ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η Γυναίκα που την έλεγαν Αλίκη

Κάποτε έλεγε πως ο μεγαλύτερός της φόβος ήταν μήπως πεθάνει σε βαθιά γεράματα, ξεχασμένη, και ο θάνατός της γίνει ένα μονόστηλο. Ανόητος φόβος. Όταν έφυγε, εκείνο τον πολύ ζεστό Ιούλιο του 1996, την έκλαψαν οι πάντες, φίλοι και εχθροί. Μια χώρα ολόκληρη θρήνησε τα νιάτα της, την ασπρόμαυρη αθωότητα που χανόταν μαζί της. Γιατί αυτό ήταν τελικά, η Αλίκη: η νιότη. Ένα πρόσωπο που υποσχόταν  σε όλη την Ελλάδα πως δεν θα γεράσει ποτέ.

Πονηρό θηλυκό, κατεργάρα γυναίκα

Μαθήτρια, Σταχτοπούτα, νεράιδα, αρχόντισσα – η Αλίκη έκρυβε μέσα της πολλές γυναίκες. Μουτράκι πικάντικο, ναζιάρικο, θηλυκό πραγματικό έπαιζε, λες, ένα διαρκές «παιχνίδι γοητείας», με όλους όσους γνώριζε, άντρες και γυναίκες. Ένα παιχνίδι σαγήνης χωρίς τέλος, μέχρι την «παράδοση» του «θύματος». Σπάνια, κάποιος – φίλος, συνεργάτης, εραστής, δημοσιογράφος, περαστικός- της αντιστεκόταν.

Η ίδια π.χ. δεν ήξερε να οδηγεί, ούτε είχε σοφέρ. Δεν της χρειαζόταν. Όταν βιαζόταν πολύ, απλώς πήγαινε στην άκρη του δρόμου, σήκωνε το χέρι της, σταματούσε το πρώτο αυτοκίνητο που περνούσε και έλεγε στον οδηγό: «Γειά σας, είμαι η Αλίκη Βουγιουκλάκη, Μπορείτε να με πετάξετε ως το θέατρό μου, εδώ πιο κάτω;». Κανείς δεν της αρνιόταν.

 

Μέρος της γοητείας της, ήταν το χιούμορ, ο αυτοσαρκασμός της που τσάκιζε κόκαλα. Το 1996, τη χρονιά που «έφυγε», ο Λάκης Λαζόπουλος είχε διηγηθεί στο «Βήμα», τη μικρή, αστεία ιστορία της γνωριμίας τους. «Τη συνάντησα το καλοκαίρι του ’82 σ’ ένα ταβερνάκι στο Θεολόγο όταν πήγαμε κι εμείς τυχαία το ίδιο βράδυ να φάμε. Τη χαιρέτησα και το βλέμμα μου καρφώθηκε πάνω της.

«Δεν ήξερες ότι τα μάτια μου είναι τόσο μικρά σαν κουμπότρυπες;», μου είπε εκείνη καθώς έφερνε με το χέρι της στο στόμα ένα κομμάτι από το θεόμακρο ψάρι που βρισκόταν μπροστά της.

Είπα ψέματα. «Όχι, δεν πρόσεχα αυτό». Κάτι τέτοιο. «Α,τώρα μου τα χαλάς χειρότερα», μου λέει, «δηλαδή τι πρόσεχες, το ψάρι;». Καθήσαμε. Συνέχισε από κει που είχε σταματήσει. «Σημασία δεν έχει που είναι τόσο μικρά, σημασία έχει που όλη η Ελλάδα ξέρει ότι έχω μεγάλα μάτια. Τι το θες. Το βλέμμα είναι που καθορίζει το μέγεθος του ματιού».

Αυτό το «μάθημα», η Αλίκη – μαθήτρια το ήξερε καλά. Ήξερε τα ελαττώματά της, τα μικρά μάτια, τα κοντά πόδια, το ύψος που της έλειπε «Δεν υπήρξα ποτέ όμορφη γυναίκα», έλεγε. «Έχω όμως τη διάθεση ωραίας γυναίκας».

