ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

O εραστής Ανδρέας Παπανδρέου

Για τους φίλους του, ήταν ο πολιτικός, ο χαρισματικός ρήτορας, ο ηγέτης, ο διανοούμενος. Για τους εχθρούς του, ο «λαοπλάνος», ο «θεατρίνος» - αλήθεια ή ψέματα, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του, έκαναν τον Ανδρέα Παπανδρέου έναν ακαταμάχητο ladies’ man. Όπως ακριβώς ξελόγιαζε το πλήθος όταν μιλούσε, «σκηνοθετώντας» την εμφάνιση, τις κινήσεις, τα λόγια, τον τόνο, τις παύσεις του, έτσι κέρδιζε και τη γυναίκα που τον ενδιέφερε, κάθε φορά. Παίζοντας μικρά, αυτοσχέδια «μονόπρακτα γοητείας». Για έναν θεατή.

Στο βιβλίο της «10 χρόνια και 54 ημέρες», η Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου, υποστηρίζει πως ο Ανδρέας, «τη σχέση του με τον έρωτα και τις γυναίκες την είχε οικοδομήσει από μικρός, με τον τρόπο του και με δάσκαλο τον πατέρα του, τον αείμνηστο Γέρο της Δημοκρατίας».

Δύο πράγματα που θυμόταν έντονα από τον πατέρα του και συχνά τα ανέφερε ήταν πως τον είχε υποχρεώσει και να μελετήσει Μάρξ, στην ηλικία των 14 χρόνων, καθώς και ότι του μιλούσε για τον έρωτα, επίσης από πολύ μικρή ηλικία. Και τα δύο τον σημάδεψαν.

Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν πως αυτό που καθόρισε, κυρίως, την ερωτική συμπεριφορά του άντρα Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η «ιδιότυπη» οικογενειακή του κατάσταση. Όταν ξεκίνησε το ειδύλλιο του Γεωργίου Παπανδρέου, με την Κυβέλη, στην Μυτιλήνη, ο Ανδρέας ήταν μόλις δύο χρονών. Ήταν 10, όταν ο πατέρας του διέλυσε το γάμο του, για «μια αρτίστα» και οι γονείς του χώρισαν οριστικά. Εκείνος έμεινε με την μητέρα του, τη Σοφία Μινέικο – με την οποία, μάλιστα, όπως ισχυρίζεται η πρώτη του γυναίκα μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι, ως τα 12 του χρόνια – και έβλεπε τον πατέρα του, μόνο τα Σαββατοκύριακα. Ήταν ένα διαζύγιο που του κόστισε πολύ, πραγματικά, συναισθηματικά, ψυχολογικά. Αυτό, ίσως εξηγεί τη βαθιά ανασφάλειά, καθώς και την αδυναμία του να έχει, μια «κανονική» οικογενειακή ζωή. Κι ωστόσο, πριν το τέλος της ζωής του, o Aνδρέας αντέγραψε ακριβώς το modus vivendi του πατέρα του : χώρισε, για μια πολύ νεότερή του γυναίκα.

Σε κάθε περίπτωση, η ερωτική του φύση, και η φυσική του τάση να ηγείται – κομμένη πάνω στο παλιό πατρόν του «Έλληνα- άντρα» και «κυρίαρχου αρσενικού» – ερχόταν σε σύγκρουση με κείνη του ευαίσθητου, πληγωμένου έφηβου, του μονίμως πεινασμένου για αγάπη. Παρότι, ποτέ δεν είχε κάποιο σταθερό ερωτικό «μοτίβο» (σ.σ. του άρεσαν εξίσου οι ξανθιές, οι μελαχρινές, οι πλούσιες, οι διανοούμενες, αριστοκράτισσες και τα λαϊκά κορίτσια), υποσυνείδητα, διάλεγε πάντα γυναίκες επιβλητικές και «ρωμαλέες» – κυρίως σωματικά. Μητρικές φιγούρες.

«Βλέπει τον κόσμο σαν ένα γιγαντιαίο μαστό που μοναδικός προορισμός του είναι να τον ικανοποιεί» σημειώνει στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου της, «10 χρόνια σύζυγος του Ανδρέα Παπανδρέου», η πρώτη σύζυγός του, Χριστίνα Ρασσιά, επιχειρώντας ένα πρόχειρο ψυχογράφημά του. «Ο πραγματικός Ανδρέας είναι ανίκανος να νοιαστεί αληθινά για οποιονδήποτε και κυρίως για τη γυναίκα της ζωής του». Και αλλού, προσθέτει : «Οι ερωτικές περιπέτειές του δεν σημαίνουν ότι του αρέσουν οι γυναίκες. Βασικά, τις φοβάται τις γυναίκες και διαλέγει μόνο αυτές στις οποίες μπορεί να κυριαρχήσει».

