OPINIONS

Γιατί η Αλίκη είναι ακόμα σταρ;

Ο Γιώργος Παυριανός – στιχουργός, δημοσιογράφος, λατρεμένη περσόνα των media – στο τελευταίο του βιβλίο "Ζωντανός στο Zonar’s" (σ.σ. κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός), συμπεριέλαβε μερικές ανέκδοτες, αληθινές ιστορίες από τις συναντήσεις του με "μυθικά" πρόσωπα της σύγχρονης Ελλάδας-  ανάμεσά τους ήταν και η Αλίκη Βουγιουκλάκη.

“Είναι απόγευμα, ένα γλυκό φθινοπωρινό φως μπαίνει από το παράθυρο και κάνει την τεράστια κρεβατοκάμαρα της Αλίκης να μοιάζει σαν σκηνικό. Είναι κουλουριασμένη στο κρεβάτι, φοράει ένα ροζ μπουρνούζι, τα ξανθά μαλλιά είναι τραβηγμένα πίσω, οι υπέροχες βλεφαρίδες έχουν εξαφανιστεί, τα χείλη χωρίς κραγιόν δείχνουν μικρότερα. ‘Τι κοιτάς;Τα μάτια μου;Είναι μικρά σαν κουμπότρυπες!’μου λέει, σαν να καταλαβαίνει τις σκέψεις μου. ‘Και το στόμα μου είναι μικρό, σαν της γάτας. Είμαι και κοντή – απορώ κι εγώ μερικές φορές πως έχω γίνει σταρ!’ συνεχίζει τον αυτοσαρκασμό. ‘Να τα πεις αυτά του Μαρίνου, να τα κάνει νούμερο!’…

Φωτογραφία: NDP Photo Agency

Κι όμως ήταν σταρ – η πιο λαμπερή, η μεγαλύτερη απ’όλες. “Eθνική σταρ” την έχρισε για πρώτη φορά η Ελένη Βλάχου, το ’59. Ογδοντατρία χρόνια μετά τη γέννησή της, (σ.σ. η ημερομηνία της γέννησής της, υπήρξε για χρόνια ένας δημοφιλής, μπερδεμένος αστικός μύθος,  – πάντως, στο δημοτολόγιο του δήμου Αμαρουσίου όπου γεννήθηκε, αναφέρεται ως ημερομηνία γέννησής της, η 20η Ιουλίου του 1934). η Αλίκη κρατάει ακόμα τον τίτλο της. Καμία δεν την ξεπέρασε. Καμιά άλλη ηθοποιός δεν αγαπο-μισήθηκε τόσο πολύ, από τόσο πολλούς, καμία δεν “καννιβαλίστηκε” με τόση ένταση, δεν απασχόλησε, δεν συζητήθηκε, δεν αφορίστηκε, δεν λατρεύτηκε, με πάθος σχεδόν θρησκευτικό. Ο Τόλης Σταματίκος, φίλος της, παλιός και έμπιστός της, μου είχε περιγράψει, με δέος, σχεδόν, το καθημερινό “τελετουργικό” στα παρασκήνια του θεάτρου της : “Την ανέβαζε ένας τεχνικός πάνω σε ένα κάθισμα και ‘κει καθόταν σαν βασίλισσα, και περνούσε χιλιάδες κόσμος – που δεν χωρούσε βέβαια μες στο καμαρίνι της – και της φιλούσε τα χέρια κι έκλαιγε.

Υπήρχαν άνθρωποι που περίμεναν και μία και δύο ώρες, όρθιοι, για να τη δουν. Αυτός ο κόσμος, ‘το κοινό της’ τη ζούσε, την έτρεφε

 Καμιά φορά, όταν καθυστερούσε στα καμαρίνια και είχε ησυχία, μου έλεγε ‘Δόξα τω Θεώ, σήμερα πρέπει να βαρέθηκαν και να ‘φυγαν’. Έβγαινε και τι να δει;Ουρές, απέξω! ‘Καμιά μέρα που δεν θα τους έχεις’, την πείραζα, ‘θα σκας καημένη μου’… (…)Θες και το πιο τρελό; Η Δέσπω Διαμαντίδου, μας είχε καλέσει μια φορά, σε μια πρεμιέρα, στο Broadway. Και ποιος δεν ήταν σε κείνη την πρεμιέρα – η Ντενέβ, ο Πατσίνο, κι άλλα τέτοια ονόματα, πρώτου μεγέθους. Κάποια στιγμή, κάνει διάλειμμα και βγαίνουμε στο φουαγιέ. Γυρνάω και τι να δω ; Είχαν μαζευτεί όλοι οι δημοσιογράφοι γύρω από την Αλίκη, χωρίς να τη γνωρίζουν. ‘Μα ποια είναι αυτή;’ ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν. Τέτοια λάμψη είχε…”.