Εκτός από τη διάθεση, διέθετε και το knowhow για να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της. Τα μαλλιά της, αυτός ο ξανθός χείμαρρος που την έκανε να μοιάζει λες και είχε καταπιεί προβολέα, ήταν άλλη μια ωραία ψευδαίσθηση – η Αλίκη, ως γνωστόν, ήταν φυσική καστανή. Όσο για το μακιγιάζ της, όπως εξηγεί ο μακιγιέρ Εμμανουήλ Αποστολάκης, ήταν «μια ολόκληρη σχολή»

«Η Αλίκη ήταν η πρώτη Ελληνίδα σταρ που καθιέρωσε μια εικόνα και ένα look, το οποίο έγινε το σήμα κατατεθέν της. Το μακιγιάζ των ματιών της, βασισμένο αποκλειστικά στη χρήση του μαύρου eyeliner και των ψεύτικων βλεφαρίδων ήταν ένα αριστούργημα. Έχω μάθει πολλά περισσότερα από τον τρόπο που έβαφε τα μάτια της η ίδια, παρά από καθηγητές μακιγιάζ! Πρώτα απ’ όλα, η Αλίκη δεν ήταν ποτέ κακόγουστη και υπερβολική. Αν παρατηρήσει κανείς το makeup της, θα δει πόσο ισορροπημένο και καλόγουστο ήταν. Ούτε βλεφαρίδα-«τσιγκέλι» έκανε. Αντίθετα με τις σημερινές ηθοποιούς, που βάζουν με τα κιλά τη μάσκαρα και προσθέτουν και πέντε-έξι σκιές από πάνω. Η Αλίκη θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολές υποκριτικής για τον τρόπο που βαφόταν».

Κι αν δεν ήταν, λοιπόν, φυσική καλλονή, δεν άφησε  κανέναν να το καταλάβει. Δημοσίως, όπως και στις ταινίες της, πόζαρε διαρκώς σε έναν αόρατο φακό– έξω, το πηγούνι, προτεταμένο το στήθος, γάμπες τεντωμένες ή, σταυρωμένες με χάρη, τα πόδια σηκωμένα στις μύτες.

Ένα άλλο «τρικ» για να κερδίζει πόντους, ήταν τα καπέλα. «Πάντα μου άρεσαν τα καπέλα» είχε εξομολογηθεί στον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη, μιλώντας του για το καπέλο που είχε φορέσει στην ταινία «Το Δόλωμα». «Όταν πηγαίναμε στην Ιταλία, ο Φίνος μου έλεγε «Πήγαινε στου Bulgari και αγόρασε ό,τι θέλεις».

 

Εγώ, πήγαινα απέναντι σε ένα καπελάδικο και αγόραζα τριάντα, σαράντα, εκατό καπέλα. Δεν με ενδιέφεραν τα κοσμήματα. Φόρεσα, λοιπόν, στο φινάλε της ταινίας αυτό με τη μεγάλη μαργαρίτα και ο Φίνος έγινε έξαλλος. Μου έλεγε πως δεν θα μου ξαναγοράσει καπέλο κι εγώ έκλαιγα. Ήθελε να ξαναγυρίσει τη σκηνή. Εγώ, επέμενα πως είμαι ωραία με το καπέλο κι έτσι η σκηνή έμεινε. Τώρα που το βλέπω, γελάω. Είχε δίκιο ο Φίνος».

Και με τα ρούχα το ίδιο έκανε. Επέμενε να φοράει στις ταινίες, τα δικά της – συνήθως, πανάκριβα  κομμάτια, ραμμένα στο χέρι, ή αγορασμένα στο εξωτερικό, στο Παρίσι ή το Λονδίνο για την περίσταση – κι έστηνε καυγάδες με τους σκηνοθέτες, που προσπαθούσαν άδικα να της εξηγήσουν, πως δεν μπορεί να υποδύεται την άνεργη, πάμπτωχη ορφανή, που συντηρεί τη γιαγιά της και ένα τσούρμο αδελφάκια και να εμφανίζεται στο πλατό με μοντέλα του Dior. Όπως π.χ. αυτό που φορούσε στην «Μοντέρνα Σταχτοπούτα», όταν ζητούσε από τον κυρ- Στέφανο να βάλει «έξι σοκολάτες από τις καλές» και «λιγουλάκι ζαμπόν».

 

Τι κι αν έλεγαν αυτοί; Στο τέλος, εκείνη έκανε το δικό της. Ακόμα και τον Πίπη, το αλάνι, στο «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», τον έπαιξε με κοραλλί κραγιόν και άψογο μανικιούρ. Γιατί η Αλίκη, ήξερε, επέμενε πως το σινεμά είναι πρώτα απ’όλα μια «βαριά βιομηχανία ονείρων». Στο δικό της, στο δικό τους, στο δικό μας όνειρο, εκείνη ήταν πάντα νέα και ωραία. 