It takes two to tango

Ακόμα και κείνη, πάντως, παραδέχεται πως, ο Ανδρέας μπορούσε να γίνει πολύ γοητευτικός όταν ήθελε – και το ήθελε, σίγουρα, όταν πρωτογνωρίστηκαν, στην Νέα Υόρκη, το καλοκαίρι ‘40 «Ήταν καταπληκτικός χορευτής, πραγματικά θαυμάσιος και χορέψαμε, ήπιαμε, κουβεντιάσαμε μέχρι τις δύο το πρωί. Ήταν πολύ καλός συζητητής. Αγαπούσε να μιλά για τον εαυτό του, αλλά ήταν επίσης προσεκτικός ακροατής…».

 

Πολλά χρόνια, αργότερα, στο βιβλίο του «Δέκα Μύθοι και Μια Ιστορία», ο γιός του, Νίκος Παπανδρέου, θα έδινε μια – ακόμα πιο γλαφυρή- εικόνα του Ανδρέα, σε στιγμές αθώου φλερτ : «Η Εστέλ έφερε τα τσίζμπεργκερ γαρνιρισμένα με πίκλες και χοντροκομμένες τηγανιτές πατάτες σε ένα τόσο μεγάλο πιάτο που κάλυψε κυριολεκτικά το μισό τραπέζι. Στο σπίτι η μητέρα απαγόρευε τα τσίζμπεργκερ και άλλα παρόμοια φαγητά και για μια στιγμή ένιωσα πως συμμετείχαμε και οι δύο στην ίδια συνομωσία, μέχρι που ο πατέρας ευχαρίστησε την Εστέλ για την «εξαιρετική της επίδοση και τη θαυμάσια ταχύτητά της στην προσαγωγή του λαμπρού αυτού γεύματος και μετά της χαμογέλασε. Ένιωσα να κοκκινίζω και περίμενα ότι η Εστέλ θα τον κοίταζε σαν να ήταν κάποιος λοξός ή δραπέτης από τα Κέντρο Αποκατάστασης Ηλικιωμένων Καθηγητών του Νιαγάρα. Αντίθετα, έφερε το χέρι της στο στόμα, γέλασε και το στόμα της τραντάχτηκε, έτσι ώστε έδειξε κάποια μέρη του σώματός της που δεν τα παρατηρούσες με την πρώτη ματιά. Όταν απομακρύνθηκε, γύρισε και τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, με ένα βλέμμα από αυτά που είχα δει μόνο σε ταινίες…»

Με παρόμοιο τρόπο, είχε ξελογιάσει και τη δεύτερη – επίσημη- σύντροφο της ζωής του. «Ήταν Φεβρουάριος του 1948 όταν πρωτογνώρισα τον Ανδρέα, έναν αναπληρωτή καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα» γράφει η Μαργαρίτα Παπανδρέου στο βιβλίο της «Έρωτας και εξουσία». «Εκείνος ήταν είκοσι εννιά χρόνων κι εγώ είκοσι τεσσάρων. Η συνάντησή μας έγινε στην καθόλου ρομαντική αίθουσα αναμονής ενός οδοντιατρείου. Ο οδοντίατρος ήταν ένας Ελληνοκύπριος κι εγώ ήμουν η συγγραφέας-φάντασμα της αυτοβιογραφίας του. Περιμένοντας να ξεκινήσει η συνεργασία μας, δούλευα ένα κείμενο για μια διαφήμιση για τη στήλη βαθυτυπίας στην εφημερίδα Minneapolis Tribune σαν μέρος ενός λογαριασμού που είχα με το Minnesota Business School. Είκοσι λεπτά πέρασαν, κι εγώ πάλευα να γράψω μια πρόταση στα γαλλικά, σαν το «εξωτικό» στοιχείο μιας διαφήμισης. Ο άντρας που καθόταν απέναντί μου φαινόταν ξένος.

Ήξερα πως ήταν αδύνατο για τον Ανδρέα να διατηρήσει μια μακρόχρονη σχέση με γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα. Είναι «σειριακός» άνδρας. Θέλει να ερωτεύεται διαρκώς, να βιώνει την ερωτική, ρομαντική φάση.