 

Μια λαμπερή γυναίκα, αιώνιο κορίτσι. Ένα κορίτσι, “ροζ γάζα σε ανεπούλωτα τραύματα”, – έτσι την είχε χαρακτηρίσει ένας κριτικός. Ο Σολωμός, ο Πλωρίτης, ο Ροντήρης, ο Μουσούρης, ο Σακελλάριος, ο Φίνος, ο Χατζιδάκις, ο Φώσκολος, ο Παπαμιχαήλ, οι άντρες της ζωής της όλοι τους έφτιαξαν, μοιράστηκαν, διεκδίκησαν, ένα κομμάτι από το δικό της ροζ όνειρο. Που ήταν, ωστόσο, μόνο δικό της.

Τι θα γίνεις Αλικάκι, όταν μεγαλώσεις’; Λέω ‘θέλω να γίνω ηθοποιός’. Η μάνα μου έξαλλη. Δεν πίστευε ότι έχω τα προσόντα, δηλαδή τα εξωτερικά

“Δεν είχα και μεγάλες φιλοδοξίες”, είχε πει σε μια συνέντευξή της στη Μαλβίνα Κάραλη. “Ήθελα να γίνω ηθοποιός. Γιατί; Γιατί δεν μου άρεσε ο κόσμος που ζούσα. Σαν παιδί δεν έχω περάσει και σπουδαία παιδικά χρόνια! Άρχισα κι εγώ να φτιάχνω έναν κόσμο της φαντασίας μου, δικό μου λοιπόν, το θέατρο και μπήκα σ’αυτόν τον κόσμο. Πριν, θυμάμαι, καθόμαστε μπροστά σε έναν καθρέφτη, ήταν η γιαγιά μου από την μια μεριά, η Κουμουνδούραινα, μια πολύ δυναμική γυναίκα, η μάνα της μάνας μου και η μανούλα μου απ’ την άλλη πλευρά και εγώ στην μέση. Η μάνα μου νόμιζε πως δεν είμαι αρκετά νόστιμη. Και το πε: ‘για να γίνεις ηθοποιός πρέπει να είσαι πολύ ψηλή, εντυπωσιακή’. Κάνω λοιπόν έτσι, γυρίζω στον καθρέφτη, κοιτάω το μουτράκι μου και λέω: ‘Πράγματι, έχει δίκιο η μαμά, δεν έχω τίποτα ξεχωριστό’. Σκάω ένα χαμόγελο. ‘Έχει δίκιο αλλά εγώ θα γίνω, χα, χα’. Και με το ‘χα’ που έκανα, σα να φωτίστηκε ο καθρέφτης, να πήρε λευκό παντού γύρω και σαν να έφυγα και από τις δύο”.

“Αλλά εγώ θα γίνω”

Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, η Αλίκη, υπήρξε εξαρχής ένα εξαιρετικό ταλέντο. Στα 26 της, μόλις, κέρδιζε το Βραβείο ερμηνείας Α΄ Γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ερμηνεία της στη “Μανταλένα”- στο φινάλε, βέβαια, το βραβείο δεν σήμαινε κάτι ιδιαίτερο για την Αλίκη. Όπως αποδείχτηκε, από την πρώτη της κιόλας εμφάνιση στο πανί, το κοινό είχε αποφασίσει πως εκείνη ήταν η Νύφη. Το πρόσωπο, που όταν εμφανιστεί, ξέρεις πως το έργο έχει τελειώσει. Γι’ αυτό και όταν – στην αρχή ακόμα της καριέρας της – ο Φιλοποίμην Φίνος την είχε φωνάξει στο γραφείο του, για να της προτείνει ένα ρόλο στη “Θεία από το Σικάγο”, είχε σταθεί μπροστά του και του είχε απαντήσει θαρρετά: “Μα δεν νομίζετε είμαι ακόμα πολύ μικρή για να παίξω τη θεία;”. Κι εκείνος που τότε την πέταξε έξω από το γραφείο του αποκαλώντας την “αναιδέστατη” αργότερα θα αναγνώριζε το άστρο της. Θα την έχριζε πρωταγωνίστρια σε μια ολόκληρη κινηματογραφική μυθολογία. Και θα ψιθύριζε, συνωμοτικά στους δικούς του ανθρώπους πως “Αυτό το κορίτσι σκηνοθετεί μόνο του τον εαυτό του κι άσε τους σκηνοθέτες να νομίζουν πως αυτοί κάνουν κουμάντο…”

 

