγείς μαθαίνοντας πως όταν ήταν μικρός ήταν πολύ ντροπαλό (για την ακρίβεια εγώ παρόλιγο να πνιγώ με το τσάι βουνού που έπινα). “Είχα έρθει εντελώς μόνος μου στην Αθήνα και είχα πιάσει ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο”.

Πάω πρώτη μέρα στο αμφιθέατρο, πάω δεύτερη μέρα, πάω τρίτη, μετά από μία εβδομάδα, δέκα μέρες, δεν ξέρω κι εγώ πόσες που δεν μίλαγα σε άνθρωπο, μου γίνεται ένα κλικ και ξεκινάω και μιλάω σε όλους. Τους λέω τρέλες. Δεν τους έλεγα “γεια σου”, “τι κάνεις;”, “από πού είσαι;”. Τους έλεγα, για παράδειγμα, “τη γνώμη έχεις για τη Madonna στην ταινία “Στο κρεβάτι με τη Madonna””. Τους έλεγα κάτι απρόβλεπτο. Στην αρχή κώλωναν, αλλά μετά τους άρεσε. Είδα ότι πιάνει το κόλπο και το έκανα σε διάφορους. Μέσα σε ένα μήνα χαιρετούσα τους 150 από τους 200 που ήταν στο αμφιθέατρο. Με έλεγαν βλαχοδήμαρχο.

“Και από τότε με έχει κρατήσει αυτό. Είναι τρομερό πως έγινε αυτό το κλικ μέσα σε ένα λεπτό. Το μόνο που είπα ήταν ότι δεν γινόταν να κάθομαι μόνος μου”.

Τη σχολή την τελειώνει σε 4,5 χρόνια (συνεπέστατος), αλλά αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να ασχοληθεί με τα έντυπα, καθώς αυτό ήταν το κόλλημα του από μικρός. Αυτό, να λύνει μαθηματικά προβλήματα και να ανοίγει υπολογιστές για να δει τι έχουν μέσα. “Ακόμα αναρωτιέμαι πώς και δεν κατέληξα μαθηματικός ή προγραμματιστής;”. Τώρα που το σκέφτομαι ίσως αυτή η απλή μέθοδος των τριών να μου φαινόταν ακόμα πιο απλή αν είχα για καθηγητή τον Βαλλάτο.

“Διάβαζα εφημερίδα από τα 4. Θυμάμαι να διαβάζω το πρόγραμμα της τηλεόρασης για να δω πότε παιζόταν η μάγια η μέλισσα, γιατί αυτό ήταν το αγαπημένο μου παιδικό. Αυτό ήταν βέβαια πολύ κακό, γιατί με το που πήγα σχολείο πρώτη δημοτικού, πήρα το βιβλίο και το διάβασα όλο σε μία μέρα και μετά βαριόμουν. Μεγαλώνοντας θυμάμαι να αγοράζω Ελευθεροτυπία κάθε μέρα από το γυμνάσιο. Ποπ και Ροκ διαβάζαμε με τον αδερφό μου και ας μην μιλήσω για τα κόμικ. Και μετά το μεγάλο μου κόλλημα, που μου άλλαξε όλο μου το σύμπαν ήταν όταν βγήκε το 01, το Δεκέμβριο του ’93. Θυμάμαι ότι πήγαινα κάθε μέρα στο περίπτερο και ρώταγα πότε θα κυκλοφορήσει. Θυμάμαι ακόμα το περίπτερο, από το οποίο το είχα αγοράσει. Και το είχα αγοράσει πριν το σχολείο. Είχα μεσημεριανή βάρδια. Τ διάβασα στο λεωφορείο καθώς πήγαινα. Ήταν λες και διάβαζα δεν ξέρω και εγώ τι. Μου άνοιξε ένα καινούργιο σύμπαν και αποφάσισα ότι θέλω να κάνω αυτή τη δουλειά”.

Ας ανοίξουμε μία μικρή παρένθεση εδώ για να πούμε ότι το ήδη υπάρχων σύμπαν, που ζούσε ο Φώτης ήταν ήδη αρκετά ανοιχτό και με μία δόση ευφυούς τρέλας: στο λύκειο ήταν γραμμένος στην κινηματογραφική λέσχη της Πάτρας και όταν οι άλλοι πήγαιναν για καφέ ή φροντιστήριο εκείνος έβλεπε βαριά κουλτούρα μαζί με 50χρονους, ενώ ήταν και τρελός ραδιοφωνάκιας καθώς και ποδοσφαιρόφιλος με μία μανία για την στατιστική.