Αποφάσισα να του κάνω μια ερώτηση: «Μήπως ξέρετε γαλλικά;». Η απάντησή του ήταν ένα ευγενικό και εγκάρδιο «ναι», ενώ σηκώθηκε από τη θέση του και κάθισε δίπλα μου και με ευκολία μου είπε τη γαλλική πρόταση που χρειαζόμουν. Τη στιγμή εκείνη ο ασθενής βγήκε από το ιατρείο ακολουθούμενος από τον Άρη, τον οδοντίατρο, ο οποίος κάθισε μαζί μας στην αίθουσα αναμονής, εξηγώντας στον «ξένο» πως δε θα μπορούσε να φάει μαζί του εκείνο το βράδυ λόγω της συνεργασίας μας για το βιβλίο του. Δίστασε για ένα λεπτό και στη συνέχεια πρότεινε να πάμε και οι τρεις μας για ένα ποτό στο ξενοδοχείο Radisson προτού ξεκινήσουμε τη δουλειά. Η δουλειά δεν ξεκίνησε ποτέ. Η έλξη ανάμεσα στον Ανδρέα και σε μένα, καθώς προχωρούσε η συζήτηση πίνοντας κοκτέιλ, έλαμπε σαν τα ζεστά κάρβουνα της φωτιάς και ο Άρης, σε μια κίνηση ευγένειας, πρότεινε να αφήσουμε το γράψιμο εκείνο το βράδυ κι έφυγε διακριτικά. Οι δυο μας πήγαμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου και συνεχίσαμε την κουβέντα μας, μιλώντας για κείνα τα πράγματα που συζητούν δύο άνθρωποι οι οποίοι έλκουν ο ένας τον άλλο -για τον εαυτό τους…».

Ύστερα, ήταν και ο χορός

«… Όταν ξεκίνησε η μουσική και ο Ανδρέας μού ζήτησε να χορέψουμε και αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε σαν τον Φρεντ Ασταίρ και την Τζίντζερ Ρότζερς, ήξερα πως κάτι συνέβαινε που θα μου άλλαζε τη ζωή. (…) Έπειτα από λίγο ακούστηκε ο ρυθμός ενός τραγουδιού κάντρι, που περιέγραφε ακριβώς τα συναισθήματά μου εκείνο το βράδυ. Ξεκινούσε ως εξής: «Θα μπορούσα να έχω αυτό τον χορό για την υπόλοιπη ζωή μου; Θα γινόσουν το ταίρι μου για κάθε βράδυ; Όταν είμαστε μαζί, όλα φαντάζουν τόσο σωστά…». Όλα θα ήταν τέλεια, εκτός από ένα πράγμα. Ήταν παντρεμένος…»

Πολλά χρόνια αργότερα, η ιστορία θα επαναλαμβανόταν – με τη διαφορά πως τότε, η Μαργαρίτα ήταν γυναίκα του και το τραγούδι δεν ήταν κάντρι αλλά ένα παθιασμένα φάντο. Η Δήμητρα Λιάνη-Παπανδρέου θυμάται το πρώτο ραντεβού με τον Ανδρέα στο Καστρί :

«Με δέχτηκε, έχοντας ήδη φτιάξει ένα θερμό κλίμα. Πάντα ευγενικός, μου δίνει ένα βιβλίο του με αφιέρωση «Ευχαριστω κύριε πρόεδρε, είναι το ωραιότερο δώρο για τα αυριανά μου γενέθλια».(…). Αρχίσαμε να συζητάμε για το ταξίδι στο Μεξικό. Ήταν φανερό πως αδημονούσε. Σηκώνεται και βάζει κάποια τραγούδια φάδος – του άρεσε αυτή η μουσική, του άρεσε η Αμάλια Ροντρίγκεζ. Και ξαφνικά.. η απογείωση, το πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο. Με σηκώνει, με κρατάει τρυφερά και μου δίνει το πρώτο μας φιλί».

Στο βιβλίο της, η ίδια, μιλάει με πολύ θερμά λόγια για τον θρυλικό παπανδρεϊκό ερωτισμό : «Αυτό το χάρισμα του Ανδρέα να μαγεύει, να εκπέμπει ερωτισμό δε χρειάζεται να το περιγράψω εγώ, το έχουν νιώσει χιλιάδες γυναίκες. Αυτό το χάρισμα το είχε ανεξάρτητα από την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του.(…). Οι γυναίκες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του, ποιος δεν το ξέρει. Υπάρχει όμως ένας μύθος που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα : ότι ο Ανδρέας ήταν ο άνθρωπος των παράλληλων σχέσεων – δεν θα ήταν δα και δύσκολο γι αυτόν, κάτι τέτοιο. Δεν είναι έτσι. Είχε κάνει πολλές σχέσεις και δεσμούς, αλλά όταν ήταν ερωτευμένος ήταν μονογαμικός με την σχέση που τον κάλυπτε. Δενόταν απόλυτα και την απολάμβανε δίχως να υπολογίζει κόστος. Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο γι’αυτόν ο έρωτας, το συναίσθημα, η ασφάλεια στη σχέση».