“Δυστυχώς” για την ίδια, η κινηματογραφική της εικόνα ήταν τόσο έντονη, τόσο σαγηνευτική, που αφάνισε όλες τις άλλες. Δυστυχώς ο κόσμος, το πλήθος που συνέρρεε – στα σινεμά, στο θέατρο, όπου εκείνη εμφανιζόταν- αποζητούσε παντού και πάντα “το Αλικάκι”, την τσαχπίνα μαθήτρια της εβδόμης με τα ξανθά μαλλιά. Παρ’όλα αυτά η Βουγιουκλάκη τολμούσε. Έξυπνη, φιλόδοξη, εργατική, αφοσιωμένη, ήταν εκείνη  που από το ’75 και μετά, άλλαξε τον μέχρι τότε τρόπο ανεβάσματος των μιούζικαλ, φέροντας στην Ελλάδα  έργα- υπερπαραγωγή: την “Καμπίρια”,το “Καμπαρέ”, το “Ωραία μου Κυρία”, την “Τζούλια”, την “Εβίτα”. Εκείνη, η ακριβοπληρωμένη, η Σίρλεϊ Βαλεντάιν, η Κυρία δεν με μέλλει, η Μαντώ Μαυρογένους, η Βασίλισσα Αμαλία απαίτησε και ανέβασε τα κινηματογραφικά κασέ (το δικό της και των συναδέλφων της), ανέδειξε νέους ηθοποιούς, καθιέρωσε τα καμαρίνια, συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, (Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, Πλέσσα, Χατζηνάσιο, Κραουνάκη, κλπ) και τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες: Δημήτρη Μυράτ, Μάριο Πλωρίτη, Κώ στας Μουσούρη, Αλέκο Σακελλάριο, Κωστή Μιχαηλίδη. Ο Νίκος Χαραλάμπους “υπέγραψε” την Εβίτα, ο Ανδρέας Βουτσινάς το “Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα” και ο Σπύρος Ευαγγελάτος τη “Φιλουμένα”. Εμπιστεύθηκε τον Μίνωα Βολανάκη για την “Αντιγόνη” και τη “Σίρλεϊ Βαλεντάιν”, τον Διαγόρα Χρονόπουλο για το “Λίγο πιο Νωρίς, Λίγο πιο Αργά”, τη Ρούλα Πα τεράκη για τις τελευταίες της παραστάσεις – όλα έργα εξαιρετικής αισθητικής.

 Ακόμα και τότε, μια μερίδα κριτικών, η πιο εστέτ, συνέχιζε να την πυροβολεί. Κατά καιρούς την είχαν αποκαλέσει “ροζ γατούλα”, “ατάλαντη”, “επιτυχημένο μίμο”, “αιωνόβια που νεανίζει”, “εθνική αποκοιμίστρια”. Λόγια που την πλήγωναν..

 “Αυτή την καραμέλα ότι δεν έχω ταλέντο την πιπιλίσαμε αρ κετά χρόνια. Έλιωσε πια. Το σανίδι είναι δύσκολο και άγριο πράγμα. Δεν μπορεί μια θεατρίνα, αν δεν εί ναι σπουδαία, να σταθεί τόσα χρό νια. Θα μου πείτε, ‘μόνη σου λες ότι είσαι σπουδαία;’. Μα βγαίνει από μόνο του”.

Βαρέθηκα σε όλη μου τη ζωή να ακούω δύο πράγματα: ‘Δεν έχει ταλέντο’ και ‘Δεν θα γεράσει πια;’

Και τελικά – τι ειρωνεία τραγική! –  δεν γέρασε. Δεν πρόλαβε.  Έμεινε πάντα νέα κι όμορφη, παγιδευμένη σε κείνον τον κύκλο του φωτός που ρίχνει ο προβολέας– όχι ένας άνθρωπος πια, αλλά ένας διαρκής ρόλος: η μουσίτσα, το κορίτσι με τα παραμύθια, η Λίζα Πετροβασίλη, η Νεράιδα με τα ξανθά μαλλιά. Ένα πρόσωπο – σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, που λάμπει πάντα, φωτεινή και αγέραστη, σε μια ασπρόμαυρη οθόνη.

“Η Αλίκη θα μας καταδυναστεύει ακόμα και ρετρό”, είχε προβλέψει, στο παρελθόν ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος. Είχε δίκιο. Στόχος μιας σκληρής κριτικής εν ζωή, η Αλίκη Βουγιουκλάκη-σταρ συνεχίζει   και μετά το θάνατό της  να “σερβίρεται” στο τραπέζι μιας διαρκούς, οργιαστικής  ειδωλοφαγίας. Άγνωστα περιστατικά από της ζωή της, οι έρωτες, οι πλαστικές της, τα πιο μυστικά και απόκρυφά της – αληθινά ή ψεύτικα – γίνονται ακόμα θέμα στον showbiz Τύπο. Η Αλίκη μας απασχολεί. Γιατί; Ίσως γιατί ο μύθος της δεν παλιώνει – πώς να παλιώσει η νιότη, η ζωή, η χαρά; Ίσως γιατί πια οι δημοσιογράφοι είναι πολλοί και τα αστέρια λίγα. Ή ίσως για να δικαιωθεί εκείνος ο σοφός που λέει πως “η αθανασία είναι μια αιώνια δίκη”…