ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

H διαχρονική γοητεία της Βίκυς Μοσχολιού

Μεταξουργείο, 1943. Μέσα στη γερμανική κατοχή και τη φτώχεια της, η οικογένεια Μοσχολιού αποκτά ακόμα ένα παιδί. Η Βασιλική (Βάσω την φώναζαν για πολλά χρόνια), μεγαλώνει με τους γονείς, τα αδέρφια της και τη γιαγιά της, αρχικά σε ένα δωμάτιο μιας αυλής στη συμβολή των οδών Πλαταιών και Κεραμεικού. Ο πατέρας της, εργάτης στη λαχαναγορά, εργάζεται σκληρά για να συντηρήσει την επταμελή του οικογένεια. Το μικρό σπίτι που χτίζει στο ύψωμα της Αγίας Βαρβάρας γλιτώνει από καθαρή τύχη το γκρέμισμα από τις κρατικές υπηρεσίες κι έτσι η οικογένεια Μοσχολιού μετακομίζει τη δεκαετία του '50 από το κέντρο της Αθήνας στην ευρύτερη περιοχή του Αιγάλεω.

Η Βίκυ
μεγαλώνει σε ένα αυστηρό και συντηρητικό
περιβάλλον, αλλά η καλλιτεχνική της
φλέβα έχει ήδη αρχίσει να χτυπάει από
την εφηβεία της. Μετά το δημοτικό σχολείο
εγγράφεται στην Εμπορική Σχολή, χάνει,
όμως, τη δεύτερη χρονιά κι έτσι ο πατέρας
της αποφασίζει να τη στείλει σε τσαγκάρηδες
του κέντρου της Αθήνας, για να μάθει την
τέχνη της κορδελιάστρας.

Δεκατεσσάρων
χρονών, η Βίκυ πηγαινοέρχεται με το
κατσαρολάκι της καθημερινά από την Αγία
Βαρβάρα στου Ψυρρή και μαθαίνει να
ραφινάρει το δέρμα στις άκρες των
παπουτσιών. Για να περάσει η ώρα στη
βιοτεχνία, εκείνη και τα αφεντικά
τραγουδούν με ανοιχτά παράθυρα τις
επιτυχίες της εποχής. Η Βίκυ θέλει να
γίνει ηθοποιός ή τραγουδίστρια, αλλά
σε εκείνη τη φάση της ζωής της συμβιβάζεται
και με την προοπτική του να γίνει απλώς
πωλήτρια σε μαγαζί με παπούτσια, καθώς
δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τις
δυνατότητές της.

Τα πρώτα
βήματα

Ένας
θείος της, παλιός συνεργάτης του Αττίκ,
πείθει τον πατέρα της να πάρει την Βίκυ
και την αγαπημένη της ξαδέρφη, Έφη, για
να συμμετάσχουν τα “Ταλέντα” του
Γιώργου Οικονομίδη. Πράγματι, η Βίκυ με
την ξαδέρφη της τραγουδούν ένα ντουέτο,
εντυπωσιάζουν έναν θιασάρχη κι εκείνος
ζητάει από τη Βίκυ να δουλέψει στο
θέατρο. Ο πατέρας της φέρνει σφοδρές
αντιρρήσεις, αλλά η Βίκυ καταφέρνει να
περάσει το δικό της, με τη βοήθεια, πάντα,
της αγαπημένης ξαδέρφης της, Έφης.

 

Mετά από
λίγο καιρό, το Πάσχα του 1962, κάνει την
πρώτη της εμφάνιση ως τραγουδίστρια
στην “Τριάνα” της λεωφόρου Συγγρού,
πλάι στον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Σε δυο
μήνες υπογράφει συμβόλαιο με την
Columbia, αλλά η εταιρία δεν
της εμπιστεύεται κάποιο τραγούδι για
σχεδόν δυο χρόνια.