Ένας “σειριακός άντρας”

Όπως και να ‘χει, με όλη τους την «ιδιαιτερότητα» – το ότι δηλαδή εκείνος ήταν, όντως, «μονογαμικός» στις εξωσυζυγικές ερωτικές του σχέσεις – οι απιστίες του Ανδρέα ήταν καθ’όλα πραγματικές. Και ήταν πολλές. Έντονες. Θυελλώδεις. Έρωτες παθιασμένοι, που τον παράσερναν στη δίνη τους.

Σ’αυτές, περιλαμβάνονται – μεταξύ άλλων – η θρυλούμενη σχέση με την Έπη Σκιαδαρέση, σύζυγο ενός παλιού, στενού του φίλου και συμμαθητή του στο Κολλέγιο, ένας δεσμός πέντε ετών, με την ζάπλουτη, μεγαλοαστή και ανιψιά του Ωνάση Μαριλένα Πατρονικόλα και το ρομάντζο – γνωστή στους πολιτικούς κύκλους –με κορυφαίο στέλεχος και μετέπειτα υπουργό του ΠΑΣΟΚ, για την οποία, έφτασε, όπως λένε, ως το χωρισμό. Τότε, έπεσαν «επάνω» του, τα μεγαλοστελέχη του κόμματος, και ιδίως ο Μένιος Κουτσόγιωργας, ο οποίος του είπε το «αμίμητο» : «Ανδρέα, κανείς δεν γίνεται πρωθυπουργός στην Ελλάδα, με ένα διαζύγιο». Αυτό, τουλάχιστον, ο Παπανδρέου, θα το διέψευδε.

Πριν το τέλος της ζωής του, o Aνδρέας αντέγραψε ακριβώς το modus vivendi του πατέρα του: χώρισε, για μια πολύ νεότερή του γυναίκα.

Η Μαργαρίτα, φυσικά, τα ήξερε όλα – με τα χρόνια οι μικρές, μεγάλες, περιστασιακές απιστίες του Ανδρέα, είχαν γίνει κομμάτι τις κοινής τους ζωής. Εκείνη, το έβλεπε μάλλον σαν ασθένεια. «Το χειρότερο από όλα για μένα ήταν ο ενθουσιασμός του Ανδρέα για τη γυναίκα που τον γοήτευε. Αυτός ο “ενθουσιασμός” τον τύφλωνε ως προς την πραγματικότητα, την υπευθυνότητα, την επιχειρηματολογία. Ακριβώς όπως συμβαίνει με τον αλκοολικό. Πώς να κάνεις έναν αλκοολικό να παραδεχτεί πως στ’ αλήθεια είναι αλκοολικός; Παρ’ όλα αυτά, ο Ανδρέας είχε επίγνωση της αδυναμίας του στο γυναικείο φύλο. Είχε πάει και σε ψυχίατρο πριν παντρευτούμε να το συζητήσει. Ο ψυχίατρος τον ρώτησε αν τον επηρέαζε με κάποιο τρόπο στην επαγγελματική του καριέρα. Όταν απάντησε “όχι”, ο φοβερός γιατρός αποκρίθηκε πως δεν έχρηζε ψυχιατρικής βοήθειας».

Η ίδια, σε ένα άλλο κομμάτι του βιβλίου της, μιλάει για τον «σειριακό άνδρα» – έναν «αγγλισμό», που παραπέμπει στην ιδέα του serial killer. Toυ ερωτικού αρπακτικού: «Ήξερα πως ήταν αδύνατο για τον Ανδρέα να διατηρήσει μια μακρόχρονη σχέση με γυναίκα, οποιαδήποτε γυναίκα. Είναι «σειριακός» άνδρας. Θέλει να ερωτεύεται διαρκώς, να βιώνει την ερωτική, ρομαντική φάση».

Για τους άντρες που έχουν εξιδανικεύσει τις γυναίκες ή αμφιβάλλουν για τις σεξουαλικές τους ικανότητες, που συνδέουν τον ανδρισμό τους με τη σεξουαλική πρόοδο, φαίνεται πως διαρκώς νέες γυναίκες είναι σημαντικές. Μόλις η σχέση ξεθωριάσει, θα ξεκινήσει η αναζήτηση για την επόμενη.

Η Δήμητρα, ήταν η τελευταία. Σε κείνη. χάρισε τον τελευταίο του ερωτικό χορό και για χάρη της ο Ανδρέας έκανε ό,τι δεν είχε κάνει παλιότερα για καμιά άλλη γυναίκα : διέλυσε το γάμο του, συγκλόνισε μια χώρα, σχεδόν «ανατίναξε» το κόμμα, την εξουσία, τη ζωή του. Έπρεπε να το κάνει ; Δεν έπρεπε ; Το άξιζε ; Δεν έχει σημασία – σημασία έχει μόνο αυτή η τελευταία, μεγαλειώδης, φοβερή, παράτολμη ζαριά του. Το «όλα ή τίποτα». Το γκραν φινάλε ενός Μεγάλου Εραστή.