ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Ο Πολιτισμός σε υποχώρηση: Έμφυλη βία και κοινωνικές στάσεις και αντιλήψεις

Της Μαρίας Γκασούκα

«Η βία κατά των γυναικών είναι η έκφραση της ιστορικά διατυπωμένης ανισότητας στις σχέσεις ισχύος μεταξύ ανδρών και γυναικών, που οδήγησε στην κυριαρχία των ανδρών επί των γυναικών και στις διακρίσεις κατά των γυναικών, με αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της ανάπτυξής τους».

ΟΗΕ,  Πρόγραμμα Δράσης του Πεκίνου

Η βία κατά των γυναικών, φαινόμενο τόσο παλιό όσο και οι πατριαρχικές μας κοινωνίες, αναγνωρίστηκε ως κοινωνικό πρόβλημα, έγινε «ορατή», μόλις τις  τελευταίες δεκαετίες χάρη στις έρευνες και τους αγώνες των φεμινιστριών. Οι τελευταίες έγιναν αποδεκτές και από τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ, η Ε.Ε., το Συμβούλιο της Ευρώπης, κ.ά. Τα αίτιά της συνδέονται άμεσα με την ανισότητα που υπάρχει μεταξύ γυναικών και ανδρών, καθώς και τις κοινωνικο – οικονομικές δομές εξουσίας, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής, γεγονός που διαμορφώνει ένα κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο η βία κατά των γυναικών με τον έναν ή τον άλλο τρόπο γίνεται αποδεκτή. Οι Διεθνείς Συμβάσεις αναδεικνύουν τη βία κατά των γυναικών ως μορφή διάκρισης, η οποία εμποδίζει σοβαρά την ικανότητα τους  να απολαμβάνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους σε ισότιμη βάση με τους άνδρες. Οι προαναφερόμενοι  οργανισμοί, αναγνωρίζοντας το πρόβλημα και τις συνέπειές του, ασχολήθηκαν αρχικά κυρίως με τη βία στο χώρο της οικογένειας.  Αργότερα αποδέχτηκαν και άλλες μορφές και χώρους άσκησης βίας. Όπως επισημαίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Η βία σε βάρος των γυναικών αποτελεί παλιά μάστιγα της κοινωνίας και κατάφωρη παραβίαση των βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Δυστυχώς πρόκειται για φαινόμενο διαδεδομένο σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης, το βαθμό πολιτικής σταθερότητας, τον πολιτισμό ή τη θρησκεία και συναντάται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο. Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο και ως εκ τούτου διαδεδομένο στις χώρες της Ε.Ε.». Το 1995, στη Διάσκεψη του Πεκίνου, προσδιορίστηκαν πέντε (5) διαστάσεις της: η σωματική, η σεξουαλική, η ψυχολογική, η οικονομική και η πνευματική βία, επιπλέον δε τοποθέτησαν μεταξύ των δραστών της και το ίδιο το κράτος. Αξίζει, ωστόσο, να σημειώσουμε πως σε ότι αφορά την έμφυλη βία σε καιρό πολέμου χρειάστηκε ο βιασμός 50.000 γυναικών όλων των παρατάξεων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στην πρώην Γιουγκοσλαβία για να αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ ως έγκλημα πολέμου.

Η βία κατά των γυναικών είναι μέρος της δομής των κοινωνιών μας και του συστήματος λειτουργίας τους. Η βία, αλλά και η απειλή της βίας, αποτελούν σημαντικό μέσο κοινωνικού ελέγχου. Ως φαινόμενο μοναδικής ιστορικής αντοχής λειτουργεί και αναπαράγεται με τη συμβολή ιδεολογημάτων, θεσμών και μηχανισμών, με πρώτον αυτόν της οικογένειας, καθοριστικού παράγοντα αναπαραγωγής του πλέγματος των κυρίαρχων αξιών της κοινωνίας. Όσο για τα ιδεολογήματα και τους μύθους που το περιβάλλουν και που συχνά θέλουν τα θύματα και όχι οι δράστες της να φέρουν την ευθύνη της, αφομοιώνονται πρόθυμα από τα μέλη της κοινωνίας και διαμορφώνουν συλλογική συνείδηση αποδοχής και ανοχής της βίας κατά των γυναικών: Τα θύματα την προκαλούν, αυτά ερεθίζουν τους δράστες, προκαλούν τον βιασμό τους. Οι γυναίκες είναι αυτές που ντύνονται προκλητικά, καπνίζουν, πίνουν, κυκλοφορούν τη νύχτα μόνες τους κ.λπ., με αποτέλεσμα  την εναντίον τους βία. Συχνά εγκαλούνται τα θύματα και για την  αποδοχή ή ανοχή της βίας και, έστω και έμμεσα, οι γυναίκες ενοχοποιούνται για άλλη μια φορά για τις ανδρικές πράξεις και παραλήψεις. Οι έρευνες όμως που έχουν γίνει σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν αποδείξει πως η φτώχεια, η ανασφάλεια, η οικονομική εξάρτηση, ο τρόπος κοινωνικοποίησης, αλλά και η συλλογική κοινωνική συνείδηση που διαμορφώνεται από τις βαθιά ριζωμένες έμφυλες προκαταλήψεις και στερεότυπα, σε συνδυασμό πάντοτε με τις πατριαρχικές «πολιτιστικές» επιταγές, είναι οι βασικές αιτίες της αποδοχής της βίας εκ μέρους των γυναικών.