Ο πρώτος
συνθέτης που την επέλεξε για να ερμηνεύσει
δική του δημιουργία ήταν ο Σταύρος
Ξαρχάκος, ο οποίος αρχικά νόμιζε
πως η φωνή της έμοιαζε με της Μαίρης
Λίντα. Είχε κάνει λάθος, γιατί η φωνή
της Βίκυς δεν έμοιαζε με καμία. Το 1964 η
Βίκυ ερμηνεύει το τραγούδι του Ξαρχάκου
“Χάθηκε το Φεγγάρι” για την ταινία
“Λόλα” και συμμετέχει στα γυρίσματα
της τελευταίας σκηνής, ως το συγκινημένο
κορίτσι με τη κόκκινη καπιτονέ ρόμπα
που τραγουδά σε ένα μπαλκόνι κρατώντας
ένα αναμμένο τσιγάρο πάνω στο σκηνικό
που αναπαριστά την Τρούμπα και έχει
στηθεί στους Αγίους Αναργύρους Αττικής.
Στην πρεμιέρα της ταινίας, το κοινό
εκστασιάζεται με την ερμηνεία της και
ο υπεύθυνος προβολής του σινεμά αποφασίζει
να την ξαναδείξει. Ένα αστέρι έχει
αναδειχθεί.

Η καταξίωση

Τον
Γιώργο Ζαμπέτα δεν τον γνώριζε, παρότι
έμενε κι αυτός στην ευρύτερη περιοχή
του Αιγάλεω. Μια μέρα τον είδε στο
λεωφορείο και της έκανε εντύπωση ο
τρόπος με τον οποίο αστειευόταν με τον
κόσμο. Ο εισπράκτορας της είπε ότι
εκείνος ήταν ο μεγάλος και τρανός Γιώργος
Ζαμπέτας. Μετά το τέλος της πρώτης σεζόν
όπου τραγούδισε με τον Μπιθικώτση, η
Μοσχολιού επισκέφτηκε τον Ζαμπέτα σπίτι
του και του ζήτησε δουλειά. Έτσι γεννήθηκε
μια συνεργασία και μια φιλία ετών, από
την οποία προέκυψαν μερικές από τις
μεγαλύτερες κοινές τους επιτυχίες, όπως
τα τραγούδια “Πόρτα κλειστή τα χείλη
σου”, “Τα Δειλινά” και “Τα Ξημερώματα”.

 

Η Βίκυ
Μοσχολιού στη διάρκεια της καριέρας
της συνεργάστηκε σχεδόν με όλους τους
σημαντικούς έλληνες συνθέτες και
στιχουργούς. Μίκης Θεοδωράκης, Δήμος
Μούτσης, Βασίλης Τσιτσάνης, Μίμης
Πλέσσας, Γιάννης Σπανός, Σταύρος
Κουγιουμτζής, Λουκιανός Κηλαηδόνης,
Γιάννης Μαρκόπουλος, Μάνος Ελευθερίου,
Λευτέρης Παπαδόπουλος, Νίκος Γκάτσος
και Λίνα Νικολακοπούλου, είναι μερικοί
από τους κατά καιρούς συνεργάτες της.
Τραγουδοποιοί μιας άλλης εποχής, κατά
τη διάρκεια της οποίας δραστηριοποιήθηκε
μια γενιά τραγουδιστών που “ζυμώθηκε”
με τους συνεργάτες της, δημιουργώντας
μοναδικές μουσικές στιγμές που άντεξαν
στο χρόνο. Ο μοναδικός συνθέτης με τον
οποίο δεν συνεργάστηκε εκτεταμένα ήταν
ο Μάνος Χατζιδάκις. Ωστόσο, μαζί είχαν
εμφανιστεί στα μέσα της δεκαετίας του
’60 σε μια εκπομπή που προβλήθηκε από το
BBC.

Η προσωπική
της ζωή

Όσο η
καριέρα της Βίκυς απογειωνόταν, τόσο η
προσωπική της ζωή είχε ήδη σφραγιστεί
από την παρουσία του ποδοσφαιριστή του
Παναθηναϊκού Μίμη Δομάζου. Με τον Δομάζο
γνωρίστηκαν το 1962, καθώς η ομάδα
ποδοσφαίρου του Παναθηναϊκού επισκεπτόταν
τακτικά τα μπουζούκια όπου εμφανιζόταν
ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ερωτεύτηκαν
αμέσως και ξεκίνησαν να βγαίνουν
ραντεβού. Η Βίκυ, πολύ ερωτευμένη με τον
Δομάζο, τα έχανε όποτε τον έβλεπε να
μπαίνει στο μαγαζί και ο Γιώργος Ζαμπέτας,
με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, της
είχε πει μια φορά πάνω στην πίστα τη
μνημειώδη φράση “Άσε μας πια με τον
κωλοποδοσφαιριστή”.