«Όταν ερχόταν στο ατελιέ μου, έβγαζε χωρίς δισταγμό τα ρούχα της», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή ο Ντίμης Κρίτσας.«Της άρεσε να δείχνει το σώμα της. Ήταν πάντα στα ίδια κιλά. Το μεγάλο προσόν ήταν το στήθος της, ενώ το μόνιμο πρόβλημα ότι δεν είχε μακριά πόδια. Η τελευταία φορά που συνεργαστήκαμε ήταν στο “Γλυκό πουλί της νιότης”. Της είχα ετοιμάσει ένα ντεζαμπιγιέ σε τρία διαφορετικά χρώματα από 70 μέτρα μουσελίνα πλισέ. Ήταν πανάκριβο, αλλά το πλήρωσε χωρίς καμία διαμαρτυρία».

Τα ρούχα (ιδίως τα θεατρικά της κοστούμια)  τα πλήρωνε ακριβά – ο χρόνος, όμως, την αγαπούσε δωρεάν. Τον είχε, φαίνεται, ξελογιάσει κι αυτόν. «Τα νιάτα της στα 50 της χρόνια, ήταν έκπαγλα», έγραφε η Μαλβίνα στο βιβλίο της «Γλυκό Κορίτσι». «Το σώμα της Αλίκης, ένα δέρμα μωρού με μια ελαφρά στεατοπυγία. «Είμαι λίγο πισώβαρη», έλεγε. Ούτε ίχνος κυτταρίτιδας, ούτε μια ραγάδα. Τα εσωτερικά των μπράτσων ακλόνητα, ελαστικά. Τα χέρια, δίχως φλέβες και κηλίδες. Δεν είχε καμία μανία με κρέμες.

Όταν διαβεβαίωνε πως φοράει μόνο NIVEA, έλεγε αλήθεια. (Η Άννα Παναγιωτοπούλου είχε βγεί από τα ρούχα της, θυμάμαι, μια φορά στον Θεολόγο: «Μα να είμαστε εμείς με τα δέκα βαζάκια πανάκριβες κρέμες η καθεμιά και να καταρρέουμε, κι αυτή με την NIVEA των τριών κατοστάρικων;»). Αξιολάτρευτο μουτράκι μου, στον Θεολόγο. Ένα φούξια παρεό, ένα μαγιό κι ένα πυκνό στρώμα NIVEA γύρω από το στόμα. «Δεν με νοιάζει τίποτα άλλο, μόνο το στόμα μου να μη ρυτιδώσει». Αυτό και μια αμερικάνικη κρέμα για να γυαλίζει τα δόντια της. Οι μόνες της μανίες».

 

Στ’αλήθεια, το μεγαλύτερο της ατού της – εκτός από το δέρμα της – ήταν το λαμπερό πρόσωπο της. Το προστάτευε πολύ. Απέφευγε να χρησιμοποιεί μακιγιάζ στην καθημερινή της ζωή, το καθάριζε πάντα το βράδυ όσο κουρασμένη και αν ήταν, δεν το εξέθετε στον ήλιο, το καλοκαίρι  – μια παλιά, «χρυσή» συμβουλή που της είχε δώσει ο πρώτος μακιγιέρ της, ο Σταύρος Κελεσίδης. Άλλο ένα μυστικό της, ήταν το λάδι ελιάς. Το θεωρούσε εξαιρετικό καλλυντικό.  Άλειφε το σώμα της μ’αυτό, το χρησιμοποιούσε ως  φυσική μάσκα, για τα μαλλιά της.  Το είχε εξομολογηθεί σε μια παλιά της συνέντευξη στον «Ταχυδρόμο», όπου είχε αποκαλύψει και άλλα, μυστικά της ομορφιάς της. 

«Φροντίζω την εμφάνιση μου και κυρίως την δίαιτα μου. Νομίζω ότι αυτό είναι το μυστικό μου. Δεν τρώω ποτέ κρέας, τρώω πολλά λαχανικά , ψάρια, γαλακτερά, αυγά και πολλά φρούτα . Προσέχω να μην παίρνω πολλά κιλά. Γυμνάζομαι, κολυμπάω, προσέχω. Δεν πίνω. Λυπάμαι που τα τελευταία τρία χρόνια καπνίζω. Προσπαθώ να ξεκουράζομαι όταν έχω καιρό και να κοιμάμαι 8 ώρες την ημέρα. Είμαι συντηρητική σπιτόβια, δεν ξενυχτάω χωρίς λόγο. Εκείνο που με χαρακτηρίζει είναι η αγάπη που έχω για την ίδια τη ζωή»»

Και σ’αυτό έλεγε αλήθεια. Και πάλι, όταν δήλωνε « είμαι πλασμένη από τα χαρακτηριστικά ενός αγνού κοριτσόπουλου. Δηλαδή το κέφι, την αισιοδοξία, το κουράγιο, το ρίσκο, το χαμόγελο, το χιούμορ». Της άρεσαν τα νιάτα της, τα γλεντούσε, χαιρόταν να νιώθει σύγχρονη. Πιτσιρίκα; Όχι. Ποτέ δεν παρίστανε την πιτσιρίκα, στην προσωπική της ζωή. Δεν το καταδεχόταν.