Οι συγκεκριμένες έρευνες και μελέτες μάς λένε ακόμα ότι ορισμένες μορφές βίας εκδηλώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης (π.χ. η οικογενειακή βία και ο βιασμός), ενώ άλλες εμφανίζονται μόνο σε ορισμένες χώρες ή πολιτισμούς, όπως ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων,  η επαλήθευση της παρθενίας, το κάψιμο στην πυρά των χηρών. Κι ακόμα ότι μπορεί να ασκείται στο πλαίσιο της οικογένειας  (ξυλοδαρμός, βία συνδεδεμένη με την προίκα, αιμομιξία, στέρηση τροφής, γεννητικός ακρωτηριασμός), στο πλαίσιο της κοινωνίας (βιασμός, σεξουαλική παρενόχληση, εμπόριο γυναικών, πορνεία, πορνογραφία),  στο πλαίσιο άσκησης της εργασίας, στο πλαίσιο αυταρχικών πολιτικών συστημάτων και ακραίων ιδεολογιών, αλλά και κατά τη διάρκεια πολέμων. Στον πόλεμο είναι οι γυναίκες και τα κορίτσια αυτές υφίστανται τις βαρύτερες συνέπειες, εξαιτίας του φύλου τους και της θέσης τους στην κοινωνία. Οι γυναίκες βιάζονται συστηματικά, γίνονται αντικείμενα σεξουαλικής δουλείας και εξαναγκαστικής εγκυμοσύνης ή στείρωσης ανάλογα με τις περιστάσεις. Από την άλλη πλευρά, η εμπορία του γυναικείου και παιδικού σώματος με σκοπό το κέρδος είναι η τρίτη, μετά την εμπορία ναρκωτικών και όπλων, επικερδέστερη επιχείρηση παγκοσμίως τα δε έσοδα της «βιομηχανίας του σεξ» ξεπερνούν τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τα οικονομικά συμφέροντα, επομένως, είναι τεράστια. Παράλληλα, η ενδοοικογενειακή βία και οι πολλαπλές της εκφάνσεις έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις τόσο στον δυτικό όσο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Αρχίζει από την έκτρωση λόγω προτίμησης φύλου και συμπεριλαμβάνει, εκτός από το φυσικό ξυλοδαρμό, και άλλες “ορατές” μορφές βίας όπως το κάψιμο με οξύ και τους φόνους “τιμής”, τον εξαναγκαστικό υποσιτισμό, την έλλειψη πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη και στο σχολείο, τον εξαναγκασμό σε πορνεία και την καταναγκαστική εργασία. Σημειώνεται επίσης η σχέση μεταξύ της οικογενειακής βίας και της εξάπλωσης του AIDS και επισημαίνεται η αλληλένδετη σχέση που υπάρχει μεταξύ της οικογενειακής βίας και της συνεχώς αυξανόμενης διαθεσιμότητας πυροβόλων όπλων. Η βία στην οικογένεια δύσκολα γνωστοποιείται στο στενό περιβάλλον και ακόμη πιο δύσκολα στο ευρύτερο. Για το λόγο αυτό, επικρατεί η αντίληψη ότι δεν έχει μεγάλη έκταση και αφορά μεμονωμένες πληθυσμιακές ομάδες. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Η βία στην οικογένεια συμβαίνει σε όλες τις χώρες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Μπορεί να κρύβεται πίσω από κλειστές πόρτες, σε ένα χώρο προσωπικό, όμως το πρόβλημα αφορά ολόκληρη την κοινωνία και αποτελεί «δημόσια» και όχι «ιδιωτική» υπόθεση. Και ,φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε την κρατική, αλλά και την εργοδοτική βία. Η Ελλάδα, μάλιστα, έχει υποστεί δύο φορές τη διεθνή κατακραυγή σχετικά. Στην πρώτη περίπτωση με το διασυρμό και τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών και στη δεύτερη με την υπόθεση Κούνεβα.