Η Βίκυ θέλει να
γίνει ηθοποιός ή τραγουδίστρια, αλλά
σε εκείνη τη φάση της ζωής της συμβιβάζεται
και με την προοπτική του να γίνει απλώς
πωλήτρια σε μαγαζί με παπούτσια, καθώς
δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τις
δυνατότητές της.

Ο γάμος
τους γίνεται Πρωτομαγιά του 1967. Η Χούντα
των Συνταγματαρχών απαγορεύει τις
συγκεντρώσεις, αλλά ο κόσμος λαχταράει
τόσο να δει αυτό το ζευγάρι να παντρεύεται,
που αψηφεί και τους αστυνομικούς
περιορισμούς, με αποτέλεσμα να
συγκεντρωθούν χιλιάδες άνθρωποι γύρω
από τη Μητρόπολη των Αθηνών. Το αυτοκίνητο
της νύφης δε χωροούσε να κατεβεί τη
Μητροπόλεως λόγω του κόσμου, κι έτσι
κάτι φίλοι του ζευγαριού παλαιστές
άρχισαν από μόνοι τους να ανοίγουν χώρο.
Για τον γάμο είχαν παραγγελθεί 7000
μπομπονιέρες, που είχαν πάνω ένα κλειδί
του σολ και το Τριφύλλι του Παναθηναϊκού.
Ο κόσμος όρμησε πάνω στα καλάθια με τις
μπομπονιέρες, που εξαντλήθηκαν σε λίγα
λεπτά. Πολλά κομμάτια κυκλοφόρησαν κατά
καιρούς στη μαύρη αγορά, έναντι
σεβαστότατων ποσών. Με τον Μίμη Δομάζο
απέκτησαν δυο κορίτσια, τη Ράνια και τη
Βαγγελίτσα. Πήραν ένα ήσυχο διαζύγιο
μετά από 10 χρόνια γάμου και συνολικά 15
χρόνια σχέσης. Μετά τον Δομάζο, η Βίκυ
είχε άλλες δυο μακροχρόνιες σχέσεις, η
μία εκ των οποίων ήταν αυτή με τον
μπασκετμπολίστα του Σπόρτινγκ, Παύλο
Σταμέλο.

Από τις
αρχές της δεκαετίας του ’70 η Βίκυ είχε
αποφασίσει να αφήσει τις μεγάλες πίστες
και να εμφανίζεται στις μπουάτ, που τότε
διένυαν την καλύτερή τους περίοδο.
Παράλληλα, έκανε μεγάλες τουρνέ στο
εξωτερικό, έχοντας εμφανιστεί, μεταξύ
άλλων, στο Carnegie Hall και το
Olympia του Παρισιού.

Η γυναίκα
που στα 21 της χρόνια είχε ήδη βάλει τη
σφραγίδα της στο ελληνικό τραγούδι,
είχε τη δυνατότητα να επιλέγει τις
συνεργασίες της, πάντα με σεβασμό στο
κοινό, αλλά και στους συναδέλφους της.
Βοήθησε πολύ τους νέους καλλιτέχνες να
αναδειχθούν, προσπαθώντας να τους
διδάξει με βάση τα λάθη που είχε κάνει
η ίδια στην πορεία της.

Το 1981, ο
πρωτοεμφανιζόμενος συνθέτης Σταμάτης
Κραουνάκης ζητά από τη Βίκυ Μοσχολιού
να συνεργαστούν για τον πρώτο του δίσκο,
σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου και
Κώστα Τριπολίτη. Ο δίσκος έχει τίτλο
“Σκουριασμένα Χείλη” και αποτελεί μια
νέα προσέγγιση στο σύγχρονο ελληνικό
τραγούδι που ακροβατεί ανάμεσα στο
λαϊκό και το έντεχνο. Η Μοσχολιού
εμπιστεύεται αμέσως τον Κραουνάκη και
ο δίσκος κάνει πάταγο.

Η
προσωπικότητά της

Η Βίκυ
Μοσχολιού ήξερε πολύ καλά την καλλιτεχνική
της αξία, από την πρώτη στιγμή που
εμφανίστηκε στο πάλκο και ποτέ δεν
δίστασε να την δείξει προς τα έξω. Η φωνή
της, βαθιά, δωρική, στακάτη, χαρακτηριζόταν
από τη μοναδική της άρθρωση, τα αργά της
vibrato και την
έλλειψη κάθε περιττής ερμηνευτικής
φιοριτούρας.