Φοβόταν μόνο να μη γίνει «θείτσα» –  το «θείτσα» την πείραζε μόνο, όχι  το «γιαγιά» . Ακόμα και στα ανίψια της, είχε απαγορεύσει να την φωνάζουν «θεία». «Πέστε με Αλίκη, νονά, ό,τι άλλο θέλετε, εκτός από «θείτσα» και από «μανταμίτσα», επέμενε.

Για πάντα νέα

Ο κόσμος, βέβαια, επέμενε, πως η – σχεδόν μεταφυσική – νεότητά της, ήταν αποτέλεσμα αισθητικών επεμβάσεων – η θεωρία περί «κυτταροθεραπείας» , η οποία μάλιστα προκάλεσε την αρρώστια της, είναι ένας δημοφιλής αστικός μύθος.  Η αλήθεια, είναι όπως λένε οι ειδικοί πως είχε κάνει «ό,τι χρειάζεται για να δείχνει νέα».  Μία σίγουρα, στη μύτη της, όταν ήταν πολύ μικρή, για να τη λεπτύνει και να διορθώσει το σχήμα της, αλλά και άλλα μίνι facelifts, πολύ προσεκτικά , για να μην παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά της. Πέρα απ’αυτό, όμως, το πραγματικό μυστικό της νιότης της, κρυβόταν στα καλά γονίδιά της.

«Ξυπνάει το πρωί, κοιτάζεται στον καθρέφτη και λέει «είσαι κούκλα», έλεγε συνάδελφός της «και αυθυποβάλλεται. Δεν αφήνει το χρόνο να της πάρει τον αέρα».

Σε κάθε περίπτωση, η ηλικία της, ήταν άλλο ένα μείζον θέμα στα γυναικεία πηγαδάκια και στις gossipστήλες του Τύπου. «Μερικές φορές έχω την  εντύπωση περισσότερο φλέγον θέμα απ’ότι η ελληνοτουρκική κρίση», είχε πει κάποτε η ίδια στον Ζάχο Χατζηφωτίου.«Και ξέρω πως πολύ ασχολούνται με αυτήν. Είναι μάλιστα και κάποιες υπερήλικες κυρίες που λογαριάζουν στα δάχτυλα των χεριών τους και φωνάζουν «Α, μα είμαστε συνομήλικες».  Μπράβο, πολύ χαίρομαι, αν αυτό τους δίνει χαρά. Είναι σαν να ψυχαγωγώ το κοινό μου και εκτός σκηνής. Και στο κάτω κάτω της γραφής, είμαι όσο θέλω !». (σ.σ. για την ιστορία, πάντως, το δημοτολόγιο του δήμου Αμαρουσίου όπου γεννήθηκε, ανέφερε ως ημερομηνία γέννησής της, την 20η Ιουλίου του 1934).

 

Ιδιωτικά, ωστόσο, τρελαινόταν να κάνει αστεία με την ηλικία της – «Παίξτε καλά σήμερα, ήρθαν οι «συμμαθήτριες», έλεγε στους ηθοποιούς του θιάσου της, όταν σήκωνε λίγο την κουρτίνα από την κουίντα, στα παρασκήνια και έβλεπε στην πλατεία ηλικιωμένες κυρίες. «Κάποτε ήταν καλεσμένη στ’Αστέρια και πήγαμε μαζί με ταξί», διηγιόταν ο παλιός της κομμωτής Μιχάλης Γεωργόπουλος. «Ο ταξιτζής γύρισε, την κοίταξε και της είπε ότι είναι πολύ όμορφη και ότι μοιάζει στη Βουγιουκλάκη/ «Σιγά μη μοιάζω στην Αλίκη» του λέει εκείνη, «εγώ είμαι μια απλή γυναίκα». Ο ταξιτζής επέμενε να της λέει πόσο όμορφη είναι με συμπλήρωσε :

«Σίγουρα δεν είσαι η Βουγιουκλάκη γιατί εκείνη είναι τώρα μεγάλη, ενώ εσύ είσαι κοριτσάκι. Να κοιτάξεις την καριέρα σου και να πας να γίνεις ηθοποιός!». «Θα ήθελα, αλλά έχω ακούσει διάφορα για τους ηθοποιούς» του λέει εκείνη. Όταν φτάσαμε πια στα Αστέρια, έτρεξαν όλοι οι φωτογράφοι να τραβήξουν φωτογραφίες. Τότε μου λέει ο ταξιτζής «Πω πω ντροπή!» .

Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ

Είναι δύσκολο, πάντως να πει κανείς αν υπήρξε ευτυχισμένη γυναίκα. Ερωτική ναι, αισθαντική σίγουρα, ευτυχισμένη όμως ; Η ίδια δεν το πίστευε – ή έτσι, τουλάχιστον, δήλωνε. Το 1976, μιλώντας στην εκπομπή «Παρασκήνιο», είχε εξομολογηθεί.

«Δεν νομίζω ότι αυτός ο θρύλος αυτός με ικανοποιεί ή με γεμίζει άλλο! Θα ήθελα να απαλλαγώ και να ασχοληθώ με τον άνθρωπο, με την ολοκλήρωση της δικής μου προσωπικότητας, η οποία έχει μείνει σε βρεφική κατάσταση. Στην ηλικία των 17 ετών, όταν ξεκίνησα. Βλέπεις αυτό είναι το δράμα μου εμένα. Ήμουν διάσημη από 17 χρονών. Ποτέ δεν μπόρεσα να πάρω ένα αγόρι από το χέρι και να περπατήσουμε μαζί. Ήσυχη χωρίς να με ενοχλήσουν. Χωρίς να μου ζητήσουν ένα αυτόγραφο ή ένα χαμόγελο».

Και με τους άντρες της ζωής της, έπαιζε πάντα ένα ρόλο. Στην αρχή, όταν ήταν μικρή, ήταν η Αλίκη- μαθήτρια  – οι συντροφοί της, ο Αλέξης Σολωμός, ο Μάριος Πλωρίτης,  ο μεγαλοεκδότης  Νάσος Μπότσης, ήταν πολύ μεγαλύτεροί της, «δάσκαλοι» και υποκατάστατα του πατέρα που είχε χάσει. Στον Δημήτρη Παπαμιχαήλ βρήκε ένα αληθινό αρσενικό, ισάξιό της. Τον αγάπησε πολύ – άλλωστε η Αλίκη, όταν αγαπούσε, αγαπούσε  υπερβολικά, κινηματογραφικά, με πάθος, δράματα, κλάματα, ήταν «στο σώσε» όπως έλεγαν οι φίλοι της.

 

Ο Δημήτρης, όμως, βαρύς Πειραιώτης, ήταν μαθημένος αλλιώς: ήθελε την γυναίκα να τον ακολουθεί ένα βήμα πιο πίσω, δεν χώνεψε ποτέ ότι κοιμόταν με την Αλίκη, αλλά ξυπνούσε με τη Βουγιουκλάκη. Με τον Γιώργο Ηλιάδη, το δεύτερο μεγάλο της έρωτα,  που τη βρήκε στην «χρυσή» της ωριμότητα, θα μπορούσε να ευτυχήσει. Στάθηκε άτυχη. Όσο για τους νεότερους συντρόφους της –  τον Βλάσση Μπονάτσο, τον Κώστα Σπυρόπουλο – αυτοί την «έτρεφαν» με τη χαρά, το αναρχικό χιούμορ, τα νιάτα τους. Δίπλα τους, ξαναγινόταν παιδί. Τους αγάπησε. Τους χρειαζόταν.

 

«Ο άντρας της ζωής μου είμαι εγώ» – αυτή ήταν στο φινάλε, η μεγάλη, κρυφή αλήθεια της. Η Αλίκη, το Αλικάκι, το ορφανό, η Λίζα Πετροβασίλη, η Λίζα Παπασταύρου, έχτισε το μύθο της με αγώνα σκληρό, με πείσμα αντρικό, σαν Πίπης. Διεκδικώντας ρόλους. Απαιτώντας ψηλά κασέ. Καθοδηγώντας παραγωγούς και σκηνοθέτες, με «σιδερένιο» χέρι. Επενδύοντας, ρισκάροντας, ρίχνοντας τα λεφτά της στο θέατρο, σε μεγάλες παραγωγές, που ενίσχυαν το κύρος της. Τι έμεινε απ’όλα αυτά; Από κείνη; Μια γλύκα, μια χαρά, σαν αεράκι καλοκαιρινό.

Όταν μια μέρα θα φύγω από τη ζωή…Ε, πείτε πως χάσατε ένα χαμόγελο…