Άκουγα στο ραδιοφωνάκι τα ματς και είχα ένα τετράδιο και σημείωνα τα πάντα. Ποιος έβαλε το γκολ σε ποιο λεπτό. Δεν υπήρχε λόγος. Έτσι, από λόξα το έκανα. Σημείωνα τα μουσικά charts της Αγγλίας και της Αμερικής. Επίσης, τώρα που τα λέμε, θυμάμαι πως στο δημοτικό είχα εκδώσει και σχολική εφημερίδα που την έλεγαν “Η χαρά του παιδιού”. Και την εξέδιδα στα κρυφά από τη μαμά μου, γιατί ντρεπόμουν να της το πω. Την έβγαζα λες και ήταν προκήρυξη

Όπως μπορεί να καταλάβει κάθε νοήμων άνθρωπος, ο Φώτης είχε σμιλευτεί για να γίνει κομμάτι του θαυμαστού κόσμου των περιοδικών. “Το καλοκαίρι του 2000, όταν ήμουν 23 χρόνων, με παίρνει ο Γιάννης Παπαϊώννου τηλέφωνο και μου λέει πως ο Κωστόπουλος θέλει να κάνει ένα περιοδικό για το internet, το Speed”. Από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα είναι ιστορία: εφτά χρόνια κάθεται στην Ιμάκο, όπου παίρνει από συνέντευξη από τους Pet Shop Boys μέχρι από μία οικογένεια ταγμένη στο Σάκη Ρουβά (“είχα κάνει θέμα τα fan clubs Ελλήνων τραγουδιστών και βρέθηκα σε ένα σπίτι, όπου δίπλα σε εικονίσματα της Παναγίας είχαν και αφίσες του Ρουβά”), ζει από μέσα την εποχή του περιοδικού Free ( “Ήταν φοβερή αυτή η τριετία. Ήταν πάρτι Ήμασταν στο κέντρο της Αθήνας, που μόλις είχε αρχίσει να γίνεται αυτό που έχει γίνει σήμερα. Στη γέννα της Καρύτση. Μουσικές τίγκα στο γραφείο. Ότι είχες τότε στο μυαλό σου από ένα περιοδικό φασιονμουσικό ήταν έτσι”) και γίνεται διευθυντής σύνταξης της Lifo. Ωραίο βιογραφικό, δεν μπορείς να πεις.

Το 2013 ήταν η χρονιά που η ιδέα του popaganda γεννήθηκε και υλοποιήθηκε. Πίστεψε τόσο στην ιδέα όσο και στην ομάδα, η οποία αποτελείται από καλούς γραφιάδες, δημιουργικούς ανθρώπους και φίλους μεταξύ τους. “Άλλοι λένε ότι δεν είναι ωραίο να δουλεύεις με φίλους και ότι πρέπει να διαχωρίζεις τη δουλειά από τη φιλία. Εμένα μου αρέσει. Έχει δουλέψει πάρα πολύ στο popaganda. Ο Kωστόπουλος θυμάμαι πάντα είχε μία ανησυχία, που μάλλον του είχε μείνει από την περίοδο του Κλικ. Μας έλεγε στο Nitro ότι πρέπει να είμαστε μία παρέα και να γράφουμε όλοι μαζί. Μας υποχρέωνε να κάτσουμε και να το κάνουμε. Κάτι σατιρικά κείμενα έτσι έβγαιναν. Και αυτό ήταν κάτι πάρα πολύ σωστό. Κάνει καλό στη δουλειά αυτό θεωρώ”.

 

Έχοντας διαβάσει μέχρι και αυτή τη 1905 λέξη του κειμένου αφιέρωμα (μπορείς να το πεις και μίνι βιογραφία) για τον Φώτη Βαλλάτο, ίσως να αναρωτιέσαι τι άλλο μπορεί να πει αυτός ο άντρας. Και όμως μπορεί. Μπορεί να σου μιλάει για ώρες για τα ταξίδια του (αρκεί να σου πω ότι όλα αυτά τα κείμενα που γράφει περί προορισμών στο περιοδικό Blue της Aegean είναι εμπειρικά. ΔΗΛΑΔΗ ΕΧΕΙ ΠΑΕΙ ΣΕ ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ KAI EXEI ΦΑΕΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ).

“Μου αρέσει να δοκιμάζω τη κουζίνα των μεγάλων μαγείρων της εποχής. Όταν, για παράδειγμα, επισκέφθηκα στο Σαν Σεμπαστιάν το Mugaritz του σπουδαίου Andoni Luis Aduriz (το No.6 στη λίστα με τα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου ή όπως είχε γράψει το GQ “το πιο περιπετειώδες εστιατόριο του κόσμου”) ένοιωθα σαν να έβλεπα τους Sex Pistols live στο Λονδίνο το 1976. Τέτοια ήταν η έξαψή μου όταν πλησίαζα στο εστιατόριο. Ή όταν οι σερβιτόροι έφερναν το κάθε ένα από τα 23 πιάτα που σου σερβίρουν σε μια σαν χορογραφημένη παράσταση, ήταν σαν τα μέσα της δεκαετίας του 90 που πηγαίναμε στη θρυλική κατάληψη απέναντι από το Πολυτεχνείο και βλέπαμε τις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου με την Ομάδα Εδάφους. Ή όταν (επίσης στο Σαν Σεμπαστιαν) ο γλυκύτατος παππούλης Juan Mari Arzak (του τριάστερου Arzak) μου σέρβιρε ένα εκπληκτικό φιλέτο μπαρμπουνιού πάνω σε ένα ipad που έπαιζε σε λούπα τα κύματα που έσκαγαν σε ένα βράχο- μου ξύπνησε την έξαψη που ένοιωθα τις πρώτες ημέρες της σύνδεσης μου στο ίντερνετ ταυτόχρονα με την έξαψη που ένοιωθα όταν πηγαίναμε τα ξημερώματα για να σηκώσουμε τα δίχτυα στη Κεφαλλονιά με τον πάππου μου και τον πάτερα μου”. Πολλές εξάψεις, θα πω εγώ.