Ο συναισθηματισμός της
εκφραζόταν σε κάθε νότα, σε κάθε λέξη
της, όπως η ίδια τον εκλάμβανε, χωρίς να
επιθυμεί την προσποίηση. Συχνά ρωτούσε
τους συνθέτες και τους στιχουργούς με
τους οποίους συνεργαζόταν το αληθινό
νόημα των στίχων των τραγουδιών.

Η
σχολική της παιδεία ήταν περιορισμένη,
η ψυχή της, όμως, ήταν περίσσια. Η
προσωπικότητά της αντικατόπτριζε τις
ποιότητες της φωνής της. Άνθρωπος απλός,
λαϊκός, που γύρευε το νόημα της ζωής
μέσα από την σκληρή δουλειά, την αφοσίωση
στην οικογένεια, καθώς και τη θρησκευτική
πίστη. Η Βίκυ δεν δίστασε ποτέ να μιλήσει
ανοιχτά για τα θρησκευτικά της αισθήματα
και παρότι πολύς κόσμος δεν συμμεριζόταν
καθόλου τον μεταφυσικό της ενθουσιασμό,
ποτέ δεν έπαψε να την αγαπάει για την
ειλικρίνειά της.

Οι
πολιτικές της πεποιθήσεις ήταν δεξιές
και για την ακρίβεια καραμανλικές.
Παρότι η οικογένειά της ήταν πολύ φτωχή,
ο πατέρας της ήταν οπαδός του Κωνσταντίνου
Καραμανλή κι έτσι η Βίκυ ακολούθησε
αυτόν τον πολιτικό δρόμο. Στην πορεία
της ζωής της διατήρησε επαφές με
πολιτικούς του συγκεκριμένου χώρο και
ιδίως με τον Κώστα Καραμανλή και τον
Νικήτα Κακλαμάνη.

Τα
τελευταία χρόνια της ζωής της

Το 2003,
στο πλαίσιο τακτικών εξετάσεων υγείας,
οι γιατροί εντόπισαν κακοήθη όγκο που
είχε ως εστία το πάγκρεας. Η αγαπημένη
της φίλη και βοηθός της, Αρετή Γκόρντον,
στάθηκε μαζί με τις κόρες της στο πλευρό
της και τα δυο χρόνια της μεγάλης της
ταλαιπωρίας. Η κατάσταση της υγείας της
επιδεινώθηκε αρκετά γρήγορα, παρότι η
πρώτη επέμβαση για την αφαίρεση των
όγκων ήταν επιτυχής. Πάλεψε με κουράγιο
δυο πολύ δύσκολα χρόνια θεραπειών.

Πέρασε
τις τελευταίες της ημέρες νοσηλευόμενη
σε γνωστή ιδιωτική κλινική των Αθηνών,
ρωτώντας διαρκώς για τις κόρες της και
τον εγγονό της, Σταμάτη. Η Βίκυ έφυγε
από τη ζωή την επόμενη του Δεκαπενταύγουστου
του 2005.

Το 2010, η
Αρετή Γκόρντον ήταν έτοιμη να κυκλοφορήσει
μια μικρή βιογραφία της Βίκυς και οι
κόρες της αντέδρασαν πολύ έντονα,
απειλώντας ότι θα κινηθούν νομικά
εναντίον της. Παρά ταύτα, το βιβλίο
εκδόθηκε και μάλιστα εξαντλήθηκε σε
σύντομο χρονικό διάστημα.

Τι ήταν,
λοιπόν, η Βίκυ Μοσχολιού, πέρα από τη
μεγαλύτερη Ελληνίδα τραγουδίστρια;
Στην ψυχή καθενός ανθρώπου που αγαπάει
το καλό ελληνικό λαϊκό τραγούδι, η φωνή
της Βίκυς αντανακλά διαφορετικά. Άλλοι
κρατάμε τον δυναμισμό της και την
μοναδική της φωνητική τεχνοτροπία,
άλλοι το μπρίο της και την αμεσότητά
της, άλλοι τον συνδυασμό της ουσίας με
την εξωτερική εμφάνιση μιας αληθινής
κυρίας του πενταγράμμου κι άλλοι όλα
αυτά ή και τίποτα από αυτά ταυτόχρονα.
Η Βίκυ είναι κάτι μοναδικό για τον καθένα
κι αυτή είναι, ίσως, η μεγαλύτερη και
διαχρονική γοητεία της.