Ύστερα  από τα ανωτέρω, τίθεται εύλογα το ερώτημα: Τι πρέπει, τι μπορεί να γίνει; Ποιες είναι οι απαραίτητες εκείνες προϋποθέσεις που  συντελούν στην υπέρβαση του φαινομένου διεθνώς ευρύτερα και στη χώρα μας ειδικότερα;

Αν και το διεθνές θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογο (με κορυφαία στιγμή του την εμπνευσμένη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης του Συμβουλίου της Ευρώπης, που έχει υπογράψει και η Ελλάδα και πρόκειται άμεσα να τεθεί σε κύρωση με πρωτοβουλία της Γενικής Γραμματείας  Ισότητας),ωστόσο, επισημαίνεται αναντιστοιχία ανάμεσα στο πλαίσιο αυτό και στη συλλογική κοινωνική συνείδηση, που μοιάζει από απρόθυμη έως αδιάφορη στο να συμβάλλει στην υπέρβαση του φαινομένου. Η υποκίνηση των γυναικών και ανδρών πολιτών, με την ενεργή συμβολή της εκπαίδευσης, της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, της κατανόησης αυτού που τονίζουν ιδιαίτερα οι γυναίκες και τα κινήματά τους, πως δηλαδή «η σιωπή είναι συνενοχή», σε συνδυασμό πάντοτε με τη διάθεση των απαραίτητων οικονομικών και ανθρώπινων πόρων είναι ο μόνος δρόμος. Η χώρα μας καθυστέρησε στο να αναγνωρίσει και να αντιμετωπίσει το θέμα. Μόλις το 2002 με τον Ν. 3064 ποινικοποιήθηκε το έγκλημα της εμπορίας ανθρώπων και μόλις το 2006 η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο της εργασίας (Ν. 3488) και ο συζυγικός βιασμός και η ενδο-οικογενειακή βία (Ν.3500), νόμος, ωστόσο, πέρα από τις απαιτήσεις των γυναικών, που μάλλον συσκοτίζει και ουδετεροποιεί το πρόβλημα παρά το λύνει. Σήμερα μπορούμε να πούμε πως βρισκόμαστε σε καλό δρόμο από την άποψη των παρεμβάσεων της πολιτείας, τόσο λόγω της ιδεολογικής άποψης της συγκεκριμένης κυβέρνησης απέναντι στο φαινόμενο της βίας όσο, κυρίως, στις άοκνες προσπάθειες της Γενικής Γραμματείας Ισότητας μέσω και του Εθνικού Σχεδίου Δράσης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Όμως δυστυχώς η ελληνική κοινωνία όχι μόνον αδρανεί, αλλά φαίνεται απρόθυμη να αποβάλλει την αναχρονιστική της αντίληψη για τη βία ως μέσο σωφρονισμού των γυναικών. Έτσι,  συχνά δημοκρατικοί θεσμοί της, όπως λχ. τα ΜΜΕ, ασκούν απροκάλυπτα βία που συνδέεται με το φύλο,  ιδιαίτερα εναντίον εκείνων των γυναικών που τολμούν να διεκδικήσουν το χώρο που τους ανήκει στη δημόσια σφαίρα της ζωής. Τελευταίο σχετικό παράδειγμα η αήθης, εμετική επίθεση της γνωστής σεξιστικής, και όχι μόνον, εφημερίδας στην υπουργό Εργασίας.  Έτσι ή αλλιώς, πάντως, η βία δεν εξαλείφεται με αστυνόμευση. Η εξάλειψή της πριν και πάνω από όλα προϋποθέτει λαούς και κοινωνίες που θα πάψουν να θεωρούν τη βία ως κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά είτε προς τις γυναίκες είτε προς οποιονδήποτε που υποφέρει λόγω της διαφορετικότητας του κοινωνικού του φύλου.

* Μαρία Γκασούκα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Υ.Γ.1. Η 25η Νοεμβρίου είναι ταυτόχρονα και η ημέρα της Εθνικής μας Αντίστασης. Οι γυναίκες που έλαβαν μέρος σε αυτήν, όπως και οι μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού άλλωστε, υπήρξαν θύματα της πιο άγριας κι εκδικητικής  κρατικής βίας. Ας είναι ιερή η μνήμη τους και ελαφρύ το χώμα που τις σκεπάζει

Υ.Γ.2. Ενώ ολοκληρώνονταν το άρθρο, έφθασε το νέο για το Νόμο Ερντογάν που απαλλάσσει τους βιαστές αν παντρευτούν το θύμα, ωθώντας το τελευταίο στην εξουθενωτική υποχρέωση να παντρευτεί τον βιαστή του. Αν άμεσα δεν εναντιωθούμε στο γεγονός, είναι βέβαιο πως θα βρει μιμητές και στις δυτικές μας δημοκρατίες.

 

πηγή: news247.gr