Πιστεύω ότι οι σεφ αυτού του επιπέδου είναι πια οι καλλιτέχνες των ημερών μας- όταν ένα πιάτο σου προκαλεί τόσα συναισθήματα, σου ξυπνάει αναμνήσεις είναι ένα είδος έργου τέχνης και οι κουζίνες τους μικρά μουσεία μοντέρνας τέχνης διάσπαρτα εδώ και εκεί – και όπου μπορώ τα επισκέπτομαι.

“Βέβαια τη ίδια στιγμή εκτιμώ την απλή ατόφια γεύση ενός αχινού που μόλις έχω βγάλει από τη θάλασσα (νομίζω είναι η πιο αξεπέραστη γεύση που υπάρχει, χωρίς να έχω δοκιμάσει βέβαια ακόμα πολλά πράγματα: όπως έντομα κλπ ), το ωμό φιλέτο ενός ολόφρεσκου τόνου, την τραγανή γλύκα ενός κερασιού, την φρεσκάδα μιας γλυστρίδας και τόσων άλλων εξαιρετικών πρώτων υλών που μπορείς να βρεις είτε στο βυθό είτε στη στεριά”.

Μετά από αυτό το ντελίριο εξάψεων, τι άλλο μπορεί να περιμένει κανείς να ακούσει από τα χείλη του Φώτη; Να σου μιλάει για την Αίγυπτο και να σου λέει ότι άνετα θα πήγαινε να ζήσει στο Κάιρο. Είπαμε, ο άντρας αυτός είναι όλο εκπλήξεις. “Οι ντόπιοι είναι εξαιρετικοί, έχει μία ατμόσφαιρα παρακμιακή αυτή η χώρα μαζί με κοσμοπολίτικη. Το δέρμα κολλάει από την υγρασία από τον Νείλο, ο κόσμος είναι όλοι έξω συνέχεια, δεν κοιμάται ποτέ κανόνες, κόρνες ακούγονται το βράδυ, νομίζω πως θα πήγαινα να ζήσω εκεί. Ο κόσμος έχει αλλάξει πάρα πολύ και κυριλοποιούνται πολλά μέρη πια, όπως η Νέα Υόρκη για παράδειγμα. Όλη αυτή η κακώς εννοούμενη παγκοσμιοποίηση, έχει κάνει όλα τα πράγματα φλατ. Στην Αίγυπτο δεν το βλέπεις αυτό”. Και κάπου εκεί είναι που αφήνει το φλιτζάνι με το τσάι του πάνω στο coffee table, κοιτάει έξω από το παράθυρο του (ναι, ναι, το ξέρω, πολύ κινηματογραφικό) και μου λέει: “αυτό το πολιτιστικό χάος, το δημιουργικό, είναι αυτό που μου αρέσει και στην Αθήνα. Αυτό το απρόβλεπτο. Μπορεί να μπεις σε μία στοά και να βρεις ένα καφενείο και λίγο πιο δίπλα να έχει μία γκαλερί.

 

Από την άλλη σκέφτομαι πως όταν βλέπεις την Αθήνα από ψηλά μπορεί και να σου περάσει από το μυαλό “τελικά μήπως είμαι μαλάκας που μου αρέσει;””.

Έλα τώρα, παραδέξου το. Τον ερωτεύτηκες μετά από όλα αυτά. Ονειρεύεσαι να τρως μαζί του λιανούς χοχλιούς βραστούς και να περπατάς στους αμπελώνες της Τοσκάνης. Δεν είναι κακό. Βέβαια δεν είσαι η μόνη. Αυτός ο άντρας έχει αυτό το je nais ce quoi. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, δεν μπορώ να πω, αλλά από την άλλη η καρδιά του Φώτη είναι μεγαλύτερη. “Η σχέση μου με τις γυναίκες είναι λίγο αντισυμβατική. Και έχω ερωτευτεί και το έχω δείξει, αν και βέβαια δεν το έχω κάνει πολλές φορές. Επίσης με τις πρώην συντρόφους μου διατηρώ σχεδόν οικογενειακές σχέσεις. Γιατί όχι. Αν με ενδιαφέρει κάποιος άνθρωπος θεωρώ μαλακία να τον χάσεις από τη ζωή σου επειδή δεν τα βρίσκατε ερωτικά”.

Αυτός λοιπόν είναι ο Φώτης. Να τον χαιρόμαστε κορίτσια.

 

Φωτογραφίες: Gertrude Gary Milk